Fractal

Κώστας Μουρσελάς: Τα βιβλία

 

«Στην άκρη της νύχτας»: Η Άβυσσος του Κώστα Μουρσελά και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και εκείνο το διαρκές «εξ αποκαλύψεως» όσον αφορά τα ζητήματα της ψυχής

 

[δημοσιεύθηκε στο diavasame.gr, κείμενο από την τελευταία συνάντηση στα Public το 2013]

 

«Ιστορίες ανολοκλήρωτες, ημιτελείς, πρόσωπα φευγαλέα: Στο τρένο, στον καθρέφτη, στο κρεβάτι, στο τηλέφωνο… Ταξιδεύοντας, καθισμένοι στην πολυθρόνα, από το ανοιχτό παράθυρο του σαλονιού τους ν’ αγναντεύουν τον κόσμο. Μάταια να προσπαθούν να τον εξηγήσουν».

Αυτό διαπιστώνει συγγραφέας κι αναγνώστης «Στην άκρη της νύχτας» και είναι ό,τι ακριβώς, μια ζωή γράφοντας, επιτυγχάνει ο συγγραφέας. Ιστορίες ανολοκλήρωτες σα ζωή, με χαρακτήρες απολύτως ολοκληρωμένους ωστόσο, σπαρταριστούς, όλο σάρκα και αίμα. Γι’ αυτό δεν ξεχνάμε τον Λούη και τον Κωνσταντή απ’ τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», γι’ αυτό το λόγο διεκδικούν τη συνέχειά τους διαρκώς και διαρκώς, από τον «Πόθο (που) καίει στα σωθικά» έως και αυτό το βιβλιοφιλικό θρίλερ με τη Μοσχούλα του Παπαδιαμάντη, ο Μανωλόπουλος και ο Ρετσίνας, γι’ αυτό ανασταίνονται μέσα μας η Μαρία, ο Μήτσος Αγλαΐδης, ο Μπάμπης, ο Πανάρετος, ο Περικλής Περικλέους κι ο Τρύφων σε εκείνο το διαρκώς μεταλλασσόμενο και μετασχηματισθέν «Κλειστόν λόγω μελαγχολίας». Υπάρχει κανείς από μας που έχει ξεχάσει «Εκείνον κι Εκείνον»;

«Με γοητεύουν τα έργα τέχνης που, ενώ έχουν ένα οποιοδήποτε τέλος, εντούτοις, κάτι από τις ιστορίες των ηρώων τους μένει σε εκκρεμότητα, μένει, ας πούμε, η πιθανότητα μιας αναζωπύρωσης ενός πάθους, ή μιας συνάντησης’ πράγματα και καταστάσεις δηλαδή που εξακολουθούν να δουλεύουν μέσα στη σκέψη του αναγνώστη και μετά το τέλος της ανάγνωσης ενός βιβλίου. Πολλές φορές, μάλιστα, τον αναγνώστη, τον αναγκάζουν να εφεύρει εκείνος μια πιθανή συνέχεια, όπως θα την ήθελε. Αυτό επιδιώκω κι εγώ στη γραφή μου για να κάνω τον αναγνώστη να νοιώσει και κείνος συνδημιουργός», μου εμπιστεύθηκε με αφορμή το βιβλίο του «Ο πόθος καίει τα σωθικά» σε μια συνέντευξή μας.

Στα βιβλία του, γλύπτης το περισσότερο, σα να σκαλίζει την πέτρα της ιστορίας για να αναδείξει τους ήρωες και τις ψυχές των ηρώων.

«Μέσα στις ιστορίες μου, προσπαθώ να κυλούν όλα φυσιολογικά, ισορροπημένα, γιατί ξέρω καλά πως και στη ζωή, όπως και στα βιβλία, ούτε ο έρωτας εκβιάζεται ούτε η αγάπη’ αλλά και ούτε επιβάλλεται. Οι ομορφότερες ιστορίες είναι αυτές που δεν προκατασκευάζονται, που δεν τις οδηγείς εσύ, αλλά το τυχαίο, η έκπληξη, η ανατροπή, το αναπάντεχο, που σημαίνει ότι, μέχρις ενός σημείου, ο συγγραφέας δεν πολυγνωρίζει την εξέλιξη. Το προκάτ δεν έχει μυστήριο, ούτε και θεμελιώνεται αισθητικά. Στο έργο σου τότε βασιλεύει η λογική, αλλά όχι το “εξ αποκαλύψεως” όπως λέμε στο σκάκι», είχε πει σε εκείνη την αλησμόνητη συνέντευξή μας και το «εξ αποκαλύψεως» και στο καινούργιο, το τελευταίο του βιβλίο κυριαρχεί.

Εξάλλου όλα αρχίζουν σαν θρίλερ – κι αυτό πρωτίστως είναι ένα ψυχολογικό, βιβλιοφιλικό θρίλερ. Ο Μανωλόπουλος δέχεται ανώνυμα τηλεφωνήματα εν τω μέσω της νυχτός και ένα κομμάτι από το παρελθόν του μοιάζει να ζωντανεύει. Μαζί με όλα τα αντιφατικά στοιχεία του μεγάλου Παπαδιαμάντη, με τα βιβλία και με τους ήρωες που δεν έχουν τελικά τελειωμό, με τα λεπταίσθητα εκείνα της ύπαρξης που μέχρι την ύστατη ώρα εξακολουθούν να σε παιδεύουν: «Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν είσαι άγιος όμως, ούτε θα γίνεις ποτέ, δεν τιθασεύονται τόσο εύκολα τα δαιμόνια της σάρκας. Ούτε οι αμφιβολίες, ούτε τα όνειρα. Νικημένος είσαι, έτσι κι αλλιώς. Τι θα κερδίσεις από μια ήττα παραπάνω; Αρκέσου μόνο στα γραπτά σου. Στα γραπτά σου, στο αλκοόλ και στις σκιές. Δεν είναι λίγο. Μόνο αυτό μπορείς. Αυτή είναι η δωρεά σου. Εκεί μόνο είσαι αληθινός κι ευλογημένος. Αυτός είναι ο κόσμος σου. Και δεν είναι λίγο».

Η ευλογία της γραφής και η δυσπραγία όσον αφορά τη ζωή: «Θάρρος, Αλέξανδρε. Αυτή που σε πλησιάζει δεν είναι μια τυχαία γυναίκα χώνεψέ το καλά. Αυτή είναι μια ηρωίδα σου. Δεν είναι πια η Μοσχούλα. Είναι η πιο αγαπημένη σου ηρωίδα. Δεν έχει ούτε σάρκα ούτε οστά, κι ας είναι πραγματική’ μην τη φοβάσαι λοιπόν.

«Πριν απ’ όλα είναι πλασμένη από λέξεις και άνεμο και όνειρα και φαντασιώσεις, δικό σου δημιούργημα, μη δειλιάζεις».

Η σχέση του συγγραφέα με τις ηρωίδες και τους ήρωές του: «Να φτάνεις, μαλάκα μου, τα πράγματα στην άκρη τους, στα όριά τους τουλάχιστον, ή και πέρα απ’ αυτά, στο μη περαιτέρω αν είναι δυνατόν, στην άκρη της άκρης, στην άκρη της νύχτας, στη διάσπαση του ατόμου, εκεί που γίνεται και η έκρηξη. Εσύ για την έκρηξη γράφεις και γι’ αυτή την έκρηξη σε διαβάζουν και οι αναγνώστες».

«Ζήσε όπως θέλεις, αλλά όταν γράφεις να είσαι και Θεός, να κάνεις ό,τι μπορεί να κάνει κι ένας Θεός, και καλύτερα και περισσότερα, αν μπορείς…»

Ο συγγραφέας – Θεός: «Όταν μάλιστα το σπουδαίο στον Παπαδιαμάντη δεν είναι αυτό που βλέπουμε, αλλά αυτό που δεν βλέπουμε».

Το υπαινικτικό στον Παπαδιαμάντη και το υπαινικτικό τελικά στον Κώστα τον Μουρσελά. Δικός του και ο Μανωλόπουλος, και ο Λούης και ο Ρετσίνας. Αλλά δικός του τώρα πια με τη Μοσχούλα του και ο εξόχως ερωτικός και μυστικός Παπαδιαμάντης.

Σ’ ένα βιβλίο που θυμίζει Συμπόσιο, όσον αφορά την τέχνη και τον δημιουργό, τις ιστορίες και τους ήρωες, το πού αρχίζει και το πού τελειώνει –αν τελειώνει και ποτέ– η κάθε ιστορία. Και φυσικά εκείνο το πίσω απ’ αυτές: «Κάπου θα πρέπει να κρύβεται ένα νόημα –δεν γίνεται να μην κρύβεται– γι’ αυτό κι εκείνον τον συγκινεί βαθύτερα όλο αυτό το ανερμήνευτο μυστήριο…. κάπου θα υπάρχει ένα νόημα ξεχωριστό για τον καθέναν ίσως’ ναι, δεν γίνεται να μην υπάρχει. Αλλά δεν είναι και τόσο απλό ν’ απαντήσει κανείς».

Γι’ αυτό και «πολλές φορές αισθάνεται πως ένα έργο τέχνης μέσα της ταυτίζεται με μια θεϊκή λειτουργία, λες και δημιουργεί εξαρχής τον κόσμο προσπαθώντας να διορθώσει τα λάθη του».

Τόσο έξω από μας και εντούτοις «όλα γραμμένα με δικά μας γράμματα» κι ωστόσο σα να τα έχει γράψει ή να μας τα έχει υπαγορεύσει, έστω, άλλος: «Για να ‘ρθει –όπως ήρθε– να με βρει περασμένα μεσάνυχτα, μάλλον στην άκρη της νύχτας όπως άλλωστε έκανε πάντα» – «Όλα τα παράξενα ή και τ’ αποτρόπαια θα τα συναντάς στην άκρη της νύχτας, Μανωλόπουλε, κοντά στο ξημέρωμα, εκεί κάπου στο λυκαυγές. Αυτή είναι και η μοίρα σου και η μοίρα μου μαζί σου».

Ο συγγραφέας ταυτοχρόνως και οι ήρωές του, ο συγγραφέας και το άλτερ έγκο του: «Τώρα εξηγούνται όλα, τώρα ξαναβρίσκω τον παλιό Ρετσίνα, ακμαιότατο, νεότατο και προπάντων συγκλονιστικότερο από ποτέ. Του το είπα. Του άρεσε». «Δεν ήξερα αν αυτός ήταν το alter ego μου ή εγώ το δικό του, όπως κάτι τέτοιο, θυμάμαι, είχε περάσει κάποια στιγμή από το μυαλό της Εύας: “Θεέ μου, πόσο μοιάζετε και πόσο διαφέρετε!” μου είχε πει». Ο συγγραφέας και το άλτερ έγκο του που υπάρχει σχεδόν παντού, σ’ όλες του τις ιστορίες και σ’ όλα του τα βιβλία.

Γιατί, όπως σοφά έχει ειπωθεί από τον Γιάννη Κοντό «Το φαινόμενο Μουρσελάς στην Τέχνη ήτανε, και είναι, μια συνεχής αποκάλυψη».

 

 

«Ο πόθος καίει τα σωθικά»: η θεϊκή σπίθα

 

Με όχημα «τον  πόθο» που κυριολεκτικά «καίει τα σωθικά» ο συγγραφέας Κώστας Μουρσελάς, ο οποίος μας έχει δώσει μερικούς από τους πιο σημαντικούς χαρακτήρες στην ελληνική γραμματολογία, επανέρχεται στην πεζογραφία.

Και μέσα από δέκα διηγήματα και μια νουβέλα, διερευνά το μυστήριο της ανθρώπινης αντίφασης, την μελαγχολία και τον πανικό της καθημερινότητας, το υπαρξιακό αίνιγμα που φτάνει ως εμάς με χίλιους δυο τρόπους, από χίλιους δυο παράδρομους.

Χρησιμοποιώντας τον έρωτα, περισσότερο στην απελπισία και την απόγνωσή του, στην έλλειψή του, που έχει ως αποτέλεσμα και την απόγνωση της λαγνείας, μιλά ουσιαστικά για την ανθρώπινη ψυχή. Χαμένη κι ηττημένη συνήθως.

Με τον γνωστό άμεσο λόγο του, το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό του, τις διαρκείς ανατροπές.

Στο κέντρο των πάντων η επιθυμία. Ανικανοποίητη, τις περισσότερες φορές. Αγριεμένη, αφορισμένη και παραπλανημένη. Διότι μπορεί ο στόχος να ήταν η άνευ όρων ανιδιοτελής αγάπη, αλλά χαθήκαμε όλοι μας μέσα στις πλανημένες σχέσεις και την ιδιοτέλεια.

«Ο πόθος καίει τα σωθικά» ο τίτλος του βιβλίου και είναι ένας πόθος που είναι προς όλα!

 

«Ο ΠΟΘΟΣ ΚΑΙΕΙ ΤΑ ΣΩΘΙΚΑ» του Κώστα Μουρσελά, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 273

Δεν έχουν τυχαία προηγηθεί τα θεατρικά: «Άνθρωποι και Άλογα», «Επικίνδυνο φορτίο», «Εκείνος και… Εκείνος», «Το αυτί του Αλέξανδρου», «Εφημερεύομεν», «Εθνική Κωμωδία», «Ω, τι κόσμος μπαμπά!», «Νατάσσα», «Ενυδρείο», «Οι φίλοι», «Το ρολόι», «Η κυρία δεν πενθεί», «Μαχαίρι στο κόκκαλο», «Η ζήλια», «Αρσενική πόρνη» και «Συμβαίνουν πράγματα».

Καθώς και τα δοκίμια αισθητικής «Ασκήσεις επί χάρτου».

Ο συγγραφέας παίζει στα δάχτυλα την αμεσότητα της επαφής, την δύναμη της επικοινωνίας μέσα από διαλόγους ακόμα και ίδιου του συγγραφέα με τον αναγνώστη του, το διαχρονικό <φλέγον ζήτημα> της ζωής μας’ ήτοι, τη ζωή και τον θάνατο, τον έρωτα, την απώλεια, την φιλία και την προδοσία, την απόρριψη.

«Πρόκειται για μια ανθολογία σχέσεων και προσώπων. Το ίδιο το… βιβλίο μας καθοδηγεί.

Οι ήρωές του μοιάζουν με μας, με σας, είμαστε εμείς, είσαστε εσείς…

Η εποχή μας δεν ευνοεί το συναίσθημα, γιατί όλο και περισσότερο, ο άνθρωπος περιορίζεται στην ικανοποίηση της επιθυμίας, μια και ο τρόπος που ζει παγώνει και αισθήματα και συναισθήματα και αγάπες».

Παρ’ όλα αυτά, καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης σιγοκαίει η μύχια επιθυμία για το απόλυτο. Ακόμα και όταν η ίδια η ιστορία την δυναμιτίζει.

Διότι μπορεί ο πόθος να μας αφήνει μια σειρά από εξουθενωμένους, εξευτελισμένους ή ταπεινωμένους ήρωες, αλλά η αρχική πρόθεση εμπεριείχε μια έστω ελάχιστη θεϊκή σπίθα. Μπορεί οι έρωτες των ηρώων, τελικά, να πεθαίνουν αλλά για αλλού κινήσανε αυτοί. Μπορεί οι αντιφάσεις και τα αδιέξοδα των ερώτων τους να τους παγιδεύουν, αλλά τα αγγίξανε, όσο να’ ναι, αυτοί τα όριά τους. Και θέλοντας και μη, ψηλάφισαν την ίδια τους την ψυχή. Τραυματισμένοι, έστω. Κατακερματισμένοι, ας είναι. Είναι εξάλλου και αυτή καθ’ εαυτή η εποχή. Πώς να επιβιώσει Ρωμαίος και Ιουλιέτα πλάι μας! Γίνεται λαϊκά σουξέ της εβδομάδος και καρμικός έρωτας; Ακόμα και η φιλία, πού να ανθίσει, στις δημόσιες σχέσεις, και πάνω στα τσιμέντα;

«Καλά είναι να συνηθίζει κανείς τα φαντάσματα» μας προϊδεάζει από την πρώτη του ιστορία ο συγγραφέας. Και έτσι πορεύονται οι ήρωές του, μέσα από φαντάσματα. Το φάντασμα του ίδιου τους του εαυτού, πρώτα από όλα.

Σε πρώτο επίπεδο όλες οι ιστορίες είναι σκέτη απόλαυση. Γεμάτες εικόνες, λόγια που σπαρταρούν και περιπτώσεις να ξεκαρδίζεσαι. Το κλάμα έρχεται μετά. Απ’ ό,τι λείπει. Από το απραγματοποίητο που υπαινίσσεται. Και μη βιαστεί κανείς να τις χαρακτηρίσει «ιστορίες ευρείας κατανάλωσης». Γιατί αυτό είναι πρώτα απ’ όλα η δική τους η παγίδα. Την σπουδαία τέχνη πρέπει να την κατανοούνε άπαντες.

Κι αυτό ακριβώς κάνει ο Κώστας Μουρσελάς σε όλο του το έργο. Τον Λούη και τον Κωνσταντή στα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» ουδείς τους ξέχασε. Γιατί είναι στα καθημερινά τους ήθη κι έθιμα η εθνική μας ιστορία.

Έτσι και στα καινούργια διηγήματα, είναι ο νεοέλληνας. Οι ελπίδες και οι παγίδες του, τα λάθη του, τα πάθη του, ο έρωτας που έγινε λαγνεία και η φιλία, προδοσία.

«Συγκοινωνούντα δοχεία» είμαστε όλοι. Είναι πολύ νηφάλιο τελικά, εκείνο το «παραληρηματικό του αφήγημα».

«Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η ζωή κρύβει πολλά αινίγματα και ότι ο άνθρωπος δεν ξέρει ποτέ ούτε ποιος είναι ούτε μέχρι πού μπορεί να φτάσει», διαπιστώνει ο συγγραφέας κλείνοντας το διήγημα «Οι ιστορίες δεν τελειώνουν μέσα μας ποτέ». Και παρ’ ότι απαισιόδοξο εμπεριέχει, τελικά, όσο να ‘ναι, μια παρηγορία. Αφού υπάρχει αίνιγμα και εφόσον οι ιστορίες δεν τελειώνουν μέσα μας….

Βιβλίο που αξίζει να το διαβάσει κανείς έστω και για την απόλαυση της γραφής. Κι όπου πονέσει, ας μη θυμώσει, ας υποθέσει πως… αφορά έναν άλλον!

 

 

Βιογραφικό:

Ο Κώστας Μουρσελάς (1932-2017) γεννήθηκε στον Πειραιά. Εκεί τελειώνει και το Λύκειο.

Το 1951, πρωτοετής φοιτητής της Νομικής, συνελήφθη ως πρώην στέλεχος της ΕΠΟΝ και δικάστηκε από έκτακτο στρατοδικείο της εποχής (υπόθεση Μπελογιάννη).

Για χρόνια σπούδαζε βιολί, που το διέκοψε όταν άρχισε να τον θέλγει το θέατρο.

Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Νομική, αλλά λίγο πριν πάρει την άδεια δικηγόρου εγκατέλειψε τη δικηγορία και το 1959 διορίστηκε ως υπάλληλος στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους όπου εργάστηκε ως το 1969, όταν τον απέλυσε η Χούντα.

Έκτοτε αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά -και επαγγελματικά πια- στο γράψιμο.

Έργα του παίχτηκαν από θιάσους του Ελεύθερου Θεάτρου, από το Εθνικό Θέατρο, από το Θέατρο Τέχνης, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, από Δημοτικά Θέατρα, καθώς και από θιάσους του εξωτερικού (Γαλλία, Γερμανία, Κύπρος).

Μερικοί τίτλοι γνωστών θεατρικών έργων του είναι: “Ενυδρείο”, “Μαχαίρι στο κόκαλο”, “Οι φίλοι”, “Το αυτί του Αλέξανδρου”, “Η κυρία δεν πενθεί”, “Επικίνδυνο φορτίο”, “Ω! τι κόσμος μπαμπά!”, “Το δίκανο”, “Ημιτελής συνουσία”, κ.ά.

Στο πλατύ κοινό έγινε γνωστός από τηλεοπτικές παρουσιάσεις έργων του (“Μικρές αγγελίες”, “Σιγά η πατρίδα κοιμάται”, “Το ρολόι”) και από την περίφημη τηλεοπτική σειρά “Εκείνος και… Εκείνος”, με πρωταγωνιστές τους Β. Διαμαντόπουλο και Γ. Μιχαλακόπουλο (130 θεατρικά μονόπρακτα).

Το 1990 επανήλθε στην πεζογραφία εκδίδοντας το μυθιστόρημα “Βαμμένα κόκκινα μαλλιά” (εκδ. “Κέδρος”, οριστική έκδοση: “Ελληνικά Γράμματα”, 2006, επανέκδοση: “Πατάκης”, 2014), που οι πωλήσεις του ξεπέρασαν, συνολικά, τις διακόσιες χιλιάδες αντίτυπα, μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά και εβραϊκά και μεταφέρθηκε στην τηλεόραση.

Ακολούθησαν διηγήματα, νουβέλες, καθώς και το μυθιστόρημα “Το παιχνίδι των τεσσάρων” (1998) που το συνέγραψε με τους Π. Τατσόπουλο, Γ. Σκούρτη και Α. Σουρούνη. Το 1999 εξέδωσε το μυθιστόρημα “Κλειστόν λόγω μελαγχολίας” (Κέδρος, β’ έκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2010), που ξεπέρασε τις σαράντα χιλιάδες αντίτυπα και μεταφράστηκε στα τουρκικά.

Τελευταία του βιβλία ήταν η συλλογή διηγημάτων “Ο πόθος καίει τα σωθικά” (“Κέδρος”, 2004) και το μυθιστόρημα “Στην άκρη της νύχτας” (Πατάκης, 2011).

Έγραψε, ακόμη, αισθητικά δοκίμια, καθώς και πολλές επιφυλλίδες δημοσιευμένες στην εφημερίδα “Τα Νέα”, στη στήλη “Κουβεντιάζοντας”.

Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 15 Ιουλίου 2017, σε ηλικία 85 ετών.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top