Fractal

«Είναι ο ίδιος ο Μπαρούτ χανές και μπαρούτ στα σκέλια μας»

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

«Κανάλ ντ’ αμούρ» του Θωμά Κοροβίνη, εκδ. Άγρα

 

Ένα ιδιαίτερο αφήγημα για το ερωτικό περιθώριο της Θεσσαλονίκης του ’80. Το «Κανάλ Ντ’ Αμούρ» δηλώνει εύγλωττα την επιδίωξη του συγγραφέα να δώσει το πορτρέτο μιας πληθωρικής ερωτικής εποχής. Και αφηγείται με πάθος και λαχτάρα, γι ‘ αυτό ακριβώς το πόνημά του διαθέτει ζωηράδα, αλήθεια και κουβαλά από την αρχή ως το τέλος τη σφραγίδα του αυθεντικού. Όντας ο ίδιος γνώστης, είτε από εμπειρία, είτε από έρευνα (ενδεχομένως) έχει πάμπολλες ιστορίες και θρύλους να εξιστορήσει για έναν λαϊκό κόσμο της Θεσσαλονίκης του ‘ 80,για το Κανάλ Ντ’ Αμούρ που παρήκμασε σταδιακά ή θυσιάστηκε αθέλητα σε μια νέου τύπου αστική ψυχαγωγία των Θεσσαλονικιών. Μια ψυχαγωγία κενή, στεγνή, ψεύτικη που παρέπεμπε σε μια διαφορετική από πριν θεώρηση των πραγμάτων, που είχε άλλη αφόρμηση και άλλη οπτική. Ο Κοροβίνης δεν γίνεται γραφικός, ούτε μοιρολάτρης, δεν καταποντίζεται από μια άκρατη νοσταλγία που πιθανότατα θα έβλαπτε τη γλαφυρότητα της αφήγησης. Εξασφαλίζοντας μια ισορροπία στην έκθεση του υλικού του και κάνοντας τη σωστή οικονομία, μέσα σε περίπου 60 σελίδες, που είναι μεστές και πυκνογραμμένες, δίνει το στίγμα ενός ολόκληρου κόσμου ή μικρόκοσμου, καθώς μας συνθέτει την εικόνα μιας εποχής. Σε γλώσσα άμεση, λειτουργική, σκαλίζει μνήμες, περιγράφει αλλαγές, χρωματίζει γεγονότα, αισθητοποιεί την παρουσία ενός νέου κόσμου. Mαγαζιά με ιστορία που κλείνουν, τραβεστί με ιστορία που δίνουν ιδιαίτερο χρώμα στις αμαρτωλές νύχτες, αναφορά σε μέρη που κάποτε σύχναζαν «λούμπεν», για τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη συμπαθεια, ενώ τώρα συχνάζουν οι

λεγόμενοι «σικάτοι», καθώς και «φλώρια». Άγρια περιστατικά ανάμεσα σε ιδιοκτήτες μπουρδέλων και τίμιους συμπολίτες τους, η περιβόητη Στάσα που «κουμαντάριζε κατά διαστήματα μια σειρά από λούμπεν-λαϊκά κέντρα διασκεδάσεως», ο ερωτοχτυπημένος φίλος Τάκης, ένας τσίφτης τσιγγάνος από τον Δεντροπόταμο, επίσης, η καλλίγραμμη Ζιγκοάλα τραβεστί, αυτά και άλλα αποτελούν στοιχεία ενός αλλοπρόσαλλου και καταραμένου συνάμα κόσμου, έναν κόσμο που γνωρίζει και αγαπά ο Κοροβίνης. Ο ίδιος πληροφορήθηκε από την τραβεστί Ζιγκοάλα τον θάνατο σε πρώην σανατόριο της πρωτεύουσας του συγγραφέα Θωμά Ιωάννου. Ακόμα, ήταν τότε, τη δεκαετία του 80 που ξεκίνησε ο λόγος για κάτι που έμοιαζε ακατανόητο, την κατάρα του έιτζ. Ο Κοροβίνης γράφει : «[…] Άντρες και γυναίκες, όσοι κυνηγοί και γενναίοι της ηδονής, έκαναν γενναία και απολαυστικά έρωτα. Αλλά και οι πρώτες φήμες περί σταδιακού αλλά βέβαιου θανάτου από την ανθρωποφάγα ασθένεια έμοιαζαν ακόμη παραμύθια. Κανένας δεν το καλοπίστευε. Για φαντάσου! Να πεθαίνεις από έρωτα. Στη δεκαετία του ’80 ο έρωτας και για τους φίλους του και για τους εχθρούς του, και για τους φιλήδονους και για τους πουριτάγκες, ήταν το πιο φυσικό πράγμα.»

 

Θωμάς Κοροβίνης

Το ερήμωμα του Κανάλ ‘ Ντ’ Αμούρ σημαίνει την ενδυνάμωση της υποκρισίας. «Αυτοί που έστησαν σήμερα τα στέκια τους εκεί τριγύρω, είναι οι ίδιοι που εξαντλούσαν την κακία τους κράζοντας και βγάζοντας τα σπασμένα της κρυπτόγαμης ή αγάμητης ζωής τους πάνω σ’ όλους αυτούς και κυρίως πάνω στις χιλιογιαουρτωμες τραβεστές». Ο Κοροβίνης θυμάται και τον φίλο του ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο που είχε γράψει ένα διήγημα για τα πάθη άλλης μιας αντιηρωίδας του τόπου εκείνου, την οποία είχε προλάβει να γνωρίσει, την Μαρία την πουτάνα. Θυμάται και που χρόνια αργότερα το ‘ 95 πέρασε από τα Λαδάδικα και αντίκρισε μια φρενίτιδα κομψευόμενου αγοραίου κόσμου, νεοφώτιστους της ρεμπετολαγνείας -όπως γράφει χαρακτηριστικά-και άλλους ποικίλους δήθεν ανθρώπους, ανθρώπους που ζούσαν μια δανεική ζωή. Δανεική και ανέραστη. Το νέο αυτό σκηνικό απέχει παρασάγγας από την παράδοση της Σαλονίκης, της «ερωτικής Θεσσαλονίκης», για την οποία ο συγγραφέας νιώθει νοσταλγία. Γι αυτό και με τούτο το πόνημα επιχειρεί να την ανασυνθέσει τρόπον τίνα, να φρεσκάρει τα αισθήματά του, να ζωηρέψει τους πόθους του, να ξαναζεστάνει τις αγάπες του, να επαναφέρει τους φίλους από τα παλιά, όπως σημειώνει στο τέλος του βιβλίου. «Γιατί το Κανάλ Ντ’ Αμούρ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο χώρος που φιλοξενούσε τις πυριτιδαποθήκες της οθωμανικής Θεσσαλονίκης, είναι ο ίδιος ο Μπαρούτ χανές και μπαρούτ στα σκέλια μας.»

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top