Fractal

Κώστας Φέρρης: “Μα η Τέχνη ΕΙΝΑΙ η τεχνική”

Συνέντευξη στην Πέρσα Κουμούτση //

 

Πολυσχιδής, ανήσυχος κι ακάματος εργάτης της τέχνης, ο Κώστας Φέρρης γεννήθηκε στις 18 Απριλίου 1935 στο Κάιρο της Αιγύπτου. Είναι Έλληνας και η οικογένεια του έχει κυπριακές και λιβανέζικες καταβολές. Η παιδεία του ήταν πάντα προσανατολισμένη στο διεθνή ορίζοντα, αν και βασισμένη πάντα στις ελληνικές ρίζες του. Από αυτές ποτίζεται μέχρι σήμερα, σε αυτές ανατρέχει κι αυτές του υπαγορεύουν τις επιλογές του, ενώ έχουν επιδράσει σημαντικά στη διαμόρφωση τόσο του ιδίου ως ανθρώπου, όσο και των επαγγελματικών επιλογών του. Σκηνοθέτης και σεναριογράφος κινηματογράφου, θεάτρου, πολυμέσων και άλλων θεαμάτων, λιμπρετίστας, στιχουργός, θεωρητικός του οπτικοακουστικού, παραγωγός ταινιών και μουσικών έργων, μοντέρ και ενίοτε ηθοποιός ή τραγουδιστής, κατά καιρούς δημοσιογράφος, εκδότης, τηλεοπτικός παρουσιαστής και δάσκαλος σκηνοθεσίας, με τρία διεθνή βραβεία και περισσότερα από 30 εθνικά, μέλος της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, ο Κώστας Φέρρης υπήρξε ένας από τους πλέον πολυπράγμονες κινηματογραφικούς δημιουργούς στη χώρα μας. Τον συνάντησα και είχε την ευγενική καλοσύνη να μας αφιερώσει λίγο από το χρόνο του, φωτίζοντας λίγο περισσότερο γνωστές αλλά και άγνωστες πτυχές της δουλειάς του.

 

ferris

 

-Αγαπητέ κύριε Φέρρη, γεννηθήκατε στην Αίγυπτο, όπου περάσατε ένα σημαντικό μέρος της ζωής σας για το οποίο μιλάτε πάντα με νοσταλγία. Σε ποιο βαθμό σας έχει επηρεάσει η καταγωγή σας; Πιστεύετε ότι το περιβάλλον όπου μεγαλώνουμε επιδρά θετικά στη διαμόρφωση των αισθητικών επιλογών μας;

Αν και Καϊρινός, αυτό που μας χαρακτηρίζει είναι η «Αλεξανδρινή» (τη λένε και κοσμοπολίτικη) παιδεία μας. Για μας τους Αιγυπτιώτες, «όλα παίζουν». Και Δύση και Ανατολή και Βοράς και Νότος. Ο «μεταμοντερνισμός» είναι Αλεξανδρινή (Ελληνιστική) εφεύρεση. Δες τον τάφο της Αμφίπολης. Σφίγγες, Καρυάτιδες, Μωσαϊκό, όλα παίζουν και παντρεύονται υπέροχα μεταξύ τους. Είναι αυτό που δεν καταλαβαίνουν εύκολα οι Ελλαδίτες, που επιμένουν να… διαλέξομε ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Δες το σινεμά του Γιούσεφ Σαχίν. Δεν είναι τυχαίο που η γιαγιά του ήταν Ελληνίδα. Θα σου πω ακόμα και κάτι παράξενο. Η Επανάσταση της πλατείας Ταχρίρ, έγινε απ’ αυτούς που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό, είτε είχαν την «κοσμοπολίτικη παιδεία που προσφέρει το Ιντερνέτ. Επέλεξαν τα καλά της Δύσης, απέρριψαν τα κακά, και τα συνδύασαν με τον εξαιρετικό συναισθηματισμό των Αιγυπτίων.

 

-Σκηνοθέτης και σεναριογράφος, κινηματογράφου, θεάτρου, πολυμέσων και άλλων θεαμάτων, λιμπρετίστας , στιχουργός σε τι διαφέρει η δημιουργία μέσω της γραφής από εκείνη του κινηματογράφου;

Στην ουσία, σε τίποτα. Το σενάριο είναι ένα μυθιστόρημα χωρίς φαντασία… Τη φαντασία συμπληρώνει η σκηνοθεσία. Έχει και το σινεμά τη δική του «γλώσσα», το δικό του συντακτικό, τη δική του «τέχνη του λόγου». Αλλά το θέατρο και η στιχουργική, λειτουργούν σε σχέση με τη μουσική τους, που αναπληρώνει τη φαντασία, και εμπνέει τον δημιουργό. Οι αναπαραστατικές τέχνες, λειτουργούν κυρίως στο «εδώ και τώρα» της παράστασης. Αντίθετα, στο μυθιστόρημα, και αυτό το ξέρεις εσύ από πρώτο χέρι, βασική κινητήρια δύναμη είναι η μνήμη.

 

-Κινηματογράφος: τέχνη και τεχνική, σε ποια ποσοστά;

Μα η Τέχνη ΕΙΝΑΙ η τεχνική. Όταν λέμε «Τέχνη Ποιητική», μεταφράζοντας κυριολεκτικά, θα πούμε «Κατασκευαστική Τεχνική». Είναι όλοι οι κανόνες που έλεγα, το συντακτικό, η γραμματική, οι μεταφορές, οι παρηχήσεις και συνηχήσεις, και όλα αυτά τα τρυκ που δίνονται σ’ έναν δημιουργό, Φυσικά, με μία διαφορά: Η Τεχνική δεν είναι ένα εγχειρίδιο κατασκευής. Ο δημιουργός πρέπει να λειτουργεί από μνήμης, όπως ένας συγγραφέας που δε χρειάζεται να καταφεύγει κάθε λίγο και λιγάκι στο Συντακτικό του Τζάρντζανου! Φυσικά, η Μεγάλη Τέχνη, είναι αυτή που υπερβαίνει τους κανόνες, και δημιουργεί καινούργιους Είναι επικίνδυνος αυτός ο πειραματισμός, αλλά όταν πετυχαίνει, έχουμε αριστουργήματα. Από τον Τζόϋς ως τον Μπέκετ, κι από τον Πικάσο ως τον Γκοντάρ.

 

-Έχετε συνεργαστεί με κορυφαίους σκηνοθέτες όπως τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Νίκο Κούνδουρο, τον Τάκη Κανελλόπουλο, Τζέιμς Νίλσον, Ρόμπερτ Άλντριχ, και πολλούς άλλους μεγάλους και σημαντικούς, τι αποκομίσατε από αυτούς, τι αποκόμισαν εκείνοι από εσάς.

Εγώ αποκόμισα πολλά, από λίγους. Από τον Κακογιάννη έμαθα την ανάγκη ηρεμίας στη διάρκεια του γυρίσματος, και την αγάπη του ηθοποιού στη διδασκαλία. Από τον Κούνδουρο την αεικινησία, και τη φροντίδα της λεπτομέρειας. Από τον Τάκη Κανελλόπουλο, στοιχεία της ίδιας της γλώσσας του σινεμά, την κίνηση της μηχανής, την αισθητική του κάδρου. Από τον Πολλέ, το πείσμα και την εμμονή στην ουσία των πραγμάτων. Από την άλλη, ξέρεις, οι σκηνοθέτες είναι πολύ εγωιστές, και… δεν αποκομίζουν πολλά από τους βοηθούς τους. Χρειάστηκε να περάσουν δεκαπέντε χρόνια για… ν’ ανακαλύψει ο Κούνδουρος τις όποιες ικανότητές μου, κι από τότε, είναι αλήθεια, δεν ξεκινάει ταινία αν δε με υποβάλει πρώτα σε ανάκριση! Κι ενώ το «Μπορντέλο» είναι σε δική μου ιδέα, εντούτοις δε μου ζήτησε ποτέ να του γράψω σενάριο… Από την άλλη, είναι ένας άνθρωπος που αξιοποίησε στο έπακρο τη φιλία μας και τις συνεργασίες μας. Ο Jean-Daniel Pollet Αυτός ο πρωτοποριακός Γάλλος σκηνοθέτης, έμαθε τα πάντα για την Ελλάδα από μένα, και λάτρεψε τον Καζαντζάκη, τη Φαραντούρη, τον Ηνίοχο τω Δελφών. Σ’ όλη του τη ζωή προσπάθησε να γίνει Έλληνας. Ευτυχώς που ήμουν δίπλα του, για να τον επαναφέρω στην τάξη του Αλεξανδρινού.

 

-Τηλεόραση. Από τους «Εμπόρους των Εθνών» ως σήμερα, τι έχει αλλάξει, τι έχει παραμείνει το ίδιο; Αν σας δινόταν η δυνατότητα να αλλάξετε κάτι στη σημερινή κρατική ή ιδιωτική τηλεόραση τι θα ήταν αυτό;

Η τηλεόραση, όσο κρατούσε το μονοπώλιο της Κρατικής, προσέφερε μιαν ελευθερία στη δημιουργία. Η δουλειά γινόταν με πολύ κέφι και δημιουργικότητα, γιατί κάναμε τα έργα χωρίς έξωθεν προδιαγραφές, και με πραγματική φροντίδα στον πολιτισμό. Δεν υπήρχε ανταγωνισμός, αλλά μόνο ευγενής συναγωνισμός. Θυμάμαι πως σε κάθε πρεμιέρα ενός σήριαλ ή αυτοτελούς εκπομπής, παίρναμε τηλέφωνο ο ένας τον άλλο να του πούμε μια καλή κουβέντα. Από τη στιγμή που μπήκε στο χορό η ιδιωτική τηλεόραση, οι (κακοί) έμποροι έκαναν γλέντι. Μπήκαν όλα στην υπηρεσία του κέρδους και της ακροαματικότητας, και το επίπεδο ξέπεσε σ’ επίπεδα χυδαιότητας. Λέω «κακούς» τους εμπόρους της τηλεόρασης, γιατί απευθύνονται (υποτίθεται) στο «μεγάλο κοινό», με… δικά τους κριτήρια εμπορικότητας. Για να πιάσεις μεγάλους αριθμούς, πρέπει το έργο να είναι ουδέτερο, και να γαργαλάει τα πιο χαμηλά ένστικτα του κόσμου. Αυτό όμως είναι αδρανές, αέρας σκέτος, και δεν αποκομίζει τίποτα ο τηλεθεατής. Ακόμα και οι διαφημίσεις ανάμεσα, είναι αναποτελεσματικές. Ενώ η τηλεόραση που προτείναμε εμείς παλιά, είχε πάθος, συγκίνηση, χαρά και ταύτιση. Και ήταν στην ουσία πιο κερδοφόρα. Αν μου δινόταν η ευκαιρία, κατ’ αρχήν θα περιόριζα τους δημοσιογράφους και τις «ενημερωτικές» εκπομπές, στο 1/10. Κι από ‘κεί και πέρα, θ’ άνοιγα τις πόρτες σ’ ελεύθερους σκηνοθέτες, με κέφι και καλλιέργεια, να προτείνουν τις δικές τους εκπομπές. Η τηλεόραση πρέπει να ξαναγίνει οπτικοακουστικό θέαμα, και όχι (κακό) ραδιόφωνο από τη μια, και σκουπιδοτενεκές από την άλλη.

 

-«Η Φόνισσα» 1974, «Προμηθέας σε δεύτερο πρόσωπο» 1975, «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο» 1978, «Ρεμπέτικο» 1983 και «Oh Babylon» 1988, σπουδαία έργα με, επίσης, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεματολογία, αλλά πώς και δεν ασχοληθήκατε ακόμα με τη γενέτειρα σας;

Μα η γενέτειρά μου, «πέρασε» έμμεσα, κυρίως στο «Ρεμπέτικο». Αλλά για την Αίγυπτο, έχω έτοιμο το σενάριο του «Κούμπρι ελ Λεμούν», ή Pont Limoun όπως το λέγαμε οι ξένοι, και είναι η ιστορία ενός νέου μεγαλώνει στο Κάϊρο με τρεις ευχές που περιμένει να του πραγματοποιήσει το τζίνι: 1. Να γνωρίσει τον έρωτα. 2. Να κάνει σινεμά. 3. Να πάει στην Ελλάδα. Είναι στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, ανάμεσα στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Είναι, πιστεύω, πολύ δυνατό σενάριο, και θα είναι… ακόμα πιο δυνατή ταινία. Μόνο που πρέπει να συμβούν δύο πράγματα: Να φτιάξει κάπως η κατάσταση στην Αίγυπτο, και να βρεθούν οι χρηματοδότες.

 

-Διατελέσατε Πρόεδρος Κριτικής Επιτροπής, φεστιβάλ Βαλκανικού Κινηματογράφου το 1981 και, βέβαια, παρακολουθείτε συνεχώς τις εξελίξεις. Πόσο διαφέρει ο κινηματογράφος των Βαλκανίων από τον άλλο της κεντρικής Ευρώπης χθες και σήμερα;

Ο Ευρωπαϊκός (Δυτικός) κινηματογράφος περνάει την περίοδο της μεγαλύτερης παρακμής του. Θα έπρεπε τα Βαλκάνια, που διατηρούν ευτυχώς το πάθος που τα κάνει να ξεχωρίζουν, να μπουν σφήνα. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, που θα μπορούσε να πρωτοστατήσει, επεκράτησε τα τελευταία χρόνια η ξενομανία, η άγνοια, κι η εξευτελισμένη τηλεοπτική λογική. Δε θέλει πολλά για να γίνει το θαύμα. Το είχαμε πετύχει ήδη, ανάμεσα στο 1978και το 1985. Χρειάζεται όμως κινηματογραφική Παιδεία, αλλά και όρεξη για μάθηση από τους νέους σκηνοθέτες.

 

-Τι πέτυχε η Ομάδα για την ανανέωση του Ελληνικού Κινηματογράφου;

Η απάντησή μου είναι κάθετη: Έναν αληθινό ΘΡΙΑΜΒΟ. Παραλάβαμε ένα σινεμά που στην καλύτερη περίπτωση είχε να επιδείξει το «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», αλλά και πολλά-πολλά σκουπίδια (κι ας μη βαυκαλιζόμαστε), και γέννησε εκ του μηδενός ένα τσούρμο σκηνοθέτες που έγραψαν Ιστορία: Αγγελόπουλος, Κανελλόπουλος, Νικολαϊδης, Τάσιος, Τορνές, Θέος, Σταμπουλόπουλος, Σπετσιώτης, Μαρκετάκη, Περάκης, Μαυρίκιος, και πολλοί ακόμα, που απέδειξαν πως η Ελλάδα ΜΠΟΡΕΙ. Το ότι μας έφαγε ο άγριος ανταγωνισμός, ο φθόνος και η διαπλοκή με τα κομματικά συμφέροντα, δεν αφαιρεί την αξία του κινηματογράφου μας. Το σημαντικότερο επίτευγμα, ήταν η έρευνα στην ίδια τη γλώσσα του κινηματογράφου, κι αυτό μας αναγνωρίστηκε διεθνώς.

 

feris2

 

-Το «Ρεμπέτικο» υπήρξε έργο σταθμός στην καριέρα σας, πολλοί σας ταυτίζουν πια και με αυτή την ταινία. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τους ρεμπέτες;

Το ρεμπέτικο τραγούδι, το αγαπούσα από μικρός, επί ίσοις όροις με την όπερα, τη τζαζ, την αραβική μουσική κ.λ.π Στην Ελλάδα από το 1957, βρέθηκα ανάμεσα στους πρώτους «ρεμπετολόγους» όπως μας είπανε. Έτσι, ανακάλυψα πως την αληθινή Ιστορία ενός τόπου (της Ελλάδας συγκριμένα), δεν τη γράφουν τα πολιτικά γραφεία και τα σαλόνια, αλλά οι περιπλανώμενοι, οι αδέσποτοι, αυτοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, αυτοί που τα θέλουν όλα και δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Είτε τους λέμε «περιθωριακούς», είτε είναι πρόσφυγες, ή μετανάστες. Αυτό, μαζί με την επιθυμία μου να γυρίσω μια «διαχρονική» ταινία μέσα από την Ελληνική Ιστορία, με οδήγησαν στο «Ρεμπέτικο». Θα σου πω κι ένα… μυστικό, που έχει ενδιαφέρον: Ο «Θίασος» του Αγγελόπουλου, ξεκίνησε απ’ αυτή τη δική μου (και μας) ιδέα. Κι όταν είδα την ταινία, κατάλαβα το… λάθος μου! Σε πρώτο επίπεδο, δε μπορούσε να είναι η Ιστορία και στο βάθος τα πάθη των ανθρώπων. Έτσι, ψάρεψα την ηρωίδα, Μαρίκα, και την έφερα σε πρώτο επίπεδο, με την Ιστορία στο βάθος. Το «Ρεμπέτικο» είναι η ανατροπή του «Θιάσου».

 

-Ξέρω, όμως, ότι γράφετε και ότι έχετε κατά νου μια αυτοβιογραφία που σκέφτεστε να την ολοκληρώσετε. Στα αλήθεια, πόσο δύσκολο είναι για ένα δημιουργό να αποκαλύπτει κρυφές ή άγνωστες πτυχές της ζωής του;

Όπως σου είπα πιο πάνω, η δημιουργία ενός γραπτού έργου, βασίζεται στη μνήμη. Κι όταν έχεις κατακτήσει μια πλήρη συνείδηση του εαυτού σου, κι όταν παρ’ όλα αυτά δε χάνεις το χιούμορ σου, προκύπτει μόνο το θέμα της οικονομίας… Είναι τόσες πολλές οι κρυφές αλλά και οι φανερές πτυχές της ζωής ενός ανθρώπου, που πρέπει να βρεις το κουράγιο να… επιλέξεις τις πιο σημαντικές

 

-Μιλήστε μας λίγο για τη Παρισινή σας περίοδο, σε ποιο βαθμό σας σφράγισε ως άνθρωπο, αλλά και ως καλλιτέχνη;

Το Παρίσι όχι μόνο δε με απογοήτευσε, αλλά ανταποκρίθηκε τέλεια στις προσδοκίες ενός Αλεξανδρινού με γαλλική κουλτούρα (συν τοις άλλοις). Αλλά είχα και την τύχη, να ξεσπάσει η μοναδική Επανάσταση στην Ιστορία που… πέτυχε! Και λέω πέτυχε, γιατί ακριβώς δεν διεκδίκησε ούτε κέρδισε καμία Εξουσία, κι αυτό είναι η ουσία μιας αληθινής Επανάστασης. Όπως λέγαμε και τότε, λέμε και σήμερα, πως «τίποτα δε μπορεί να είναι όπως πριν το Μάη». Ούτε το έργο μας, ούτε η ίδια η ζωή μας. Ο Μάης του 1968 μας θύμισε πως το σημαντικότερο αγαθό, είναι η Αξιοπρέπεια του ανθρώπου, όπως ακριβώς διακήρυξαν οι Φλωρεντινοί Ουμανιστές.

 

-Στιχουργός και ενίοτε τραγουδιστής. Μιλήστε μας λίγο για αυτή σας τη πτυχή την οποία λίγοι από εμάς γνωρίζουν.

Στα νιάτα μου, τραγουδούσα σ’ ένα τρίο που οργάνωσε ο φίλος μου Νίκος Πίτσικας, και είχε τον τίτλο The Devils! Επίσης, δημοσίευα στην «Ημέρα» Αλεξανδρείας τα έμμετρα ποιήματα των εφηβικών μου ανησυχιών… Έτσι, όταν χρειάστηκε, το 1965, έγραψα το «Φανταράκι» που τραγούδησε ο Ζαμπέτας. Από κει και πέρα, και κυρίως μετά το 1968, ήρθαν… οι παραγγελίες. Πρώτα ο Παπαθανασίου με το «666», ύστερα ο Ξαρχάκος με το «Ήτανε μια φορά», και άλλα. Από το 1986 και πέρα, γράφω στίχους για τη Θέσια Παναγιώτου, κι εκείνη τους μελοποιεί. Αλλά φυσικά, για μένα, είναι πάρεργο –κι αυτό δε σημαίνει πως δεν δίνω όλο μου τον εαυτό όταν γράφω.

 

-Είστε ένας ανήσυχος, πολυπράγμων και εξαιρετικά δραστήριος άνθρωπος, πετύχατε πολλά, αλλά είμαι βέβαιη πώς έχετε θέσει καινούριους στόχους. Ποια είναι λοιπόν τα μελλοντικά σας σχέδια;

Άπειρα! Στο γράψιμο, ένα μυθιστόρημα, «Το Βιβλίο του Φερουατζί», που συγγενεύει με τον Χαλίλ Γκιμπράν, τον Αμήν Ριχάνι και άλλους Λιβανέζους. Ακόμα τελειώνω τη μελέτη μου για τη γλώσσα του κινηματογράφου, 500 περίπου σελίδες, που έχει τον τίτλο ΚΙΝΟΛΟΓΙΚΟΝ. Για τον κινηματογράφο, εκτός από το «Κούμπρι ελ Λεμούν», έχω άλλο ένα σχέδιο–μυστικό και μη ανακοινώσιμο… Για το θέατρο, ένα παιδικό μιούζικαλ, «Η Αλίκη στη χώρα του Θανάση». Επίσης, το λιμπρέτο για μια όπερα, την «Αρέθα» (το τραγούδι του νεκρού αδελφού). Κι άλλα, κι άλλα. Αλλά το σημαντικότερο είναι ένα σχέδιο για την δημιουργία μιας σύγχρονης Μεθόδου διδασκαλίας με τη χρήση των προγραμμάτων Multimedia, για την Παιδεία και την Εκπαίδευση. Είναι 20 χρόνια τώρα που δουλεύω πάνω σ’ αυτό το πρόγραμμα, και ήρθε η ώρα να το πραγματοποιήσω. Είναι, πιστεύω τόσο εγώ όσο και οι συνεργάτες μου, μία μέθοδος που θ’ αποτελέσει αληθινή επανάσταση, αφού επαναφέρει στην Παιδεία την ίδια την ουσία της, δηλαδή την ψυχαγωγία.

 

-Σας ευχαριστώ θερμά και σας εύχομαι κάθε επιτυχία.

 

 

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Κώστας Φέρρης σπούδασε στη θρυλική Αμπέτειο Σχολή και στη Δραματική Σχολή του Τάκη Τσάκωνα στο Κάιρο, στην Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου στην Αθήνα, και συνέχισε τις σπουδές του στη Ναντέρ και στη Σορβόννη, στο Παρίσι. Απ` το 1957 εγκαθίσταται στην Ελλάδα. Δουλεύει ως βοηθός σκηνοθέτη σε περισσότερες από 60 ταινίες μυθοπλασίας. Συνεργάζεται, ανάμεσα σε άλλους, με τους Μιχάλη Κακογιάννη, Νίκο Κούνδουρο, Τάκη Κανελλόπουλο, Γρηγόρη Γρηγορίου, Άντριου Μάρτον, Τζέιμς Νίλσον, Ρόμπερτ Άλντριχ, Έντουαρντ Μολινάρο, Ρίτσαρντ Σαραφιάν, Λάζλο Μπένεντεκ, Ρίτσαρντ Γουίλσον, Πιέρ Καστ, Ζαν-Ντανιέλ Πολέ κ.ά. Εντάσσεται στην ομάδα έρευνας για το ρεμπέτικο τραγούδι, και συγχρόνως δημιουργείται, με δική του κυρίως πρωτοβουλία, η Ομάδα για την ανανέωση του Ελληνικού Κινηματογράφου. Μέχρι το 1967, σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» (1961). To 1963 συμμετέχει ως ένας εκ των δύο τεχνικών βοηθών στην ταινία του σκηνοθέτη Μανώλη Σκουλούδη «Ένας ντελικανής» και το 1965 σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, «Μερικές το προτιμούν χακί». Την ταινία «Ένας ντελικανής» θα προσπαθήσει να οικειοποιηθεί σαράντα ένα χρόνια αργότερα (2004) σε βιβλίο των Γιάννη Φραγκούλη και Κώστα Φέρρη με τίτλο «Κώστας Φέρρης». Από πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια της εξορίας του στο Παρίσι (1967-1973), συνεργάζεται στενά με το Γάλλο σκηνοθέτη (και φίλο του από το 1962) Ζαν Ντανιέλ Πολέ. Μαζί του συμμετέχει ενεργά στο κίνημα του Μάη του 1968. Σ` αυτό το χρονικό διάστημα γνωρίζεται επίσης με τους Volker Schloendorf, Werner Hertzog, Barbet Schroeder, Nicholas Ray, Samuel Fuller, Ruy Guerra, Anatole και Pascale Dauman και άλλους. Το σενάριο μιας ταινίας, μία όπερα και ένα ροκ-ορατόριο σφραγίζουν την Παρισινή του περίοδο. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1973, σκηνοθετεί τις ταινίες: «Η Φόνισσα», 1974, «Προμηθέας σε δεύτερο πρόσωπο», 1975, «Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο», 1978, «Ρεμπέτικο», 1983 (Αργυρή Άρκτος Φεστιβάλ Βερολίνου, 1984 και Μεγάλο Βραβείο Φεστιβάλ Αλεξάνδρειας, 1985), και «Oh Babylon», 1988, καθώς και εννέα τηλεοπτικές σειρές, συνολικής διάρκειας περίπου 120 ωρών, για την Ελληνική τηλεόραση, αλλά και περισσότερες από 80 ώρες μουσικών προγραμμάτων, ντοκιμαντέρ, εκπαιδευτικών και ερευνητικών ταινιών. Χαρακτηριστικές είναι οι σκληρές πολεμικές σκηνοθετών -κριτικών, στις οποίες ο Φέρρης πρωτοστατεί από το 1974 ως το 1990.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top