Fractal

“Η κόντρα” – Διήγημα του Αλέξη Πανσέληνου

 

Ιδρωμένος, λαχανιασμένος έφτασε και ο Αριστομένης με το ποδήλατο. Με την κόντρα ακινητοποίησε την πίσω ρόδα και γέρνοντας το σώμα έκοψε τιμόνι, γλίστρησε πάνω στο χαλίκι και έκανε τη στροφή επί τόπου μπροστά στη μικρή παρέα. Οι άλλοι προσπαθούσαν από το πρωί να το καταφέρουν.

 

hero2

 

Τα κορίτσια κοιτούσαν καθισμένα στη ρίζα της γέρικης ελιάς που άπλωνε μικρά καθίσματα στη βάση του κορμού της. Μόνο η Ελένη έστεκε όρθια, με το ένα πόδι στο έδαφος και το άλλο στο δεξί πεντάλι του ποδηλάτου της.

Ο Αριστομένης ήταν μαυριδερός, το δέρμα του πιο σκούρο από των άλλων, μαλλί σγουρό, κοντοκουρεμένο, γεροδεμένος σαν δαμάλι. Ήταν πιο ψηλός από τους συνομήλικούς του. Ο Βασίλης, ο Πέτρος και ο Αδάμ έμοιαζαν πιο μικροί, πιο άσπροι, τα μέλη τους λεπτότερα, οι φωνές τους ακόμα παιδικές. Με τη σιωπηρή ομοφωνία της μικρής αγέλης τον αναγνώριζαν για αρχηγό τους, αλλά στην ποδηλασία συναγωνίζονταν μαζί του.

Έμεναν στους γύρω δρόμους, δύο-τρία τετράγωνα ήταν όλη η γειτονιά. Μαζεύονταν για παιχνίδι γύρω από την ελιά, στην ξέφραγη γωνία του οικοπέδου με το σπίτι της Χρύσας και της Μερόπης στο βάθος. Από το διπλανό διώροφο η  Γερμανίδα που ήταν γνωστή στη γειτονιά ως “η Μαντάμ”, έβαζε τις φωνές όταν ξεμάκραινε το παιχνίδι τις ώρες του μεσημεριάτικου ύπνου ή αργά τα βράδια. Την κορόιδευαν πίσω από την πλάτη της και καμιά φορά δυνάμωναν επίτηδες τη φωνή για να την ενοχλήσουν, να προκαλέσουν την εμφάνισή της στο μπαλκόνι με τις νυχτικές της.

Άλλα δυο κορίτσια έπαιρναν μέρος στην παρέα, η Μαρία και η Μάχη, από τα φτωχόσπιτα στο τέλος της οδού Αναβρύτων, δυο στραβοχυμένα πλιθόκτιστα με τις πόρτες τους δίπλα-δίπλα, πίσω από το χοντρό πλατάνι που το πότιζε η αμπωλή. Τις έπαιζαν επειδή για το Γερμανικό χρειάζονταν περισσότερα άτομα, αλλιώτικα δεν τις πολυκαταδέχονταν τα παιδιά που παραθέριζαν εδώ γύρω. Μύριζαν περίεργα τα δυο κορίτσια, καθώς ήταν κολημένες στο δέρμα τους επάνω οι μυρωδιές της γκαζιέρας που χρησιμοποιούσαν σπίτι τους για το μαγείρεμα, ίσως και κάποιες άλλες άγνωστες. Σίγουρα το μπάνιο δεν πρέπει να ήταν καθημερινή συνήθεια. Όμως η Μαρία και η γειτονοπούλα της η Μάχη δεν έχαναν ποτέ στόχο και στο τρέξιμο δύσκολα τις έφταναν τα αγόρια. Ήταν κάπου δυο χρόνια μεγαλύτερες απ’ όλους.

 

d2

 

Από τα κορίτσια η μόνη παραθερίστρια ήταν η Ελένη. Ψηλή, λεπτή, ξανθιά, έμοιαζε ξένη, Αμερικάνα ή Εγγλέζα. Είχε φακίδες γύρω από τη μύτη, μάτια γκριζοπράσινα με βλεφαρίδες μακριές που καμπύλωναν όμορφα και ψηλα πόδια με λείο δέρμα. Τα άλλα κορίτσια ήταν μαυροτσούκαλα. Όλο και λίγο μουστάκι ξεχώριζε στο πάνω χείλι τους, τα μπράτσα και οι γάμπες τους έφερναν λίγο σαν των αγοριών. Εκείνη όμως ξεχώριζε τόσο πολύ από τις άλλες, ώστε το έντονο ψεύδισμά της στο σίγμα αντί να της το καταλογίζουν σαν ελάττωμα, πρόσθετε κι αυτό στη γοητεία της.

Τα αγόρια ήταν όλα ερωτευμένα με την Ελένη. Εκτός από τον Αριστομένη, που δεν της έδινε και πολλή σημασία. Γι’ αυτό κι αυτή μιλούσε περισσότερο με τους άλλους που ήταν Αθηναίοι, παραθεριστές όπως εκείνη, και λιγότερο με τον Αριστομένη που ήταν ντόπιος και όταν σήκωνε πάνω του το βλέμμα της, είχε πάντα ένα χαμόγελο λίγο περιγελαστικό.

“Τι γλώθθα μιλάθ;” του πέταξε καθώς εκείνος χρησιμοποίησε κάποιον ιδιωματισμό γι’ αυτό που όλοι οι άλλοι το έλεγαν τσουκνίδα – χωρίς να είναι. Ο Αριστομένης κοκκίνισε ως τα αυτιά. “Εμείς στη Λακωνία έτσι το λέμε,” έκανε μέσα από τα δόντια του.

– Μα-λάκωνας είσαι, βρε σύ ; πετάχτηκε από δίπλα ο Πέτρος, ο γιος των δικηγόρων, που σπάνια τολμούσε να μιλήσει στην Ελένη, αν και στιγμή δε σήκωνε από πάνω της τα μάτια.

Δυνατά χάχανα ακολούθησαν το αστείο, μερικοί επανέλαβαν τη λέξη “μα-λάκωνας”, αλλά το βλέμμα που τους έριξε ο Αριστομένης έκανε τα γέλια να παγώσουν.

– Ως το περίπτερο στο Κεφαλάρι ! τους προκάλεσε και περνώντας το άλλο πόδι πάνω από τη σχάρα του ποδηλάτου χτύπησε με τη σόλα του παπουτσιού του το πεντάλ.

Χωρίς να περιμένει έφυγε πρώτος και η υπόλοιπη συντροφιά τον είδε να στρίβει τη γωνία της Αναβρύτων και να χάνεται προς τα Καραμπολέικα. Ήταν αγώνας δρόμου. Τα κορίτσια ακολούθησαν με τα δικά τους ποδήλατα, εκτός απ’ τη Μαρία και τη Μάχη που δεν είχαν. Δεν συναγωνίζονταν με τ’ αγόρια αλλά τις ενδιέφερε να δουν ποιος θα νικήσει. Η Ελένη έμεινε τελευταία απ’ όλους, σα να μην την ένιαζε τόσο ο νικητής όσο η βόλτα ως το τέρμα του στοιχήματος και το σκιερό παρκάκι με την τεχνητή λίμνη και τα χρυσόψαρα.

Ο Πέτρος, χοντρός και πιο δυσκίνητος από τους άλλους, βρέθηκε στα μισά του δρόμου ανάμεσα στα ποδήλατα των κοριτσιών. Ίδρωνε και αγκομαχούσε, πονούσαν οι γάμπες του από την προσπάθεια, αλλά δεν το έβαζε κάτω – αυτός είχε προκαλέσει την κόντρα και δεν καταδεχόταν να ξεμείνει ή να γυρίσει στο σπίτι.

Το περίπτερο στην πλατεία βρισκόταν στη γωνιά δυο δρόμων και ο περιπτεράς έφερνε τις πολυπόθητες κόκα-κόλες από το αμερικάνικο Πι-εξ και γνήσια Κεντ και Παλ Μαλ χωρίς ταινία του φόρου. Όποιος είχε χαρτζιλίκι και δεν φοβόταν έλεγχο της αναπνοής σαν θα γύριζε σπίτι, αγόραζε και κέρναγε τους άλλους.

Τα ποδήλατα φάνηκαν όλα μαζί στην ανηφόρα του κεντρικού δρόμου, οι φωνές των παιδιών μακρινές χώνεψαν στις φυλλωσιές των πλατανιών, ο ήλιος χόρεψε αστράφτοντσς στιγμιαία στα χρώμια των τιμονιών.

Ο Αριστομένης τους περίμενε με χαμόγελο θριαμβευτικό μπροστα από το περίπτερο,  πάνω στο ποδήλατο, με το ένα πόδι στο έδαφος κι ένα Κεντ με φίλτρο μπηγμένο στα χείλη. Οι άλλοι όλοι φτάνοντας, έκαναν γύρους μπρος από τον νικητή, λαχανιασμένοι, μούσκεμα στον ιδρώτα. Είδαν τι έργο έπαιζε το βράδυ ο κινηματογραφος της πλατείας κι ο Αδάμ με τον Βασίλη είπαν πως μακάρι να έρχονταν το βράδυ να το δουν, οκτώ με δέκα.

Ο Πέτρος, που είχε φτάσει τελευταίος μαζί με τα κορίτσια, τώρα έστεκε κι αυτός με το ένα πόδι στο έδαφος πλάι στον Αριστομένη, λιγάκι σα να ζητούσε συγνώμη για το πείραγμά του νωρίτερα. Λέξη δεν είπε, αλλά τον κοιτούσε που κάπνιζε και αναρωτιόταν τι θα έκανε ο αρχηγός της παρέας αν του ζητούσε τσιγάρο. Τελικά δεν ζήτησε. Οι άλλοι ένας-ένας είχαν αρχίσει να φεύγουν για να επιστρέψουν στη γειτονιά τους.

– Θες ένα ; είπε τότε ο Αριστομένης στην Ελένη, που δεν τους είχε ακόμα ακολουθήσει.

Τον κοίταξε για λίγο αμίλητη. Έπειτα χαμογέλασε ελαφρά και τα μάτια της έκαναν μικρές, χρυσαφιές ζάρες στις γωνίες,.

– Το βράδυ, του αποκρίθηκε. Θτο θινεμά.

Για μια στιγμή ο Αριστομένης έμεινε βουβός. Έπειτα, σκύβοντας το κεφάλι προς το μέρος της, είπε : “Ναι, εντάξει. Το βράδυ…”

Ο Πέτρος έσπρωξε με το πόδι το πεντάλι κι ανέβασε και το άλλο από την άσφαλτο δοκιμάζοντας να κάνει ισορροπία ακίνητος.

– Τα γουέστερν είναι για μικρά παιδιά, σχολίασε.

Το ποδήλατο της Ελένης είχε κιόλας απομακρυνθεί προς τον κατήφορο της δημοσιάς.

– Και ποιος θα βλέπει το έργο, είπε ο Αριστομένης και με μια σπρωξιά κύλησε κι αυτός πίσω της.

–  Μα-λάκωνας! σφύριξε πίσω του ο Πέτρος όταν σιγουρεύτηκε πως ο αρχηγός βρισκόταν σε ασφαλή απόσταση και δεν θα άκουγε.

 

 

a_pansΟ Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και δικηγόρησε ως το 1997. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1982 με τα διηγήματα «Ιστορίες με σκύλους». Ακολουθούν η βραβευμένη με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος «Μεγάλη Πομπή» (1985), τα μυθιστορήματα «Βραδιές μπαλέτου» (1991), «Ο Κουτσός Άγγελος» (2007), «Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια» (1996, επανέκδοση από το Μεταίχμιο το 2011) και ένας τόμος με δοκίμια «Δοκιμαστικές πτήσεις» το 1999. Επίσης, η συλλογή διηγημάτων «Τέσσερις ελληνικοί φόνοι» (2004), μεταφράσεις ξένης λογοτεχνίας όπως «Ο Βλακοχορτοφάγος» του John Barth (1999) και το αυτοβιογραφικό «Μια λέξη χίλιες εικόνες» (2004). Το μυθιστόρημά του «Σκοτεινές επιγραφές» (Μεταίχμιο 2011) τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικό Διαβάζω 2012. Το πρόσφατο μυθιστόρημά του είναι «Η κρυφή πόρτα».

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Οι ήρωες του Καλοκαιριού»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top