Fractal

✔ Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: «Κανείς δεν βλέπει την μύτη του. Ούτε οι ήρωες του Τσέχωφ, ούτε εμείς.»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

Βρεθήκαμε στο Θέατρο Αθηνών λίγο πριν από την παράσταση. «Ο Φάρος» του Μακφέρσον είναι μια από τις τρεις παραστάσεις τις οποίες σκηνοθετεί, ο «Βυσσινόκηπος» του Τσέχωφ και «Ο φεγγίτης» του Ντέιβιντ Χέαρ, φέρουν επίσης, την δική του υπογραφή, την επόμενη μέρα βραβεύτηκε για την στάση του, γενικά, στη ζωή και στη σκηνή, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έχει ένα όραμα, θέλει κάτι να μας πει και θα το δούμε πρωτίστως στη σκηνή, σε λίγη ώρα θα είναι ένας αλκοολικός ιρλανδός τυφλός και καταφέρνει μαζί με άλλους τρεις σκοτεινούς τύπους καλοκουρδισμένους απ’ αυτόν να μας δείξει τόσο Φως…

 

 

-Κύριε Μαρκουλάκη, «Ο Φάρος» του Κόνορ Μακφέρσον κατά πόσο συνάδει με την εποχή;

Παίρνει αφορμή από την εποχή. Δηλαδή, όλη η δράση εκτυλίσσεται το βράδυ μιας παραμονής Χριστουγέννων, αλλά κατά βάση έχει σχέση με την ανθρώπινη περιπέτεια, με την ανθρώπινη φύση. Είναι τέσσερις αξιαγάπητοι αλητήριοι οι οποίοι αποφασίζουν να περάσουν την παραμονή Χριστουγέννων με ποτό και με χαρτοπαιξία, αποτυχημένοι σε όλους τους τομείς της ζωής εκτός από τη σχέσης τους και την αγάπη μεταξύ τους και κατά τη διάρκεια εκείνης της βραδιάς, ένας πέμπτος χαρακτήρας, ένα πέμπτο πρόσωπο άγνωστο, τους επισκέπτεται και οδηγεί αυτό το παιχνίδι κι αυτή τη βραδιά σε κάποιους δρόμους πολύ σκοτεινούς για κάποιους από τους ήρωες και ολοκληρώνεται το έργο με έναν τρόπο κατ’ εμέ πολύ σκοτεινό και πολύ φωτεινό ενώ χαράζει πια η μέρα των Χριστουγέννων. Θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω αταξινόμητο έργο με την έννοια ότι ανήκει σε πολλές κατηγορίες ταυτόχρονα. Στην αρχή σε μπερδεύει ότι είναι ηθογραφία ή ότι είναι μαύρη κωμωδία, και το κάνει εντελώς εκ προθέσεως, με τελικό σκοπό να σε πιάσει προ εκπλήξεως και να καταλάβεις στο τέλος ότι αυτό που παρακολούθησες δεν ήταν ούτε ηθογραφία, ούτε μαύρη κωμωδία αλλά ήταν μια παραβολή. Ήταν ένα παραμύθι Χριστουγεννιάτικο με ένα μήνυμα πολύ ειλικρινές, διαυγές και κατά τη γνώμη μου χρειαζούμενο της εποχής μας, ότι όλοι οι άνθρωποι χρειαζόμαστε και μια δεύτερη ευκαιρία.

 

 

-Να αναφερθούμε στο σκεπτικό της επιλογής; Σας απασχόλησε στο έργο: ο τίτλος, η αλληγορία, η λαχτάρα του άπιστου για πίστη, η δεύτερη ευκαιρία στη ζωή…

Για μένα η επιλογή των έργων είναι ίσως το πιο δύσκολο κομμάτι, με την έννοια ότι αισθανόμενος ότι μου έχει δοθεί ένα βήμα, δηλαδή μια δυνατότητα να μιλήσω, δεν φτάνει να προτείνω πράγματα για λόγους αισθητικούς, μ’ ενδιαφέρει να προτείνω και τρόπο να βλέπει κανείς τα πράγματα. Θεωρώ το θέατρο κατ’ εξοχήν ρητορική τέχνη η οποία χρησιμοποιεί την αισθητική. Αυτό μερικές φορές το ξεχνάμε.

 

-Και σας ανήκει εξολοκλήρου αυτή η επιλογή: μετάφραση, σκηνοθεσία, υποκριτική… Εντέλει, είμαστε οι επιλογές μας;

Προσπαθώ αυτό που κάνω να με αφορά πολύ, δηλαδή να με αφορά προσωπικά. Και μάλιστα εδώ στο θέατρο Αθηνών αλλά και στις επιλογές που έχω κάνει στα υπόλοιπα θέατρα, η προσπάθεια είναι να ανεβαίνουν έργα τα οποία έχουν ένα περιεχόμενο κι ένα βάθος, που θα μπορούσε κάποιος να τα χαρακτηρίσει με όρους εμπορικούς έργα μάλλον δύσκολα για το κέντρο. Αλλά πιστεύω ότι το κοινό έχει αλλάξει. Και το βλέπω και σε άλλους τομείς της ζωής ότι το κοινό στο οποίο απευθυνόμαστε συχνά είναι λίγο πιο προχωρημένο απ’ όσο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι, ή τέλος πάντων νομίζω ότι οφείλουμε να το προχωράμε προς ένα δρόμο που πιστεύουμε ότι έχει κάτι να πει. Ναι, έχω εντελώς την ευθύνη, και κυρίως μ’ ανήκει η επιλογή.  Θα μπορούσα εν πολλοίς να πω ναι, είμαστε οι επιλογές μας.

 

-«Πουπουλένιος», «Θεός της σφαγής», «Φάρος», τι πρέπει να έχει ένα θεατρικό έργο για να γίνει έργο σας, κύριε Μαρκουλάκη;

Τα έργα τα οποία σκηνοθετώ και τα έργα στα οποία παίζω και σκηνοθετώ έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, θεωρώ δηλαδή ότι πρέπει να σημαίνουν κάτι, θεωρώ ότι μπορούν να προχωρήσουν τη δική μου σκέψη και ευελπιστώ και την σκέψη του κοινού μου ένα βήμα παραπέρα, θεωρώ ότι πρέπει να ακολουθούν τη ρήση που ισχυρίζεται ότι ένα έργο πρέπει να γράφεται δύσκολα και να διαβάζεται εύκολα. Το θέατρο ανήκει από κατασκευή του μάλλον στις λαϊκές τέχνες. Και το θέατρο του Σαίξπηρ και το θέατρο των αρχαίων τραγικών είναι θέατρο για το πλατύ κοινό. Η ενδιαφέρουσα λειτουργία τους είναι ότι ενώ μπορούν να αγγίξουν σε ένα επίπεδο πλοκής, σε ένα επίπεδο ιστορίας, σ’ ένα επίπεδο κατασκευής την πλατειά μάζα, καταφέρνουν και έχουν πολύ βαθύ περιεχόμενο, υψηλή ποίηση και μπορούν κι επικοινωνούν διαμέσου των αιώνων. Αλλά σαν αρχική δυνατότητα, όμως, μπορούν να επικοινωνήσουν.

 

 

-Δεύτερη χρονιά με μεγάλη επιτυχία, παρ’ ότι μας βάζετε δύσκολα, μας ρίχνετε στα βαθιά, πιστεύετε γιατί;

Είναι, ξέρετε, όλα αυτά μια επικοινωνία μη ορθολογική. Εγώ για παράδειγμα δεν είμαι ένθεος, δεν πιστεύω στο παρεμβατικό θεό, αντιλαμβάνομαι βεβαίως την αξία και την χρησιμότητα της πίστης ως συνεκτικού ιστού μιας κοινωνίας και την αντιλαμβάνομαι επίσης και ως μνήμη συλλογική, παρ’ όλα αυτά είμαι άνθρωπος που πιστεύει στον ορθολογισμό, πιστεύει στις αρχές του διαφωτισμού, εντούτοις το έργο αυτό έχει να κάνει με την πίστη. Γιατί λοιπόν ένας άνθρωπος σαν κι εμένα επιλέγει ένα έργο σαν κι αυτό; Μένει ν’ απαντηθεί.

 

-Πόσο σημαντική είναι για κάθε παράσταση η διανομή; Με άλλη διανομή θα ήταν ένα άλλο έργο; Μια άλλη παράσταση;

Έλεγε ο Διαγόρας Χρονόπουλος ότι το καστ είναι το 60% μιας σκηνοθεσίας. Στην πραγματικότητα χρειάζονται και άλλα πράγματα, όπως το να συλλάβεις έναν κόσμο, να έχεις ένα όραμα. Χρειάζεται μια σειρά από δεξιότητες για να μπορέσει μια παράσταση να φτάσει απ’ το χαρτί στο κοινό, παρ’ όλα αυτά το σωστό καστ μπορεί να απογειώσει μια παράσταση και το λάθος καστ, ό,τι ιδέες και να έχεις, ό,τι κόσμο και να φτιάξεις, ό,τι τερτίπια και να βρεις, μπορεί να την καταστρέψει.

 

-Μαύρη κωμωδία, αστυνομικό, θρίλερ, είναι τα είδη που εκφράζουν, αντικατοπτρίζουν την εποχή;

Αυτά είναι σημεία πολύ χαρακτηριστικά της εποχής αλλά νομίζω ότι υπάρχει κάτι που το κοινό στην αρχή δυσκολευόταν με τον Φάρο, υπάρχει μια συνεχής ανάγκη μας για πλοκή. Και υπάρχει ένας εκτοπισμός των σχέσεων. Το να μπορέσεις να μείνεις στη σχέση, να μπορέσεις να οδηγηθείς στις πηγές των ηρώων και να μπορέσεις να οδηγηθείς μέσα απ’ το αίσθημά σου σε ένα νοητικό συμπέρασμα την επόμενη μέρα, είναι μια λειτουργία την οποία θεωρώ ιδανική και αυτήν αποζητώ. Αυτήν αποζητώ σαν θεατής, αυτήν αποζητώ και σαν δημιουργός όταν φτιάχνω μια παράσταση.

 

 

-Επιτέλους ένας Τσέχωφ που θα ήθελε να δει ο Τσέχωφ, έχει κατ’ επανάληψη γραφτεί, ειπωθεί απ’ όσους είδαν τον «Βυσσινόκηπο» που σκηνοθετείτε φέτος, και με τον Βυσσινόκηπο κάτι θέλετε να μας πείτε, να πούμε τι;

Υπάρχει, όσον αφορά τον Τσέχωφ, μια μεγάλη παρανόηση, που μας οδηγεί σε παραστάσεις λίγο μελαγχολικές, λίγο βαριές, ή όταν προσπαθούν να το γκρεμίσουν αυτό, σε παραστάσεις λίγο καρικατούρες. Το έργο αυτό είναι κωμωδία και πρέπει να αντιμετωπιστεί ελαφρά. Ο Τσέχωφ κάνει κάτι έξοχο, αγαπά πολύ τους ήρωές του και ως γιατρός ξέρει να τους ανατέμνει πολύ καλά για να τους δούμε και πάνω τους να δούμε τον εαυτό μας. Και αυτό που ήθελα να πω είναι να δείξω αυτούς τους γλυκούς, τρυφερούς ανθρώπους που δεν μπορούν να καταλάβουν ότι οι καιροί αλλάζουν, όπως κι εμείς δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι καιροί αλλάζουν, ώστε να μπορέσουμε να καθρεφτιστούμε και να καταλάβουμε μέσα απ’ αυτούς τον εαυτό μας. Και να μπορέσω να δώσω μέσα από το έργο, διότι υπάρχει και συχνά το παραγνωρίζουμε, την αίσθηση της ελπίδας. Η αλλαγή που σε κάποιους από μας θα φέρει μελαγχολία γιατί χάνεται ο κόσμος όπως τον ξέραμε, σε κάποιους άλλους από μας, συνήθως στη νεώτερη γενιά, φέρνει χαρά και αισιοδοξία. Γιατί μπορούν, είναι μέρος του κόσμου που έρχεται. Ενώ εμείς ίσως είμαστε μέρος του κόσμου που φεύγει. Αλλά αυτό στη ζωή είναι παρεπόμενο, συμβαίνει. Δε γίνεται να μη συμβαίνει. Και καλά θα κάνουμε να το βλέπουμε με χάρη και με γενναιοδωρία. Αλλά το πιο δύσκολο για τους ανθρώπους είναι να κοιτάξουμε τη μύτη μας. Κανείς δεν βλέπει την μύτη του. Ούτε οι ήρωες του Τσέχωφ, ούτε εμείς.

 

– 115 χρόνια μετά και όλοι μιλούν για το «σύγχρονο Μαρκουλακικό μαγικό βλέμμα», στο μεταξύ είμαστε και πάλι στο μεταίχμιο της ιστορίας, είμαστε και πάλι σε παρακμή… ποια είναι η ενδεδειγμένη στάση μας στην παρακμή; Αλήθεια, υπάρχει, «ενδεδειγμένη»;

Τουλάχιστον έχω την αίσθηση ότι να μιλάμε και να συνομιλούμε και να διατυπώνουμε τις απόψεις μας, βοηθάει ίσως να ξετρυπώνουν από τα λαγούμια τους οι άνθρωποι με τους οποίους είμαστε όμοιοι. Ακριβώς όπως ξετρυπώνουν απ’ τα λαγούμια τους και οι άλλοι άνθρωποι με τους οποίους δεν είμαστε όμοιοι και των οποίων τις απόψεις αποστρέφομαι. Άρα είναι ένας πόλεμος ιδεών; Εν πολλοίς, ναι. Είναι ένας πόλεμος ιδεών, απλώς δεν ξέρω ποια είναι τα χαρακώματα. Εγώ, ήδη βρίσκομαι στο δικό μου και κάνω ό,τι μπορώ από κει.

 

 

– Ο σύγχρονος άνθρωπος πώς μπορεί να διαχειριστεί το μέλλον;

Κατ’ αρχάς οφείλει να είναι πολύ καλά ενημερωμένος. Ο δυτικός άνθρωπος δεν μπορεί να δει ότι ακόμα κι αν δεν του αρέσει καθόλου ο τρόπος με τον οποίο ζει, ακόμα κι αν έχει χιλιάδες απαιτήσεις από την κοινωνία ή από την κυβέρνησή του, βρίσκεται με μεγάλη διαφορά, στην πλεονεκτικότερη θέση που έχει βρεθεί ποτέ άνθρωπος στην Ιστορία. Στον χώρο και στον χρόνο. Ποτέ άλλοτε δεν είχε η ανθρώπινη ζωή τόσα πλεονεκτήματα όσα έχει η ζωή στον δυτικό κόσμο σήμερα, εντός κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, ο μόνος που εξεγείρεται σήμερα είναι ο δυτικός άνθρωπος.

 

-«Ήμουν, είμαι ακόμα, ένας απ’ αυτούς που περιγράφει ένα αγαπημένο μου ποίημα του Εμπειρίκου, Πυρσός Λαμπρός του Υπερτάτου Φαροδείκτου:  «Όλοι μας άπιστοι, μα όλοι μας για πίστη διψασμένοι». Γράφετε, το θέατρο μπορεί να κατευνάσει την δίψα αυτή;

Ναι αυτό ακριβώς, η Τέχνη μπορεί να κατευνάσει τη δίψα αυτή. Και μάλιστα είναι πολύ ωραίο να σε ξεδιψάει και μετά να σε κάνει να διψάς σε λίγο ξανά.

 

-«Για να μπορέσουμε όμως να ταξιδέψουμε μέσα σ’ αυτή τη θάλασσα από αποτυχίες, πόνους, ματαιώσεις και δυσκολίες, για να μπορέσουμε εν ολίγοις να ζήσουμε, όλοι μας χρειαζόμαστε ένα φως να μας καθοδηγεί. Όλοι μας έχουμε ανάγκη έναν Φάρο. Για άλλους είναι ο Χριστός. Για μένα είναι ο ήλιος.» Έχετε πει: Φάρος, Φεγγίτης, Βυσσινόκηπος…  Ποιος είναι ο Φάρος σας, κύριε Μαρκουλάκη;

Ο φάρος ο δικός μου είναι η σχέση μου με τους άλλους ανθρώπους. Και αντιθέτως με τον Σαρτρ πιστεύω ότι ο παράδεισός μας είναι οι άλλοι και όχι η κόλασή μας.

 

-Η πρώτη φορά αριστερά» ήρθε και σα να μας έκανε συλλογική απονεύρωση, όλοι σε απόγνωση, σε κώμα, μπορεί η Τέχνη να αφυπνίσει τους απεγνωσμένους; Η Κρίση ξανάκανε το Θέατρο, την Τέχνη, απαραίτητη προϋπόθεση;

Η δουλειά του θεάτρου δεν είναι να είναι επικαιρικό, μιλά για το για πάντα, δεν μιλά για το τώρα. Τώρα αυτά τα οποία έχουμε ζήσει αυτά τα τρία χρόνια, να σας πω κάτι; Εγώ δεν έπεσα και πολύ απ’ τα σύννεφα γιατί δεν είχα ανέβει στα σύννεφα. Και μπορώ να σας πω ταυτοχρόνως ότι ήταν τρία πολύ δημιουργικά και καλά χρόνια για μένα. Οπότε σε ανθρώπους που συνήθως διαφωνώ τους λέω ότι εγώ δεν αντιτίθεμαι σε αυτό που ζούμε σήμερα γιατί δεν έχω καμία σχέση με το κράτος, δεν δουλεύω σε κρατικό θέατρο, δεν έχω πάρει ποτέ επιχορήγηση, δεν έχω και δεν σκοπεύω να έχω καμία θέση ακριβώς για να μπορώ να τοποθετούμαι όπως τοποθετούμαι και επίσης δεν έχασα και τίποτα όλα αυτά τα χρόνια. Δεν ήμουν απ’ αυτούς που περίμεναν κάτι άλλο και δεν το βρήκανε και αισθάνομαι ότι αυτό που ζούμε δεν διαφέρει πάρα πολύ απ’ αυτό που ζούσαμε παλιά αν θέλουμε να είμαστε πάρα πολύ τίμιοι. Τι κάνει; Το τερματίζει. Δηλαδή έρχεται από το περιθώριο ξαφνικά στην εξουσία ένα κόμμα που μάλιστα μερικοί θεωρούσαν ότι μπορεί να έχει αυτό το ηθικό πλεονέκτημα και τι κάνει, δεν είναι άλλο όπως ευαγγελιζόταν, είναι ίδιο και χειρότερο. Και νομίζω ότι το χειρότερο απ’ όλα είναι αυτοί οι άνθρωποι που πιστεύανε σ’ αυτή την ιδέα της άλλης αριστεράς όπως έλεγε και ο Σαββόπουλος, και κατάλαβαν ότι αυτό δεν παίζει. Βέβαια είναι μια καλή δυνατότητα ενηλικίωσης. Αλλά και πάλι έχω να σας πω ότι προχωράει μόνο όποιος θέλει να προχωρήσει και βλέπουμε μόνο όποιοι θέλουμε να δούμε.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top