Fractal

Γκιουρκγκέντζ Κορκμαζέλ: “Τόση ποίηση για ένα τόπο τόσο μικρό, παρακαλώ μη γράφετε άλλο, φυτέψτε ένα δέντρο, φυτέψτε νερό”

Γράφει η Κωνσταντία Σωτηρίου // *

 

Gürgenç Korkmazel

 

Τοποθετημένος ανάμεσα στην παλαιότερη και τη νεότερη γενιά των Τουρκοκύπριων ποιητών, ανάμεσα δηλαδή σε αυτούς που έβαλλαν το Κυπριακό πρόβλημα στο κέντρο της ποιητικής τους αφήγησης και σε αυτούς που επηρεασμένοι από τα νεότερα ρεύματα θεωρούν την πολιτική μάλλον δευτερεύουσας σημασίας, ο Γκιουρκγκέντζ Κορκμαζέλ, στέκει ως γέφυρα ανάμεσα στο πριν και στο μετά καταθέτοντας μια ιδιαίτερη και μοναδική στο είδος της γραφή στα ποιητικά πράγματα. Η Κύπρος, το ειδυλλιακό παρελθόν των παιδικών χρόνων που άφησε πίσω, (είναι γεννημένος άλλωστε στην Στραυροκόννου της Πάφου το 1969, πέντε χρόνια πριν την Τουρκική εισβολή), η φύση ως στοιχείο της ταυτότητας, το τοπίο ως κομμάτι του εαυτού και η αρχαία με τη νέα ιστορία συνδέονται στα ποιήματα του όπου η νοσταλγία και η αγάπη προς το νησί κυριαρχούν. Σε μία ποίηση που μοιάζει ειδυλλιακή αλλά που στον πυρήνα της είναι πρωτίστως πολιτική-έστω και να δεν μιλά πάντα πολιτικά- ο Κορκμαζέλ αγγίζει μέσα από τα ποιήματα του  το θέμα της διττής κοινοτικής υπόστασης στο νησί, των πολιτισμών, των λαθών του παρελθόντος, της ιστορίας.

 

Γράφει στο «Όχι ποιήματα, νερό», ένα από τα ποιήματα της πρώτης του περιόδου:

 

«Σκουπιδότοπος του έρωτα έγινε αυτό το νησί

απ’ τον καιρό της Αφροδίτης.

Τα πόδια μας περιπλέκονται σε σπασμένες ρίζες

κι απομεινάρια από πολιτισμούς κατακτητών

Όταν προσπαθούμε να κινηθούμε

ερείπια και σπασμένα κόκαλα τρίζουν κάτω απ’ τα πόδια μας.

 

Το χώμα εδώ είναι βαρυφορτωμένο με θάνατο

κι η λύτρωση δεν είναι η ποίηση,

είναι το νερό.

 

[…]

 

Τόση ποίηση για ένα τόπο τόσο μικρό

παρακαλώ μη γράφετε άλλο

φυτέψτε ένα δέντρο

φυτέψτε νερό.»

 

Στο ποίημα «Η τελευταία μέρα του Αρθούρου Ρεμπό στο νησί», σημειώνει:

 

«Μεθυσμένος από πικρό κρασί βουνίσιο, στάθηκε πλάι

σ’ ένα πεύκο πλατύ σαν τον ουρανό

και ξεκούμπωσε το παντελόνι του.

Την απόσταση είχε κατακτήσει και το ύψος!

Κοίταξε από την κερδισμένη θέση του πάνω από τις αδιάφορες

κοιλάδες, τα δάση που ποτέ δεν βλέπουνε τη θάλασσα,

τις πληκτικές πεδιάδες.

Δεν υπάρχει τίποτε καινούριο να γράψεις!

Συνοδευόμενος από την τεμπέλικη μελωδία ενός αρχαίου

μουσικού οργάνου, κατούρησε κάτω, προς το

χάος των χιονισμένων βουνών, πάνω από

τη μέλλουσα να γεννηθεί δημοκρατία

μιας αγέννητης ακόμη γενιάς.»

 

1998 Απόδοση (μέσω αγγλικών μεταφράσεων της Oya Akin): Λευτέρης Παπαλεοντίου

 

 

Ο ίδιος παραδέχεται πως η εντοπιότητα είναι κυρίαρχο στοιχείο στα έργα του. Πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά αφού το πολιτικό ζήτημα κυριαρχεί στο νησί τα τελευταία εξήντα χρόνια; «Αυτό είναι κατάρα και ευλογία, λέει» τονίζοντας ωστόσο πως τα ποιήματα του δεν αφορούν μόνο τον μικρόκοσμο του νησιού αλλά ελπίζει να αγγίζουν ανθρώπους και από άλλες χώρες αφού αγγίζουν τα πανανθρώπινα ζητήματα της αγάπης, του φόβου, του θανάτου, της φύσης, της ζωής.

 

Γράφει σε ένα από τα επίσης παλαιότερα του ποιήματα την  «Προφητεία»:

 

Αρχίζω τη μέρα μου μαζεύοντας τα κουφάρια τους

Αράχνες έχουν συνθλιβεί μέχρι θανάτου στο πρόσωπό σου

Υφαίνοντας ανήμπορους ιστούς

Και ζυμώνοντας νιφάδες από τη λίμα των νυχιών σου

Μαζί με τις υποψίες σου

Όλα μέρος των καθημερινών ασχολιών μου

 

Στον γαλήνιο πυρήνα της ιλιγγιώδους ηρεμίας

Ο χρόνος συσσωρεύεται για την έκρηξη

Αν χτυπά η πόρτα, αρπάζω μια σπίθα

Από την τριβή του πυρόλιθου μακρινών ηπείρων

Και ο αγκώνας χτυπά

Πρώην εραστές που θα έπρεπε να έχουν ξεχαστεί

 

Είμαι εδώ, μιλώντας σου με στίχους

Για χάρη της διακόσμησης

Έστω κι αν μετατρέπεις τις μπότες μου σε γλάστρες

Και φυτεύεις σ’ αυτές ωραία άνθη,

Θα έρθει η μέρα που θα εκτιναχθώ

Αθόρυβα σαν φτερό, με κινητήρια δύναμη

Συσσωρευμένη στη ροή του αίματός μου.

 

1998 Απόδοση (μέσω αγγλικών μεταφράσεων της Oya Akin): Λευτέρης Παπαλεοντίου

 

 

 

Ο Γκιουρκγκέντζ Κορκμαζέλ γράφει στα Τούρκικα. Ανήκει σε μία κοινότητα με χαρακτηριστικά Τουρκικά, με επιρροές από το Ελληνικό κομμάτι της Κύπρου, σε αναγκαστική απομόνωση εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης και με έντονες επιρροές της Τουρκίας. Ποια είναι η λογοτεχνική του ταυτότητα;  Όλα αυτά που γράφει, σε μια άλλη γλώσσα, στην Τουρκική, κατατάσσονται σε αυτό που αποκαλούμε Κυπριακή λογοτεχνία; Ή μήπως ανήκουν στην Τουρκική λογοτεχνία; Τι είναι αυτό που καθορίζει την λογοτεχνική του ταυτότητα; Η γλώσσα; Η χώρα; Η καταγωγή;

 

«Έχω εκδώσει βιβλία στην Κωνσταντινούπολη  αλλά η Τουρκία δεν είναι το κέντρο μου. Εκδίδω τα βιβλία μου στην Λευκωσία, η Λευκωσία είναι ο κόσμος μου. Και δεν βλέπω την δουλειά μου ως κομμάτι της Τουρκικής λογοτεχνίας, είμαι Κύπριος και η δουλειά μου είναι κομμάτι της τέχνης της Κύπρου», δηλώνει κατηγορηματικά και συμπληρώνει πως το μισό του σώμα ανήκει στην Δύση και το υπόλοιπο στη Μέση Ανατολή και στοιχεία από αυτά τα σημάδια εντοπίζονται σε κάθε πτυχή του έργου του. «Και αν δεν καταλαβαίνω Ελληνικά, τα ελληνικά είναι μιας από τις γλώσσες μου και η παράδοση της Ελληνοκυπριακής ποίησης είναι κομμάτι της δικής μου παράδοσης επίσης».

 

Η πολιτική διάσταση της δήλωσης αυτή του Τουρκοκύπριου ποιητή, ο οποίος τονίζει σε κάθε ευκαιρία την Κυπριακή του ταυτότητα και την ελπίδα του να υπάρξει μια μέρα στο νησί ειρήνη, είναι πολύ πιο έντονες στα πιο πρόσφατα του ποιήματα. Ειδικότερα σε θέματα που έχουν πληγώσει και σημαδέψει και τις δύο κοινότητες του νησιού, όπως είναι αυτό των αγνοουμένων.

 

Αγνοούμενοι ΙΙ (Kayıplar II)

Περισσότερα από αυτά που νομίζουμε ότι χάσαμε

Χάνουμε κάθε φορά (οι αγνοούμενοι κρατάνε

Περισσότερο χώρο από ό,τι η ίδια τους η παρουσία)

Στα γόνατά μας παιδικά χρόνια με κομμένο τον λαιμό

Περιμένουμε να βρεθούν.

 

Ή στο ποίημα «Η τελευταία δήλωση του συστήματος» :

 

Ούτε Τούρκοι ούτε Κυπραίοι ούτε Άγγλοι

Όλοι μπάσταρδοι είμαστε

(Να κοπούν οι ρίζες μας, να μείνουν μέσα)

Τόση φασαρία

Για έναν τόπο μια σταλιά

Η ειρήνη δεν βρίσκεται πάνω απ’ το νησί

Είναι από κάτω

Ελάτε, ελάτε τζ’ εσείς

Το χώμαν έν’ πολλύν δαμαί

Κάτω από το χώμα

Εκεί υπάρχει χώρος για όλους

 

Ένα από τα πιο ανατριχιαστικά του ποιήματα είναι «Η κατάρα της λεηλασίας» στο οποίο πραγματεύεται την επίσκεψη των Ελληνοκυπρίων στα σπίτια τους, μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003. Αν η ευαισθησία είναι γνώρισμα ενός ποιητή, η ενσυναίσθηση χρίζει ίσως κάποιον σημαντικό λογοτέχνη.

 

Αυτό ως επίλογος για την πένα ενός σημαντικού λογοτέχνη της Κύπρου.

 

«Λεηλατήσαμε τα καταστήματά τους

Χαλάσαμε τ’ αγάλματά τους

Λογχίσαμε τα γουρούνια τους και τα κάψαμε

μαζί με τις φωτογραφίες των παιδικών τους χρόνων.

Γεμίσαμε τα χαντάκια τους

Ισοπεδώσαμε με μπουλντόζες τους τάφους τους

και χτίσαμε απάνω τους γήπεδα ποδοσφαίρου

Κατεδαφίσαμε πλίθινους τοίχους που κουβαλούσαν τις μνήμες τους.

 

Νομίσαμε πως δεν θα επιστρέψουν ποτέ.

Και γύρισαν κρατώντας στα χέρια τους

το κλειδί της πόρτας μας…

 

……………..

 

* Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε στην Λευκωσία το 1975. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και εργάζεται ως Λειτουργός Τύπου στον Κλάδο Τουρκικών Θεμάτων του Γραφείου Τύπου και πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το βιβλίο της «Η Αϊσέ πάει διακοπές» (Πατάκης 2015) βραβεύτηκε με το Athens prize for literature.

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top