Fractal

Διήγημα: “Ο καλός άνθρωπος”

Της Κωνσταντίας Σωτηρίου // * 

 

 

f10a

 

Το κακό είχε αρχίσει μόλις έκλεισα τα τριάντα. Ούτε μέρα πιο πριν. Το είχε εντοπίσει η τότε κοπέλα μου όταν βουρτσίζαμε μαζί τα δόντια μας στο μπάνιο. «Το ξέρεις πως έχεις αρχίσει να μοιάζεις στον Βέγγο», μου είπε; «Στον Θανάση Βέγγο». Εγώ τότε δεν είχα δώσει τόση σημασία και είχα κουνήσει τα φρύδια μου στωικά. Ήταν γεγονός ότι η φαλάκρα μου, μου είχε κάνει έντονα τα σημάδια της από την εφηβεία είχε μέχρι τότε καταλάβει το μισό μου κεφάλι. Αλλά να πάρει διάολος, δεν έμοιαζα και με τον Βέγγο. «Και αυτό που κάνεις με τα φρύδια, θεέ μου τώρα το βλέπω, ολόιδιος είσαι», συνέχισε απτόητη εκείνη και είχε αρχίσει να γελά νευρικά. «Ο γκόμενος μου είναι ο Βέγγος».

Περιττό να αναφέρω πως το διαλύσαμε σύντομα μετά από αυτό. ίσως να ήτανε η αφορμή, δεν ξέρω, αλλά το ότι με πήρε για τον Βέγγο είχε θίξει κάπως τον αντρισμό μου. Αφού είχα περάσει θυμάμαι ώρες στον καθρέφτη και εξέταζα από κάθε γωνιά το πρόσωπο μου. Πέραν την φαλάκρας, τα φρύδια μου ήταν έντονα, μαύρα και εκφραστικά και είχε δίκαιο, τα σήκωνα ψηλά στο μέτωπο όταν μιλούσα με τρόπο που θύμιζε τον μεγάλο ηθοποιό. Και τα στόμα μου, είχα εκείνα τα λεπτά χείλη που τα έσφιγγα αδιόρατα και κάπως ξεροκατάπινα με τον τρόπο που το έκανε εκείνος. Αλλά οι ομοιότητες σταματούσαν εκεί. Ήμουν ένας ώριμος τριαντάρης, εντάξει κάπως παχύς για την ηλικία μου και δεν βοηθούσε ότι ήμουν και κοντός. Αλλά στα μάτια μου φαινόμουν μια χαρά. Να πάει στο καλό η λεγάμενη. Δεν έμοιαζα καθόλου με τον Βέγγο.

«Η φωνή σας!». Η κοπέλα στο φαρμακείο με άκουγε για ώρα που περιέγραφα τα συμπτώματα της φαρυγγίτιδας και εξηγούσα παραστατικά εκείνο το φράγμα που μου είχε εγκατασταθεί στο λαιμό. Ήταν φανερό πως δεν άκουγε καθόλου όση ώρα της μίλαγα, περισσότερο είχε σταθεί έλεγε στο ηχόχρωμα της φωνής μου. «Καλέ μπαμπά», φώναξε τον πατέρα της, αυτή η φωνή, ποιόν μας θυμίζει αυτή η φωνή. «Είστε ο ίδιος ο Βέγγος!», μου είχε σφίξει δυνατά το χέρι ο ηλικιωμένος πατέρας της, «οποία ομοιότητας, είναι λες και σας ακούω σε εκείνη την ταινία με τον πράκτορα ΘΒ, κάπως έτσι δεν την έλεγαν; Σπουδαίος! Ήσασταν σπουδαίος!». Έφυγα από το κατάστημα κακήν κακώς και ούτε σιρόπια πήρα για τον βήχα που τα χρειαζόμουνα ούτε χάπια ούτε τίποτα. Θυμάμαι πως σκεφτόμουν πως άδικα αναστατώθηκα. Ήταν η φαρυγγίτιδα που είχε αλλοιώσει σημαντικά την φωνή μου. Την έκανε πιο ψηλή και όταν δοκίμαζα να μιλήσω μου ξέφευγαν απρόοπτα κάτι ψηλές βραχνές κορόνες. Μιλούσα λες και ήμουν κάποιον άλλος. Ο Βέγγος; Αναρωτήθηκα και με έλουσε κρύος ιδρώτας.

Άρχισα τότε να τρέχω. Έτρεχα και σταματημό δεν είχα. Στην πολύ ώρα σταμάτησα έξω από ένα περίπτερο και στάθηκα ακουμπώντας στον τοίχο με το ένα χέρι να πάρω μια ανάσα. «Καλέ μου άνθρωπε!», μου φώναξε από το πόστο του ο περιπτεράς και βγήκε έξω να μου σφίξει το χέρι. «Όλο τρέχεις κι εσύ». Τα λόγια του με έκαναν να αφηνιάσω. Έβαλα τις φωνές, η φωνή μου ακούστηκε ψηλή με κάτι απρόοπτες βραχνές κορόνες και χύθηκα χωρίς να βλέπω στον δρόμο. Ούτε που είδα το αμάξι που με στραπάτσαρε. Ήτανε ένα βολσκβάγκεν, είπε ο γιατρός αργότερα, όπως εκείνο το μπεσάκι που οδηγούσα σε εκείνη την ταινία με τους Γερμανούς. Πως την έλεγαν;

Ξύπνησα με το μυαλό θολωμένο στο νοσοκομείο. Δίπλα μου μια άσχημη μελαχρινή γυναίκα με ακατάστατα μαλλιά και στραβά δόντια έμπλεκε ένα πουλόβερ με μανία. Η φωνή της όταν με ρώτησε πως ήμουν μου φάνηκε αδιόρατα γνωστή. «Ναι, μοιάζω με την Βασιλειάδου μου είπε», χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από το μπλέξιμο, «καλωσόρισες στην ομάδα μας Θανάση». Η αδελφή μου. Πως δεν το είχα σκεφτεί προηγουμένως. Εκείνα τα φρικτά μάτια, η έρρινη φωνή που ανέκαθεν με εκνεύριζε. Η Γεωργία Βασιλειάδου. «Κοίτα να συνέλθεις», μου είπε ενώ συνέχιζε να μπλέκει με μανία. «Το πρόβλημα υπάρχει και με το να ρίχνεσαι τυφλός στην κυκλοφορία δεν σώνεται με τίποτα. Κοίτα να συνηθίσεις και να συνεχίσεις την ζωή σου έτσι όπως σου έλαχε». Κλασσική Βασιλειάδου. Πάντα με τον στόμφο και την ειρωνεία.

Η ανάρρωση μου δεν πήρε τόσο χρόνο όσο περίμενα. Ευτυχώς με βοήθησε πολύ η φυσιοθεραπεία. Μου έμεινε ένα αδιόρατο κουσούρι, κουτσαίνω ελάχιστα, όπως και ο Βέγγος σε πιο μεγάλη ηλικία, είχε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο. Ελάχιστοι το ξέρουν. Η ζωή μου μετά το ατύχημα έχει αλλάξει. Αποφεύγω τους πολυσύχναστους δρόμους, κάνω τις πιο πολλές μου δουλειές από το ίντερνετ. Μόνο την αδελφή μου και τον ξάδελφο μου τον Ηλιόπουλο αραιά και που βλέπω. Τι λιμοκοντόρους. Πίνουμε καφέ και προσπαθούμε να θυμηθούμε αν παίξαμε ποτέ σε ταινία μαζί.

 

 

* Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 στην Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τµήµατος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η πρώτη της νουβέλα με τίτλο «Η Αϊσέ πάει διακοπές», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top