Fractal

Διήγημα: “Ακούς Σερβιτόρε;”

Του Κωνσταντίνου Δομήνικου // *

 

d9ca82639ba070f97bdfe96c9e85b4c4waiter
Είμαι πτυχιούχος σερβιτόρος με πι-εϊτζ-ντί και δουλεύω στο gourmet εστιατόριο «η Κουδούνα». Αμείβομαι με διακόσια λάικς για κάθε κοινοποίηση που ανεβάζω με τους συναδέλφους μου και δουλεύω οχτώ ώρες κάθε μέρα, το πρωινά μόνο. Τα απογεύματα δουλεύω άλλες τρεις ή τέσσερεις, ανάλογα με τις ορέξεις, όχι τις δικές μου, του αφεντικού.

Λοιπόν, να σας πω κάτι για τα αφεντικά. Δεν σου λένε ποτέ τι πρέπει να κάνεις απλώς περιμένουν από εσένα και το φιλότιμό σου να τα κάνετε από μόνοι σας, κι αν δεν τα κάνετε όπως νομίζουν αυτοί πως θα έπρεπε να κάνετε, τότε μετατρέπονται αυτόματα σε υπέρβαρες κατάρες μουσουλμάνων εξτρεμιστών και τρέχα γύρευε. Γενικά, τα αφεντικά είναι παράξενη φάρα. Θέλει προσοχή. Συνήθως δεν μιλάνε, μόνο μουγκρίζουν.

Η ώρα είναι έξι. Βάζω την μαύρη ποδιά μου, το μαύρο πουκάμισo μου, το μαύρο ημίψηλο μου -ή το πλεκτό τουρμπάνι, ό,τι προτιμάτε- και βγαίνω στη σάλα να ξεκινήσω τη βάρδια μου. Το τραπέζι δίπλα στην πόρτα έχει αδειάσει. Κάποιος να μαζέψει τα ποτήρια. Δεν τα βλέπω. Πάλι καλά, τα βλέπει το αφεντικό.

«Παρτποτριαγρηγρααα!».

Το δάχτυλο του εκτοξεύει ριπές καυτού θυμού προς κάθε κατεύθυνση. Τι να κάνω, αρπάζω το δίσκο μου, «ναι πασά μου», λέω και γίνομαι σερβιετόρος με φτερά.

Να πω εδώ πως ενώ τα αφεντικά μόνο μουγκρίζουν, τα υφισταminions μόνο τιτιβίζουν, κι από πίσω όλοι βρίζουν, κι εγώ που από μικρός ήθελα να γίνω συγγραφέας, πως έμπλεξα με τα Κτήνη και τα Πουλιά δεν μπορώ να το καταλάβω. Γράφω σε μια παλιά και σκουριασμένη Remington που… ψέματα, σε λάπτοπ γράφω, κι ούτε συγγραφέας ήθελα να γίνω, για ράπερ με προόριζαν μόνο που… Τέλος πάντων που είχα μείνει; Α, πηγαίνω που λέτε, να μαζέψω τα ποτήρια, μα δεν προλαβαίνω. Ένα ζευγάρι μπαίνει. Παρατάω τα ποτήρια, καλησπέρα σας, για φαγητό ή ποτό, ρωτάω, για φαγητό μου λένε, παρακαλώ, ελάτε από εδώ, τους δείχνω ένα στρωμένο τραπέζι και περιμένω να κάτσουν, λάθος, περιμένω να κάτσουν σε άλλο τραπέζι που δεν είναι στρωμένο για τους κόψω τα χέρια.

Ευτυχώς έχουν άγιο και κάθονται στο τραπέζι που τους υπέδειξα. Ο άντρας, βγάζει το τάμπλετ του και το χώνει στη μούρη του που μοιάζει με το τάμπλετ του. Αδύνατο να διακρίνεις τι είναι τι. Η κοπέλα πηγαίνει κάθεται δίπλα του και χώνει τη δική της μούρη στη μούρη του άντρα της, δηλαδή στο τάμπλετ του. Πηγαίνω στο μπαρ, παίρνω τους καταλόγους, και επιστρέφω με το ύφος μπάτλερ του 18ου αιώνα που με διακρίνει.

Χαμογελώ.

«Οι κατάλογοι σας», λέω και αφήνω του καταλόγους στο τραπέζι.

Καμία αντίδραση.

Αυτοί δεν είναι άνθρωποι, ταμπλέτες είναι.

«Οι κατάλογοι σας… όποτε είστε έτοιμοι…», λέω πάλι.

Η κοπέλα σηκώνει το βλέμμα της. Do androids dream, σκέτο.

«Α, μας συγχωρείς», λέει. Κοιτάζει τους καταλόγους. «Ναι, ευχαριστούμε πολύ, θα σε φωνάξουμε εμείς».

Χαμογελώ και απομακρύνομαι.

Μαζεύω τα άδεια ποτήρια μου και μπαίνω στην λάντζα. Τα πετάω στην λαντζιέρα και ξαναβγαίνω. Νιώθω μια αλλόκοτη παρουσία να με ακουλουθεί. Γυρίζω να δω. Ω, ένας χιονάνθρωπος. Όχι, όχι δεν είναι χιονάνθρωπος, ο σεφ είναι, με τα λευκά άμφια του, με τα μασονικά παράσημα του τάγματος του, με το ύφος γκουρού του, με τα θαυματουργά κνορ στην τσέπη του και με τα όλα του. Δηλαδή τι σεφ, δυο μάγειρες έχει όλους κι όλους η κουζίνα, αυτόν κι ακόμη έναν. Α, και τα σαββατοκύριακα φωνάζει και την γυναίκα του για κανένα εξτραδάκι. Θα παίρνεις τα λαχανικά και θα τα ξύνεις στον τρίφτη της λέει, αυτό θα κάνεις, τίποτε άλλο, θα τα παίρνεις και θα τα ξύνεις.

Ο σεφ σκύβει στο πάτωμα, εμένα ψάχνει, νομίζω με είδε.

«Γιώργο τι κάνεις;» μου λέει.

«Σάκη με λένε», απαντώ.

Μάρτυρες τον έχουνε δει κατά καιρούς να μιλάει ακατάληπτα πάνω από μια κανελωμένη φασολάδα και να σηκώνει τα χέρια με λάβαρο τον δείκτη του – γαστρονομικά κατάλοιπα του André Breton, κι όσο πιο πολύ κόσμος τον βλέπει τόσο το καλύτερο, κι η γυναίκα του με τον τρίφτη στο χέρι, χτυπάει παλαμάκια, αισθάνεται και περήφανη και βασίλισσα και λαίδη που έχει έναν τέτοιον άντρα.

Το αφεντικό βλέπει τον σεφ, και ετοιμάζεται να του κηρύξει ιερό πόλεμο. Ο σεφ, σε μια προσπάθεια να τον κατευνάσει, τρέχει προς το μέρος του, βγάζει παράσημα, άμφια, την γλώσσα, και ξαπλώνει στο πάτωμα. Χαμογελάει, ζητάει από το αφεντικό να σκύψει και να του χαϊδέψει την κοιλίτσα.

Βλέπω το παιδί με την μούρη τάμπλετ να σηκώνει το χέρι του.

«Θέλετε φορτιστή;» ρωτάω.

Το παιδί δεν καταλαβαίνει.

Πλησιάζω.

«Είστε έτοιμοι να παραγγείλετε;»

Τα παιδιά με την μούρη τάμπλετ, κουνάνε τα τάμπλετ τους.

«Παρακαλώ, πείτε μου».

«Για μένα το μπλαμπλά και τα ολόφρεσκα ζυμαρικά με την σάλτσα πες το», λέει ο άντρας με την μούρη τάμπλετ.

«Ποιο;»

«Το μπλαμπλά και τα ολόφρεσκα ζυμαρικά με την σάλτσα πέστο».

«Μάλιστα», λέω και γυρίζω προς την κοπέλα.

«Εσείς;»

«Μια ερώτηση… Η σαλάτα μεντιτεράνεαν τι περιέχει;»

Παίρνω βαθιά και…

«Ντομάτα, αγγούρι, τυρί φέτα, ελιές, κρεμμύδι, πιπεριές, και extra παρθένο oliveoilvinegar».

«Μα αυτό είναι η χωριάτικη», λέει η κοπέλα.

«Όχι, αυτό είναι η μεντιτεράνεαν», λέω και της τρίβω τον κατάλογο στη μούρη.

«Καλά, η χωριάτικη δεν έχει μέσα ντομάτα, αγγούρι, τυρί, ελιές, κρεμμύδι και πιπεριές;»

«Ναι».

«Οπότε, ποια η διαφορά;»

«Η διαφορά είναι πως στην μεντιτεράνεαν μας, η ελιά στην πραγματικότητα δεν είναι απλή ελιά, αλλά φρέσκια πάστα ελιάς Θάσου και το τυρί φέτα στην πραγματικότητα δεν είναι απλό τυρί φέτα αλλά είναι φρέσκο πολτοποιημένο τυρί Π.Ο.Π της Λήμνου. Επίσης, μεγάλη διαφορά κάνει το extra παρθένο oliveoilvinegar».

Η κοπέλα δείχνει να το σκέφτεται. Μπράβο.

«Εντάξει», λέει. «Θα πάρω την χωριάτικη».

«Μα σας είπα, δεν έχουμε χωριάτικη».

«Την μεντιτεράνεαν, θέλω να πω».

«Μάλιστα, θα πιείτε κάτι;»

«Δυο μπύρες μακφάρλαντ».

«Κάτι άλλο;»

«Αυτά».

«Ευχαριστώ πολύ».

Πετάγομαι στην κουζίνα, «μιαπεστομιαχωριάτικη», ουρλιάζω στο μάγειρα και βγαίνω πάλι. Πλησιάζω το μπαρ.

«Μήτσο, πιάσε δυο χάιλαντερ».

Σε δυο λεπτά οι μπύρες είναι έτοιμες. Τις βάζω στο δίσκο και επιστρέφω στο ζευγάρι.

«Ορίστε», λέω και σερβίρω.

«Α, σε ευχαριστώ», λέει ο άντρας , «ξέρεις, δεν υπάρχει καλύτερη μπύρα».

«Αθάνατη μπύρα», συμφωνώ.

Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο κύριος Μούσης. Μίκης με τ` όνομα. Ο κύριος Μούσης είναι γνωστός συγγραφέας παύλα δημοσιογράφος παύλα υποψήφιος κριτής σε τηλεπαιχνίδι κι έρχεται συχνά στην Κουδούνα – όχι για φαί, για να βρει την έμπνευση έρχεται, και συνήθως τη βρίσκει, όχι την έμπνευση, την βρίσκει σκέτο, στην μπάρα, με πέντε Τζακ σκέτα κι αυτά και πέντε τοστάκια συνοδεία. Το αφεντικό, επειδή χαίρεται που το μαγαζί του αποτελεί πόλο έλξης cultivated ανθρώπων (το πιάσατε το λογοπαίγνιο;) τον κερνάει άλλα πέντε Τζακ, παραγγέλνει και μια πίτσα για συνοδευτικό -γλυμμένη από τον ίδιο τον σεφ- ένα πιάτο κεφτεδάκια, και μισό κιλό κεμπάμπ από το ψητάδικο απέναντι. Για τον εαυτό του παραγγέλνει άλλα πέντε ποτάκια και ξεκινάει να κουβεντιάζει μαζί με τον κύριο Μούση, για θέματα που σε μας τους κοινούς θνητούς φαντάζουν άπιαστα σαν όνειρο στο χύμα. Τα δώρα που πρέπει να κοπούν, οι μισθοί που πρέπει να κατεβούν, οι τιμές που πρέπει να ανεβούν, το προσωπικό που πρέπει να μειωθεί, η παραγωγικότητα που πρέπει να αυξηθεί και άλλα τέτοια ακαταλαβίστικα.

.Ο κύριος Μούσης σαν συγγραφέας, προσπαθεί να δει τα πράγματα με πιο ανοιχτό μυαλό. Τόσο, που το κεμπάπ έχει αρχίσει να του φεύγει από τ` αυτί. Ξεκινάει τις προτάσεις του με το γνωστό, περισπούδαστο «όπως έχω γράψει πολλές φορές… », ή το αφηρημένο, νοσταλγικό «όταν πολλοί με ρωτάνε για το τάδε, συνήθως απαντώ με εκείνο που έλεγε ο Χέσσε», μας και χρησιμοποιεί λέξεις όπως «διαλεκτική» και «σύγχρονη διανόηση» που ηχούν στα αυτιά του αφεντικού σαν το γουργούρισμα στο στομάχι του. Έχει δίπλα του το i-phone και κάθε έξυπνη φράση που του περνάει από το μυαλό την ανεβάζει στη βιβλόφατσα, κι από κάτω βροχή τα άνοστα σχόλια από τους ομοίους φλύαρους γραφιάδες που ζουν ακόμα στην μικρασιατική καταστροφή και τα λοιπά και τα λοιπά.

Τα `πα και χαλάρωσα. Ξέρετε, τα battle και τα diss μου έμειναν κουσούρια από τον καιρό που ήθελα να γίνω ράπερ. Κι αν σας αρέσει. Ας πιω μια μπύρα. Ξέχασα, δουλεύω.

Παίρνω το τσάρτερ και πετάγομαι στην κουζίνα. Τα πιάτα είναι έτοιμα. Βάζω το ένα πάνω στο άλλο, κλοτσάω την πόρτα και πλησιάζω το ζευγάρι. Ετοιμάζομαι να σερβίρω. Ο άντρας γυρίζει και με κοιτάζει με ένα ύφος που μου θυμίζει τον Ντικ, ένα τσομπανόσκυλο που είχαμε στο χωριό, όταν ήμουν μικρός. Ο καημένος ο Ντικ, δεν πρόλαβα να τον χαρώ. Κάτι συμμαθητές μου τον ποτίζανε καθημερινά από το πρωί μέχρι το βράδυ με red-bull, ώσπου κάποια μέρα ο Ντικ νόμισε πως ήταν πέρδικα και ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού μου και πήδηξε στο κενό. Από τότε, κυκλοφορούσα στο σχολείο φορώντας μπλουζάκια με στάμπα «αϊ λοστ μαϊ Ντικ» σε μια προσπάθεια να καταπολεμήσω την μάστιγα του red-bullying μπας και ευαισθητοποιηθεί ο κόσμος, αλλά κοίτα να δεις, στα κανάλια ούτε που αναφέρανε τον άδικο χαμό του Ντικ μου.

«Καλή σας όρεξη», λέω στο ζευγάρι. «Αν θελη…»

«Τι είναι αυτή η κουτσουλιά;», λέει ο άντρας.

«Είναι το μπλαμπλά με τα ολόφρεσκα ζυμαρικά και την σάλτσα πες το», λέω.

«Ποιο;»

«Όχι, λέω είναι το μπλαμπλά με τα ολόφρεσκα ζυμαρικά και την σάλτσα πέστο που παραγγείλατε».

«Μα αυτό, ούτε μισή μερίδα δεν είναι».

«Έτσι σας φαίνεται. Είναι τα πιάτα μεγάλα για να φαίνονται οι μερίδες πιο φίνες λόγω της (μ)οριακής αισθητικής που επικρατεί στην γαστρονομία».

«Χμ, κι αυτοί εκεί τι κάνουν;» λέει ο άντρας και δείχνει στο μπαρ. «Πάνε αντίθετα στο ρεύμα;»

Γυρίζω διακριτικά και βλέπω το αφεντικό να έχει αρπάξει από το λαιμό τον κύριο Μούση και να προσπαθεί να του αποσπάσει ένα μεγάλο κομμάτι κεμπάμπ μέσα από το στόμα.

Ο κύριος Μούσης, κύριος με τα όλα του, χώνει το δάχτυλο μέσα στο αυτί του, κε μπαπ! Μικρά κομμάτια κρέατος γλιστράνε και πέφτουν στη μπάρα ανακατεμένα με ακαδημαϊκό στόμφο.

«Όσκαρ, ήρεμα, ντοντ μπι Γουάιλντ», λέει στο αφεντικό και του τα πετάει στο στόμα.

Ξύνω το πιγούνι μου, κι ύστερα το σβέρκο μου.

«Φιλαράκι, μην τα θέλουμε όλα δικά μας. Το τσιτσί για τα αφεντικά και οι γκουρμεδιές για τις ταμπλέτες», λέω και κάνω μεταβολή. Σηκώνω το χέρι μου ως ένδειξη νίκης, και εξαφανίζομαι.

Βέβαια, δεν γίνανε όλα έτσι, αλλά δικό μου είναι το κείμενο ό,τι θέλω γράφω.

 

 

* O Κωνσταντίνος Δομηνίκος γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1988. Έχει σπουδάσει Tourism & Hospitality Management. Ασχολείται με το γράψιμο σχεδόν από πάντα. Ωστόσο εντατικά, ξεκίνησε να γράφει εδώ κι έναν χρόνο. Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές. Ζει και γράφει στην Κατερίνη.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top