Fractal

Μεταξύ ομαλότητας και κρίσης, η ανορθολογικότητα

του Κωνσταντίνου Τσουκαλά //

 

Πηγή: efsyn.gr

 

vouli_47

 

Αναζητώντας τα αίτια της αποτυχίας των πολιτικών θεσμών και τον βαθμό συνυπευθυνότητας του Συντάγματος ακόμη και στο μέγεθος της οικονομικής κρίσης, ο Ξενοφών Κοντιάδης στο τελευταίο του βιβλίο «Το ανορθολογικό μας Σύνταγμα» σταθμίζει τη σχέση δικαίου και πολιτικής, πολιτικής ελευθερίας και σχετικής αυτονομίας του νομικού κανόνα.

Το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται είναι αν επετεύχθη η μεταπολιτευτική περίοδος δημοκρατικής σταθερότητας χάρη στο Σύνταγμα ή ενέσκηψε η αποτυχία των πολιτικών θεσμών σε καιρό κρίσης λόγω (και) του Συντάγματος.

Με άλλα λόγια, αν μπορεί κανείς να μιλήσει για «υπεύθυνους», ερωτάται αν έφταιξαν οι πολιτικοί παίκτες ή το συνταγματικό κείμενο.

Και κατ’ επέκταση ερωτάται αν ένα Σύνταγμα είναι σε οποιαδήποτε περίσταση σε θέση να καθοδηγήσει κρατικά όργανα και πολιτικά υποκείμενα σε επιθυμητές θεσμικές συμπεριφορές που θα εξυπηρετούν την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος.

Ο Κοντιάδης στην αναζήτησή του αυτή επιστρατεύει τη βεμπεριανή τυπική ορθολογικότητα (επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού με τα πρόσφορα μέσα) αλλά και τη συνταγματική μηχανική (constitutional engineering) του Σαρτόρι ως υλικά για την κατασκευή όχι ενός ιδανικού, αλλά ενός ορθολογικού Συντάγματος με υψηλό εγγυητικό ρόλο.

Ενός Συντάγματος που θα προλαμβάνει τη διάρρηξη της σχέσης μεταξύ σκοπών και μέσων -όπως χαράχτηκε από τον συντακτικό νομοθέτη- δίχως ταυτόχρονα να ματαιώνει την αλληλεπίδραση θεσμικών και πολιτικών παικτών με το συνταγματικό δέον.

Στο πλαίσιο αυτό προσεγγίζεται η διάδραση μεταξύ συνταγματικών και πολιτικών θεσμών μέσα από τη συνταγματική ρύθμιση της οργάνωσης των εξουσιών.

Και αυτό επιτελείται μέσα από τη σταχυολόγηση παραδειγμάτων που ανέδειξαν συνταγματικές αστοχίες, ερμηνευτικές ασάφειες και κατασκευαστικά σφάλματα: τέτοια είναι η δυσκολία επίτευξης της απαιτούμενης συναίνεσης για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και η παρεπόμενη πρόωρη διάλυση της Βουλής, η περίπλοκη διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος με την υποχρεωτική μεσολάβηση εκλογικής διαδικασίας, η στρεβλή νομοπαραγωγική διαδικασία (ετερόκλητες διατάξεις, καταχρηστική προσφυγή στην κατεπείγουσα διαδικασία), η προσχηματική επίκληση εθνικού θέματος για την ανανέωση της λαϊκής εντολής κ.ά.

Αυτές τις εγγενείς αδυναμίες τείνουν να εκμεταλλεύονται οι παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού για την εκπλήρωση των δικών τους στοχεύσεων.

Και είναι αυτές ακριβώς οι εξωσυνταγματικές, πολιτικές μεταβλητές που δεν εκτιμήθηκαν ex ante από τον συντακτικό νομοθέτη, με αποτέλεσμα όχι μόνο να αναδειχθούν εσωτερικές αντινομίες αλλά τελικά να διεμβολιστεί η ίδια η συνταγματική μηχανική.

Το συνταγματικό πλαίσιο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος μπορεί να ενσωμάτωσε, μετά την αναθεώρηση το 2001, περισσότερο συναινετικά χαρακτηριστικά, η πολιτική τάξη όμως απέτυχε να τα αφομοιώσει, εμμένουσα στην πολιτική κουλτούρα ενός συγκρουσιακού μοντέλου.

Η προβληματική που αναπτύσσει ο Κοντιάδης δεν επιχειρεί να εγκιβωτίσει τη λειτουργία των πολιτικών θεσμών σε μια εκτός πολιτικής πραγματικότητας συνταγματική κατασκευή ούτε να διχάσει στο δίπολο «καλό Σύνταγμα – κακή πολιτική».

Είναι, εξάλλου, σαφές για τον συγγραφέα ότι δεν ήταν η ποιότητα των συνταγματικών θεσμών που απέτρεψε από το 1974 και μετά τις μείζονες συνταγματικές κρίσεις, αλλά η πρακτική των ερμηνευτών του.

Προκειμένου λοιπόν να μπορεί να θωρακιστεί ο κανόνας δικαίου από συγκρουσιακές ερμηνείες και αυθαιρεσίες, εξυπακούεται ως προϋπόθεση η επίτευξη μιας αναγκαίας ορθολογικότητας.

Και εάν ο σκοπός του Συντάγματος είναι ακριβώς να διασφαλίσει τη λειτουργία των πολιτικών θεσμών, θα πρέπει την ίδια στιγμή να είναι σε θέση να εξασφαλίσει ότι αυτός ο μοναδικός του σκοπός δεν θα ταυτιστεί με συγκυριακούς, επιμέρους σκοπούς (πολιτικούς, οικονομικούς, κομματικούς).

Θα πρέπει τελικά να λειτουργεί ως ένα Σύνταγμα με πολιτική διάσταση, αλλά χωρίς πολιτικές διαστάσεις.

 

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top