Fractal

Ποίηση: “Η Γεωμετρία του Κενού”

Του Κώστα Μπραβάκη // *

 

f2

 

Ζω μέσα σ’ ένα ποίημα. Στ’ αριστερά μου τα σύμφωνα, στα δεξιά τα φωνήεντα, πιο δώθε τα ουσιαστικά, τα ρήματα και πάνω στο ράφι, αφημένα μερικά αποξηραμένα στιχάκια ενθύμια. Ζω ανάμεσα στα δέντρα, στα φύλλα, στα πουλιά κι ένα στη μέση ανήλιαγο ποτάμι, με τα πετρόψαρα, τις νεροφίδες, την άμμο την ψιλή, μια μυρουδιά αυγουστιάτικου απογεύματος.

Ζω μέσα σ’ ένα ποίημα. Με τα πολλά παράθυρα και τους φεγγίτες του, με εντοιχισμένους τους αρχαίους λεξιπλάστες να μ’ ορμηνεύουν την ώρα που ζυμώνω στη σκάφη μια χούφτα γαλάζιες χάντρες μαζί με φύλλα τρυφερά από πρώιμη άνοιξη και τα πρώτα λόγια από ένα τραγούδι που ετοιμάζεται να σκαρφαλώσει στα χείλη των κοριτσιών. Ζω μέσα σ’ ένα πράσινο ενυδρείο με ίχνη παλιού ναυαγίου, και μια σημαία πειρατική που υψώνω κάθε φορά που οι στίχοι ετοιμάζονται για επίθεση. Πλάι μου πάπυροι, αετώματα κι επιγράμματα, ο πλούτος της αρχαίας σκόνης που επικάθεται στα μάρμαρα, η ιερή γεωμετρία του κενού.

Ζω μέσα σ’ ένα ποίημα. Εδώ βρίσκονται τα ανθρώπινα θαύματα, ο θάνατος κι η γένεση, το τέλος και η αρχή, η αριθμητική της ομορφιάς στην αρμονία ενός ιδιωτικού σύμπαντος.

**

Το να μιλάει κανείς είναι πιο εύκολο απ’ το να διαβάζει. Το να διαβάζει, πιο εύκολο απ’ το να γράφει. Το να γράφει, ακόμα πιο εύκολο απ’ το να σκέφτεται. Εκείνος που φορτωμένος λέξεις κινάει για το ανηφόρι του αφήνοντας πίσω τα στρεβλά νοήματα του κόσμου, θ’ ακούσει να τον λένε αλαφροΐσκιωτο, καμιά φορά και ποιητή. Μια εποχή αντιπνευματική το πεδίο βολής του, ατάραχος στόχος κάθε λογής εξουσίας που τον προτιμά αναπαυμένο σε πνιγηρά εντευκτήρια παρά φλεγόμενο αστεροειδή σε ανορθόγραφο σύμπαν.

Είναι λοιπόν η μοίρα του να πεθαίνει κάθε φορά που απελευθερώνει πελαργούς, να ξαναγεννιέται με τη μυρωδιά του κόσμου, να αντιμάχεται τις πλαστογραφίες της πραγματικότητας όπως αυτές εξυφαίνονται από τα ολέθρια μέσα αναφοράς της επικαιρότητας;

Είναι η μοίρα του να ζει στο πιο βαθύ σκοτάδι;

Τι είναι αυτό που προκαλεί τόσους μικρούς θανάτους σε μια άδεια σελίδα, για να γεννηθεί ένα ποίημα; Πόση αμφιβολία χρειάζεται για να ενσαρκώσει ένα στίχο;

Δεν ξέρω να πω πού κοιμάται η κόρη με τα αόρατα μάτια που σε διαπερνούν μόλις σε κοιτάξει. Εκείνη που, όπως κοιμάσαι, πέφτει πάνω σου με διάθεση μικρού θανάτου, μια στιγμιαία μετακίνηση του χρόνου και τότε όλα αλλάζουν.

**

Είναι όπως η μοίρα του σπαθιού: να διαιρεί. Απ’ τη μια η ζωή που έρχεται κι απ’ την άλλη η ζωή που φεύγει. Ή το μελλούμενο με φορεσιά του πριν. Και χιλιάδες απογόνους να διαγκωνίζονται για μια σχισμένη σελίδα απουσίας.

 **

Στέκομαι ώρα δίπλα στο ρέμα. Χαζεύω τους γυρίνους και τα μικρόψαρα και κάθε λογής ζωή στον υδάτινο κόσμο. Έτσι θα ζούσαν παλιά οι άνθρωποι. Παραδομένοι στην πορεία του νερού. Μόνο που κάποιοι θέλουν να πιάσουν την όχθη προτού πλησιάσει ο καταρράχτης. Να σώσουν και να σωθούν, το καθημερινό ναυάγιο της ζωής, η θαυμαστή τούτη ανωνυμία, ένα υπερόπλο που του λείπει ο πιστός πυροβολητής.

**

Και ξημερώνει συνεχώς η ίδια μέρα. Με τους βασιβουζούκους και τους οστρογότθους της. Όσοι αντέχουν τη γραμμή πυρός, μέχρι να στάξει την τελευταία σταγόνα το μελανοδοχείο κι ο δεκανέας με την τρομπέτα του να διατάξει σιωπή.

**

Μια λέξη που δεν χαρακτηρίζεται από όρους συνθηματολογίας είναι μια λέξη κενή. Όπως επίσης απαλλαγμένη από συναισθηματισμούς, είναι μια λέξη λευκή. Μια θαυμάσια ευκαιρία να διαλέξει η ποίηση τα εργαλεία της. Να στρώσει το σεντόνι και να τινάξει τους καρπούς της ευδαιμονίας, άδειο δέντρο, λευκό πανί, το έμβρυο ποίημα, η πιθανή μητέρα των θαυμάτων.

**

Η σύγχρονη γλώσσα ενίοτε απειλεί. Επισείει την τρομακτική ευκολία να συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω, να κρίνει και να καταδικάζει εκείνες τις λέξεις που δοκιμάζουν τη σιωπή. Ο νους του ποιητή είναι ένας τόπος παρενοχλητικός για όσους αντηχούν τις ομοβροντίες της επικαιρότητας. Ακόμα και η απομόνωσή του αποτελεί εχθρική στάση για την τρέχουσα πραγματικότητα όπως αυτή εκφράζεται με την αγοραία αντίληψη της ελευθερίας της έκφρασης. Εκείνος πασχίζει να λύσει ένα-ένα τα μικρά προβλήματα του κόσμου κι εκείνοι αγνοούν ακόμα και την ύπαρξή του, μια μοναχική παπαρούνα ανάμεσα στα ζιζάνια.

**

Μ’ αρέσει να τρυγώ στίχους το φθινόπωρο. Να ξεδιαλέγω ανάμεσα στα κίτρινα και κόκκινα φύλα, τους ζουμερούς καρπούς της αστείρευτης αγάπης του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Να περπατώ πάνω στα ξερόχορτα και να βουλιάζουν τα παπούτσια μου στα μυστικά της γης, ένας επισκέπτης με ποινή θανάτου που προς το παρόν ασκείται στο δικαίωμα να ζει.

**

Είναι λοιπόν ο φόβος που με κάνει να κλείνω το παράθυρο, να τραβώ τις κουρτίνες και να βυθίζομαι στα σκεπάσματα με μια μυρουδιά φρεσκοκομμένου βασιλικού; Ψάχνω την καταγωγή της μνήμης σε φευγαλέο πέρασμα χελιδονιού, μια γεύση επιτάφιου ρόδου, μια τιράντα που δε λέει να συμμορφωθεί, ένα τσούρμο σκολιαρόπουλα σε ευφορία εκδρομής, η μάννα φορτωμένη κληματόβεργες, την ώρα που πέφτει το φως αρχίζει το ταξίδι.

Ο φόβος μη λησμονήσω τ’ ακροδάχτυλα της λεμονιάς, ένα βράδυ όλο φεγγάρια κι ακόμα καίνε οι καλαμιές.

 **

Και πριν μακάριος βυθιστώ στ’ ακρονήματά μου, νάσου ο πραματευτής, ευκαιρία δε χάνει να αναμετρηθεί μαζί μου. Είναι αυτός, ο γνωστός επαίτης εξαιρετικών συμβάντων, γονυπετής στις εξόδους των εμπορείων, κοφτερός όμως σαν ξυράφι όταν βρει την πόρτα ξεκλείδωτη. Χρόνια κρατάει αυτή η μάχη. Πότε εγώ, πότε αυτός, πότε κι οι δυο, πέφτουμε στο χώμα νικημένοι. Είναι ο επίδοξος εξουσιαστής μου, αυτός που επιδιώκει την πλήρη απανθρωποίησή μου, αυτός που προκαλεί τις συρράξεις των εντός μου κατοίκων.

 

**

Με ξύπνησαν καμπάνες ή ποδοβολητά παιδιών. Ο τοίχος υποχώρησε απ’ τις ριπές παλιών ανέμων. Πέρασαν έτσι δίχως άδεια κάτι τσαλακωμένες φωτογραφίες, φτηνά ανταλλάγματα με ήχους ασπασμών. Οι φράχτες μου κατέρρευσαν και κάποιος έβαλε φωτιά στο τετράδιο με τα τραγούδια

 Ό, τι προσμένω πλέον είναι φύλλο ξερό που κάνει βόλτες στο ταβάνι. Κι αν θυμηθώ πού έκρυψα το κουτί με τα ποιήματα, κάποιο χέρι έχει προλάβει.

 

 

* Ενότητα από τις «Εναέριες Ρίζες» [εκδ. Πανοπτικόν]

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top