Fractal

Διήγημα: “Η ζωή χωρίς το ζήτα της”

του Κώστα Κυριακίδη // *

 

180424-life

 

Ήταν ένα συνηθισμένο απόγευμα, ένα από τα αμέτρητα, τα απλά, τα καθημερινά. Απολάμβανα στο μπαλκόνι ένα από τα εφτά τσιγάρα της μέρας. Απολάμβανα το ένα έβδομο της καθημερινής μου διαδρομής προς τον θάνατο.

Η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε ο έφηβος γιος μου. Είχε μόλις επιστρέψει από το φροντιστήριο αγγλικών. Χαιρέτησε αόριστα και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο του.

Αποτελείωσα το τσιγάρο και σηκώθηκα να τον δω, να τον ρωτήσω τι κάνει και να του δώσω ένα στοργικό φιλί, αν και γνώριζα καλά ότι δεν τα γουστάρει καθόλου αυτά τελευταία. Εγώ όμως απλά συνέχιζα να κάνω ότι έκανα από την πρώτη ώρα που γεννήθηκε, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.

Άνοιξα την πόρτα και τον είδα ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Μου τράβηξε αμέσως την προσοχή ένα ασυνήθιστο βραχιόλι που φορούσε στο αριστερό του χέρι. Όταν τον ρώτησα για την προέλευση του, μου απάντησε ευθαρσώς ότι επρόκειτο για το βραχιόλι ενός μαύρου παιδιού που είχαν στο φροντιστήριο. Μου είπε ότι είχε γίνει καυγάς. Μου είπε επίσης ότι η παρέα του κι ο ίδιος του ξεκαθάρισαν ότι οι γονείς του μας παίρνουν τις δουλειές και ότι γι΄ αυτό θα έπρεπε να ξεκουμπιστεί και να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του. Κι ότι, σαν προειδοποίηση, του πήραν ότι είχε πάνω του, βραχιόλια, ρολόγια, τηλέφωνα, λεφτά.

Ο γιός μου είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και βρισκόταν απέναντι μου, σε απόσταση αναπνοής, όσο μου διηγιόταν την ιστορία.

Όταν τελείωσε, πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής.

Και τότε, εντελώς ασυναίσθητα και ψυχρά, του άστραψα το πιο δυνατό χαστούκι που έχω δώσει σε ολόκληρη την ζωή μου. Ο γιός μου έπεσε στο πάτωμα κλαίγοντας. Ο ήχος του χαστουκιού έκανε την γυναίκα μου να εμφανιστεί αλαφιασμένη, ρωτώντας απεγνωσμένα να μάθει τι συνέβη. Δεν της απάντησε κανείς.

Μπήκα στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσα ως γραφείο, έκλεισα την πόρτα και γύρισα δυο φορές το κλειδί.

Σαν υπνωτισμένος, κατευθύνθηκα στο τελευταίο συρτάρι του τραπεζιού. Μέσα εκεί βρισκόταν το σεντούκι που κρατούσε φυλακισμένους τους αμύθητους θησαυρούς της μνήμης. Ότι είχε αξία από το πέρασμα μου απ’ την ζωή, ότι είχε κατορθώσει να ξεχωρίσει από τις άπειρες καθημερινές στιγμές, όλες οι σπουδαίες λεπτομέρειες του μοναχικού μου ταξιδιού βρισκόταν εκεί. Σε ένα και μόνο μικροσκοπικό κουτί.

Το σεντούκι λες και άνοιξε από μόνο του και στα χέρια μου βρέθηκε ένα ταλαιπωρημένο αυτοσχέδιο μενταγιόν, που είχε μία και μοναδική πέτρα από κεχριμπάρι. Στη θέα του, το μυαλό μου αστραπιαία μεταφέρθηκε σ’ εκείνο το αξέχαστο θερμό καλοκαίρι, που έμελε να μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στην μνήμη μου.

Ήμουν φαντάρος. Η έξοδος μου από το στρατόπεδο έφτανε στο τέλος της κι αφού είχα καταναλώσει ένα σκασμό από αλκοόλ κι από χοιρινό κρέας ετοιμαζόμουν να επιστρέψω στο στρατόπεδο για την βραδινή καταμέτρηση. Περπατούσα ανέμελα και χωρίς να βιάζομαι. Κάποια στιγμή όμως άκουσα βογγητά από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Η περιέργεια κυρίως με έκανε να τρέξω να δω τι συνέβαινε. Αντίκρισα τρείς νέους άνδρες, να χτυπούν έναν μαύρο γέρο στο πεζοδρόμιο. Χωρίς καμιά σκέψη, όρμησα στην μάχη. Πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις, χτυπήθηκα, πληγώθηκα από μαχαίρι, αλλά τελικά κατάφερα να τους διώξω. Σήκωσα τον ηλικιωμένο άντρα, ο οποίος αποδείχτηκε λιγότερο πληγωμένος από μένα.

Δεν μιλήσαμε, παρά μόνο κοιταχτήκαμε στα μάτια. Παρ’ ολ’ αυτά ήταν λες και είχαμε πει τα πάντα. Με ευλαβικές κινήσεις έβγαλε το μενταγιόν που φορούσε και το πέρασε στο λαιμό μου.

Δεν τον ξαναείδα από τότε, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ την αίσθηση που ένιωσα εκείνη την νύχτα μέσα στο στρατόπεδο. Αίσθηση πραγματικής κι ανεπανάληπτης ηδονής. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που είχα νιώσει Άνθρωπος σε ολόκληρη την μέχρι τότε ζωή μου.

Δεν έκλεισα μάτι εκείνη την νύχτα, παραδόξως όμως, ευχόμουν ολόψυχα να μην ξημερώσει ποτέ.

Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα ξαφνικά. Μα είναι ποτέ δυνατόν; Ο γιος μου φασίστας; Ο γιος ο δικός μου, ρατσιστής;

Με έπιασε παράκρουση. Ο θυμός μου ήταν μυθικός. Το μόνο που ήθελα ήταν να γκρεμίσω τα θεμέλια όλου του κόσμου και να βυθιστώ βαθιά μέσα στην άβυσσο. Ήθελα να τελειώσουν όλα.

Τι είναι άλλωστε η Ζωή χωρίς το Ζήτα της; Τίποτα άλλο πέρα από ένα λιμάνι έρημο και ξεχασμένο, απ’ το οποίο κανείς ποτέ δεν σαλπάρει και στο οποίο ποτέ κανένας δεν έρχεται.

Το Ζήτα της δικής μου ζωής και το μονάκριβο μου λιμάνι ήταν ο γιός μου.

Τίποτα δεν είχε νόημα πλέον…

Ξάπλωσα στον καναπέ. Οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει.

Εκείνη την δύσκολη ώρα, με τα μάτια κλειστά και το μυαλό προσκολλημένο στην καταστροφή και τον Θάνατο, οι στίχοι ενός τραγουδιού διέκοψαν απότομα τις κακόβουλες σκέψεις μου. Προέρχονταν από κάποιο αυτοκίνητο που ως δια μαγείας είχε σταματήσει στο φανάρι του δρόμου.

Δεν έχω τόπο. Εσύ ο τόπος μου κι ο χρόνος. Δεν ξέρω τρόπο. Ο μόνος δρόμος είν’ ο δρόμος. (1)

Ήταν λες και με είχε χτυπήσει ανελέητα μια αόρατη γροθιά στο πρόσωπο. Πονώντας υπέρμετρα, αλλά και πάλι σαν υπνωτισμένος, σηκώθηκα από το κρεβάτι.

Ο μόνος δρόμος ειν’ ο δρόμος, ψιθύρισα φωναχτά στον εαυτό μου την στιγμή που άνοιγα την πόρτα του δωματίου του παιδιού.

Τον είδα να κάθεται στο γραφείο του. Ένας αγκυλωτός σταυρός φαινόταν στον υπολογιστή του.

Ο μόνος δρόμος ειν’ ο δρόμος, φώναξα ξανά στο εαυτό μου. Τώρα δεν ήταν ψιθύρισμα, αλλά αγωνιώδης κραυγή.

-‘Συγχώρεσε με αγόρι μου’, του είπα με φωνή σταθερή. ‘Συγχώρεσε με κι άφησε με σε παρακαλώ να σου διηγηθώ μια ιστορία που έπρεπε να σου είχα ήδη πει πριν πολλά χρόνια’.

Ο γιός μου δεν έκρυψε τον αγκυλωτό σταυρό. Ήρθε όμως μαζί μου έξω στο μπαλκόνι και αν και απρόθυμα άκουσε την ιστορία μου με προσοχή.

Όταν τελείωσε η διήγηση, τον παρακάλεσα να περιμένει λίγο. Πήρα στα γρήγορα την πολαρόιντ και αποθανάτισα την στιγμή. Μετά το κλικ της φωτογραφικής μηχανής, επέστρεψε αμέσως ανέκφραστος στο δωμάτιο του. Στα χέρια του κρατούσε όμως το μενταγιόν με την πέτρα από κεχριμπάρι…

Κατευθύνθηκα γρήγορα στο γραφείο μου κι έκλεισα την φωτογραφία μέσα στο σεντούκι με τους αμύθητους θησαυρούς της μνήμης.

Δεν ήταν μια τυχαία μέρα άλλωστε.

Ήταν η μέρα που η Ζωή κινδύνεψε να χάσει το μεγάλο, το θεμελιώδες, το κεφαλαίο Ζήτα της…

 

(1): Blues on the road: Στίχοι: Άλκης Αλκαίος – Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

(Το διήγημα συμμετείχε στον διαγωνισμό Λογωτέχνης)

 

* Ο Κώστας Κυριακίδης (1976 – θα δούμε) είναι Πολιτικός Μηχανικός και συγγραφέας (Χωρίς Όραμα – Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, 1. Προπατορικό Αμάρτημα, 2. Ο Μενέλαος, η Αντριάννα & η Οικογένεια των Δράκων – Εκδόσεις Ακακία, 11 Λέξεις – Συλλογή διηγημάτων διαγωνισμού Λογωτέχνης – Εκδόσεις Καλέντης, Tweet stories – Openbook). Ζει κι εργάζεται στην Καβάλα, παλεύοντας καθημερινά να συναρμολογήσει τα ατέλειωτα playmobil των δύο αγαπημένων του αγοριών…

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top