Fractal

Ένα διήγημα και δυο ποιήματα

Της Κωνσταντίνας Κοντοπούλου // *

 

 letter-131213

 

Μέρες Μεταπολέμου 1946

 

Στη μνήμη όλων των αμάχων, παραπλεύρων απωλειών όλων των πόλεμων στην ιστορία της ανθρωπότητας

Εμπνευσμένο από γεγονότα θύματος πολέμου

Θεσσαλονίκη, 1946

(Τα ονόματα δεν έχουν αλλάξει)

 

Και έτσι τη χάσαμε και τη Φωτεινή, είπε και έκλεισε τα μάτια του για να κοιμηθεί. Νομίζω από τότε κατάλαβα, πως όλες αυτές οι φωνές και τα βογγητά που ακούγονταν μέσα στη νύχτα (και θεωρούνταν ως αποτέλεσμα εσωτερικού άγχους) εσώκλειαν μέσα τους εκείνες τις  ιστορίες που ποτέ δεν είχε πει σε κανέναν. Τα πράγματα που περισσότερο πάνινε δεν τα συζητάς. Περιμένεις να τα βιώσεις όπως τους αρμόζει, εσωτερικά ίσως επειδή καμία φορά όταν δεν έχεις να μοιραστείς τον πόνο εκείνο στο βαθμό που αρμόζει, το θεωρείς προσβολή να μιλάς γι αυτό μόνος. Χρειάζεται να συζητήσεις με τον εαυτό σου για να αποφασίσετε μαζί πως θα αντιμετωπίσετε αυτό το όποιο τα υπόλοιπα μάτια δεν μπορούν να δουν με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να το ξορκίσουν. Κι έτσι λύνονταν σιγά το κουβάρι των κραυγών που σούβλιζαν τη νύχτα και αναστάτωναν ολόκληρη την πολυκατοικία. Τα οράματα μιας εποχής που πέθανε ξεχάστηκαν πολύ πιο γρήγορα από τους ανθρώπους της και αναπληρώθηκαν από ακριβά αυτοκίνητα και κομματικές συγκεντρώσεις, αθλητικούς συλλόγους και τηλεπαιχνίδια γνώσεων μιας που και η γνώση πωλείται πλέον εκτός εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων.

Η Φωτεινή ξεχάστηκε από τότε. Τη μνήμη της καθώς και τη μνήμη της σκάφης με το ζεματιστό νερό μέσα στο όποιο κάηκε πέφτοντας κατά λάθος, είχε ήδη αντικαταστήσει ο εύμορφος και παραμορφωμένος , όπως έδειξαν τα πράγματα μετά το 2009, άκρατος νέο-υλισμός που ακλούθησε τον πόλεμο. Κάνεις δεν ξαναμίλησε ποτέ γι αυτήν. Ούτε για αυτήν ούτε για το Θεόδωρο που έφυγε από υποσιτισμό αλλά ούτε και για το χαμένο δάχτυλο του μεγαλυτέρου παιδιού που θεωρήθηκε ένα από τα πολύ συχνά εργατικά ατυχήματα  της εποχής. Ίσως εκείνοι που έφυγαν είναι οι καλύτερες μονάδες μέτρησης της αχαριστίας μας σήμερα. Για να κάνεις μια δήλωση και να διδάξει, θα πρέπει να είναι αρκετά λαμπερή μέσα στη νύχτα. Έχουμε συνηθίσει πλέον περισσότερο σε δηλώσεις, εικόνες και ιστορίες που δε χρειάζεται να μας λένε τίποτα. Το εύπεπτο συντελεί στην έπαρση της αδιαφορίας σε επαρκή βαθμό ώστε να συμβάλλει στην απάθεια που χρειάζεται για επιβίωση.

«Έχω μάθει να ζω με τους νεκρούς μου. Εκεί είναι η εξασφάλιση»,  ψελλίζοντας συνέχισε να ποτίζει το παρτέρι με τις «ανθισμένες» πορτοκαλιές. Μα εκείνη η εποχή, η εποχή της μαραμένης αμυγδαλιάς ένα σωρό ονείρων που χάθηκαν ανάμεσα σε φτώχεια και πεδία μαχών ανάμεσα στην αναζήτηση για μια φλούδα από πεταμένα μήλα στο δρόμο και στο χαμό μεταπολεμικών θυμάτων, αναβιώνει καθημερινά και νόμιμα. Τούτη η κρούστα του θανάτου έχει γίνει ξενιστής στο νεκροζώντανο οργανισμό της ιστορίας.

red-line

 

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Έρωτος Ιερόν

 

Έπιασα ένα στασίδι
στην εκκλησία της μνήμης και σε περίμενα…
δεν ερχόσουν και ζούσα μ εκείνες τις εικόνες
της προπαρασκευής του απόλυτου που
ζήσαμε
και μια μέρα
τη μέρα που όλοι οι δαίμονες μέσα μου
σα σκεβρωμένα ξύλα, λύγιζαν,

χορεύοντας με τη μουσική της σιωπής σου,
ήρθες να με βεβαιώσεις ότι το ζήσαμε
περίμενα ότι όλοι οι προϋπολογισμοί
των απωλειών μου θα είχαν λήξει
αυτόματα
και όμως ήταν η στιγμή
που ένιωσα πιο καταχρεωμένη από ποτέ

 

Βραβεία Ημι-Πεσόντων

 

Ακούσαμε τους ήχους να γκρεμίζουν σύνορα και φωνές να σχίζουν τα σύννεφα

απειλητικές φωνές ιδανικές για να μας προκαλούν τύψεις τις νύχτες

για να τις ακούμε πριν κοιμηθούμε και όταν κοιμόμαστε

γιατί εμείς μπορούμε να κοιμόμαστε ντυμένοι “άνθρωποι” φορώντας τα κλειστά μάτια της ντροπής

τα ωραία εκείνα μάτια και τα εύκολα

ήρθε η επόμενη μέρα

και είδαμε δρασκελιές στους γκρεμισμένους τοίχους

και τα γέλια των παιδιών σκορπισμένα στον ουρανό να σχηματίζουν σύννεφα, πρόσωπα

με χαμόγελα λιγνά

και μυρίσαμε αίμα από τις πληγές της γης

να φτάνει ως εμάς και να μας πνίγει

Καθώς ξημέρωνε ο δικός μας ήλιος στη δική μας γη

Και ο ήλιος μας και η γη μας είναι κτήματα

και τα χαλάσματα

εκείνα τα χαλάσματα της υποκρισίας

ενωμένων, διαλυμένων, βιασμένων εθνών

και εκείνη την υποκρισία τη χωρίς λογοκρισία

να υπνωτίζει τις κινήσεις του κόσμου, του υπό-κόσμου

του κάτω και του πάνω κόσμου

του δεξιά και του αριστερά

και τούτες οι φωνές

βγαλμένες από μια οθόνη

καθώς τρώμε στο μεσημεριανό τραπέζι ανθρώπινο κρέας χωρίς τύψεις

και είναι ματωμένα τα χώματα και πάντα θα είναι

και πως να προλάβεις τη σηψαιμία

πως να γίνει ο λόγος σου αφή

 

 

* Η Κωνσταντίνα Κοντοπούλου είναι γεννημένη το 1987 και είναι υποψήφια διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής. Διδάσκει ως βοηθητικό προσωπικό στο Α.Π.Θ. Έχει διδάξει στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση και έχει ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές  Ψυχολογίας και Αγγλικής Φιλολογίας. Η λογοτεχνία και η φωτογραφία ανήκουν στα άμεσα ενδιαφέροντα της.

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top