Fractal

Ανάμεσα σε νύχτες

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

Μια άλλη ανάγνωση των έργων: «Ανάμεσα σε νύχτες»,  «Πολιτισμός του Σώματος», «Το στίγμα της στίξης» του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου

 

«…Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν»

(Οδυσσέας Ελύτης, Τα ελεγεία της οξόπετρας»)

 

“…Όλη μας η ζωή μοιάζει να συγκληρώνεται
σε τέσσερις λέξεις: σώμα, σήμα, ψυχή, όνομα»

(Κώστα Ε. Τσιρόπουλου: Το σημείο στίξης)

 

tsiropoulos_1

 

Ο Κώστας Τσιρόπουλος ίσαμε τούτη τη στιγμή καλύπτει με την συγγραφική του παρουσία: ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, πολιτικές και κοινωνικές παρεμβάσεις και ως εκδότης περιοδικού, πάνω από μισόν αιώνα έντονης, ουσιαστικής και αδιάλειπτης πνευματικής προσφοράς. Σταθερός στις απόψεις του, αμετακίνητος στα πιστεύω του, υπερασπίστηκε με σθένος και έντιμα ό, τι  θεωρούσε ελληνικό αμιγώς, ορθό και δίκαιο εθνικώς και χριστιανικώς ορθόδοξο από τη δική του πάντα σκοπιά, σεβόμενος, ωστόσο, τις διαφορετικές απόψεις. Αφήνει σπουδαία πνευματική παρακαταθήκη στις γενιές που έρχονται, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς πάντα με τις ακραίες ως και «δογματικές», ενίοτε, απόψεις του.

Από κάποια απόσταση σήμερα, θεωρώντας αντικειμενικά το πλούσιο και ποικίλο έργο του, έξω και πέρα από την καθημερινή του συνάφεια εντός ενός ευρέος και ποικίλου κύκλου συνεργατών και φίλων με ή χωρίς εισαγωγικά, απαλλαγμένο από τις κάθε είδους επιβεβλημένες και μη κοινωνικές συμβάσεις και αλλοτριώσεις, βρίσκεσαι προ μεγάλων εκπλήξεων και τρομερών αντιφάσεων.

Ανακαλύπτεις έναν άλλο διανοούμενο, ανένταχτο στοχαστή, θρησκευόμενο με τα λογικά ερωτηματικά του, έναν δυνάμει επαναστάτη, έναν τρομακτικά μοναχικό άνθρωπο, έναν γνωστό άγνωστο ερημίτη, έναν εγκόσμιο ασκητή, έναν αναχωρητή εντός των τειχών των κοινωνικών συμβάσεων, που ξόδεψε την πολύτιμη ζωή και την ψυχή του, που αναλώθηκε μέσα στον ίδιο του τον περίγυρο προσπαθώντας παράλληλα «ανάμεσα σε νύχτες» ατελείωτες και δημιουργικές να εκλογικέψει την παντοδυναμία του Έρωτα και την αναγκαιότητα του Θανάτου στα πλαίσια σταθερά

του Ελληνοχριστιανικού ιδεώδους και βίου.

Μοναξιά γεμάτη κόμπους,

γεμάτη θανατώματα»,

περιβαλλόμενο τη σκοτεινιά «ανάμεσα σε παγίδες/ και εκτελέσεις», ματώνει η ψυχή μου ζώντας το γλυκό μαρτύριο της δικής του ψυχής ίσαμε τη στιγμή που:

«Έρχεται η μοναξιά

και οι καμπάνες του Θεού

σημαίνουν όρθρο ελευθερίας»

και τότε πάλι υπό το κράτος της μοναξιάς, αλλά με τα «Φώτα της δικαιοσύνης», όλα αλλάζουν, γίνεται φως ιλαρό αγίας δόξης, τα πάντα μεταβάλλονται:

«Ξαφνικά,

μέσα στο σκοτεινό σπίτι

ανθίζουν παράξενα φώτα,

ανεβαίνουν τα γυμνά πόδια

και τα δακρυσμένα μάτια

ανοίγουν

(….)

Και ξαφνικά

παράξενα φώτα

της Δικαιοσύνης

λύνουν τα δεσμά της νυχτός…»

την άγια νύχτα των Χριστουγέννων και προβάλλει το άστρο που του δείχνει την οδό προς την άλλη πραγματικότητα, τον άχρονο χρόνο και χώρο του Αχώρητου και τον γεμίζει χαρά ώστε ν’ αναφωνεί:

«… άστρο, πρόσωπο

του πρωινού της σωτηρίας

(…)

Νύχτα, Νύχτα, Νύχτα μαγική,

καρδιά όλου του κόσμου

που ξαναρχίζει να χτυπά.

Εμμανουήλ, Εμμανουήλ.

 

tsiropoulos_2

 

Η  εν λόγω ποιητική συλλογή, «Ανάμεσα σε νύχτες», στην οποία ανήκουν οι παρόντες στίχοι, είναι η δεύτερη μετά την «Ωδείο για μοναχικές φωνές», που είχε ήδη σηματοδοτήσει το ποιητικό τοπίο κινητικότητας του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου. Εκδόθηκε  το 1964, όταν ο ποιητής ήταν 34 ετών και είχε ήδη συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται «ανάμεσα σε νύχτες» ατέλειωτης βασανιστικής μοναξιάς, ότι περιβάλλεται από μυστηριώδες σκότος μοναξιάς και πρέπει να παλέψει για να βγει από κει νικητής, τροπαιοφόρος ίσως όχι, αλλά οπωσδήποτε όχι ηττημένος. Αποτελεί αυστηρό κανόνα τεχνικής κατασκευής και δίνει «το στίγμα της στίξης» της ζωής και της πνευματικής του δημιουργίας,.

Εκτός αυτού, η ποιητική ενότητα, «Ανάμεσα σε νύχτες», είναι ο καθρέφτης της ψυχής του δημιουργού και το συμβόλαιο της υπαρξιακής του αγωνίας με τον Θεό που τον αναζητεί όχι μόνο από νύχτα σε νύχτα, που είναι ο χώρος όπου ενοικεί η ψυχή του, αλλά και στο κοιμητήριο κάποιο δειλινό, «Την ώρα που οι ψυχές διψούν και πάνε / να πιούν νερό στην κρουσταλλένια βρύση…»,  ανάμεσα σε δάσος από τεφροδόχους στίχων τέλειων γεωμετρικών σχημάτων, νεκρικές στήλες με ονόματα τεθνεώτων και εικονικά δέντρα, κυπαρίσσια, που γεμίζουν ασθματικά, χωρίς ενδιάμεσα κενά, τις 64 σελίδες της, ενώ μια αρμονία χαϊδεύει τ’ αυτιά καθώς ο ρυθμός κυλάει από στίχο σε στίχο αδιάλειπτα και γλυκαίνει τρυφερά το θλιβερό τοπίο της σιωπηλής μοναξιάς των ψυχών. Στοιχεία θεμελιακά και γνωρίσματα σημαδιακά που δεν μπορεί να μην επισημανθούν και να μην σχολιαστούν ως δηλωτικά της σχέσης ποιητή με το κοιμητήριο και τα «ανθρωπωνύμια».

Τα «Ανθρωπωνύμια» είναι το θέμα που διαπραγματεύεται  διεξοδικά και με έναν ιδιάζοντα τρόπο στο βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο Το σημείο της στίξης,  που εκδόθηκε το 1984, είκοσι χρόνια μετά το «Ανάμεσα σε νύχτες», όταν ο ποιητής ήταν 54 ετών, ώριμος και κατασταλαγμένος, βρίσκει το σταθερό σημείο του κόσμου του, το δικό του στίγμα της στίξης, «ένα δειλινό στο κοιμητήριο…». Γράφει χαρακτηριστικά:

«Περπατώντας ένα δειλινό στο κοιμητήριο αισθάνθηκα την σιγή και την μόνωση να ραγίζουν την καθημερινή μου ύπαρξη και να ψαύουν την κρυμμένη γυμνότητα της ψυχής μου…Πρόσεχα τα σιωπηρά κυπαρίσσια καθώς τα πουλιά σπαράζοντας κατέφευγαν να κρυβούν από την ερχόμενη νύχτα… , τα άνθη … που αγρυπνούσαν τους του νεκρούς.., τους λευκούς τάφους…, τα χαραγμένα στα μέτωπά τους ονόματα των αναπαυμένων… ίχνη αθανασίας (…)Όλη μας η ύπαρξη μοιάζει να συγκληρώνεται σε τέσσερις λέξεις: σώμα, σήμα, ψυχή, όνομα…». 

Η επαφή του με την σιωπηλή πραγματικότητα των νεκρών δρα ως καταλύτης αποκαλύπτοντας  μια οδυνηρά εξαγνιστική σχέση του με το χώμα ως αρχή και τέλος του σώματος το οποίο θεωρεί αφετηρία και βάση των πάντων στο ενδιάμεσο έργο του με τίτλο «Πολιτισμός του σώματος». Για το έργο αυτό, το ποίημά μου «Ωδή στο σώμα», που ακολουθεί, αποτελεί μιαν άλλου τρόπου κριτικής προσέγγισης, με αφιέρωση στον Κ. Ε. Τ. και παρεμβάλλεται ως οργανικό στοιχείο και συνδετικός κρίκος «Ανάμεσα σε νύχτες» και «Το στίγμα της στίξης»:

υ θεωρεί πρωταρχικό στοιχείο κάθε δημιουργίας. Χωρίς το σώμα δεν υπάρχει τίποτα. Με το σώμα υπάρχουμε, ζούμε, σκεφτόμαστε, γινόμαστε συνδημιουργοί και συλλειτουργοί στη διαδικασία της ζωής, μετέχομε των πάντων, μην εξαιρουμένου  και του Θανάτου. Και κλείνοντας αποκαλεί εύστοχα:

«Σώμα φωτεινό σκοτεινό, Μυστήριο».

«Δωρισμένο του Έρωτα, οφειλή του Θανάτου», προσθέτω παραφράζοντας ένα στίχο  αρχαίου ποιητή.

Αναστρεφόμενη στο: «Το σημείο της στίξης» τον ποιητή στην περιδιάβασή του ανάμεσα στα μνήματα στο κοιμητήριο, προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τα κινήματα της ψυχής του. Να διαβάσω τις μύχιες σκέψεις του, πέρα από τις περιγραφές που κάνει

Ωδή στο σώμα

Σώμα λευκό αειπάρθενο,

η πρώτη μνήμη των θαυμάτων

θυμίαμα του κρίνου και του υάκινθου,

της μίνθης, της αλόης και του νάρκισσου.

Σώμα ζεστό καλοκαιρινό πρωινό,

γέννημα του ονείρου και της χίμαιρας,

ψωμί καθάριο τρυφερό σταριού

και μυστικού μιλητικού νερού,

άρτος λειτουργημένος το Μεγαλοβδόμαδο.

Σώμα των λογισμών κατοικητήριο,

καύχημα του Θεού μεγαλοδύναμο

μιας ηδυσμένης ώρας κάρπισμα,

μυρίπνοο ευωδίας άνθισμα στην απαλάμη του φωτός,

ύμνος εωθινός αγγέλων υμνωδούντων

Αλληλούια.

 

Σώμα του πόνου και του έρωτα

στων ορθρινών ωρών την ευλαμπία την εύλαλη,

όταν σπαθίζει ο πόθος το ξημέρωμα

κι αναρριγεί το κάλλος εύσχημο,

πριν από τον παλμό τον ένθεο

στο κοίλο του ναού το αγλαόμορφο.

Άχραντο σώμα εωθινό,

ευλογημένων οραμάτων εντευκτήριο,

πασίχαρων διαλογισμών κατοικητήριο.

Σώμα των ορατών και αοράτων μυστηρίων

 

Σώμα των νεφελών και των ατμών και των πνευμάτων,

ερώτων γέλασμα και επιφώνημα υδάτων,

σώμα των ηδονών και των πολλών ανομημάτων,

των αφανών και νοητών άνω θαυμάτων,

τρισάγιο φτερωτών ονείρων όχημα

της σκέψης και του λογισμού το ανθεστήριο.

Σώμα των κόπων, των δεινών και των δακρύων,

σώμα των ύμνων της, οδύνης και των θρήνων.

Σώμα του Πόνου του Σταυρού και του Θανάτου.

 

Σκήνωμα και οχύρωμα του Λόγου ευρύχωρο,

όπου ο Αχώρητος χωρεί

και γίνεται το ασύλληπτο νοητό.

Αγγέλων ένδυμα ευάγκαλον,

αναμαρτήτων ορθρινό ποιμένων όραμα,

σώμα λευκό θνητό και αειπάρθενο,

ηλιακών ακτίνων φαεινότερο.

Σώμα του χώματος και του νερού και του ανέμου,

αρχή και ποίηση του μαρτυρίου

σύμπαντος ορατού και αοράτου μυστηρίου.

 

Πρόκειται για μία άλλου είδους ανάγνωση και ανάπλαση του νοήματος του έργου «Πολιτισμός του σώματος», όπου ο ποιητής καταθέτει πάγιες απόψεις του για τη σημασία του σώματος ποιητικού κι από τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει, συναρθρώνοντας τους συλλογισμούς του όσον αφορά τα «ανθρωπωνύμια», δηλαδή το ονοματεπώνυμο κάθε εκλιπόντος, τον ακούω να ψιθυρίζει ρυθμικά  «η κρυπτογραφημένη μορφή, το στίγμα που τους σημαίνει μέσα στον κόσμο των επιζώντων»,  η επιτάφια ονοματοθεσία,  που δηλώνει «μια παρουσία, είναι όμως και μια απουσία (…). Το όνομα, καθώς το ζωγράφημα είναι η πλατωνική απομίμησις πραγμάτων, είναι κατάληξη, κορύφωση(…) Παρουσία(…), ολόκληρη η ζωή είναι κατάσπαρτη από ανθρωπωνύμια, όσο η γη από τοπωνύμια(σ.10) και ευλαβούμαι εννοώντας πόσο εξαρτημένος ένιωθε  με τον χώρο του κοιμητηρίου, πόσο ασκητής ερημίτης και ερημικός ήταν μέσα στο αξεδιάλυτο μυστήριο του θανάτου.

Ωστόσο, βγαίνοντας από το κοιμητήριο και αφήνοντας πίσω του τη σιωπηλή  «κοινωνία» των νεκρών, διαπιστώνει ότι και η θορυβώδης κοινωνία των ζώντων είναι διάσπαρτη από επιγραφές με ονόματα και επώνυμα, ότι βρίθει από ανθρωπωνύμια που εκφράζουν οι λέξεις και εύλογα συμπεραίνει: «Ολάκερη η ανθρώπινη κοινωνία είναι δομημένη με το υλικό της γλώσσας, τις λέξεις που την εκφράζουν και τη συμβολίζουν(σ.48). Η ιστορία είναι αναρτημένη σε επιγραφές δρόμων, πλατειών, πάρκων. Παντού ανθρωπωνύμια, η ζωή και ο θάνατος συμπορεύονται. Δεν ξεχωρίζει η κοινωνία των ζώντων από την κοινωνία των τεθνεώτων. Παντού κυριαρχούν τα ανθρωπωνύμια. Η μία πραγματικότητα έχει ως επακόλουθο την άλλη. Το νιώθει, το εννοεί, το βιώνει το γεγονός αυτό και το αποτυπώνει με δύο απλές φράσεις: «Από σύμπαν γεμάτο ανθρωπωνύμια βγήκα, σε σύμπαν κατάφυτο ανθρωπωνύμια ήλθα»(σ. 49).

Είναι φανερό ότι, ήταν τόσο έντονη η συνάντηση και η αναστροφή με το πλήθος των νεκρών μέσω των ανθρωπωνυμίων, που βγαίνοντας από το κοιμητήριο νομίζει ότι το δικό του ανθρωπωνύμιο σηκώνει «το φορτίο της σιγής του σώματος-του δικού του- της σιγής του θανάτου» του. Προσπαθώντας να αιτιολογήσει τον θάνατο, μπλέκεται περισσότερο στα δίχτυα του. Εγκλωβίζεται στα αδιέξοδα που συναντάει. Δεν μπορεί να αποδεχτεί το γιατί υπάρχει Θάνατος ως αντίποδας του Έρωτα. Προσπαθεί να τα βρει μαζί του. Περιφέρεται ένα ολόκληρο σιωπηλό δειλινό ανάμεσα στα μνήματα περιεργαζόμενος τις ταφόπλακες και διαβάζοντας τα ονόματα πάνω στις στήλες. Και υπό το κράτος της σιωπηλής κοινωνίας των ψυχών, νιώθει να ξεπηδούν από τα ονοματεπώνυμα τα αναφερόμενα πρόσωπα και βλέπει να «χλοΐζουν μυριάδες ανθρωπωνύμια» και να τον κατακλύζουν τα άπειρα πλήθη των μνημονευομένων.

Και καταλήγει σ’ ένα συμπέρασμα δραματικό και μαζί αποκαλυπτικό για το ατελέσφορο του αγώνα του ανθρώπου να κατακτήσει το σύμπαν και να λύσει το μεταφυσικό πρόβλημα της υπαρξιακής αγωνίας:

«Εδιάβασα και ενόησα. Με αυτά εμέτρησα τον άνθρωπο, την δύναμη της μνήμης, της αγάπης και του θανάτου. Είμαι πυκνός από ανθρωπωνύμια, είμαι ένα ανθρωπωνύμιο που ταξιδεύει κάτω από την έναστρη σιγή του Θεού, στου θανάτου τον πόντο, μεθυσμένο άγρια ζωή». Και με ξεκαθαρισμένους λογαριασμούς αποφασίζει, όχι χωρίς αρκετή δόση αμφιβολίας να κλειστεί «μέσα στο ανθρωπωνύμιό» του, να κρυφτεί στο κουκούλι του, να μεταβληθεί σε χρυσαλίδα για να μπορέσει την ορισμένη ώρα να «πετάξει ψηλά ως ψυχή».

Και ήταν τότε που έκανε ετούτη τη μελέτη θανάτου, στο μέσο της ζωής και της πνευματικής του δραστηριότητας, πενήντα τεσσάρων ετών! Πάνω στην ωριμότητά του και στην ακμή της ποιητικής του έκφρασης.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top