Fractal

Κώστας Μουζουράκης: “Για να κερδίζουν οι Ινδιάνοι”

Συνέντευξη στη Μαρία Λιάκου //

 

 

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Κώστας Μουζουράκης ξεκίνησε να γράφει από παιδί «για να κερδίζουν οι Ινδιάνοι». Σήμερα, μετά τα δυο αστυνομικά βιβλία του και ετοιμάζοντας το τρίτο, μίλησε στο Fractal για το αστυνομικό μυθιστόρημα, το βιβλίο και την εποχή μας.

 

-Κύριε Μουζουράκη, είστε συγγραφέας δύο μυθιστορημάτων και είχατε συμμετοχή στον τέταρτο τόμο της σειράς «Ελληνικά εγκλήματα» -όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ποιά η αποδοχή του αναγνωστικού κοινού;

Από την άποψη των αριθμών, δεν μπορώ να πω ότι έσπασα τα ταμεία. Παρόλα αυτά είμαι ικανοποιημένος – οι εποχές που ζούμε είναι δύσκολες, δυο φορές δυσκολότερες για το βιβλίο, γι’ αυτό και με τιμά βαθιά το γεγονός ότι αρκετοί άνθρωποι διάβασαν τα βιβλία μου.

 

-Τι θεωρείτε ότι  χρειάζεται να έχει ένα μυθιστόρημα για να  χαρακτηριστεί σήμερα «αστυνομικό»;

Τυπικά, να υπάρχει ένα μυστήριο και να ακολουθείται (έστω και υποτυπωδώς) η πορεία μιας έρευνας για τη λύση του. Από ‘κει και πέρα, οι σχολές και οι τάσεις της «αστυνομικής» λογοτεχνίας είναι πολλές και συχνά αποκλίνουν αρκετά μεταξύ τους – για παράδειγμα, άλλη η κλασσική αγγλική σχολή (τύπου Κόναν Ντόιλ ή Αγκάθα Κρίστι) που ασχολείται περισσότερο με το «ποιος το έκανε» και άλλη η (κλασσική πλέον) αμερικάνικη σχολή του «σκληρού αναγνώσματος» (τύπου Τσάντλερ ή Χάμετ) όπου η πλοκή συχνά χρησιμεύει σαν πρόσχημα για να περιγραφούν κοινωνικές παθογένειες. Νομίζω ότι ο όρος «λογοτεχνία του εγκλήματος» είναι πλέον πιο δόκιμος για να εκφράσει το σύνολο των τάσεων που συνεχίζουν να αποκλίνουν, να συγκλίνουν και να εξελίσσονται, καθιστώντας τελικά το είδος ένα ζωντανό λογοτεχνικό εργαλείο για να έρθουν στο φως όλα αυτά που οι κοινωνίες θάβουν στην πίσω αυλή τους.

 

-Πως επιλέγετε τους λογοτεχνικούς σας ήρωες, τον τόπο και τον χρόνο της πλοκής σας;

Θεωρώ ότι επινοεί κανείς τους ήρωες που μπορούν να σηκώσουν το βάρος της ιστορίας που θέλει να αφηγηθεί. Από εκεί και πέρα, εμένα με βοηθάει να χτίζω το προφίλ τους με βάση πραγματικούς ανθρώπους του ευρύτερου περιβάλλοντός μου.

Αντίστροφα, επιλέγω εξ’ αρχής τόπους που γνωρίζω καλύτερα και, αν η ιστορία εξυπηρετείται καλύτερα από παρεκκλίσεις σε άλλους τόπους, είναι μια καλή αφορμή να τους επισκεφτώ και να τους γνωρίσω πριν γράψω γι’ αυτούς. Το ίδιο ισχύει και για τον χρόνο της πλοκής – επιλέγω τον παρόντα χρόνο γιατί αυτόν ζω και γνωρίζω, αλλά όπου απαιτούνται αναφορές στο παρελθόν είναι ευκαιρία να εμβαθύνει κανείς σε σκοτεινές  πτυχές της ντόπιας ή παγκόσμιας Ιστορίας.

 

Η συγγραφή είναι επώδυνη  χειρωνακτική εργασία κατά την γνώμη σας;

Η συγγραφή μπορεί να είναι, για κάποιους, επώδυνη πνευματική εργασία. Είναι μια μοναχική ενασχόληση την κατά την οποία συνήθως μάχεσαι ή αποδέχεσαι τις εμμονές σου, μεταπηδάς συνέχεια από την αυτοαποθέωση στην αυτοαπαξίωση σαν μανιοκαταθλιπτικός και γνωρίζεις ότι δίνεις μια μάχη λέξη προς λέξη σε μια πορεία που δεν έχει τέρμα και απαιτεί, εκτός των άλλων, πολύ διάβασμα.

Μπορεί επίσης να μην είναι καθόλου επώδυνη εργασία, καθώς το ευκολότερο πράγμα είναι να πιάσεις ένα πληκτρολόγιο και να γράφεις οτιδήποτε, θεωρώντας ότι γράφεις αριστουργήματα χωρίς κόπο μόνο και μόνο επειδή είσαι ταλέντο και γράφτηκαν απ’ το δικό σου χέρι. Και καταλήγεις άλλη μια παρεξηγημένη μεγαλοφυΐα, αδικημένη από κάποια σκοτεινή συνωμοσία του σύμπαντος.

 

 

Πως βλέπετε την συνέργεια και άλλων τεχνών (μουσική-ζωγραφική- χαρακτική κά.) στην  προώθηση της Λογοτεχνίας;

Νομίζω ότι έτσι κι αλλιώς οι τέχνες αλληλοϋποστηρίζονται και έχω την εντύπωση ότι αυτό γινόταν πάντα. Κινηματογραφικές ταινίες ανέδειξαν βιβλία, εξαιρετικές μουσικές ντύνουν τον  γραπτό λόγο, όπως και σπουδαίες εικονογραφήσεις τον αναδεικνύουν, με πρόσφατο παράδειγμα την εκρηκτική συνέργεια κειμένου και σχεδίου στον «Ερωτόκριτο» των εκδόσεων Πολάρις.

 

-Ευχή και ελπίδα κάθε συγγραφέα είναι το βιβλίο του να βρει νέους αναγνώστες. Στις μέρες μας πως  κατά την γνώμη σας μπορούμε να πετύχουμε κάτι τέτοιο;

Είναι δύσκολες εποχές για το βιβλίο, όχι μόνο λόγω των δεινών του οικονομικού πολέμου που ονομάζουμε κρίση, αλλά και γιατί η αναμφισβήτητη δυνατότητα διάδοσής του μέσω του διαδικτύου λαμβάνει χώρα σε ξένο γήπεδο, που κυριαρχείται από την οθόνη, την εικόνα, την γρήγορη κι επιφανειακή προσέγγιση των πάντων. Παρόλα αυτά είναι ακόμα αρκετοί οι άνθρωποι που το αγαπάνε και το παλεύουνε, με λέσχες ανάγνωσης ή συγγραφέων (όπως η ΕΛΣΑΛ), με blogs στο διαδίκτυο, με αφιερώματα στον έντυπο τύπο και κυρίως, με την παλιά καλή μέθοδο από χέρι σε χέρι.

 

Γιατί γράφετε;

Όπως μου θύμισε η μητέρα μου κάποια στιγμή, κατά τις πρώτες τάξεις του σχολείου έβλεπα φανατικά ταινίες γουέστερν και κατέληγα να περνάω το υπόλοιπο της νύχτας τσαντισμένος και ξαναγράφοντας την ιστορία, αλλάζοντας το τέλος της ώστε να κερδίζουν οι ινδιάνοι. Νομίζω ότι αυτό συνεχίζω να κάνω.

 

-Θεωρείτε ότι έλληνες συγγραφείς θα μπορούσαν να μεταφραστούν και σε άλλες γλώσσες εάν η Πολιτεία έβλεπε την Λογοτεχνία ως Τέχνη-ως Πολιτιστικό αγαθό;

Θεωρώ ότι άλλοι που το έχουν κάνει, όπως οι Σκανδιναβοί με την αστυνομική λογοτεχνία, έχουν κατακτήσει ένα σχεδόν παγκόσμιο κοινό – όχι απαραίτητα γιατί γράφουν καλύτερα από τους υπόλοιπους, αλλά κυρίως γιατί έχουν τη στήριξη της Πολιτείας τους ως εξαγώγιμο προϊόν, ή αγαθό, όπως το κρίνει ο καθένας. Από τη χώρα μας δεν λείπουν ντόπιες και ντόπιοι συγγραφείς που αξίζει να βρουν διεθνές αναγνωστικό κοινό. Η Πολιτεία σίγουρα θα μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτή τη διαδικασία (αν γινόταν με τους κατάλληλους όρους), αλλά είναι κάτι που προϋποθέτει να αντιμετωπίζεις τα πολιτιστικά αγαθά με σεβασμό και να επενδύεις σ’ αυτά – όχι σαν προϊόντα προς εκποίηση.

 

-Η σημερινή μεγάλη εκδοτική παραγωγή κατά την γνώμη σας  διευκολύνει τον αναγνώστη ή τον μπερδεύει;

Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η μεγάλη εκδοτική παραγωγή λειτουργεί και σαν τον βομβαρδισμό της πληροφορίας, ότι αποπροσανατολίζει τον δέκτη. Όμως η λογοτεχνική παραγωγή είναι πολιτιστικό αγαθό και, μ’ αυτή την έννοια, καλύτερα να περισσεύει παρά να λείπει.

 

-Ποια τα επόμενα εκδοτικά σχέδια σας;

Έχω ήδη δώσει –και αυτό τον καιρό είναι υπό έκδοση– ένα διήγημα για μια συλλογή σύγχρονου ελληνικού αστυνομικού διηγήματος που θα εκδοθεί στην Τουρκία και επιμελείται ο εκλεκτός ομότεχνος Βασίλης Δανέλλης. Επίσης, τελειώνω ένα διήγημα για το (καινούριο) περιοδικό κόμιξ «Μπλε Κομήτης» που θα εκδοθεί απ’ το φθινόπωρο που μας έρχεται και παράλληλα προετοιμάζω ένα επόμενο μυθιστόρημα.

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ: Ο Κώστας Μουζουράκης γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα και μεγάλωσε στους Αγίους Θεοδώρους του νομού Μαγνησίας. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του ΤΕΙ Αθηνών. Το 2010 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα Φίδια στο Σκορπιό (Εκδόσεις Καστανιώτη) και το 2011 συμμετείχε με το διήγημα «Οπλισμένο σκυρόδεμα» στον τέταρτο τόμο της σειράς Ελληνικά εγκλήματα (Εκδόσεις Καστανιώτη). Το 2016, επίσης, από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφόρησε το «Κακό χαρτί».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top