Fractal

✔ Προδημοσίευση: «Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος» – Έμμετρη διασκευή του ομώνυμου θεατρικού έργου του Νίκου Καζαντζάκη

Από τον Κωνσταντίνο Μούσσα // *

 

 

 […]Σκέπεις ακόμα ψηλάθε την Πόλη σαν αϊτός  δικέφαλος και την κρατάς σαν αμνάδα στα νύχια σου και δε θες να σου ξεφύγει. Κάτου απ’ το μαρμαρωμένο προσκεφάλι, με τα κεντημένα σύμβολα της Αυτοκρατορίας, κείτουνται λαμπερά, έτοιμα πάντα, τα κλειδιά της Αγια – Σοφιάς, και θα σηκωθείς μια μέρα, σα θελήσεις εσύ, ω Δεσπότη των Ρωμαίων, να πας να λειτουργήσεις [1].                                                                                                                                                                                                                                                       

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν αποτελεί ένα απλό ιστορικό πρόσωπο που ο Νίκος Καζαντζάκης επιλέγει ως κεντρικό ήρωα της ομώνυμης θεατρικής τραγωδίας.

Είναι στο ιστορικό αυτό πρόσωπο που μετουσιώνονται όλες οι βαθύτερες έννοιες που χαρακτηρίζουν τα μεγάλα ιδεώδη του έθνους.

Στον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου, στον πρώτο των Ελλήνων, ο Νίκος Καζαντζάκης συναντά την αδούλωτη ψυχή, το ανίκητο πνεύμα, τον ελεύθερο άνθρωπο.

 

[…]Ποιός μπορεί ν’ αντισταθεί στη φωνή σου; Άρατε πύλας! Και τα χρυσά μωσαϊκά θα τινάξουν απάνουθέ τους σκιρτώντας το ασβέστινο σάβανο και θα βροντήσει ο θριαμβικός παιάνας της Στρατηγίνας: Τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια… και τα κρουσταλλένια πολυκάντηλα μονομιάς θ’ ανάψουν, και θα σταθεί πάλι στον άμβωνα, σοζυγιάζοντας τα δυο φτερά, το αγριοπερίστερο. Ω Ακρίτα, σαλεύεις τη χρυσή πατερίτσα σου σαν απελατίκι, κι οι στρατιές των ουρανών- Άγγελοι, Αρχάγγελοι, Θρόνοι, Εξουσίες, Δυνάμες, Κυριότητες, Χερουβείμ και Σεραφείμ – γύρα σου, Αρχηγέ, καρτερούν το Σύνθημα.[2]

 

Στον Παλαιολόγο συναντά το νεότερο Λεωνίδα, ενώ η Πόλη, η Βασιλεύουσα, η Πόλη των πόλεων, θα γίνει για τον Καζαντζάκη το αντίστοιχο των νέων Θερμοπυλών στα στενά του Βοσπόρου, αιώνες μετά το θρυλικό έπος του Λακεδαιμόνα Βασιλιά.

Ο μεγάλος Κρητικός συγγραφέας έγραψε το έργο το 1944 στην Αίγινα, ενώ το 1951 στην Ιταλία του έδωσε την τελική του μορφή, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Ο Μανώλης Καλομοίρης που μελοποίησε την τραγωδία, το χαρακτήρισε «εθνικό μεγαλούργημα των Ελλήνων» . Ο Καζαντζάκης ζητά στη δημιουργία του αυτή να «αναστήσει» λογοτεχνικά τον συνδετικό κρίκο μεταξύ

της μοναδικής κλασσικής αρχαιότητας και της μάλλον υποτιμημένης, λεγόμενης «Βυζαντινής περιόδου», της νέας δηλαδή Ρωμαϊκής  Ανατολικής Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως  με τη σύγχρονη ιστορία της  Ελλάδος.

 

 

2.

Η μεταγραφή τώρα της τραγωδίας του Καζαντζάκη, διατηρώντας ωστόσο τα κύρια γλωσσολογικά και υφολογικά χαρακτηριστικά του πρωτότυπου, ήταν μια τολμηρή και επίπονη προσπάθεια ετών, που ξεκίνησε το 2002 και ολοκληρώθηκε το 2008, ενώ ξαναγράφτηκε από την αρχή την διετία 2015-2017 στην τελική της μορφή.

Έτσι προέκυψε ένα εντελώς καινούργιο έργο. Η πλοκή καθώς και η εξέλιξη των επιμέρους θεατρικών πράξεων διατηρούνται ακέραια, όμως το μέτρο και η ομοιοκαταληξία, εντείνουν ακόμη περισσότερο τον επικό χαρακτήρα της τραγωδίας και δημιουργούν ένα ενιαίο σύνθετο, επικό ποίημα που αφενός επιχειρεί να υπηρετήσει την υψηλή τέχνη της μετρικής και αφετέρου φιλοδοξεί να εκφράσει- παρά του ότι περιγράφει την τελευταία μέρα πριν την άλωση της Βασιλεύουσας- εντελώς σύγχρονες ιδέες, τις προαιώνιες αξίες της ελευθερίας, του αγώνα μέχρις εσχάτων, των ανυπέρβλητων ιδανικών που οδήγησαν το έθνος  στο διάβα του χρόνου και αποτέλεσαν σωτήριο φάρο εν μέσω ταραγμένων ιστορικών περιόδων.

 

[…] Θυμούμαι το μεσημέρι που στάθηκα κάτω από μιαν ανθισμένη ροδοδάφνη του Ευρώτα, ανάμεσα Σπάρτη και Μυστρά, ένιωσα τη φοβερή προαιώνια πάλη καρδιάς και νου.

Ακράτητη η καρδιά χίμηξε ν’ αναστήσει το χλωμό θανατογραμμένο κορμί του Βυζαντινού μας αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου  του Παλαιολόγου. Να ξαναγυρίσει πίσω τον τροχό του καιρού, στις 6 του Γενάρη του 1449, που εδώ απάνω στο Μυστρά ο Κωνσταντίνος δέχτηκε την αιματοβαμμένη λιγόζωη κορόνα της Πόλης[3].

 

Η υπόθεση εξελίσσεται σε τέσσερις πράξεις. Με τρόπο αριστουργηματικό παρουσιάζεται η αγωνία του Παλαιολόγου να διατηρήσει τις εύθραυστες ισορροπίες  ανάμεσα σε λαό και άρχοντες, σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, στους γενναίους και σε εκείνους που είχαν ήδη παραδοθεί, στο ιερό καθήκον και την μάταιη ελπίδα για διαφυγή, στο φως της ελευθερίας και το σκοτάδι της υποταγής. Ο Κωνσταντίνος προσπαθεί να διασώσει ό,τι απέμεινε από το μεγαλείο μιας ολόκληρης εποχής, από την δόξα μιας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, της τελευταίας των Ελλήνων. Ο λαός της Πόλης τον κατηγορεί για τα επερχόμενα δεινά, η εκκλησία τον εχθρεύεται, οι σύμμαχοι τον απαρνιόνται. Απορρίπτει το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει την Πόλη και να καταφύγει είτε στη Δύση, είτε σε κάποια κτίση που θα του παραχωρούσε ο εχθρός.  Και μένει μόνος. Εκείνος και η  αδούλωτη ψυχή της Ελλάδας. Μαζί με λίγους πιστούς συντρόφους, θα δώσει την τελική μάχη για την Αθανασία και θα πέσει στα Τείχη της Πόλης των Πόλεων .                                                                                                                       Το δράμα κορυφώνεται τη στιγμή που  έντρομος ο λαός της Πόλης καταφεύγει θρηνώντας στην Αγιά Σοφιά όπου και πληροφορείται το θάνατο του Αυτοκράτορα καθώς και το θαύμα του ενταφιασμού του στα θεμέλια του ναού, εκεί που πλέον θα κείτεται όχι νεκρός αλλά μαρμαρωμένος. Η αυλαία πέφτει.

 

[…] Σιγά σιγά, και με αναγάλλιαση, βούλιαζα στο μελάνι. Μεγάλοι ίσκιοι στριγμώνουνταν γύρα από το λάκκο της καρδιάς μου και ζητούσαν να πιουν αίμα ζεστό να ζωντανέψουν- ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, ο Προμηθέας. Μεγάλες βασανισμένες ψυχές που πολύ πόνεσαν στη ζωή τους κι αγάπησαν κι αντιστάθηκαν με αυθάδεια στο Θεό και στη Μοίρα[4].

 

Σ’ αυτούς τους καιρούς της πνευματικής άλωσης και κατοχής, της πνιγηρής σκόνης από την  επέλαση των οπαδών της παγκοσμιοποίησης, των καθημαγμένων  και υπόδουλων ψυχών από την οικονομική κρίση, σήμερα που όπως και τότε, περιφερόμαστε από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα της Δύσης, ως ανήμποροι επαίτες και εκλιπαρώντας για μερικά αργύρια παραδίδοντας κυριαρχία και δημόσιο πλούτο, προδίδοντας εθνική συνείδηση και παράδοση, σήμερα ο τελευταίος Αυτοκράτορας, ο Δραγάσης Παλαιολόγος, βαστώντας την βασιλική ρομφαία, στέκει όρθιος, απτόητος κι αληθινός, καρτερώντας κι ελπίζοντας να μας οδηγήσει και πάλι σε νικηφόρους αγώνες, σε μάχες σπουδαίες έναντι του προαιώνιου εχθρού, της σκοταδιστικής βαρβαρότητας, μιας ωφελιμιστικής σύγχρονης θεώρησης του πολιτισμού, της κοινωνίας του κέρδους, της απόλυτης κυριαρχίας της οικονομίας που δημιουργεί και γεννά τον χωμάτινο, τον πεπερασμένο άνθρωπο.

 

[…]Κι εσύ σιωπάς κι ανεσαίνεις, μαχόμενος μέσα στο πέτρινο κουκούλι της μεταθανάτιας μεταμόρφωσης – κι ως ανεσαίνεις, τρίζουν και σπούν τα σύνορα της Ελλάδας, γιατί ‘σαι εσύ το Γένος, κάτι πιο πλατύ και πιο βαθύ από τη φτενήν Ελλάδα, το Γένος μας το ανατολίτικο, το πλούσιο, ταραγμένο και πολύσπορο, το γιομάτο ανθρώπους, θεούς και τέρατα, το ακατάλυτο Γένος της Ρωμιοσύνης![5]

 

Το έργο αυτό αποτελεί μοναδικό προσκλητήριο αγωνιστών σε μια κοινή νέα Μακεδονική φάλαγγα, σε έναν σύγχρονο Ιερό Λόχο του ελεύθερου πνεύματος.

Μαραθώνας, Σαλαμίνα, Θερμοπύλες, Μοριάς, Ρούμελη, Κρήτη. Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Θεσσαλονίκη και Θράκη. Και πιο μετά Άγιοι Σαράντα, Βόρεια  Ήπειρος, Πίνδος ως τις μέρες μας, Κύπρος, Αιγαίο, Ίμια.

 

Ο σκοπός του υπερβαίνει το απλό λογοτεχνικό δημιούργημα.  Είναι μια προσπάθεια εσωτερικής ενατένισης στα άφθαρτα προγονικά ιδεώδη, στους συμβολισμούς και τα σύμβολα μιας εποχής που πολλοί θα ήθελαν να είχαμε θάψει για πάντα στη λήθη, θανατώνοντας -κι αυτή την φορά οριστικά- τον Ακρίτα της ελευθερίας, Παλαιολόγο.  Όμως όπως σχεδόν στο σύνολο του τεράστιου συγγραφικού έργου του Νίκου Καζαντζάκη, ο Κωνσταντίνος επανέρχεται και στοιχειώνει σελίδες και νοήματα (από το Συμπόσιον, την Αναφορά στον Γκρέκο και τον Καπετάν Μιχάλη ως  στο Χριστός  Ξανασταυρώνεται) έτσι, έρχεται και ξανάρχεται κυρίαρχος και αρχηγέτης δείχνοντας υπομονετικά το δύσκολο, αλλά και μοναδικό δρόμο προς την δόξα και την αθανασία. Νικά το Θάνατο ο Παλαιολόγος κάθε φορά που κάποιος συντετριμμένος  χαμηλώνει το βλέμμα μην μπορώντας να αντέξει στην αποτρόπαια θέα των μιναρέδων που ζώνουν την Αγιά Σοφιά.

 

4.

[…] Εδώ, είπε κι η φωνή του τώρα έτρεμε, εδώ θα χτίσουμε, αδέρφια, την Πόρτα του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου! Από δω μια μέρα, παιδιά μου, σίγουρα, θα μπει, μουσκεμένος στον ιδρώτα, ο πεζοπόρος και θα φωνάξει: « Αδέρφια, πήραμε την Πόλη!»[6]

 

Πώς μπορούμε αλήθεια να μην ανταποκριθούμε σε τούτο το κάλεσμα; Πώς θα μείνουμε απαθείς κι ασυγκίνητοι σε τούτη την διαρκή και άδικη θυσία τόσων αιώνων θεωρώντας την στείρο εθνικισμό; Δεν είναι μόνον το αίμα του Κωνσταντίνου που στις φλέβες μας ρέει, το ζωντανό, αλλά και όλων εκείνων που έπεσαν στα ιερά πεδία της δόξας. Είναι η δική τους φωνή που μας καλεί, να σηκωθούμε και πάλι όρθιοι, με υπερηφάνεια κι αξιοπρέπεια, όπως αρμόζει σε μας που αξιωθήκαμε μια τέτοια πατρίδα.

Από τον Μαραθώνα, την Σαλαμίνα, της Θερμοπύλες και την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ως το ένδοξο έπος του 1940 με την πρωτοφανή και ανέλπιστη εκείνη εποποιία των ολίγων έναντι του πανίσχυρου ναζιστικού άξονα, η Ιδέα της αδούλωτης ψυχής μεταφέρεται με ένα θαυμαστό και ακατάλυτο κώδικα από γενιά σε γενιά. Άλλοτε μέσα από τις Ομηρικές ραψωδίες και τις μοναδικές  αρχαίες ελληνικές τραγωδίες κι άλλοτε μέσα από το δημοτικό τραγούδι, και την προφορική παράδοση, κυριάρχησε στον λόγο του Σολωμού, του Κάλβου, του Παπαδιαμάντη, του Παλαμά, αλλά και του Καβάφη, του Σικελιανού, του Καρυωτάκη, του Σεφέρη, του Ελύτη.

Είναι χρέος μου προσωπικό, αλλά νομίζω και κάθε σύγχρονου μελετητή, λογοτέχνη και αναγνώστη, η αναφορά και η ανάδειξη στις μέρες μας του θρυλικού αυτοκράτορα, του τελευταίου Έλληνα των Ελλήνων.

Ας σταθούμε στις επάλξεις της μοιραίας Πύλης του Ρωμανού, στην αυτοκρατορική βίγλα, κάτω από το λάβαρο του Βυζαντινού Ρήγα, του αλύγιστου στα στίφη των βαρβάρων, εκεί με τον πολέμαρχο και αρχιστράτηγο των ελευθέρων, δίπλα στον ανίκητο και ζωντανό Δεσπότη της Βασιλεύουσας που ακόμη περιμένει.

Αυτό επιβάλει το ιερό καθήκον, το υπέρτατο χρέος έναντι της ιστορία και του Γένους.

 

[…]Για αυτό σας μιλώ και σας παρακαλώ να σταθείτε με ανδρεία και γενναία ψυχή, όπως κάνατε πάντα ως τώρα, ενάντια στους εχθρούς της πίστης μας. Σας παραδίδω λοιπόν την εκλαμπρότατη και περίφημη αυτή πόλη και πατρίδα μας και βασιλεύουσα των πόλεων.[7]

Κωνσταντίνος ο εν Χριστώ τω Θεώ πιστός Βασιλεύς 

και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Παλαιολόγος       

Φεβρουαρίου 1405 – 29 Μαΐου1453

 

[H εισαγωγική ανάλυση του Κωνσταντίνου Μούσσα για την έμμετρη διασκευή της θεατρικής τραγωδίας του Νίκου Καζαντζάκη «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος»  που θα συνοδεύει την έκδοση του ομώνυμου έργου του η οποία θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα, από τις εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ. Το έργο αυτό βραβεύτηκε το 2014 στον Θεατρικό Διαγωνισμό του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός. (Το κείμενο συνοδεύεται και από σχόλια του Σ.Ι. Καργάκου καθ. φιλολογίας και του προέδρου της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη κου Γιώργου Στασινάκη)]

 

Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος. (του Κωνσταντίνου Μούσσα)

Έμμετρη διασκευή, βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Νίκου Καζαντζάκη.

«Πρόκειται για μια σπάνια εργασία, γραμμένη με προσοχή, σε εξαιρετική γλώσσα και πιστή στο ύφος του μεγάλου Κρητικού.

Ένα ακόμη έργο του Κωνσταντίνου Μούσσα, που σου κινεί το ενδιαφέρον και που το διαβάζεις, χωρίς κόπο μέχρι την τελευταία σελίδα.

Έχουμε πραγματικά ανάγκη από τέτοιες σπουδαίες μελέτες.

Γρήγορα πρέπει να δούμε το βιβλίο αυτό και στο θέατρο».

 

Γιώργος Στασινάκης

Πρεσβευτής του Ελληνισμού

Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη.

 

«Κάτου απ’ το μαρμαρωμένο προσκεφάλι, με τα κεντημένα σύμβολα της Αυτοκρατορίας

κείτουνται λαμπερά, έτοιμα πάντα, τα κλειδιά της Αγιά-Σοφιάς, και θα σηκωθείς μια μέρα, σα θελήσεις εσύ, ω Δεσπότη των Ρωμαίων, να πας να λειτουργήσεις».

Νίκος Καζαντζάκης, Συμπόσιον (σελ.22-23)

 

[…]O Κωνσταντίνος έπεσε, όπως λέει ο «θρήνος» του, επάνω στο σπαθί του. Είναι ο μόνος αυτοκράτορας που σκοτώθηκε σε μάχη και ο λαός μας ήθελε και θέλει τους ηγέτες του μαχητές και όχι ψοφοδεείς υποτακτικούς των εκάστοτε ισχυρών. Για να υψωθούμε κάπως ψηλότερα, πού λέει ὁ ποιητής, πρέπει να αρχίσουμε να  νοσταλγούμε τις όρθιες ψυχές.

 

Διάβασα τον «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο» και  -επί τέλους- χάρηκα ένα στρωτό έμμετρο λόγο με έντονη επιρροή της Κρήτης[…]  26/7/2017

Σαράντος Ι. Καργάκος

Καθηγητής Φιλολογίας , Ιστορικός

 

 

_________________________________________

[1] Νίκος Καζαντζάκης. Συμπόσιον, σελ. 22

[2] Νίκος Καζαντζάκης. Συμπόσιον, σελ. 23

[3] Νίκος Καζαντζάκης. Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 174

[4] Νίκος Καζαντζάκης. Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 447

[5]Νίκος Καζαντζάκης. Συμπόσιον, σελ.23

[6] Νίκος Καζαντζάκης. Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, σελ.94

[7] Απόσπασμα από την τελευταία ομιλία του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου.

 

 

* Ο ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής Κωνσταντίνος Μούσσας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1973. Σπούδασε ιατρική και είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά και της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Έχει εκδώσει τις συλλογές: Σημεία στίξης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, και Ιωλκός, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2015, Αγνώστου πατρός, Δωδώνη, Αθήνα 2015, η οποία προτάθηκε για το βραβείο Γ. Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών το 2015, ενώ το θεατρικό του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τιμήθηκε από τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό με τον Α΄ έπαινο. Πρόσφατα, η συμμετοχή του στον Διεθνή Διαγωνισμό Λογοτεχνίας του Ομίλου για την Unesco, Τέχνης-Λόγου και Επιστημών, στην κατηγορία Ποίηση, τιμήθηκε με το Γ΄ Βραβείο, ενώ διακρίθηκε και από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, στην κατηγορία Δοκίμιο για το έτος 2015. Το παρόν έτος (2016) μας χάρισε σε δίγλωσση έκδοση της Δωδώνης, την εξαίρετη μετάφραση της συλλογής Ορίζοντες του Marcello Vitale σύγχρονου, σπουδαίου ποιητή της Καλαβρίας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top