Fractal

Ποίηση: “Σκοτεινά Ποιήματα”

Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου //

 

f4

 

 

Ι.

 

Όχι

δε πρέπει ακόμα να κοιμηθώ

το σκοτάδι φωνάζει τα ονόματα

των νεκρών

κάπου θ’ ακούσω και το δικό μου

 

δε πρέπει να κοιμηθώ

η στιγμή θα χαθεί

θα χαθεί το σκοτάδι

το φως θα λαξεύσει

επάνω στην οιμωγή

τα ορνιθοσκαλίσματα κούφιων

ελπίδων

θα γρατζουνιστούν από την τόση

ακρίβεια τα δαντελένια χάδια

της λήθης

και τ’ όνομά μου θα παραμείνει

σημαδεμένο στην μέρα

επιφώνημα.

 

Δε πρέπει απόψε να κοιμηθώ.

 

ΙΙ.

 

γυμνό το σώμα

η σελήνη ανέγγιχτη

μια υποψία θέρμης

επάνω στο στέρνο

του αγοριού

 

οι σκιές το ποθούν

οι σκιές απόψε είναι οι εκτελεστές

οι νεκροί σκύβουν το κεφάλι τους

το αλύχτισμα των λύκων χαϊδεύει

τα διψασμένα χείλη του

 

ματώνουν τα φύλλα των δέντρων

το αγόρι εγκλωβίζει επάνω του

τον πόθο του σκότους

οι νεκροί χορεύουν

η σελήνη θρηνεί

το έγκλημα καραδοκεί

πίσω από τους τοίχους

 

οι σκιές λαβώνουν την ομορφιά

τα μάτια δακρύζουν

ο πόθος γίνεται πόνος

οι νεκροί περιμένουν για την υποδοχή.

 

Σκοτάδι. Η σελήνη χάθηκε.

Το έγκλημα έφτασε στο τέλος του.

 

ΙΙΙ.

 

Βράδυ και το φεγγάρι κρύφτηκε

από την τόση αγωνία

 

στους δρόμους οι σκιές

και τα βήματα χαμένων ψυχών

και το δικό μου

 

ναρκοπέδιο η βιομηχανία

του πάθους

 

τα σκληρά ακρίβυναν

ο θάνατος με επιτόκιο

τρύπιες τσέπες

το χρήμα ρέει

και οι φλέβες να ζωγραφίζουν

κάτι από τους εφιάλτες

των εφήβων

 

στο μπουρδέλο που δουλεύει

η Όλγα ψάχνουν για προσωπικό

οι νταβατζίδες κάνουν προσφορά

και οι καπότες δώρο μαζί με τα προκαταρκτικά

 

οι γέροι είναι η σταθερή πελατεία του μαγαζιού

όμως εκείνη φοβάται

η κρίση -λέει- χτύπησε και το γαμήσι

 

ξανά στο δρόμο

φοβίες οικονομίες μιας ζωής κωλόχαρτα

για τους καριερίστες

 

πιο κει στο στενό

τα αγόρια ψάχνουν στα σκουπίδια

ευχαρίστως να σου ρίξουν μια πίπα

για κανα σουβλάκι

αλλά αν θες πιο πολλά- φίλε

πρέπει να πέσει χρήμα

 

απομακρύνομαι

απόψε δε γουστάρω τέτοια.

 

ΙV.

 

ένα μπουκάλι ουίσκι

ένα κουτί με καπότες

που πρέπει να’ χουν λήξει

κι εκείνος πιο κει

γυμνός

ξύνει τ’ αρχίδια του

και ψάχνει στο ψυγείο για παγάκια

 

το παν φίλε – λέει- είναι να ξέρεις

πως να επιβιώνεις

η ζωή είναι σκατά

ο κόσμος είναι σκατά

κι εσύ πρέπει μέσα εκεί

σ’ αυτό το συνονθύλευμα σκατένιων υποκειμένων

να μείνεις εντάξει με γεμάτο στομάχι

με τις πληγές σου μανταρισμένες

και τον πούτσο σου χορτάτο

 

ρίχνει ένα γερό ρέψιμο

και κάθεται δίπλα μου

 

έπειτα -λέει- είναι και το θέμα των σχέσεων

έχουμε ξεχάσει πως να μιλάμε ο ένας στον άλλον

πως να επικοινωνούμε

δε ξέρω αν με πιάνεις

να επικοινωνούμε, δηλαδή, να καταλαβαίνει ο ένας

τον άλλον

να νοιώθει ο ένας τον άλλον

χωρίς να χρειάζεται για να υπάρξεις να κάνεις λάικ

και σκουντήματα στο κωλομηχάνημα που μας έχει

αποξενώσει

 

σταματάει για λίγο

με κοιτάει σαν κάτι να ψάχνει στο βλέμμα μου

και συνεχίζει

 

φαίνεσαι εντάξει τύπος

όμως να… πως να’ σαι σίγουρος για τον άλλον

πως να μη φοβάσαι αν αυτός που εσύ τον βρίσκεις

εντάξει δε θα σου τη σβουρίξει εκεί που δε το περιμένεις

τα μηχανήματα ετούτα αλλοιώνουν και κρύβουν

την αλήθεια κι εσύ για να μη μείνεις μόνος

κάθε βράδυ να παίζεις ρώσικη ρουλέτα

 

σταματάει ξανά

αρχίζει να χαϊδεύει το πόδι μου

και λέει βραχνά

 

όμως αρκετά είπαμε

γδύσου τώρα

να τελειώνουμε

 

αύριο έχω να ξυπνήσω νωρίς:

πάνω απ’ όλα

η επιβίωση…

 

φίλε

 

V.

 

τρέχουν τα σάλια του θανάτου

πάνω στο κουτί με τα φάρμακα

 

η αρρώστια αφήνει τα σκουλήκια της

να κάνουν τσάρκα στους λαβυρίνθους

του μυαλού μου

 

τίποτα ουσιαστικό δεν έχει ακόμα

ειπωθεί

 

όλα στο σκοτάδι φαντάζουν πιο μεγάλα

πιο αληθινά

 

κι εσύ με το σεντόνι να κυλιέσαι

στα χώματα

στα σοκάκια της Εδέμ.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top