Fractal

Διήγημα: “Κωστάκι”

Του Κ. Ψαράκη // *

 

f9

 

Κάτω απ τη τραγιάσκα και πάνω από το μουστάκι, ήτανε δυο θολά μάτια με ασαφές βλέμμα που κοίταζαν κάπου πίσω από σένα και λόγω του μικρότατου ύψους πίσω και πάνω ,που πότε- πότε εστίαζαν για να ξαναφύγουν στο άπειρο .

Ζούσε άλλη πραγματικότητα.

Διότι , η πραγματικότητα, είναι μια επιφάνεια που μοιάζει συμπαγής αλλά δεν είναι. Είναι γεμάτη χάσματα, όπως οι ξεραμένοι λασπότοποι , τεράστιου βάθους , ή ακόμα καλύτερα, η πραγματικότητα είναι μια επιφάνεια φτιαγμένη από τις κορυφές τεράστιων βράχων, που ανάμεσά τους χάσκουν βάραθρα, μα που να τα δούμε, με τη ταχύτητα που τρέχομε πατώντας από κορυφή σε κορυφή. Κι όλη μας η επιτυχία είναι ακριβώς το να μη βλέπομε ετούτες τις δροσερές και τρομακτικές αβύσσους.

Κι είναι η ζωή μας όπως τις πέτρες που πετάνε τα παιδιά στη θάλασσα και πηδούν στο νερό σωσμένες από τη ταχύτητα, μέχρι βέβαια να καταλήξουν στον βυθό της λησμονιάς.

Και πότε αντιλαμβανόμαστε ετούτα τα χάσματα της κατά την ψευδαίσθηση της ταχύτητας συμπαγούς πραγματικότητας;

Όταν η ταχύτητά της καθημερινότητάς μας ανακοπεί απότομα από τον θάνατο αυτών που αγαπάμε ή την ασθένεια , ή αν είμαστε μεθυσμένοι ή ποιητές.

Το Κωστάκι ήταν μέθυσος.

Ετούτοι οι μεθυσμένοι αλλά και οι ποιητές , κι αυτοί που γράφουν κι αυτοί που ποτέ δεν έγραψαν τίποτε αλλά είναι ποιητές, και ζούν σε παλιά σπίτια γεμάτα γάτες, ή στους δρόμους ολότελα, ή σε μακρινά σπίτια στα νησιά, ή υποκρίνονται τους οικογενειάρχες και τους εμπόρους, όλοι ετούτοι έχουν ξεπεζέψει από το κύμα του χρόνου, για πολλούς λόγους, και ζουν εκεί ανάμεσα στα χάσματα του πραγματικού .

Κι άλλοι έχουν χαθεί στα σκοτεινά τους βάθη, κι άλλοι ακροβατούν επιτυγχάνοντας το σχεδόν ακατόρθωτο, να διασώζονται συνεχώς και καθημερινά και να προχωρούν με ικανοποιητική ταχύτητα από κορφή σε κορυφή, όχι όπως οι άλλοι που η βιασύνη της ζωής δεν τους αφήνει καν να δουν τα βάραθρα πάνω από τα οποία περνούν, αλλά ανεβοκατεβαίνοντάς τα και κανείς να μην αντιλαμβάνεται τον κόπο τους και την αγωνία τους.

Και τι πιο φυσικό από το να τους τσαλαπατούν οι άλλοι, οι γρήγοροι και ανυποψίαστοι, όπως ένα πλήθος που τρέχει, αναγκαστικά θα περάσει πάνω από τον σταματημένο ή τον αργό, όχι από κακία, αλλά επειδή δεν μπορεί να σταματήσει.

Κι όμως υπάρχουν κάποιοι που γλυτώνουν κι είναι άξιο θαυμασμού πώς, αφού τσαλαπατήθηκαν αρκετά, ξαναβρήκαν σχεδόν την ταχύτητα του πλήθους και κατάλαβαν όλο το σκηνικό. Όπως τον μεθυσμένο που υποκρίνεται τον νηφάλιο και σχεδόν τα καταφέρνει να είναι συνεπής στην εργασία του. Αλλά είναι τόσο λίγοι αυτοί, τόσο λίγοι….

Το Κωστάκι προσπαθούσε κι αυτό αλλά δεν τα κατάφερνε.

Ερχόταν στο σπίτι μου δύο με τρεις η ώρα τη νύχτα.

Έβλεπε ότι ξενυχτούσα κι εγώ και χτυπούσε την πόρτα.

Μετά το απαραίτητο καλωσόρισμα, έφερνα κρασί και τυρί με ψωμί και το χειμώνα λουκάνικο και ξεκινούσαμε πάντα από την ανανέωση του συμβολαίου φιλίας, όπου επισημοποιούσαμε και για ετούτη τη βραδιά ότι είμαστε χρόνια γείτονες και ποτέ δεν μαλώσαμε, ποτέ δεν πίκρανε ο ένας τον άλλο, άρα είμαστε και φίλοι και ξενύχτηδες και επομένως καλώς πίνομε και όλα καλά.

Προϊούσης της νυκτός , περνούσαμε στα σοβαρά θέματα που αφορούσαν την κατασκευή των μύλων και ιδιαίτερα των ανεμόμυλων και τους νεκρούς που έρχονται στα σαράντα τους και στα μνημόσυνά τους και φορούν καινούργια ρούχα και μας λένε μαντινάδες όπως

φιλί μη δώσεις του νεκρού γιατί δε θα το νιώσει αφήστε τον να σκεπαστεί σιγά- σιγά να λιώσει

και τη μαυροφόρα που περπατούσε στεγνή και χαμογελαστή μέσα στη βροχή και τ’ αγιοκωστάντινο που όπως κι αν πέσεις δεν χτυπάς.

και άλλες πολλές ιστορίες απ αυτές που έχουν μια αντήχηση , όπως όταν μιλάς στη σπηλιά του Αι Γιάννη που μας έκαναν να αισθανόμαστε όμορφα, όσο όμορφα αισθάνονται δυο φίλοι που απολαμβάνουν την ασφάλεια ενός λεπτού κλαδιού στη μέση του γκρεμού που θα σπάσει σίγουρα αλλά όχι πριν τελειώσει το κρασί και το πακέτο των τσιγάρων.

Κι αυτό το μέχρι να σπάσει, όσο μικρό και να ‘ναι είναι μια αιωνιότητα.

Κι όταν κόντευε να ξημερώσει, και να τελειώσει και το κρασί στην κανάτα αλλά όχι και στις φλέβες μας περνούσαμε στις πολεμικές τέχνες.

Σ ένα ξέσπασμα χαράς και ευεξίας πετούσαμε το τσεκούρι που κρατούσε πάντα πάνω του , κρεμασμένο σε μια θηλιά που είχε ράψει στο σακάκι του, ένα ωραίο μικρό τσεκούρι , μαναράκι το έλεγε, στη ξύλινη αυλόπορτα όπου σημαδεύαμε την τρύπα από ένα ρόζο.

Όπου αισθανόμαστε εκείνο το ωραίο συναίσθημα της ισοθεϊας, ότι κρατούσαμε στα χέρια μας τη ζωή και το θάνατο των γειτόνων που ξυπνούσαν από τους χτύπους και μας βλαστημούσανε αξημέρωτα, ότι ώρα θέλαμε τους σκοτώναμε, και μας έδινε μεγάλη χαρά η μεγαλοψυχία μας και η συμπόνια που νιώθαμε γι αυτούς.

Ξεκάρφωνε το μαναράκι από την τελευταία ρίψη κι έφευγε με το ασταθές αλλά βέβαιο βήμα του μέθυσου, εκείνο το βήμα που άλλο δεν είναι παρά μια διαρκής αναβολή της πτώσης, όπως άλλωστε και η ζωή, που άλλο δεν είναι παρά μια διαρκής αναβολή του θανάτου, για το σπίτι του.

 

 

* Ο Κ. Ψαράκης γεννήθηκε στον Χάρακα, ένα χωριό στους πρόποδες των Αστερουσίων, και διδάσκει μαθηματικά στο μικρό Λύκειο του Ασημίου. Έχει γράψει 7 ποιητικές συλλογές , τις “Μορφές του Χρόνου”, “από τα τετράδια του Β.Κ.”, “Ο καπεταν Περδίκης και τα συναισθήματα θανάτου”, “Ωσπερ Πελεκαν”, “Ερημία”, “τα Ειρηνικά” και μια ανοικτή συλλογή “το κενό” όλες ανέκδοτες. Κάποια ποιήματά έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ισπανόφωνα ηλεκτρονικά περιοδικά, και έχουν συμπεριληφθεί σε ομαδικές συλλογές.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top