Fractal

Για την ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη, με αφορμή την έκδοση της μελέτης: Για εκείνη την αμφίαλο σιωπή του Επιτάφιου Δρόμου (1)

Γράφει η Άννα Αφεντουλίδου  //  *

 

Ο Κώστας Θ. Ριζάκης γεννήθηκε το 1960 στη Λαμία, όπου και ζει μέχρι σήμερα, μια ζωή μονήρη και απομονωμένη. Είναι ένας ποιητής που φροντίζει με ιδιαίτερη προσοχή τα ποιήματά του μέχρι την τελευταία τους λεπτομέρεια, ποιήματα με μουσικότητα και πνοή, με στίχο πολυδουλεμένο, σμιλευμένο στο ρυθμό, ποιήματα που αποπνέουν πόνο και πένθος. Ο ποιητής μάς έδωσε την ευκαιρία να δούμε συνολικά την ποίησή του συγκεντρώνοντας το 2011 σε έναν τόμο από τις Εκδόσεις των Φίλων, με τίτλο Επιτάφιος Δρόμος2 , έξι ποιητικές συλλογές των ετών 1985-2010. Όπως διαβάζουμε στα περιεχόμενα, περιλαμβάνονται κατά σειρά: Ο βυθός μου τα πράγματα (1985), Με τον τρόπο του Αινεία (1986),Τα επόμενα πένθη (1997), Χωρίς χρονολογία (2004), Ο κυρίως ναός (2006), Τα τελευταία ονόματα (2010)

Η 25χρονη ποιητική πορεία του Ριζάκη, όπως διαγράφεται στον τόμο αυτόν, διαθέτει ευδιάκριτα μορφολογικά χαρακτηριστικά και θεματικούς πυρήνες που επαναλαμβάνονται με κάποιες διαφοροποιήσεις στο πέρασμα των ετών, αλλά που στην ουσία τους παραμένουν σταθεροί. Κάτι σαν την διαδικασία της ομοιόστασης: το περιβάλλον αλλάζει, ωστόσο υπάρχει ένας εσωτερικός μηχανισμός που αγωνίζεται και αγωνιά να διατηρήσει την ισορροπία. Η θερμοκρασία παραμένει φλεγόμενη από πόνο και πάθος, ο ποιητής ταράσσεται από τα ίδια έντονα συναισθήματα της έλλειψης και της απώλειας, της διαπάλης με την γραφή, του αγώνα να εξωτερικεύσει αυτό που παλεύει μέσα του αμφιθυμικά να βγει στο φως ή να μείνει στο σκοτάδι∙ αλλά και κατόπιν μετά την γένεση του ποιήματος, εξακολουθεί να υπάρχει η αγωνία και ο φόβος, η αμφιβολία της «αρτιμέλειας» και της ολοκλήρωσης: όταν βγαίνει στο φως, είναι αυτό που προσδοκούσε ο ποιητής ή πρόκειται για μια τερατογένεση που τον διέψευσε ή και τον ανακούφισε μόνο για λίγο, για να τον ξαναρίξει σε λίγο στην ίδια οδυνηρή διαδικασία των ωδινών; Και όλα αυτά εκφράζονται με μετρικές εναλλαγές, με διαφοροποιημένες επιλογές στροφικών σχημάτων και με ποικιλία τόσο «παραδοσιακών» έως και πιο πεζολογικών τρόπων.

 

collage

 

Η αρχετυπική μορφή της Αλίκης

Αφορμή και έναυσμα για τη συγ-γραφή δύο δοκιμιακών μου κειμένων για την ποίηση του Ριζάκη3 στάθηκε η 4η κατά σειρά ενότητα ποιημάτων του, στον συγκεντρωτικό αυτό τόμο, με τίτλο Χωρίς χρονολογία, Ένα ποίημα σε δώδεκα μέρη (2004), η οποία τελειώνει με την σημείωση: Πρώτη γραφή Μάιος 1985.

Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει δώδεκα άτιτλα μέρη, αριθμημένα από το 1 έως το 12, όσα και οι μήνες ενός έτους, το οποίο δεν ορίζεται ωστόσο, όπως σπεύδει να δηλώσει εξαρχής ο τίτλος. Ο τίτλος αποτελεί, στα πλαίσια ενός μεγάλου κυκλικού σχήματος, και τον τελευταίο στίχο του δωδέκατου μέρους: χωρίς χρονολογία4 .

Εκείνο που ξεχώρισα εξαρχής για πολλούς λόγους είναι το κυρίαρχο πρόσωπο, ο συνεκτικός τους ιστός: μια πολύμορφη γυναικεία παρουσία, η Αλίκη, την οποία ο ποιητής συνεχώς προσφωνεί και η οποία αποτελεί τον πυρήνα γύρω απ’ όπου χτίζεται η συλλογή∙ με έναν τρόπο όχι μονοδιάστατο ή ευθύγραμμο αλλά με μια κίνηση περιδίνησης, με μιαν εντελώς ιδιάζουσα φορά από έξω προς τα μέσα και αντίστροφα, από τον κλειστό στον ανοιχτό χώρο και στο ένδον του ψυχισμού, από το πριν στο μετά, στο ποτέ και στο πάντα, έτσι ώστε να καταργούνται τα χωροχρονικά όρια και να δίδεται εξαρχής ένα νέο συμπαντικό στίγμα: ο ιδιόμορφος κόσμος της Αλίκης που γίνεται ο κόσμος του ποιητή. Η ιδιαιτερότητα της ταυτότητας της μυστηριώδους αυτής γυναικείας παρουσίας αποτυπώνεται από τον ποιητή ακόμα και με τον τρόπο που αναγράφεται το ίδιο το όνομα: Α λ ί κ η, με τυπογραφικά κενά ανάμεσα στα γράμματα. Δηλώνεται έτσι και μορφικά πως υπερβαίνει ένα απλό γυναικείο όνομα. Ποια είναι επομένως η Αλίκη;

Η Αλίκη, η παράξενη αυτή γυναίκα, φαίνεται πως είναι η ενσάρκωση της ίδιας της περιπέτειας του ποιητή και της έμπνευσής του, η προσωποποίηση της ποιητικής λειτουργίας που στοιχειώνει τον καλλιτέχνη. Διακρίνεται η μάχη με ένα αμφιθυμικό συναίσθημα ευλογίας και κατάρας, η έλξη και η άπωση, η παλινδρομική σχέση με την παράδοση, η συνεχής σύγκρουση με το βίωμα των εμπειρικών γεγονότων, τον κόσμο των πραγμάτων και των ανθρώπων, αλλά και τον κόσμο των επιθυμιών, των ονείρων, των προσδοκιών∙ κι όλα αυτά συμπλεκόμενα στη γραμμή εκείνη, όπου παρόν, παρελθόν και μέλλον συναιρούνται σε μια άχρονη ροϊκή γραμμή, όπου η πρόληψη και η αναδρομή συμφύρονται σε μιαν αδιαίρετη αναχρονία. Η περιπέτεια της γραφής, μας λέει ο ποιητής, δεν ολοκληρώνεται ποτέ και γι’ αυτό και είναι αδύνατον, μας δηλώνει, να ορίσει τον χρόνο της, ποια θα είναι η αρχή, ποιο θα είναι το τέλος. Με την ενότητα αυτή των 12 μερών του ποιήματος της Αλίκης, μέσα από τη σκιαγράφηση του σύμπαντός της, αποτυπώνεται σε μικρογραφία, με τις απαραίτητες βέβαια αναγωγές, ολόκληρο το ποιητικό σύμπαν του Κώστα Θ. Ριζάκη.

 

Γυναικών μεταλλάξεις

Βυθιζόμενη στο σκοτεινό αυτό κόσμο διαπίστωσα πως παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον η θέση που επιφυλάσσει ο Κ.Θ.Ριζάκης στη μορφή της γυναίκας, καθώς και ο τρόπος που επιδρά στον ποιητικό του κόσμο ο έρωτας ως πάθος και πάθημα. Η γυναικεία μορφή στην ποίηση του Ριζάκη δεν έχει ευδιάκριτη ταυτότητα. Είναι μια άυλη παρουσία, μια γυναίκα-όραμα που μας θυμίζει σε κάποια σημεία τη Φεγγαροντυμένη του Σολωμού στον Κρητικό και της οποίας τα σωματικά χαρακτηριστικά, τις περισσότερες φορές αποκτούν αρνητική διάσταση. Η γυναικεία μορφή όπου απαντάται συνήθως είναι αέρινη σαν ξωτικό, με έμφαση, από τα σωματικά της χαρακτηριστικά, στα μάτια, στο χέρι, στο χαμόγελο, στοιχεία δηλωτικά μιας ψυχικής παρά σαρκικής έκφρασης.

Ο έρωτας παρακολουθούμε τις περισσότερες φορές να γίνεται έναυσμα και αφορμή για πόνο, για να επιβεβαιωθεί η τραγικά υφασμένη καταδίκη της μοναξιάς, για να δοθεί μια ακόμα τεκμηρίωση του θρήνου. Δεν λειτουργεί λυτρωτικά ή ζωογόνα, είναι μια άλλη μορφή θανάτου, μια άλλη αιτία βασανισμού, το ανεπίτευκτο μιας επικοινωνίας που σε πραγματικό επίπεδο δεν ενδιαφέρει. Στοιχείο ενός οράματος περισσότερο παρά ενός συναισθήματος, όπου η ομορφιά γίνεται κίνδυνος και το θετικό συναίσθημα της τρυφερότητας και της προσδοκίας γίνεται απειλή.

Ο Ριζάκης ανα-βιώνει ποιητικά τον έρωτα- όπως και τον θάνατο- με τον δικό του ιδιάζοντα τρόπο και μας οδηγεί να τον ανα-γνωρίσουμε μαζί του με μια σπάνια συνέπεια, σχεδόν εμμονή, σε μια εποχή όπου χάνονται οι σταθερές και τα κριτήρια∙ όπου επικρατούν είτε μια ισοπεδωτική ομογενοποίηση είτε μια άναρχη και α-νόητη πολυμορφία χωρίς καμιά αντιστοίχιση σημαινομένων. Με την επιμελημένη του έκφραση εξαναγκάζει τον αναγνώστη, να μην προσπεράσει βιαστικά αλλά να σκύψει με φροντίδα και σεβασμό, γιατί τα σημαντικά γίνονται από τα ελάχιστα, γιατί σε έναν κόσμο ταπείνωσης και ευτελισμού η ποίηση είναι αυτή που μας εξυψώνει∙και τα πλάσματά της, είτε το αφηγηματικό εγώ του άντρα είτε το άλλο πρόσωπο της γυναίκας είναι πλάσματα εύθραυστα όσο και απατηλά, ζουν στη χώρα της χίμαιρας που η καθημερινότητα ροκανίζει αλλά δεν μπορεί να διαβρώσει, γιατί ο πόνος, κατά παράδοξο τρόπο, δικαιώνεται εκεί ακριβώς που δεν τελειώνει και εξυψώνει ακριβώς γιατί δεν μπορεί να βρει ανακούφιση.

 

Η οδυνηρή σάρκα

Εάν ελέγξουμε μικροσκοπικά και άλλα ποιήματα, όπου η γυναίκα μοιάζει απούσα, θα διαπιστώσουμε πως τα συναισθήματα του πόνου και της ματαίωσης, τα οποία απορρέουν-στα ερωτικά- από το γυναικείο σώμα και την γυναικεία επαφή επεκτείνονται στο ανθρώπινο σώμα γενικότερα και η σχέση σώματος-ψυχής αποκτά μια βαθύτερα υπαρξιακή και φιλοσοφική διάσταση.

Το σώμα στον Ριζάκη είναι φορτισμένο με έναν εντελώς ιδιάζοντα τρόπο. Η αίσθηση της αφής αποτελεί ένα από τα ερμηνευτικά κλειδιά της ποιητικής του, αφή που δεν συμπορεύεται με τη συλ-λογιστική συν-οδεία του Σεφέρη (αρκετά πρώιμα είχε ο Τάκης Σινόπουλος χαρακτηρίσει τον Σεφέρη ως «ποιητή της αφής»5 ) ούτε υποκρύπτεται κάτω από μια πρωτογενή αθωότητα, όπως στον Πορφύρη (τα δάχτυλα είναι το σωματικό χαρακτηριστικό με τις περισσότερες εμφανίσεις στον συγκεντρωτικό τόμο των Ποιημάτων6 του Τ. Πορφύρη) ∙ αλλά εμφανίζεται ως έλλειψη παρά ως παρουσία, ως αίτημα παρά ως πραγμάτωση, ως αίσθηση- φορέας ψυχικού πόνου, σχεδόν εκ γενετής.

Για το σώμα που επιζητά μιαν άλλη επ-αφή και ο περιβάλλων χωροχρόνος τού την αρνείται, την ματαιώνει ή την διαψεύδει, η αφή μεταλλάσσεται σε ένα στίγμα που επιφέρει πληγές και πόνο, οριοθετώντας μιαν άλλη διάσταση, όπου θα υποκατασταθεί, σε στιγμές οριακές, από την αίσθηση της δημιουργίας, ίσως και από την ίδια την ποίηση. Έτσι, το σώμα μετατρέπεται σε ένα είδος βασανιστηρίου, μια φυλακή, ένα σήμα της ψυχής κατά έναν τρόπο αναλογικό με εκείνον των πλατωνικών ιδεών. Επεκτείνοντας, το σώμα-φυλακή της ψυχής εγκλείεται εγκιβωτιζόμενο σε ένα άλλο δεσμωτήριο, τον κλειστό χώρο ενός σπιτιού, ενός δωματίου, τον οίκο της ποίησης, της τέχνης «κατεξοχήν», την οποία και τάσσεται να υπηρετεί, ως ευλογία και κατάρα. Και ο οίκος αυτός γίνεται ναός του πνεύματος, αλλά και ναός μνημόνευσης των νεκρών, οικείων και μη, μνημείο της ψυχής.

Όπως έχει χαρακτηριστικά δηλώσει και ο ίδιος ο ποιητής στο ποίημά του Οικοσιτώ7 :

ΟΙΚΟΣΙΤΩ
κι αφού οι νεκροί παρέδιδαν γλώσσ’ άνευ διδασκάλου
(και μάλιστα ελληνική σε χίλιες δυο εκφάνσεις)
νύχτες σελήνης με κονιάκ εσπέρας αφεψήματα
ή εωθινά χαύνα μουντά με φίνο καφεδάκι
πατέρας μάνα κι αδελφή ξεκούραστοι μονίμως
λέξεις προμήθευαν ψυχής σήμαντρα των προγόνων
το έχει τους βυζαίνοντας περίσσευε το γάλα
στο παρελθόν κατέλαμπα αγόρι χορτασμένο
μα όπως καλά περνούσαμε σε διδαχή κι αγάπη
δεν έπρεπ’ αμνημόνευτους ποτέ ναν τους αφήνω
μόνον να ζω στο βούρκωμα φίλιος προς τα πτώματα
μόνο να θέτω προσφιλή στο μέλλον μου ερωτήματα:

-τι ζωντανό μπορώ να βρω να συναναστραφώ;

-μα πώς λοιπόν ο ανεύθυνος να λείψω από το σπίτι;

Αλλά το πλέγμα της σύνθετης αυτής σχέσης ανάμεσα στο σώμα και την μνήμη καθώς και η οδυνηρή αισθητηριακή του πορεία στην ποιητική διαδρομή του Ριζάκη θα αποτελέσει το θέμα μιας επόμενης δοκιμής.

 

 

Σημειώσεις 

  1. ‘Αννα Αφεντουλίδου, Για εκείνη την αμφίαλο σιωπή του Επιτάφιου Δρόμου, σκέψεις πάνω στην ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη, Εκδ.Φρέαρ/4, 2014
  2.  Κώστας Θ. Ριζάκης, επιτάφιος δρόμος,, Ποιήματα Α’, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2011
  3. που περιλαμβάνονται στην προαναφερθείσα έκδοση του φρέατος
  4. Ό.π. σ. 79 και 92
  5. Τάκη Σινόπουλου, Τέσσερα μελετήματα για τον Σεφέρη, Κέδρος, 1986
  6. Τάσου Πορφύρη, Νεμέρτσκα, Τα Ποιήματα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2013
  7. περιοδικό Φρέαρ (τεύχος αρ.6/Μάρτιος-Απρίλιος 2014)

 

 

* Η Άννα Αφεντουλίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία. Σε μεταπτυχιακό επίπεδο ασχολήθηκε με την ποίηση του Α. Εμπειρίκου και τη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία. Ζει στην Πρέβεζα και εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Η ποιητική της συλλογή «Ελλείπον Σημείο» (2010) ήταν στη μικρή λίστα υποψήφιων βιβλίων για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περ. «διαβάζω». Συμμετείχε στην ανθολογία διηγήματος «Θεσσαλονίκη 2012″ (Ιανός) καθώς και στην ανθολογία «The Red Thread, Contemporary tales from Athens to Essex» (AutoPrint, Essex 2013). Πιο πρόσφατο βιβλίο της είναι η ποιητική συλλογή «Ιστορίες εικονικής ισορροπίας» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2013).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top