Τρία ποιήματα
της Κωνσταντίνας Κοντοπούλου // *
Φωνές
Και τώρα που τα ουρλιαχτά
σκέβρωσαν
σα τάστα ξηλωμένης
κιθάρας
και έμειναν στεγνωμένες οι νότες τους σαν
νέα πάνω σε εφημερίδες
που ξεχάστηκαν
θα σου το ομολογήσω
νιώθω πως κάθε μέρα που ξημερώνει με λιακάδα
είναι προδοσία
απέναντι στις ψυχές που
δεν ξημερώθηκαν
λόγω των ψύχων που ποτέ δεν εξημερώθηκαν
λόγω διακρατικών συμφωνιών
και ανιστόρητης πραγματικότητας
λόγω ατυχημάτων και ασθενειών,
το θλιβερότερο όλων όμως
ελλείψει καταγραφής.
Ωρολόγια
Τα ρολόγια είναι βίαιο αντικείμενο
αυτή η όψη τους
πάνω στην οποία όλο κάτι κινείται
χωρίς να κάνει κρότο
ύπουλα
και με όλη την ενέργεια της κυκλικής τούτης κίνησης
που σε καλεί όλο να περιμένεις κάτι
να δρομολογήσεις τις πράξεις σου
στο πετάρισμα των δεικτών του
τόσο στεναχώρα
να διολισθαίνουν οι απώλειες
από το συνεχές
σαν ένα πτώμα από στιγμές
που προχώρα
Καλύπτρα (ή γυναίκα στο Σουπερ-Μάρκετ)
Την είδα κενή να περπάτα
Εκείνη κενή και εγώ γέμιζα
Διάλεγε λαχανικά
και με προσοχή διάβαζε τις ετικέτες μιας σοκολάτας
Το κεφάλι της καλυμμένο και τα μάτια της βουβά
Με αυτή τη βουβαμάρα της ασθενείας
Την καλυμμένη με ένα μάλλινο σκουφάκι – και ας είναι Μάιος-
Κάλυμμα της δικής μας επιφάνειας
Τα βλέμματα τα αντιμετώπιζε βιαστικά
Σα να βιαζόταν να φύγει απ’ το ταμείο για να αρχίσει τη μέρα της
Βιαζόταν,
να φύγει από τα γυάλινα κενά μας βλέμματα
από μια ακόμα δική μας μέρα
και μια μοναδική και ανεπανάληπτη δική της
* Η Κωνσταντίνα Κοντοπούλου είναι 27 ετών, υποψήφια διδάκτωρ της φιλοσοφικής και διδάσκει ως βοηθητικό προσωπικό σε δημόσιο πανεπιστήμιο. Έχει διδάξει στη δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση και ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές ψυχολογίας και αγγλικής φιλολογίας. Η λογοτεχνία και η φωτογραφία ανήκει στα άμεσα ενδιαφέροντα της.