Fractal

Ο εγκαινιαστικός χρόνος της Επιστήμης και ο τετελεσμένος εν γίγνεσθαι της Τέχνης

Γράφει ο Στάθης Κομνηνός // *

 

…«Το όχιπλέονεδώ, δηλαδή το χρονικό τέλος της ζωής του ανθρώπου, αυτό που τον κάνει να ορίζεται ως sein zum Tode και συνεπαγωγικά ως Zukünftigsein κατά Χάϊντεγκερ, ως είναιπροςθάνατον δηλαδή και Είναιμελλοντικόν, επανεγκαθιδρύεται, ανασυσταίνεται, ΔΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, στο αείεδώ. Η Τέχνη επανασυστήνει, κατά τρόπο ανώλεθρο, αγαλματοποιημένο (κατά τέρψιν δηλαδή, [βλ. σημασίες του ρήματος αγάλλομαι]), κι επίσης εναρμονίως το φευγαλέο ΝΥΝ του παρόντος (ας κοιτάξουμε, απλά, στο μέσον ακριβώς της κλεψύδρας για να δούμε το ολέθριο δραπετεύειν του Χρόνου), μεταποιώντας το σε ΑΕΙΝΥΝ δια της Ποιήσεως.  Δια του ΠΟΙΕΙΝ. Δια του εν τέχνη, πια, χωρικώς (= χρονικώς) ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΟΥ. Καθόσον κάθε έργο Τέχνης είναι ένας ολοκληρωμένος χώρος. Μια άρτια χώρα. Μια συμπαγής και συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Ένα καθορισμένο επακριβώς περιβάλλον. Και ως εκ τούτου, ένας ολοκληρωμένος (διασεσωσμένος) Χρόνος. Ένας Χρόνος κουφισμένος και όχι βαρυτικός (και επιβαρυντικός ως υπαρκτική αιώνια nausée (!) ).».

 

enwsi-ellinwn-fysikwn

 

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ

Συμπόσιο με θέμα: «Επιστήμη και Τέχνη-Η συνάντησή τους στο Χρόνο»

Συνεργασία με το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο

Αθήνα 20-22 Ιανουαρίου, 2012

Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Ελ. Βενιζέλου 70,  Καλλιθέα

 

ΣΑΒΒΑΤΟ 21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2012

 

ΟΜΙΛΙΕΣ – ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ

 

ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ Β΄ Κολέτσιος Γεώργιος, Πολίτου Σωτηρία

 

10.00 – 10.20 :  Γερολυμάτος Διονύσιος, Γλύπτης

«Ο χρόνος κατά το δοκούν»

 

10.20 – 10.40 : Μουσάς Ξενοφών, Καθηγητής του Τμήματος Φυσικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

«Η Φυσική με τα Μαθηματικά, η Aρμονία του Σύμπαντος: Από τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων στη Διαστημική Εποχή».

 

10.40 – 11.00:  Σαραντέα Εύη, Ζωγράφος

«Ζωγραφικές αναπαραστάσεις  του Μηχανισμού των Αντικυθήρων και αρχαίων προσωπικοτήτων από προτομές τους».

 

11.00 – 11.20:  Ηλιόπουλος Γεώργιος, Φυσικός

«Το Θέατρο και η Μηχανολογία».

 

11.20 – 11.40: Κομνηνός Στάθης, ποιητής, κριτικός, αρθρογράφος, μουσικός, μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, φιλόλογος

Ο ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΤΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΕΤΕΛΕΣΜΈΝΟΣ ΕΝ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

στο συμπόσιο η εισήγηση έγινε υπό τον τίτλο : «Το Αίνιγμα του Χρόνου».

Στην εισήγησή μου θίγονται τα εξής πεδία προβληματισμού :

α) Αν υφίσταται ανυπαρξία χρόνου στο έργο Τέχνης – ο Χρόνος ως Ούτις (κάτι που θα υπαινισσόταν μια κατάσταση παρόμοια με μια θέαση του κόσμου «ΠΡΙΝ» από το big bang).
β) Αν, μολαταύτα, η ανυπαρξία-ακινησία του χρόνου δεν παύει να ενέχει (εν Τέχνη) δυναμική κίνηση και δυναμικό γίγνεσθαι και να διατρέχει πληρωματικά τον εκάστοτε κοσμικό χρόνο.
γ) Η δημιουργική ανασύνθεση του Χρόνου, η αναβίωσή του διαφωτιστικά (δηλ. ο Χρόνος ως καλεστικός παράγων εμπειρικής βιωσής του), ως κατεξοχήν πλεονεκτική (αποκλειστική; ) ιδιότητα της Τέχνης. (Δηλ. Χρόνος α (αρχικός και [αισθητά, φυσιοκρατικά] αντικειμενοποιημένος + Χρόνος  (αναπαραγωγικός, ερμηνευτικός, εμπλουτιστικός και διαφοροποιημένος του α) = υπαρξιακή [αλλά και φυσική επαναφορά, χειραγώγηση ] «κατάκτηση» του Χρόνου).

Αναφορά στο θεατρικό έργο μου X Alan Turing.
δ) Η εκτός χρόνου διαδικασία παραγωγής έργου Τέχνης, η αποκοπή από το ΝΥΝ, για να συντελεσθεί η εισαγωγή του ΑΧΡΌΝΟΥ, χωρίς την ακύρωση ή το μηδενισμό της παροντικότητας. Δηλαδή, μια παράδοξη ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΙΑ. (εμπειρική μαρτυρία)
ε) Η αυταξία του έργου Τέχνης ως αποτετελεσμένου είναι και η σχετικιστική φύση του επιστημονικού επιτεύγματος (η εν σπέρματι, μεταθετική, αθανασία-εγκυρότητα του επιστημονικού επιτεύγματος).
στ) Ο εγκαινιαστικός χρόνος της επιστήμης ως χρόνος σημειακός κατά ευθύγραμμη προοδευτική τελεολογία και ο τετελεσμένος της Τέχνης ως ολοκληρωμένος δυναμικός κύκλος.
ζ) Το εν ταυτώ πλαστόν και αντικειμενικόν του Χρόνου. Η σχετική ύπαρξη της 4ης διάστασης.
η) Το πολύπτυχο του Χρόνου ως υπαινιγμός πλασματικότητάς του (το μη ον του χρόνου ως σωτηριολογικό ον (αυτοπραγμάτωση).Το θεμελιώδες ερώτημα : Από πού κοιτά κανείς το Χρόνο ;
θ) Ο Χρόνος ως προαγωγός και εισαγωγεύς σε ετεροντικά καταστασιακά γνωστικά πεδία, π.χ. στο Αληθεύειν και το Εράν.
ι) Συναντήσεις-διάλογος-αποκλίσεις των δύο ΓΝΩΣΙΑΚΩΝ μεγεθών (Τέχνης-Επιστήμης) στο κοινό έδαφος του ενός και μοναδικού προσφερόμενου γνωστικά μεθεκτικού πεδίου : του ΚΟΣΜΟΥ (η μάταιη διχοστασία, η οριοθέτηση, η συνάφεια των χώρων Τέχνης-Επιστήμης).

ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΣΚΑΛΟΥΝ, ΚΥΡΙΟΤΑΤΑ, ΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Η εισήγηση θα πλαισιωθεί με παράθεση παραδειγμάτων.

 

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ:  11.40-12.00

 

12.00 – 12.20Πάλλα-Σκούντζου Γιούλα, Βιολόγος, Εκπαιδευτικός.

«Χάρτες που προηγήθηκαν ως προς την επιστημονική γνώση της εποχής τους και πως ερμηνεύεται αυτό από τους ερευνητές».

 

12.20 – 12.40: Θεοδοσίου Ευστράτιος, Αν. Καθηγητής, Τμήμα Φυσικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

«Αιγυπτιακή Αστρονομία και Τέχνη».

 

12.40 – 13.00: Κυρλίδης Λάκης, Διευθυντής φωτογραφίας, Οπερατέρ.

«Σκιές και φως».

 

13.00 – 13.20:  Στεφανάκης Δημήτριος, Λογοτέχνης. 

«Ο πρωταγωνιστής Χρόνος». 

 

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ: 13.20-13.30

 

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ: 13.30 –16.00

Βίβιαν Καραβία,  ψυχολόγος – φωτογράφος, Λελίγκου Δήμητρα, αστροφυσικός – ειδική παιδαγωγός, Άγγελος Μίχας, φωτογράφος.

Όσοι λάβουν μέρος στο εργαστήριο θα χρειαστούν φωτογραφικές μηχανές.

 

ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ – ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ

 

ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ Γ΄.   Πόπορη Δήμητρα, Σκούρτη Βιβή

16.00 – 16.20: Πάνου Ευαγγελία,  Υπ. Δρ. Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θετικών Επιστημών και Τμήματος Φυσικής ΕΚΠΑ, Εκπαιδευτικός Β/θμιας Εκπαίδευσης, Φυσικός.

«Η μέτρηση του χρόνου στην Αρχαία Ελλάδα».

 

16.20 – 16.40 : Πολάτογλου Χαρίτων, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Φυσικής, Σχολή Θετικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

«Σύγχρονες περιπέτειες του Χρόνου».

16.40 – 17.00:  Κωνσταντούδης Βασίλης, Φυσικός, Διδάκτωρ, Ερευνητής Ινστιτούτο Μικροηλεκτρονικής, ΕΚΕΦΕ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ.

«Χρόνος, Εντροπία και Τέχνη».

 

17.00 – 17.20:  Βατάκη Αργυρώ, Βατάκη Αργυρώ, Πειραματική Ψυχολόγος, Ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Γνωσιακής Έρευνας και Τεχνολογίας,

«Η χρονική αντίληψη πολυαισθητηριακών ερεθισμάτων».

 

17.20 – 17.40: Κωστελέτος Δημήτρης, Αρχιτέκτων.

«Η παρούσα στιγμή στην Αρχιτεκτονική. Σκέψεις για την ανάδυση της χρονικότητας στο αρχιτεκτονικό έργο».

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ: 17.40 – 18.00

 

ΠΡΟΕΔΡΕΙΟ Γ΄.   Πόπορη Δήμητρα, Χατζηκυριάκου Νίκη, Πίτσου Αδαμαντία

 

 

18.00 – 18.20:  Σαμαρτζή Σταυρούλα, Ψυχολόγος, Αν. Καθηγήτρια, Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

«Η χωρική πλευρά του χρόνου».

 

18.20 – 18.40: Κωνσταντινίδης Κ. Λάζαρος, Ε.Α.Π., Α.Π.Θ. Τ.Ε.Π.Α.Ε., Τ.Ε.Ι. ΑΘΗΝΑΣ

«Η ιστόρηση του ‘Τροχού του Χρόνου’ στη Βυζαντινή τέχνη».

 

18.40 – 19.00: Κατσικούδης Ανδρέας, Σκηνοθέτης, Εκπαιδευτικός.

«Ο χρόνος στον κινηματογράφο».

 

19.00 – 19.20: Μάρα Νικολαίδου, Αν. Καθηγήτρια, Τμήμα, Πληροφορικής και Τηλεματικής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

«Τέχνη και Διαδίκτυο».

 

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ: 17.20 – 19.30

 

2ο .  ΣΤΡΟΓΓΥΛΟ ΤΡΑΠΕΖΙ:  19.30 – 21.00

ΑΣΤΡΟΦΥΣΙΚΗ/ ΠΟΙΗΣΗ/ ΜΜΕ / ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ/ΒΙΝΤΕΟ

ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ:  Κωνσταντούδης Βασίλης, Φυσικός, Διδάκτωρ, Ερευνητής Ινστιτούτο Μικροηλεκτρονικής, ΕΚΕΦΕ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ.

 

ΜΕΛΗ: Αλευράς Νικόλαος (σκηνοθέτης), Σκουλά Μαρία (σκηνογράφος), Λιγκοβανλή Κατερίνα (επιστημονική συνεργάτιδα του Κέντρου Κοινωνίας Επιστήμης και Τέχνης CAID), Ηλιόπουλος Γεώργιος (φυσικός), Αγγελος Μίχας (φωτογράφος), Κυρλίδης Λάκης, Αβδελιώδης Δήμος (σκηνοθέτης).

 

 

 kom_1 

                                    Αφιερώνεται στον Γιώργο Ξηροπαϊδη

για την ακεραιότητα και το ήθος της πορείας του

 

Λιποτακτεί ο αιθέρας

Λιτές ανταύγειες σύννεφο

Εύπλοα φιλιά

Κι άσματα βυθών

Της τύχης το ευτυχές

Βαφτίζει το Χρόνο

Ούτις

Και σ΄αντικίνηση αυτός κλωθογυρνά

Τον εαυτό του στ΄ανεξήγητο

Ενός τυχαίου

Θαλερού

Που υλακτεί στο θρόνο του[1]

 

                                                                τὸ  δὲ  τῶν ἀνθρώπων γένος καὶ
τέχνη καὶ  λογισμοῖ ς

                                                                                                                καὶ  δοκεῖ  σχεδὸν
ἐπιστήμῃ  καὶ τέχνῃ ὅμοιον εἶναι καὶ ἐμπειρία, ἀποβαίνει δ’
ἐπιστήμη καὶ τέχνη διὰ τῆς ἐμπειρίας τοῖς ἀνθρώποις· ἡ
μὲν γὰρ ἐμπειρία τέχνην ἐποίησεν

                                                    Αριστοτέλους Των μετά τα φυσικά [980b.21], [981a ]

 

Ξεκινώ κάπως ανορθόδοξα (;…) μ’ ένα ποίημα, έχοντας την πρόθεση να ενισχύσω τον σκοπό αυτού του συνεδρίου, όπως τον αντιλαμβάνομαι : ως επιδίωξη οριστικοποίησης της συναλληλίας Επιστήμης–Τέχνης / Τέχνης–Επιστήμης, ενώπιον του (ενός και αυτού) ΓΝΩΣΤΙΚΟΥ φαινομένου.

Εδώ, λοιπόν, με το ποίημα που μόλις παρέθεσα, έχουμε πέρα από μιαν αισθητική ή «ρομαντικά», όπως αφελώς εξακολουθεί ακόμη να γίνεται αντιληπτή, ποιητική κατάθεση, κυρίως μια γνωσιακή κατάθεση (η Ποίηση δύναται να προσφέρει τέτοιες αφειδώς), που αφορά στην Κοσμολογία, την ανθρωπολογία και, φυσικά, τη διάσταση του «Χρόνου» στη μεταξύ των σχέση. Την Κοσμολογία, μάλιστα, σε κάθε δυνατό επίπεδό της :

εμπειρικό/ υπερβατολογικό

αισθητό / υπεραισθητό

φυσικό / μη φυσικό

ευκλείδειο/μη ευκλείδειο,

ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ και μάλιστα με τη δυνατότητα να εικονίζονται ΟΛΑ αυτά στην αντιληπτή καθημερινότητα, έστω κατά ιδιάζοντα τρόπο, πράγμα που δεν θα μπορούσαμε να πούμε για τη μικροφυσική φερ’ ειπείν. Η ποιητική αυτή γλώσσα, πέρα από τα χύδην νομιζόμενα, (επιχειρεί να) είναι γλώσσα αυστηρή, ακριβείας (ή τουλάχιστον αυτή είναι η προθετικότητά της) και όχι αφηρημένη. Η γλωσσική αυτή ακρίβεια είναι, ωστόσο, ορισμένου χαρακτήρα (δηλαδή είναι ποιητική), μη παύοντας, ασφαλώς, να παραμένει Γλώσσα και ΕΝΤΟΣ της Γλώσσας, όπως και κάθε άλλη αντίστοιχη των θετικών επιστημών. Έχει ιδιοπροσωπία και ιδιαιτερότητα, όπως ΟΛΕΣ οι γλώσσες (μαθηματική, φυσική) και περιγράφει / ερμηνεύει το ΚΟΣΜΙΚΟ φαινόμενο και τον πρωταγωνιστή του άνθρωπο (πρωταγωνιστή, διότι ΕΜΕΙΣ είμαστε εκείνοι που το συνειδητοποιούμε και το ερμηνεύουμε, διότι αφεύκτως μας αφορά, διότι δι ημών διυλίζεται και όχι, φυσικά, γιατί αυτός δείχνει να παίζει κάποιο ουσιαστικό ρόλο στις συμπαντικές λειτουργίες) χωρίς να υποτάσσεται σε συμβατικές παραδοχές του κόσμου, όπως τουλάχιστον τον προσλαμβάνουν οι ευκλείδειες αισθήσεις. Ή, αν προτιμάτε, η Γλώσσα αυτή εμφανίζεται να μιλά με όρους αισθησιοκρατίας. Μολαταύτα, δεν περιορίζεται σ’ αυτούς και ομιλεί με μη καθιερωμένους και μη συμβατικούς αισθησιοκρατικούς όρους, αλλά και με μιαν ειδική, δηλαδή, μορφή ΑΙΣΘΗΣΗΣ, – όχι πράγματα άγνωστα στη σύγχρονη φυσική, νομίζω. Πρωτίστως, επαναλαμβάνω, έχουμε εδώ στο ποίημα αυτό μιαν ειδικού τύπου (όπως όλες δηλαδή) γνωσιακή μαρτυρία / κατάθεση. Προσοχή όμως : δεν περικόπτω τη δυναμική της, περιορίζοντας την στο ΑΙΣΘΗΤΙΚΟ πεδίο. Η αισθητική αφορά ΜΟΝΟ σε ΜΙΑ λειτουργία του ΟΛΙΚΟΥ φαινομένου της Τέχνης. Αλλιώς, αν εφαρμόζαμε αυτή τη στενή θέαση και αντίληψη (για την υφή του ποιητικώς λέγειν) σε μιαν άλλη πιο …«θετική» γλώσσα, θα ήταν σαν να λέγαμε πως ο ηλεκτρομαγνητισμός είναι ΟΛΗ η ΦΥΣΙΚΗ και Φυσική είναι ο ηλεκτρομαγνητισμός !

 

kom_2

 

Γνωσιακή λοιπόν κατάθεση. Και στο συγκεκριμένο ποίημα η γνωσιακή αυτή κατάθεση αφορά στο πώς ο Χρόνος γίνεται κανείς, μη όν, πέφτοντας στην παγίδα φθοράς (δηλ. συμβατικής χρονικής φυσιοκρατίας…), που έχει ο ίδιος στήσει και με τη αυταρέσκεια, μάλιστα, ότι δεν υπάρχει περίπτωση να του γλυτώσει κάτι ή κάποιος. Και πέφτει στην παγίδα, διότι προκύπτει ένα ΓΕΓΟΝΟΣ ΣΧΕΣΗΣ, μια εμβίωση, μια συνάντηση, και εκεί στη συνάντηση και στους εκπληρωμένους πόθους, απλούστατα… παύει να υπάρχει. Καθώς το σχεσιακό ΓΕΓΟΝΟΣ τού υπενθυμίζει πως ο ίδιος «υφίσταται» ΕΩΣ να καλυφθεί η απόσταση (χωρικός όρος, ωστόσο, όχι μονολιθικά φυσιοκρατικός) μεταξύ των σχετιζομένων. Πως ο Χώρος τον γεννά. Πως ο ίδιος γεννάται από την «καταμέτρηση» απουσίας σχέσης ή από το απόμακρον αυτής. Από την (υπαρκτική και φυσική) απόσταση μεταξύ των οντοτήτων. Πως η απόλυτη αιτία του Χρόνου είναι ο Χώρος. Και αυτός, ο Χρόνος, δείχνει να το έχει ολότελα ΛΗΣΜΟΝΗΣΕΙ αυτό (η Μνήμη είναι πάντοτε ένας αιώνιος αντίπαλός του), νομίζοντας πως διαθέτει αυθυπαρξία, πως είναι ον, πως δεν προκύπτει από… ετεροντότητες. Ξεχνά πως δεν έχει «αντικειμενικό» αντίκρισμα, καθώς δεν αποτελεί ΦΥΣΙΚΟ αντικειμένο, οντότητα. Δεν απαντάται στο Σύμπαν.

Κι ωστόσο… όμως, επιβάλλει τη «διάστασή» του, το αόρατό του. Όπως, ίσως, η… ΠΟΙΗΣΗ, και η μικροφυσική, που δεν τη συναντάς, αλλά ΕΙΝΑΙ πάντα εδώ. Που δεν την βλέπεις, αλλά κινείσαι ΜΕΣΑ σ’ αυτήν. Με τη διαφορά πως δεν ΠΑΥΕΙ να υπάρχει, όπως παύει, ωστόσο, ο ΧΡΟΝΟΣ. Και δεν παύει, διότι ίσως το Κάλλος, ένα αντιληπτό άμεσα στοιχείο της, ΕΙΝΑΙ ενσωματωμένο, οργανικά και αναφαίρετα, στο ΟΝ. Ενώ ο Χρόνος όχι. Ή αν «είναι», τελεί υπό αναίρεση.

Κι ο Χρόνος παύει να υπάρχει κατά ειδικό τρόπο, όπως εκθέτει το ποίημα. Και  αισθάνεται πως έχει δεθεί, έχει δέσει (παθητική και μέση σύνταξη, όχι ενεργητική…) τον εαυτό του χειροπόδαρα, έτσι ώστε ν’ αναγνωρίζει, να ομολογεί, την ήττα του, ή ακόμη περισσότερο, μάλιστα, «επιζητεί» μανιωδώς την κατάργηση του εαυτού του. Και μάλιστα με την «συνειδητοποίηση» πια πως είναι ψεύστης, δεν υπάρχει, μας εξαπάτησε, εξαπάτησε και τον εαυτό του τον ίδιο και αυτό τού δημιουργεί αίσθημα βαθειάς απέχθειας. Τώρα πια δεν κινείται ευθύγραμμα, αλλά κυκλικά. Γυροφέρνει, κλωθογυρνά. Δεν άγει κάπου. Γυρνά γύρω από έναν ΤΟΠΟ-ΧΩΡΟ, στον οποίο έχει συσταθεί το ΣΧΕΣΙΑΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ! Νοηματίζεται (παθητική σύνταξη…) από αυτό το Γεγονός (ποιητικό αίτιο…). Ο Χρόνος (σε μια ανθρωπομορφική απεικόνιση, και αυτό δεν είναι ΤΥΧΑΙΟ, αν και μόνο θυμηθούμε πως κάποτε η φιλοσοφία αποφάνθηκε ζωομορφικά πως ο άνθρωπος είναι ο χρόνος…και το ΓΕΓΟΝΟΣ,  – ιδού, νομίζω, άλλη μια μη τυχαιότητα…), λέει το ποίημα, δεν μπορεί να εισέλθει σε κάποιο ΧΩΡΟ, στην τοπογραφία, δηλαδή, του Σχεσιακού Γεγονότος[2], καθώς εκεί το ΓΕΓΟΝΟΣ τού γαυγίζει, φυλάσσοντας και προστατεύοντας το Χώρο, σαν σκύλος και κάνοντας τον Χρόνο πια (χρονικός όρος) να συνειδητοποιήσει κάτι, να έχει την επίγνωση κάτινος. Μάλιστα, φαίνεται να υπάρχει ριζική αναδιάρθρωση του χωροχρόνου στο ποίημα, αλλά και να δηλώνεται, υπόρρητα, ότι η ίδια η χρησιμότητα και η παραδοχή της υπάρξεως του χρόνου είναι αυτή τούτη : να μάς οδηγήσει στην κατάργησή του δια του γεγονότος μιας σχέσης.

Τώρα, αν αυτές οι αλήθειες (;…) ειπωθούν στη γλώσσα της ΠΟΙΗΣΗΣ αλλάζει κάτι για την ίδια την Πραγματικότητα ; Μια θεωρητική σύλληψη ή μια αισθητική γνώση, γίνεται δι αυτής (της ποιητικής γλώσσας) κάτι ανυπόληπτο, ανυπόστατο ; Ακόμη, μάς αρκεί να έχουμε ΜΟΝΟ αυτή τη γλώσσα εξήγησης της γνωσιακής μας εμπειρίας (τη γλώσσα των θετικών επιστημών δηλονότι), στην οποία λίγο πριν αναφερθήκαμε (ας την ονομάσουμε, εδώ, πεζά αναλυτική, και συντακτικά ορθολογική), και όχι την άλλη, την ποιητική, που μιλά για τα ίδια ΠΡΑΓΜΑΤΑ, αλλά με ειδικές φωνές, χροιές και βάρος και την οποία θα  ονόμαζα γλώσσα πυκνωτική, μικρογραφική, κβαντική ; Είναι κάποια πιο κατανοητή από την άλλη ; Είναι κάποια πιο αληθινή λόγω του τρόπου που αρθρώνει τον Κόσμο ;…

 

kom_3

 

Αλήθεια, στο παραπάνω παράδειγμα, είναι ανυπόστατη, χαλαρών ηθών και απεχθώς ελευθεριάζουσα η ανθρωπομορφική γλώσσα που χρησιμοποιεί η Ποίηση, ενώ είναι απόλυτα αυστηρών ηθών, ακριβείας, μη ανθρωπομορφική, μη εισαγωγική ανθρωπικών όρων, η …επιστημονική εκείνη γλώσσα που συμβαίνει να κάνει λόγο… (κατά χίπικο ή γυναικείο εξεικονισμό) για Κόμη, (κατά λόγον ζωομορφικό) για νεφέλωμα κεφαλής αλόγου, μάτι της γάτας, νεφέλωμα αετού, (κατά λόγον ανθρωπίνου αναστήματος) για λευκούς νάνους, (κατά λόγον πολιτειολογικό !) για στέμμα, (κατά λόγον ερωτικής έλξεως) για ελκυστή, (κατά λόγον ειδικού πεποιημένου, ανθρωπίνως, αντικειμένου) για γαλαξία σομπρέρο ;…  Το ΟΝ, ως έκπαλαι είναι γνωστόν, λέγεται πολλαχώς[3].

Φυσικά, είναι αυτονόητο για μένα πως, ως άνθρωπος της γλώσσας, δεν διανοούμαι ότι μπορεί να έχουμε ποτέ την ακρισία να καταργήσουμε κάποια ΓΛΩΣΣΑ ή να την πετάξουμε στα άχρηστα, ούτε πως μπορεί να συμβεί να την προσπερνούμε περιφρονητικά ή αδιάφορα, αφού ΟΛΕΣ οι γλώσσες οφείλουν να είναι παρούσες για να ομιλήσουν ως ΜΙΑ για το ΈΝΑ συμπαντικό φαινόμενο. Η απώλεια γλωσσών, σημαίνει αυτόματα απώλεια θεάσεων και οπτικών του ΕΝΙΑΙΟΥ ΚΟΣΜΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ. Άλλωστε, οι γλώσσες που έχει υιοθετήσει η ΕΠΙΣΤΗΜΗ και που τις έχει ομιλήσει με επάρκεια, είναι πλήθος και άρα η πληθυντικότητα των Γλωσσών, εν γένει, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να την ξενίζει. Εκτός κι αν πρέπει, εντελώς αθεμελίωτα και αναιτιολόγητα, να αποκλείσουμε γλωσσικές/γνωστικές = ποιητικές λειτουργίες του μικρόκοσμου, της σωματιδιακής – κυματιδιακής Ποίησης, δηλαδή του ασύλληπτου ενεργειακού πυρηνικού συλλαμβάνειν και εξεικονίζειν πυκνωτικά το ΟΝ, προς χάριν του νευτώνειου μακρόκοσμου της αντιληπτής και αισθητής εμπειρίας και των όχι και τόσο κοσμογονικών εκρηκτικών διαστάσεων.

Αυτά ως μια προεισαγωγή 2 σχεδόν σελίδων (!) για 12 μόνο στίχους ή, για να ακριβολογώ, όντας σε επιστημονικά περιβάλλοντα, 1245 λέξεων εύληπτης (;) ορθολογικής (;) ερμηνευτικής, έναντι 37 λέξεων «μικροφυσικού μακροφυσικά» ποιητικού κειμένου, ώστε σε όσα ακολουθήσουν να υπάρχει το ειδικό βάρος ότι η ΤΕΧΝΗ συνιστά κολοσσιαία συμβολή στο πεδίο της ΓΝΩΣΗΣ και ερμηνείας του ΚΟΣΜΙΚΟΥ φαινομένου.

 

kom_4

 

Αφότου αποδέχθηκα την τιμητική πρόσκληση της ένωσης Φυσικών για τη συμμετοχή μου στο συνέδριο έχω, μέχρι χθες, γράψει 66 σελίδες, από 14-12-2011 έως 19-1-2012. Μη φοβάστε ! Δεν θα βασανίσω κανέναν διαβάζοντάς τες. Το αναφέρω, απλά, γιατί δείχνει κάτι που αφορά άμεσα στην σημερινή πραγμάτευση του Χρόνου, αλλά και που θα το σχολιάσω παρακάτω. Ποιος, λοιπόν, ο υπαίτιος των 60 σελίδων ; Αποκλειστικά ο ΧΡΟΝΟΣ. Ο Χρόνος ; Μα… μπορεί ; Ε, όχι και ακριβώς ο Χρόνος. Ουσιαστικά, η κατάσταση που με περιμένει εν χρόνω. Ποιά κατάσταση ; Το θνήσκειν μου, ασφαλώς[4]. Εν όψει του χ τέλους (θανάτου) μου μέσα στα επόμενα 0 έως, maximum και καθ’ υπερβολήν, 60 χρόνια. Και έτσι αδράττω ΤΩΡΑ την ευκαιρία να παγιώσω κάτι – visio/visum monumentum fiat –, που ενδέχεται να έχει μια χ αξία διαχρονικά, γιατί εγώ παρέρχομαι (χωρικός όρος ;…). Αυτό, με μέγιστη συνοπτικότητα, είναι μια από τις αιτίες τόσο της αθανασίας του έργου Τέχνης, όσο και της πρόκλησης να υπάρξει αυτό. Έτσι, εδώ, σήμερα (χωροχρονικοί όροι), θα διαβάσω κάποια αποσπάσματα από την εκτενή εκείνη πραγματεία και ίσως να μην προλάβω να διαβάσω ούτε κι αυτά.

Συνεχίζω. Θεωρώ ως τιμητικά αρμόζον σε επιστημονικά περιβάλλοντα και γνήσιο φόρο τιμής στην Επιστήμη το ΕΡΩΤΗΜΑ. Την κατάσταση–στάση του ΕΡΩΤΑΝ. Τη μόνη γνήσια και αυθεντική για τον άνθρωπο στάση–κατάσταση. Το  ερωτάν στον ορίζοντα του Χρόνου, στον ορίζοντα της τέταρτης διάστασης, προεικονίζει και προγεύεται το εν γίγνεσθαι καταληκτικό ανθρώπινο Μέλλον του ειδέναι ως διαρκές μετεχόμενο Παρόν, αφού η γνώση, κυλιόμενη στο Χρόνο, μόνο ερωτηματικά βέβαιη και ακριβής μπορεί να είναι (ίσως να συνηγορούσε ένθερμα σ’ αυτό ο Τόμας Κουν), και αν είναι τέτοια, κατά ατελεύτητη χρονικά ακολουθία, τότε το Παρόν έχει εμβιώσει το «πέρας» του Μέλλοντός της καταστασιακά (ίσως αυτό να είναι κάτι που ο προαναφερθείς δεν το είδε. Δηλαδή ότι όλοι, κατά το ΕΡΩΤΑΝ, είναι σύγχρονοι της ΙΔΙΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Είναι, δηλαδή, και ΑΚΙΝΗΤΟΙ (!) και ΚΙΝΟΥΜΕΝΟΙ (!). Με συνέπεια, για τη θεωρία των επιστημών, να ΜΗΝ υπάρχουν ρηγματώσεις στο επιστημονικό σώμα, δια των νέων παραδειγμάτων, αλλά ακεραιότης και διάρκεια…).

 

kom_5

 

Έτσι, ας ομοβροντίσουν τα ερωτήματα : Η κάλλυνση των όντων θεωρείται εκτός αληθούς γνωσιολογικής ισχύος και εφαρμογής ; Υπό ποία οπτική ; Η κάλλυνση είναι κάτι που φέρουν a priori τα όντα κατά την εμφάνισή τους σε χ Κόσμο (με τον Κόσμο να προβάλλεται, έτσι, ως αμετάβλητη και ανώλεθρη οντολογική τους σταθερά) ή την αποκτούν κατά το γίγνεσθαί τους σ’ αυτόν ; Ποιό το όργανο ερμηνείας και πραγμάτευσης του Κάλλους ; Μπορεί να υπάρξει τρόπος ελέγχου…ορθότητας του Κάλλους ; Ο τρόπος της σύστασης των όντων δια του Κάλλους επιδέχεται πειραματικής και εργαστηριακής αποδείξεως ; Το (λογής) ανεξέλεγκτον σημαίνει (επιστημονικοφρόνως) αυτονοήτως και… ανυπόστατον ; Η φυσική επιστήμη δεν καλείται να μελετήσει όλες τις οντότητες ; Το κάλλος είναι οντότητα ; Υπαρκτόν και ενυπόστατον είναι, λόγου χάρη, μόνο το κατά οπτική Χίλμπερτ αποδεικτέο ; Πώς αντιμετωπίζει η επιστημονική απόδειξις το Χρόνο ; Τον ακινητοποιεί ; Επιβάλλει την ίδια και αποτετελεσμένη, πια, ισχύ της από του ΝΥΝ έως το Αεί του ; Υπάρχει διάσταση μεταξύ Αλήθειας και Κάλλους ; Η αλήθεια αξιωματικοποιείται μαθηματικώς και παγιώνεται επιστημονικά, ώστε να ακινητεί [σ]τον Χρόνο ή είναι κινούμενη και τελικά απροσδιόριστη ; Η παραδοξότητα είναι ένας τρόπος εμφάνισης του Κάλλους ; Αν ναι, κάθε παραδοξότητα είναι εξοβελιστέα γνωσιολογικά (επιστημονικώς) ; Δηλαδή, το παράδοξον δεν ανήκει στο πεδίο της Γνώσης ; Η απροσδιοριστία του Κάλλους συμπίπτει με την απροσδιοριστία της σύγχρονης κβαντικής φυσικής ; Η κάλλυνση είναι το όλον της λειτουργίας της Τέχνης ; Τί ονομάζουμε Κάλλος και από ποια οπτική γωνία το θεωρούμε ; Τί μπορεί να εμπεριέχει το Κάλλος ;

Μπορεί να εμπεριέχει την… αναδιάταξη των οντοτήτων στο Χρόνο ; Η αναδιάταξη αυτή μπορεί να έχει αμιγώς ρεαλιστικό χαρακτήρα με καθαρή γνωσιολογική αξία ; Η «παραγωγή» Κάλλους, δια του έργου Τέχνης, μπορεί να εμφορείται από διαισθητικά και ενορατικά στοιχεία, όπως ακριβώς εκείνα που οδήγησαν τους Φυσικούς στη θεμελίωση της κβαντικής θεωρίας ;[5]  Το Κάλλος αφορά πρωτίστως στην αίσθηση και ουδέποτε στο νοείν ή το στοχάζεσθαι και αποδεικνύειν ; Το αποδεικνύειν (επιστημονικώς) εμφανίζει… αντιχρονική συμπεριφορά ; Επιβάλλει, δηλαδή, αμετάκλητα την χ αλήθεια στο Χρόνο δεσμεύοντάς τον να την… επαναλαμβάνει, να την δεικνύει άφθαρτη (επ’ αυτού ο Τ. Κουν μάς λέει πάρα πολλά…) ; Το Κάλλος εμπίπτει, ουσιωδώς, στο χώρο του αρρήτου και αν όχι, τί και πώς θα εντοπίζαμε ως ρητή του φανέρωση ; Συνομιλεί με το Χρόνο ; Αν ναι, υπάρχει τροπικότητα στην συνομιλία τους ; Η Τέχνη, δια του Κάλλους, ακυρώνει ή παγώνει το Χρόνο ; Ο Χρόνος μπορεί να πήγνυται γεγονικά και μάλιστα με ελευθερία, με αναρχία, φοράς και κατεύθυνσης ; Η Τέχνη ευαγγελίζεται μιαν ιδιόμορφη και ίσως παράδοξη ελευθεριότητα κινητικότητας, αλλά και ειρκτής του Χρόνου ; Η κινητικότητα αυτή είναι απειθάρχητη ή γίνεται κατά τάξη και είναι πειθαρχημένη δια του οργάνου της Τέχνης ; Η Τέχνη διασώζει το Χρόνο ; Αν ναί, πώς ; Και τί σημαίνουν, γι αυτό το πώς, οι 3 χρονικές διαστάσεις ; Μας ενδιαφέρει γνωσιολογικά το ερώτημα της σωτηρίας και του πώς σώζεσθαι του Χρόνου ; Το κάλλος είναι υφιστάμενο της (αποδείξιμης[6] και πειραματικά ελεγχόμενης) αλήθειας (δηλαδή είναι άρχον ή αρχόμενον)[7] ; Ανήκει στα υπαρκτά, κατά τρόπο ουσιώδη ; Είναι μόνον και αποκλειστικά μερικό και επινοημένο-πεποιημένο ανορθολογικά φαινόμενο ή αγκαλιάζει την ολοκληρία του υπαρκτού ; Είναι υπερκείμενο της λογικής αλήθειας ; Είναι σύμφυτο μ’ αυτήν ; Αλήθεια σημαίνει ελεγμένη και επαληθεύσιμη αποδειξιμότητα ; Και αποδειξιμότητα σημαίνει αντιστοιχία intellectus et rei ; Επί ποίας βάσης αντιστοιχούν αυτά και πώς θεωρούμε την αντιστοίχιση ;

Από αυτά και από όσα δεν διατυπώθηκαν εδώ, δηλαδή παρά ελάχιστο, το αδιατύπωτο ΟΛΟΝ…, προκύπτει πως η Τέχνη δεν έχει να κάνει αποκλειστικά, νανουριστικά, ή αποικοιμιστικά ακόμη (και αυτό το λέω, διότι συνιστά και έκπτωση της Τέχνης από το λειτούργημά της, αλλά και ανθρωπολογικό κίνδυνο Άγνοιας–προς–θάνατον, ο μονολιθικός περιορισμός της Τέχνης στο πεδίο της Αισθητικής/Κάλλους, με υπόρρητη πάντα (επιστημονικόφρονα) μομφή τον υποκειμενισμό και την αναξιοπιστία), με την ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ, αλλά με το ανθρώπινο ΕΙΔΕΝΑΙ σε κάθε του διάσταση. Η Τέχνη είναι μια καίρια, με ιδιαίτατη βαρύτητα και σπουδαιότητα, ΓΛΩΣΣΑ  που αρθρώνει, μέσα στο ανθρώπινο ΕΙΔΕΝΑΙ και με προοπτική αυτό τούτο, τον Κόσμο και τα υπόλοιπα όντα και για να έχει κανείς μια ορθή εικόνα Κόσμου–Ανθρώπου πρέπει αν όχι να γνωρίζει, οπωσδήποτε, όμως, να υπολήπτεται και να ακούει ΟΛΕΣ τις γλώσσες, που ομιλεί το ανθρώπινο ΕΙΔΕΝΑΙ, ως ΜΙΑ.

 

kom_6

 

Εντοπίζω δύο κυρίαρχες απόψεις-θεωρήσεις του επιστημονικώς θεωρείν τον Χρόνο. Την προκουνική και την κουνική (T.S.Kuhn). Επιπλέον, πριν προχωρήσω, θέτω και το ερώτημα της ουσιώδους, έστω και αντεστραμμένης, ομοείδειας των δύο αυτών επιστημονικών θεάσεων του προβλήματος του Χρόνου και δεν προχωρώ σε εξέταση αυτού του ερωτήματος. Η προκούνεια θεώρηση θεωρεί ευθύγραμμα το Χρόνο ως μια αλληλουχία χρονικών σημείων, σύμφωνα με την αριστοτελική θεώρηση του πρότερον και ύστερον[8] και της φυσικής χρονικής διαδοχής τους, τα οποία βαίνουν κατά ομαλή και προοδευτική φορά[9]. Μπαίνω στον πειρασμό να παραλληλίσω στενά αυτή τη θέαση με την παύλεια εκείνη, η οποία κάνει λόγο (αχρόνως ή χρονικώς ; αϊδίως ή αιωνίως;) για (φωτιστική, γνωσιακή) μετάβαση «από δόξης είς δόξαν»[10]… Φαίνεται πως στις ανωτέρω θεωρήσεις δεν υφίσταται ρήγμα, χάσμα ή ενδεχόμενη αναδιάταξη του Χρόνου, ούτε κάποια ενοχλητική (για την θετικιστική αυταρέσκειά μας ;…) αναστάτωση και αταξία. Επιτρέψτε μου να εντοπίσω και κάτι ακόμη, σχετικά μ’ αυτή την παύλεια θεώρηση. Μιαν ολότελα ανεξήγητη και αδιευκρίνιστη ή αδιασάφιστη Στάση του Χρόνου, με τελεολογική προοπτική, μια περίεργη (οντολογικά, γνωσιολογικά και ανθρωπολογικά) ακινητοποίησή του : «ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν… ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι»[11]. Δηλαδή : ακινησία των όντων εν όψει χ πληρότητος, προσποριζομένης εν προσδιορισμένω, από Άγνωστο Παράγοντα, χρόνω…

Η κούνεια θεώρηση εισάγει πάνω στην ευθύγραμμη πορεία του Χρόνου ρηγματώδεις διακοπές, βάσει και αιτία προϋφιστάμενων γνωστικών ανωμαλιών, όπου εκεί, στον Χρόνο δηλαδή αυτών των διακοπών, επισυμβαίνουν αφανισμοί (Προσθέτω τις ερωτήσεις : δύναται όντως να συμβεί κάτι τέτοιο ; Υπάρχουν… ολοκληρωμένες και τέλειες καταστροφές ;… Χάνεται κάτι, άπαξ υπάρχον, από τον ορίζοντα του Χρόνου; ) και γεννήσεις, αναδύσεις και καταδύσεις, συσκοτίσεις και φωταγωγήσεις. Η επέλευση του Χρόνου, κατά Κουν, αποκαλύπτει τη σαθρότητα, την ανεπάρκεια ή το ελλιπές των πρότερων αληθειών και εγκαθιστά στη θέση τους νέες αποδεδειγμένες αλήθειες, υπό την πλέον βάσιμη προοπτική να είναι, πια, τα μελλοντικά αποδεδειγμένα ψέματα…

Αξονική θεματική αυτής της εισηγήσεως είναι το ακόλουθο : «Ο εγκαινιαστικός χρόνος της επιστήμης ως χρόνος σημειακός κατά ευθύγραμμη προοδευτική τελεολογία και ο τετελεσμένος της Τέχνης ως ολοκληρωμένος δυναμικός κύκλος.».  Πώς διαφωτίζουν τα παραπάνω το συγκεκριμένο αυτό πεδίο έρευνας ; Γνωρίζουμε όλοι, δυστυχώς ή ευτυχώς, αφού με έγκοπα βήματα προχωρά πάντα η γνώση, πως επιστήμη ουσιαστικά σημαίνει, κατά μία έννοια…, θεμελίωση του προφανούς και αυτονόητου. Τα Principia των Russel–Whitehead εικονίζουν σαφώς τη σισύφεια προσπάθεια θεμελίωσης των θεμελίων… Την εφιαλτική θεμελίωση της θεμελίωσης… πάντα…! Ας αρκεσθούμε, εδώ, σε μια μερική θεμελίωση, εν όψει της κουνικής θέασης, που θα μάς επιτρέψει να προχωρήσουμε στους συλλογισμούς μας. Ας θέσουμε κάποια θεμελιώδη…αξιώματα.

Επιστήμη :         Εγκαινιαστικός χρόνος = ολόλαμπρη γέννηση προς  …θάνατον

(δηλαδή, π.χ. γεωκεντρισμός, που αναμένει το… διαστελλόμενο Σύμπαν, ας πούμε, για να πεθάνει… «εντελώς»…, ή η αϊνστάινεια σχετικότητα εν αναμονή της μελλοντικής της επιδιόρθωσης, τουλάχιστον…)

Επιστήμη :        Ευθύγραμμος σημειακός Χρόνος = κίνηση, κατά το πρότερον και                                       ύστερον, επί νοητής, ουσιοκρατικά αμετάλλακτης, ευθείας

(δηλαδή, συσσώρευση αληθειών με τελεολογία αυτή τούτη τη συσσώρευση (!), που άγεται από την παντοκρατορία του Χρόνου, τον οποίο δεν διανοείται καν να χειραγωγήσει. Κοντολογίς, το αεί υπολείπεσθαι έναντι του Χρόνου και των όσων με ελεημοσύνη μάς επιδαψιλεύει.)

Τέχνη :                  Τετελεσμένος Χρόνος = Ακινητοποιημένος άφθαρτος Χρόνος (μηδενοποίηση ή αγαλματοποίηση του Χρόνου, δηλαδή, με άλλα λόγια, η οντότητα οιουδήποτε έργου Τέχνης.)

Τέχνη :                  Ολοκληρωμένος, εν δυναμικό γίγνεσθαι, κύκλος

(!!! το γίγνεσθαι εδώ μπορεί να υποδηλώνει… ευθύγραμμη κίνηση (!) του κύκλου, λύση του κύκλου, στην ευθεία. Δηλαδή, μη ουσιοκρατική υποταγή του στην κυκλικότητα, χωρίς, ωστόσο, να αφίσταται από την…κυκλικότητά του (μια μεταμοντέρνα, ίσως, γεωμετρία, που βρίσκεται πια στο ίδιο τσουβάλι με τις υπόλοιπες μη ευκλείδειες… Πρβλ., λόγου χάρη, το εξής : το έργο Τέχνης εις το ΣΥΝΟΜΙΛΕΙΝ με τον καθέκαστον χρόνο.)

Διευκρινίζω : κύκλος = κατοχή, εν ταυτώ, όλου του χρόνου (όλων του των διαστάσεων) δίχως εγκλεισμό του στην αχρονικότητα, αλλά με ταυτόχρονο άνοιγμά του στην εξέλιξη και την αϊδια ανασύστασή του.

 

kom_7

 

Ή σε άλλη Γλώσσα :

Η χρονική εξίσωση του έργου Τέχνης: χ1 +…χν = χ0 (Þ ± ¥), δηλ. όπου 0 ¹ αλλά και  ³ του χ

Η χρονική εξίσωση του επιστημονικού επιτεύγματος :

χ1 +…χν = χ όπου χ < πάντα του χν και χν = χ1

Ο παροντισμός όλου του χρόνου εν Τέχνη θα μπορούσε να δίνει έναν τέτοιο τύπο :

komni_symbols

 

Με άλλα λόγια ρωτώ τους αξιότιμους συνέδρους, αφού ο χρόνος τώρα, στα πλαίσια αυτής της εισηγητικής ομιλίας, πιέζει εξοντωτικά, Είναι τετελεσμένος ο Παρθενώνας ; Η ομηρική Οδύσσεια ; Είναι πια αυτά ακινητοποιημένος άφθαρτος Χρόνος ; Είναι ολοκληρωμένος ο Παρθενώνας ή ο σοφόκλειος Οιδίποδας, σε δυναμική και γιγνόμενη συνομιλία με το εκάστοτε χρονικό ΝΥΝ των διαφόρων πολιτισμικών εποχών και πολιτισμικών παραδειγμάτων ; Ένας τέλειος κύκλος, δηλαδή, που συνομιλεί συνουσιακά με την επ’ άπειρον προεκτεινόμενη ευθεία (του φυσικού/αντικειμενικού Χρόνου) ; Και όλα αυτά προς τί και υπό ποία οπτική του Χρόνου ; Διεκδικεί τα ίδια κατηγορήματα, τις ίδιες ιδιότητες, ο Ουρανός του Αναξίμανδου, του Αρίσταρχου, του Πτολεμαίου, του Κοπέρνικου, του Τίχο Μπράχε, του Κέπλερ, του Γαλιλαίου, του Νεύτωνα και ΟΛΗΣ της σύγχρονης φυσικής, που αντικρίζει ιδιαιτερότητες, διαφοροποιήσεις και μιαν άλλου είδους, ίσως, ενότητα ; Βελτιώνεται, τελειοποιείται διορθώνεται ή ακυρώνεται–καταργείται το πτολεμαϊκό γεωκεντρικό σύστημα ; Ξαναγυρνά κανείς στον γεωκεντρισμό ΤΩΡΑ, όπως ΤΩΡΑ ξαναγυρνά στον Όμηρο ή στον Σαίξπηρ ; Αναδημιουργείται ο Χρόνος δια του έργου Τέχνης ; Αναδημιουργείται δια της Επιστήμης ; Αν ναι, τότε πώς ; Τροπικά ; Δηλαδή, στη μιά περίπτωση αγαλματοειδώς, ενώ στην άλλη διορθωτικά, κατεδαφιστικά-ανοικοδομητικά (Τ. Κουν) ; Αν αποδεχθούμε, με μια «αντικειμενική» παραδοχή, αξιωματικά, τον χ ορισμό του Χρόνου, τότε άμεσα αναδύονται ορισμένα ερωτήματα εξαιρετικής σπουδαιότητος :

 

kom_8

 

α) Το επιστημονικό επίτευγμα είναι φύσει ενδεές ;  Κατά κουνική ορολογία, «δέεται» του ερχομένου (δηλαδή, του Μέλλοντος χρονικώς) της επαναστατικής επιστήμης, ώστε να αρτιωθεί. Δηλαδή, έχει υποσυνείδητη (υπόρρητα) αυτογνωσία του διάτρητού του, της εγγενούς ανεπάρκειάς του, των εσωτερικών του διαλυτικών/αυτοδιαλυτικών αντιφάσεων ή, ορολογικώς κουνικά, των ανωμαλιών του ; Αν αυτά είναι έτσι, τότε για τί είδους τάξη του χρόνου ομιλούμε εδώ ; (εξαιρετικά ουσιώδες ερώτημα, νομίζω).

β) Επιδέχεται βελτιώσεων και τελειοποίησης δηλαδή ;

γ) Το έργο Τέχνης τελεί υπό την ίδια κατάσταση με το επιστημονικό επίτευγμα ή είναι φύσει ανενδεές, τέλειον και αγαλματοποιημένο ;

δ) Μπορεί, απλά (δηλαδή, κατά απλή διαπιστωτική, αντικειμενική προφάνεια), να… βελτιωθεί, να διορθωθεί, να τελειοποιηθεί ή να καταργηθεί–ακυρωθεί η ομηρική Οδύσσεια ; Ο Παρθενώνας ; Ο γκαιτικός Φάουστ ; Η 9η συμφωνία του Μπετόβεν ; Η μοτσαρτική του Διός ; Τα Βραδενβούργεια Κοντσέρτα του Μπάχ ; Η αισχυλική Ορέστεια ; Ο σοφόκλειος Οιδίποδας ; Οι κάλβειες ωδές ; Η (θεία) Κωμωδία του Dante ; Η ανθρώπινη κωμωδία του Μπαλζάκ ; Τα μπωντλερικά άνθη του κακού ; Ο δον Κιχώτης του Θερβάντες ; Οι προϊσλαμικές ωδές των Ζουχάϊρ και Ιμρού ουλ Κουάϊς ; Οι δαβιτικοί ψαλμοί ; Τα κοντάκια του Ρωμανού ; Τα cantos του Πάουντ ; Η πολιορκία του Νταρουίς ; Οι τριλογίες του Μαχφούζ ; Τα επαναληπτικά, ως επαναφορτιζόμενες ριπές, παραμύθια των αραβικών νυχτών ; Ο σεφερικός Ερωτικός Λόγος ; Η ελιοτική Έρημη Χώρα ή τα Τέσσερα Κουαρτέτα ; Το ελυτικό Άξιον εστί ; Σταματώ. Επιλήψει με ο…χρόνος διηγούμενον.

ε) Ο Τ. Κουν κάνει λόγο για αποδεκτά επίπεδα λάθους των επιστημονικών παραδειγμάτων (βλ. ορθότερα, κοσμοαντιλήψεων), άγνοιας ή ανεξέταστων σημείων τους. Ποιό από τα παραπάνω έργα Τέχνης χρήζει βελτίωσης ή απόρριψης ; Ποιό είναι το λάθος που μπορούμε, αποδεικτικά (;…), επιστημονικά, να εντοπίσουμε σ’ ένα έργο Τέχνης ; Τί δεν ξέρει το έργο Τέχνης ; Τί αγνοεί ; Με τί δεν έχει ασχοληθεί, ώστε όλες οι παραπάνω αβλεψίες να το οδηγήσουν μαθηματικώς στην ακύρωσή του από το επερχόμενο νέο έργο Τέχνης ; Ποια εγγενή αδυναμία (όπως στα φυσικά επιστημονικά επιτεύγματα), απ’ όλες αυτές που προαναφέραμε, είμαστε σε θέση να προσάψουμε στον Παρθενώνα ή τον δελφικό Ηνίοχο, ποιά στον Ποσειδώνα του Αρτεμισίου ή τον «αυτοστεφανούμενο» του Σουνίου ; Ποιά στον ροντενικό στοχαστή και ποιά στον Δαβίδ του Μιχαήλ Αγγέλου ; Ποιά στον Αναστάντα Χριστό στη Μονή της Χώρας ; Ποιά στην εγκαυστική του Χριστού στο Σινά ; Ποιά στη χατζιδακική Τζοκόντα ; Ποιά στο εμβληματικό ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας του Λοϊζου ; Ποιά στην μελωδική ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ, εν ατελευτήτω μεταμορφώσει, της Μυσιρλούς ; Ποιά στις μελισταγείς τσιτσανικές μελωδίες ; Ποιά στον πακτωλό δωρικής λιτότητας και στοιχειακού πλούτου της βαμβακάρειας σύνθεσης ;

στ) Το σπουδαιότερο : έχει ή μπορεί να έχει λόγο αποφαντικό και… τεκμηριωμένο η Επιστήμη στα παραπάνω ερωτήματα ; Αν όχι, τί συνάγεται εξ αυτού ; Η Επιστήμη οφείλει να αδιαφορεί ή να προσπερνά επιδεικτικά τα γνωσιολογικά εκείνα πεδία του ΕΝΙΑΙΟΥ Κόσμου, στα οποία δεν μπορεί να έχει απαντήσεις ; Μήπως, λόγω εγγενών (ανυπέρβλητων; ) αδυναμιών, υποδεικνύεται χώρος αρμοδιότητος εκάστου γνωσιολογικού πεδίου[12] ; Αν ναι, τότε τι συνάγουμε για την ολότητα της ανθρώπινης γνώσης, για τη συμπεριφορική στάση μας έναντι της ολότητας του απείρου της ;

 

Η κουνική θέαση του Χρόνου είναι προφανές πως εντοπίζει ένα διάνυσμα Α–Β, όπου

Α = φυσιολογική/ομαλή επιστήμη, καθιερωμένο παράδειγμα

Β = επαναστατική επιστήμη, εγκαινιαστικό παράδειγμα,

και το διάστημα μετά Α–Β, ίσον Χρόνος αναμονής επέλευσης του Β. Κατά μία έννοια αυτό εφαρμόζεται και στο έργο Τέχνης[13]. Εδώ μπορεί, κάλλιστα, να αναφανεί ένας σύνδεσμος μεταξύ Επιστήμης-Τέχνης επί του ΚΟΙΝΟΥ και ΕΝΙΑΙΟΥ κοσμικού φαινομένου επί του οποίου αμφότερες, άλλωστε, ίστανται. Ο Χρόνος που μεσολαβεί, ώστε να παράξει ο δημιουργός το έργο τέχνης, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως το αρχικό σημείο Α ενός διανύσματος μέχρι την, εν χρόνω πάντοτε, επέλευση του σημείου Β (= ολοκλήρωση του έργου, τετελεσμένο έργο), όπου τώρα, όμως, εξαφανίζεται κάθε περαιτέρω μετάβαση σ’ ένα σημείο Γ, δηλαδή οιαδήποτε ιδέα απόστασης. Συνεπώς, κηρύσσεται ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ Χρόνου για κάθε μήκος ΒΓ, ΒΔ, ΒΕ κλπ. Το εν Τέχνη αφικνείσθαι εις τι, σημαίνει ακινητείν γεγονικά (!) τον Χρόνο[14].

 

kom_9

 

Με άλλα λόγια, μέχρι η Οδύσσεια να αποτελεσθεί, μέχρι να φθάσει στην ω ραψωδία, υπήρχε, μεσολαβούσε, αναλωνόταν Χρόνος. Ευθύς αμέσως μόλις επήλθε η ολοκλήρωση και του τελευταίου στίχου της ω, με το πέρας, δηλαδή, του τελευταίου γράμματος του στίχου της ω ραψωδίας, ο Χρόνος πάγωσε, εξοντώθηκε, ολοκληρώθηκε, τελειώθηκε, αποτελειώθηκε δυναμικά. Δυναμικά, δηλαδή κατά το ομιλείν (του) με κάθε άλλο σχετικό, αντικειμενικό, καθημερινό, ρέοντα, εποχιακό Χρόνο, ΑΧΡΟΝΩΣ. Και στο σημείο αυτό επεκτείνομαι λίγο περισσότερο εξετάζοντας το β΄ σημείο αυτής της εισήγησης : την ανυπαρξία Χρόνου που δεν παύει να ενέχει δυναμικό γίγνεσθαι και να διατρέχει πληρωματικά τον εκάστοτε Χρόνο. Ένα παράδειγμα τυχαίο, ωστόσο εφαρμόσιμο για κάθε έργο Τέχνης, σε κάθε εποχή, σε κάθε γεωγραφικό σημείο : η αισχυλική Ορέστεια. Διδάχθηκε στα Διονύσια του 458 π.Χ. Και την παίρνω ως παράδειγμα, διότι είναι η μόνη τριλογία πού έφθασε ως τις μέρες μας, δηλαδή διέσχισε ακέραιη το Χρόνο. Υπενθυμίζω πως υπ’ αυτή την προϋπόθεση συμμετείχε κάθε τραγωδιογράφος στα Διονύσια: έχοντας γράψει μία τριλογία και ένα σατυρικό δράμα.

 

kom_10

 

Ερωτώ λοιπόν : ποιό χρονικό σημείο έχουμε μπροστά μας και επί ποίου Χρόνου, επί ποίας μορφής θεάσεώς του ; Το σημείο, προφανώς, είναι το 458 π.Χ. και η θέαση επιτρέψτε μου να είναι τώρα εκείνη η ευθύγραμμη φυσική, αντικειμενική, αριστοτελική, της χρονικής διαδοχής του «πρότερον και ύστερον» (αλήθεια, δύναται να συν-ομιλούν, να συν-ουσιάζονται τα σημεία «πρότερον» και «ύστερον» ; Αριστοτελικώς, μα και φυσικώς, είναι αδιαλόγητα μεταξύ των ;), κατά την τάξη της ελάχιστης (;!…μπορεί ποτέ να την ξέρει κανείς αυτή την ελάχιστη ;…) χρονικής μονάδας μετρήσεως του 2006 : 1026 σε χρόνο Planck[15] ή 10-18 (attosecond)[16]. Είναι όντως, ξαναρωτώ λοιπόν, το 458 π.Χ. ; Εγώ βλέπω να είναι καιτο 1200 π.Χ., περίπου, αλλά και κάθε ευθύγραμμος Χρόνος μετά το 458 π.Χ., δηλαδή, 457, 456 έως σήμερα και έως κάθε χ μελλοντικό αύριο. Μα πώς γίνεται ; Το 1200 π.Χ. πέρασε ανεπιστρεπτί και το «ύστερον» δεν γίνεται ποτέ «πρότερον», δεν επαναλαμβάνεται, δεν συστρέφεται, δεν ξαναζεί. Μα και το παρόν, το 2012, είναι άσχετο (είναι στ’ αλήθεια άσχετο ;…) με το 458 π.Χ., πολύ μακρινό, μη ταυτιζόμενο, μη ομιλητικό με το 458 π.Χ, πολύ προηγμένο, διάφορο κι, ωστόσο, …αναγινώσκον την Ορέστεια του 458 π.Χ. Ζει και κινείται διδάσκοντάς την, αποκτά αυτοσυνειδησία (!!!) απ’ αυτήν, εμβαθύνει γνωσιακά στο ΝΥΝ του δι αυτής΄ αλλά και το αύριο, το 3012 μ.Χ., δεν υπάρχει, δεν είναι, είναι–ερχόμενο΄ πώς έχει κι αυτό καταληφθεί από τα συστατικά, από τη διάταξη των συστατικών οντοτήτων του 458 π.Χ ; Και ακόμη εν όψει του («αντικειμενικού» χρόνου…), γιατί, παρακαλώ, προ Χριστού και όχι μέσα 80ης Ολυμπιάδας ή χ από Big Bang Χρόνου ; Γιατί, τί δείχνουν οι χρονικές συμβάσεις για την ίδια τη φύση του Χρόνου ;… Μήπως ότι η «αντικειμενική» και ουσιώδης ελάχιστη μονάδα μέτρησης του Χρόνου είναι το ΓΕΓΟΝΟΣ και τα εν αυτώ τελούμενα, η δράση των οντοτήτων και το σχετίζεσθαι αυτών, που αφορά πάντα κάτι έτερον της έννοιας του Χρόνου καθεαυτήν ; Και αυτό το κάτι, αυτή η συναγωγή γεγονότων από τη δράση των όντων, αυτή η ΣΥΝΑΞΗ (!) Χρόνου, έχει ως αποκλειστικό εργαλειακό φορέα την Τέχνη ;

Στη συνάφεια αυτή, οφείλουμε να θυμηθούμε τα εξεικονισμένα (;! Απίστευτο, δηλαδή ως να λέγαμε αντιεπιστημονικό ;… Εξεικονίζεται (επιστημονικά…) το άυλον του Χρόνου ; Αν απαιτούμε μια συνεπή, ακριβή και άτεγκτη επιστημονική γλώσσα, κατά το «υψηλόν» παράδειγμα των εικονομάχων του 8ου αιώνα, τότε δεν προκύπτει πως το μη ένυλον δεν εικονίζεται, δεν οντοποιείται; ) τριφυή βέλη Χρόνου κατά Hawking : το θερμοδυναμικό, το κοσμολογικό και το, καντιανά (…), ψυχολογικό, τα οποία δείχνουν ΜΟΝΟ μπροστά. Βαίνουν σ’ έναν μονόδρομο υποχρεωτικής πορείας μπροστά. Οι μοίρες στροφής της «κεφαλής» του Χρόνου δεν μπορούν ποτέ να είναι 360, ούτε 180, ούτε και 1. Η κεφαλή της Τέχνης, όμως, γυρνά περι-σκοπικά, περι-χρονικά, ώστε, κατά την ιλιγγιώδους ταχύτητας περιδίνησή της, να αφήνει ΑΧΡΟΝΟ τον πυρήνα της, το κέντρο της, και να ασκεί τεράστιες φυγόκεντρες δυνάμεις στο Χρόνο, «διασκορπίζοντάς» τον στα 4 χρονικά σημεία του Ορίζοντα, κατακαλύπτοντας παρελθόν, παρόν, μέλλον αλλά και το ταυτόχρονό τους (!). Θα μπορούσαμε να την εξεικονίσουμε ως μιαν έλικα χρονικής διασποράς με θεμελιώδη όρο λειτουργίας την ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΑ. Ε λοιπόν, κοντολογίς, με το έργο Τέχνης μπορεί, αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο Ηράκλειτος, να εισέλθει κανείς 2 φορές στον ίδιο ποταμό και παράλληλα κάθε νέα είσοδος να είναι ανακαινισμός εισόδου στο ΙΔΙΟ σημείο αλλά και νέος ποταμός !

 

Κατά τη φυσική τάξη δεν μπορεί να ανασυσταθεί ο Χρόνος. Τα όντα – οι μεταξύ τους κινήσεις/δράσεις, οι σχέσεις τους κλπ –, που ονομάζονται Αγαμέμνων–Κλυταιμνήστρα–Ορέστης–Μυκήνες, είναι, φυσικώς, σημειακά στο Χρόνο, εγχρόνως εμφανιζόμενα και, κατά συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, απολλύμενα, μη επανερχόμενα, μη αναβιούμενα, μη εμπειρικά μετεχόμενα, από άλλες μονάδες οντοτήτων σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο. Στο 458 π.Χ. ο Αισχύλος ανασυστήνει τις οντότητες του 1200 π.Χ., θέτοντας από πάνω τους το τεράστιο κάτοπτρο της Τέχνης, της έντεχνης δημιουργίας, όπου οι διαστάσεις τους, πια, ξεφεύγουν οριστικά από τις ευκλείδειες διαστάσεις που είχαν το 1200 π.Χ., και αναδεικνύουν, αποκαλύπτουν τις πραγματικές τους, μη κατά ευκλείδεια φυσική γεωμετρία, διαστάσεις. Εκεί, στο 458 π.Χ., η Τέχνη φωτίζει «πολυμερώς και πολυτρόπως»[17] ό,τι εγχρόνως υπήρχε το 1200 π.Χ., κατά τρόπο που οι φωτισμοί αυτοί (άραγε η ακύρωση/αγαλματοποίηση του Χρόνου να είναι θέμα Φωτός ; Οι φωτιστική αναδιάταξη, ανασύνθεση, των παρελθόντων οντοτήτων και ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ τους, να συνιστά άραγε το έντεχνο εργαλείο απονεύρωσης της φθοράς του Χρόνου ;…), οι αναδιατάξεις των φυσικών οντοτήτων του 1200 π.Χ., στο χώρο του έργου Τέχνης, να καθιστούν (!) έτι πραγματικότερες (!) και συνεπώς ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ (!) τις οντότητες του 1200 π.Χ, στο 458 π.Χ αλλά και σ’ ολόκληρο τον υπόλοιπο Χρόνο. Δηλαδή, έχουμε μπροστά μας την δημιουργική ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ του Χρόνου, που αποκλειστικός φορέας αυτής της Ανασύνθεσης είναι ΜΟΝΟΝ η Τέχνη. Η επιστήμη στο σημείο αυτό δηλώνει, και οφείλει να δηλώνει, αναρμοδιότητα, καθώς ούτε μπορεί να ανασυστήσει το Χρόνο (σπεύδω να πω, πως η προσομοίωση, που συναντάμε συχνά σε επιστημονικά περιβάλλοντα, δεν συνιστά έντεχνη ζωική αναδημιουργία του Χρόνου, όπως πράττει, ανέτως και φυσικά, η Τέχνη), ούτε έχει τον εργαλειακό προς τούτο εξοπλισμό, ούτε διαθέτει το ΠΩΣ αυτού του εργαλειακού εξοπλισμού. Εκτός, αν ερωτοτροπεί με τη… μετα-φυσική, δηλαδή με το ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΟΝ, το ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΟΝ, ως συστατικών ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ της ζωής, τα οποία πραγματεύεται προσηκόντως, αποτελεσματικά και κατ’ αλήθειαν η Τέχνη. Άλλωστε, δεν θα πάψω να θεωρώ εικονολατρεία της επιστήμης (τουτέστιν ανομολόγητη ή ασυνείδητη κατάφασή της στην ρεαλιστικότητα της Τέχνης, που, υπό μία έννοια, άλλο δεν σημαίνει από το εικονίζειν τροπικά το ζην) κάθε και παντός είδους γραφική παράσταση (= ουσιαστικά μια μη υπαρκτή, αντιπραγματική, αντιεπιστημονική οντοποίηση του μη φυσικώς υπάρχοντος όντος) των φυσικών οντοτήτων που μελετά, και κατά τούτο θα εντόπιζα έναν ακόμη κοινό τόπο των δύο γνωστικών μεγεθών, Επιστήμης–Τέχνης, έναντι του ΚΟΙΝΟΥ κοσμικού ΕΝΙΑΙΟΥ τους.

 

kom_11

 

Ανακύπτει, τώρα, ένα καίριο ερώτημα : ποιός Αγαμέμνων και ποιά Κλυταιμνήστρα είναι αληθινότερος[18]/αληθέστερη με όρους, μάλιστα, άκρως ρεαλιστικούς ; Ο «φυσικός» του 1200 π.Χ. ή ο «έντεχνος» του 458 π.Χ. ; Ποιός Φάουστ είναι αληθινότερος, εκείνος του 1500 μ.Χ. ή ο γκαιτικός του 1800 μ.Χ ; Ο Οδυσσέας του 1200 π.Χ. ή ο Ομηρικός του 800 π.Χ. ; Ο Ιούλιος Καίσαρας του 50 π.Χ. ή ο σαιξπηρικός του 1600 μ.Χ. ; Και επιπλέον, με ποιό εργαλείο αναδεικνύεται η πραγματική αλήθεια των παραπάνω οντοτήτων ; Και ακόμη, πόσο αναγκαία και επωφελής ΓΝΩΣΙΑΚΑ, πλην πολλών άλλων, είναι η ανάδυση αυτής της ρεαλιστικής αλήθειας ; Δεν αναπτύσσω εδώ περαιτέρω.

Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να μην θέσει κι ένα άλλο ερώτημα : αλήθεια, σύμφωνα με το θερμοδυναμικό βέλος, ποιά εντροπία μπορεί να περικλείει το αποτετελεσμένο έργο Τέχνης ; Είναι αμέτοχο αυτής ή μήπως η δική του εντροπία είναι άλλης τάξεως και κυρίως άλλου τρόπου ; Το έργο Τέχνης συνιστά ένα κλειστό σύστημα όπου αναγκαία η εντροπία αυξάνει με την πάροδο του Χρόνου ; Ή μήπως η εν χρόνω αυτή εντροπία, παίρνει αντίθετη κατεύθυνση στο έργο Τέχνης (!), αυτό που αποκαλούμε ωρίμασμα, βαθύτερη και ουσιαστικότερη κατανόησή του από τους διαδοχικά (ας θυμηθούμε την εξίσωση που προαναφέραμε για το έργο Τέχνης) συγχρόνους, ώστε αυτή η ευθύγραμμη [χρονικά και κατά «φυσική» διάταξη και παραδοχή του Χρόνου…] εντροπία να το καθιστά ακόμη πιο ΣΥΜΠΑΓΕΣ, πιο ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟ, πιο ΑΚΑΤΑΣΤΡΟΦΟ ; Θεωρώ πως όσο διασπείρεται το έργο Τέχνης τόσο πιο συμπαγές και αγαλματοποιημένο καθίσταται, τόσο πιο ανώλεθρο και άχρονο.

 

kom_12

 

Είναι προφανές, λοιπόν, απ’ όσα έστω και επιτροχάδην διατυπώσαμε, πως στο έργο Τέχνης παρουσιάζεται η ολοκληρία του Χρόνου, με τρόπο παγιωμένο και συνάμα ομιλητικό, συν-ομιλητικό, διαλεκτικό. Ο Χρόνος, δηλαδή τα όσα διαδραματίζονται, τα όσα κινούνται, ό,τι υπάρχει γενικά στο έργο Τέχνης, παρουσιάζεται τετελεσμένος, μη βελτιούμενος, μη δεχόμενος προσθήκη, και οι οντότητες εν αυτώ είναι ατελευτήτως οι ίδιες. Είναι προφανές πως ΔΕΝ θα μεταβληθούν ΠΟΤΕ (χωρίς κίνηση ανυπαρκτεί ο Χρόνος, φυσικώς…) η μαντάμ Μποβαρύ, ο Ρασκόλνικοφ, ο Ευγένιος Ονέγκιν, το Σύννεφο με Παντελόνια, ο θείος Βάνιας, ο Εστραγκόν, ο Μίσκιν και οι Μπούντενμπρούκς. Θα έδινα στη διαπίστωση αυτή το σχήμα του Κύκλου. Όμως, αν ήταν ΜΟΝΟ αυτό, ο κύκλος αυτός θα ήταν ουσιαστικά ένα απολίθωμα χρόνου, μια κατεψυγμένη μορφή ζωής, ένας κατεψυγμένος Χρόνος. Ευτυχώς στην Τέχνη δεν υπάρχουν απολιθώματα και καταψύξεις, ούτε και η δυνατότητα να δημιουργηθούν. Εν Τέχνη παραμένει το παν εν ζωή, αρκεί να φέρει, φυσικά, τις απροσδιόριστες προδιαγραφές του έργου Τέχνης. Ο κύκλος αυτός, όπως και πάλι προαναφέραμε, μεταμορφώνεται σε…κυκλική ευθεία (!, βαίνει κατά ευθείαν  – να γιατί μάς είναι αναγκαία μια minimum συμφωνία επί της αντικειμενικής, φυσικής, «ύπαρξης»[19] του Χρόνου. Έτσι, στο έργο Τέχνης εντοπίζουμε δύο ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ : ο ίδιος ο Χρόνος είναι μη βελτιούμενος, μη εξελισσόμενος (= ολοκληρωμένος κύκλος) και ταυτοχρόνως είναι εμπλουτιζόμενος [= μια, τρόπον τινά, ευθεία, ώστε με το σχήμα αυτό να υποδηλώνεται, εν ολίγοις, πως οι οντότητες πλάθουν Χρόνο και όχι ο Χρόνος οντότητες…] ) εξαιτίας της πολυπρισματικής (θα την επέτρεπε ποτέ η από φυσικής οπτικής γωνίας θεώρησή τους ; Δηλαδή, η καθ’ έκαστον ατομικό, φυσικό, ευθύγραμμο Χρόνο θεώρησή τους ;) θέασής του, θέασης των οντοτήτων και των γεγονότων τους εν αυτώ, από τους δέκτες–επιγόνους της καλλιτεχνικής δημιουργίας, χωρίς, επαναλαμβάνω, να βελτιώνεται ΤΙΠΟΤΑ από το αρχέγονο, ασάλευτο (άχρονο εν τέλει) έργο Τέχνης. Το έργο Τέχνης παραμένει «κτήμα ες αεί[20]», δηλαδή κατά έκαστον παρόν ΑΧΡΟΝΟ, καθότι καθίσταται, γίγνεται και είναι (!) δεξιωτής, ξενιστής ετεροχρονικών θεάσεων,  ερμηνειών, εμβιώσεων, μετοχών, επεξεργασιών, διασκευών, απορρίψεων, αποδοχών. Με άλλα λόγια, παντοειδών ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ εν ζέοντι παροντικώ Χρόνω (οι συναντήσεις δεν είναι ποτέ συναντήσεις νεκρών, αλλά ζώντων…). Το έργο Τέχνης φιλοξενεί/διασώζει όλες τις επιγενόμενες ερμηνείες, δηλαδή φιλοξενεί την ευθεία του Χρόνου που αναφέραμε παραπάνω, την ευθύγραμμη σημειακή του πορεία, τη αιχμή του βέλους του Hawking, που δείχνει πάντα μπροστά, παραμένοντας ταυτόχρονα αύταρκες, ως έργο Τέχνης, αναιρετικό όλων των ερμηνειών (δηλαδή των χρονικών «σπίλων» πάνω στην αθάνατη/άχρονη φύση του), κλειστό και ανενδεές. Άγαλμα. Αγαλλίαση ιδείν. Το θεωρείν και ιδείν αυτό, αδιασκέπτως μάλιστα, αποτελεί πληρωματική γνωσιακή μετοχή στο είναι του. Είναι επαρκές. Και το Είναι ενός έργου Τέχνης είναι πάντα είναιως, είναιωςφαίνεσθαι (!), είναιωςείναι (ως καθεαυτή, ας μου συγχωρεθεί ο όρος, ύπαρξη, όπως θα σχολιάσουμε και παρακάτω). Και γι αυτό το λόγο, έχει τη διαχρονική δυνατότητα να ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ με κάθε χρονική συγχρονία, με το καθέκαστον παρόν, με το ερχόμενο μέλλον.

 

kom_13

 

Μια απολύτως σημαντική αιτία για την αθανασία[21] του έργου Τέχνης, δηλαδή για την υπερχρονική–αχρονική–διαχρονική του ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ και ΦΥΣΗ, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος ή το χαϊντεγκεριανό ορολογικό του αντίστοιχο, αν προτιμάτε, το Dasein. (Στα στενότατα αυτά πλαίσια μιας εισήγησης – τα οποία τα έχω υπερβεί κατά πολύ…– δεν θα υπεισέλθω στο φλέγον θέμα της ορολογικής ανασκευής και κριτικής αυτού του όρου. Ας τον δεχθούμε, λοιπόν, προς το παρόν ως «αξιωματικό» όρο). Το έργο Τέχνης φαίνεται πως αφθαρτίζεται και αχρονοποιείται, αφθαρτίζοντας και αχρονοποιώντας τον άνθρωπο (αλλά και τα πέριξ αυτού, τις ετεροντότητες), τον ίδιο τον Χρόνο, κατά Χάϊντεγκερ, τον φορέα του Χρόνου[22]. Δηλαδή, το έργο Τέχνης αθανατίζει δια του ανθρώπου και εν τω ανθρώπω. Πώς γίνεται αυτό ; Το όχι–πλέον–εδώ[23], δηλαδή το χρονικό τέλος της ζωής του ανθρώπου, αυτό που τον κάνει να ορίζεται ως sein zum Tode και συνεπαγωγικά ως Zukünftigsein κατά Χάϊντεγκερ, ως είναιπροςθάνατον δηλαδή και Είναιμελλοντικόν[24], επανεγκαθιδρύεται, ανασυσταίνεται, ΔΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, στο αεί–εδώ[25]. Η Τέχνη επανασυστήνει, κατά τρόπο ανώλεθρο, αγαλματοποιημένο (κατά τέρψιν δηλαδή, [βλ. σημασίες του ρήματος αγάλλομαι]), κι επίσης εναρμονίως το φευγαλέο ΝΥΝ[26] του παρόντος (ας κοιτάξουμε, απλά, στο μέσον ακριβώς της κλεψύδρας για να δούμε το ολέθριο δραπετεύειν του Χρόνου), μεταποιώντας το σε ΑΕΙ–ΝΥΝ δια της Ποιήσεως[27]. Δια του ΠΟΙΕΙΝ. Δια του εν τέχνη πια, χωρικώς (=χρονικώς) ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΟΥ. Καθόσον κάθε έργο Τέχνης είναι ένας ολοκληρωμένος χώρος. Μια άρτια χώρα. Μια συμπαγής και συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Ένα καθορισμένο επακριβώς περιβάλλον. Και ως εκ τούτου, ένας ολοκληρωμένος (διασεσωσμένος) Χρόνος. Ένας Χρόνος κουφισμένος και όχι βαρυτικός (και επιβαρυντικός ως υπαρκτική αιώνια nausée[28] (!) ). Παραμένοντας στους βολικούς για την πραγμάτευση του θέματός μας χαϊντεγκεριανούς όρους και δίχως να επεμβαίνω κριτικά σ’ αυτούς, εκφράζω μια περαιτέρω σκέψη. Το Dasein αναλαμβάνοντας εν όψει του τέλους (=Χρόνος) του ως sein zum Ende, τον πιο δικό του, προσωπικό εαυτό του αφικνείται (= Χρόνος) στην α–λήθεια (αποκάλυψη) πως ο καταδικός του εαυτός είναι το είναιπροςδημιουργίακόσμου. Φθάνει, μάλιστα, στο αποκαλυπτικό σημείο της ταύτισης είναι και δημιουργείν (δηλαδή, είναι και Ποιείν, είναι και Ποιήσεως, είναι και Τέχνης). Ο πιο καταδικός του εαυτός είναι το είναι του ως δημιουργού. Εκεί ανακαλύπτει την βασιλική ιδιότητά του επί της Κτίσεως (Κόσμου), την ανεπανάληπτη και ΜΟΝΑΔΙΚΗ, μεταξύ των έτερων όντων, καθώς και την πρώτη ψηλαφητή, εμπειρική, πρόγευση αθανασίας του επί του εδάφους (…χωρικότητα) της ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ. Καθότι είναι ασυμβίβαστο και αντιφατικό, ως τέτοιο, το δημιουργείν και απόλλυσθαι. Δημιουργός είναι ο παραγωγός ΖΩΗΣ εξ ορισμού. Ιδού και ο λόγος που οι καλλιτέχνες έχουν ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ φωνή, αφού είναι φανερό πως έχουν αναλάβει τον πιο προσωπικό τους εαυτό εν όψει του τέλους (= Χρόνος) τους, (ιδού οι ευεργεσίες που διαμοιράζει αφειδώς ο Χρόνος…). Ιδού και ο λόγος που η προσωπική αυτή φωνή[29] προοιωνίζει ελπίδα αθανασίας. Ωστόσο, αφικνούμενο (= κίνηση–Χρόνος) εκεί (υπαρκτικός τόπος[30]) το Dasein και με τη γνώση (= «ετεροντότητα», κατάσταση) πια ότι είναικόσμουποιητικόν, ότι είναιδυνατότηςΠοιήσεωςΚόσμου (= κοσμήματος …έντεχνου, πολυειδούς Κάλλους – εδώ, στη γνωσιακή αυτή επισταθμία υπό την ονομασία «Ιθάκη»,  [ας επισημάνουμε ότι ο ΝΟΣΤΟΣ (= επιθυμείν[31], βούλεσθαι, ιμείρεσθαι !…) είναι εκείνος που μετρά τα 9 Χρόνια της Καλυψούς…] (εκκινούμε και πάλι, αδιακόπως, από εδώ…) – επιζητεί να σταθεροποιήσει, να ακινητοποιήσει[32], να αγαλματοποιήσει, δια του έργου Τέχνης, τον καταδικό του εαυτό (= το προσωπικό ΟΜΙΛΕΙΝ αυτού ΠΑΝΤΟΙΟΤΡΟΠΩΣ (= σιωπή, χειρονομία, σωματική στάση, αφ εαυτού θέα, λεκτικό – αναγνωρίζουμε μήπως εδώ μορφές Τέχνης ;…), το ΛΕΓΕΙΝ του, με άλλα λόγια) ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΣ (!). Αφού πλάθει ΚΟΣΜΟΝ, δηλαδή έτερα υποκείμενα, ετεροντότητες. Εκεί, στην μνημείωσή του, αναδύεται θαυμαστά το εκφράζεσθαι–δημιουργείν τι ως το πιο προσωπικό του ΟΜΙΛΕΙΝ (περί εαυτού, συνείναι και Κόσμου). Η κίνηση αυτή προς το δημιουργείν, ομοιάζει με κίνηση μικρού θεού[33]. Η επιστροφή (= Χρόνος), ως φαίνεται, στον αυθεντικό εαυτό σημαίνει, αυτόματα, έκχυση των προσωπικών ιδιωμάτων – (την πλέον και κατεξοχήν προσωπική) εκστατικότητα. Φορά προς τα έξω. Έξω είναι ο χώρος του μη–υποκειμένου. Έξω είναι τα αντικείμενα. Έξω είναι ο χώρος εκείνος που αποκαλύπτεται (= α–ληθεύει ;…) πως είναι ο πιο φυσικός του χώρος, ο πιο…προσωπικός ! Και το υποκείμενο, όσο αναλαμβάνει

τον εαυτό του τόσο κινείται υπερατομικά, υπερυποκειμενικά, κατά τρόπο και κίνηση ομολογουμένως παράδοξα. Όσο δημιουργεί τόσο είναιστοσυνείναι. Τόσο περισσότερο συμβαίνει το εκπληκτικό και παράδοξο : όσο πιο προσωπικό γίνεται–είναι το Dasein, τόσο περισσότερο επιχειρεί εκφράζεσθαι εντέχνως–καλλοποιητικώς. Τόσο διαπιστώνει πως γίνεται όλοι οι άλλοι, είναι οι άλλοι, συναντά τους άλλους. Τόσο διαπιστώνει πως «χάνοντας» τον εαυτό του μέσα στο εκ–στατικό δημιουργείν, τον βρίσκει πολλαπλάσιο και ακεραιωμένο στους άλλους. Je est un autre[34] ! Μονίμως. Αδιάλειπτα (χωροχρονικοί όροι). Και εξ αυτού μπορούν να εξηγηθούν πολλά, τα οποία αφήνω ασχολίαστα προς το παρόν. Εν κατακλείδι, λοιπόν, θα έλεγα ότι, ως φαίνεται, το δημιουργείν είναι το σημείο/ένδειξη της βίωσης του πιο αυθεντικού μας εαυτού. Και αυθεντικός εαυτός, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, είναι το ανα–λαμβάνειν και συμ–περιλαμβάνειν τους άλλους. Και προσοχή ! Ας υπογραμμισθεί το εξής προφανές : Όλοι οι άλλοι ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ποτέ !

 

Νομίζω, λοιπόν, πως η αθανασία του έργου Τέχνης είναι και έχει απόλυτα ΦΥΣΙΚΟΥΣ όρους για την πράγματωσή της. Δεν είναι μια μυστικιστική ή φακίρικη αθανασία. Η ΑΘΑΝΑΣΙΑ του έργου Τέχνης είναι ακραιφνώς ΦΥΣΙΚΗ.

Η σχέση χρόνου και Dasein βασισμένη στο ΠΟΙΕΙΝ τι είναι θεμελιώδης. Μόνο στο ΠΟΙΕΙΝ τι αναδεικνύεται μια θεμελιώδης εμβίωση και χρήση του Χρόνου. Ο Χρόνος προϋποθέτει κίνηση και η κίνηση, ενέργεια. Η κίνηση–ενέργεια είναι δομικό οντολογικό στοιχείο του Dasein. Αν χρόνος «είναι» μη ον δίχως κίνηση, τότε η χρονική κίνηση ΟΜΙΛΕΙ με την ανθρώπινη κίνηση ΠΟΙΕΙΝ τι. Το Dasein δεν είναι ποτέ ανενεργό. Δεν υφίσταται Dasein ως μη ΠΟΙΩΝ–τι (με ωμέγα η μετοχή, καθότι υποδηλώνεται ο άνθρωπος). Συνεπώς, ένα σπουδαίο ερώτημα θα ήταν περί του τί ποιείν αυτού. Αυτό θα εμπεριείχε και το ζήτημα της υπερβάσεως και ειδικής σχέσεως με το Χρόνο. Αν όμως το ΠΟΙΕΙΝ σημαίνει εξ ορισμού υπέρβαση του Χρόνου (δια της ΠΟΙΗΣΗΣ/ΤΕΧΝΗΣ), τότε το τίκτειν–ποιείν Τέχνη, ως είναι του Dasein, αποκτά άχρονη–υπέρχρονη σημασία και νοηματοδοτεί τον άνθρωπο ως μη χρονικά (και χωρικά συνεπώς) περιοριζόμενο ον. Ο Χάιντεγκερ θεωρεί πως το «πρωτογενές και αυθεντικό μέλλον είναι η επέλευση του Είναιεδώ στον εκάστοτε δικό του θάνατο ως την έσχατη, μετά βεβαιότητας και αοριστίας επικείμενη δυνατότητα της υπάρξεώς του»[35].Ο Χρόνος «υπάρχει», λοιπόν, προσφέρεται, για να οδηγήσει το ΟΝ στην ίδια την αυθεντική του οντότητα, στον εαυτό του, στον ΤΟΠΟ του Είναι του, δηλαδή… κάπου. Η «οντότητα» του χρόνου είναι πάντα, ως φαίνεται, παραπεμπτική. Παραπέμπει σε υπαρκτές ετεροντότητες και στο γεγονός των μεταξύ τους σχέσεων (ας θυμηθούμε εδώ τα λεχθέντα στην αρχή αυτής της εισήγησης). Στην προκειμένη περίπτωση στο ΣΥΝ–ΟΜΙΛΕΙΝ του καλλιτέχνη με τον Κόσμο (ως ΦΥΣΙΚΗΣ εδώ έννοιας) δια του καλλιτεχνήματος. Ο παραπάνω χωρικός όρος «κάπου», είναι μια αυθεντική μορφή ύπαρξης, μια ανάδυση αυθεντικότητας (εδώ του ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙΝ/ΠΟΙΕΙΝ–τι, όχι ψυχολογικά εννοουμένου, αλλά ως οντολογικής ιδιότητας του ανθρώπου, ως δήλωση της συνδημιουργικής του ΦΥΣΗΣ, με αυτό που αποκαλούμε Θεό ή, απροσώπως, Σύμπαν, Κόσμο, ή Φύση), την οποία δεν θα φθάναμε ΠΟΤΕ αν δεν είχαμε το Χρόνο ως απειλή/αγωνία, ως ωθητή και «απόδημο» εφ ημών, πάνω μας, ΣΥΝΕΧΩΣ (υποδήλωση, εδώ, της ευθύγραμμης, «αντικειμενικής» ύπαρξης του Χρόνου). Αν τα όντα απλώς υπήρχαν καθεαυτά[36], όπως πρωτογενώς είναι, τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη κινήσεως. Συνεπώς, δεν θα υπήρχε Χρόνος. Αυτός τα «οδηγεί» ΣΥΝΕΧΩΣ να γίνουν αυτό που είναι ατελεύτητα.

 

kom_14

 

X Alan Turing     Στη γ΄ θεματική αυτής της εισήγησης (βλ. παραπάνω) έγινε λόγος για το θεατρικό έργο μου (αδίδακτο εισέτι) X Alan Turing. Επίσης, υποσχεθήκαμε πως θα υπάρξει, έστω και σχηματικά, μια παράθεση παραδειγμάτων. Ας δούμε, λοιπόν, τι εννοούμε μ’ αυτό. Επιστημονικώς το όν που ονομάζεται Alan Turing είναι ένα χρονικό ον που ΔΕΝ υφίσταται πια και δεν υπάρχει καμία επιστημονική δυνατότητα επαναφοράς του, αλλά και ανασυστάσεώς του κατά τρόπο καθολικό, έγκυρο (= αφορώντα σε άλλα ιστορικά υποκείμενα που είναι χρονικώς μετατοπισμένα…), διαφωτιστικό και εμπλουτιστικό (! ακόμη και για την αυτοσυνειδησία του ίδιου του ιστορικού υποκειμένου του Alan Turing…) του χρονικού παρελθόντος κατά το οποίο υπήρχε. Μάλιστα, θα έλεγα, πως κάτι τέτοιο είναι, κατ’ επιστήμην, και απραγμάτευτο, προθετικά, αλλά και κατά την μαρτυρία της ίδιας της Ιστορίας των επιστημών, και ίσως ακόμη αδιάφορο και πιθανώς αφημένο, ασημαντολόγητα, στο πεδίο του ανοημάτιστου. Εντοπίζω εδώ μειωμένη, από τη μεριά της Επιστήμης, γνωσιακή απαίτηση, αδήλωτο, ανεξέφραστο και ανενόχλητο αγνωστικισμό και ταυτόχρονα εγκλωβιστική αυτάρκεια σε μιαν περίεργη γνωσιοθεωρητική μερικότητα των γνωσιακών προφανειών που κατέχουμε για το έγχρονο όν Alan Turing. Δηλαδή, εννοώ πως το φαίνεσθαι των ενεργημάτων του (δηλώνουμε υπόρρητα ότι) αποτελεί και το πλήρες ειδέναι (!) μας γι αυτόν, από την μεριά, πάντα, της επιστήμης.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιός μπορεί και ΑΝ μπορεί να ανασυστήσει τον Alan Turing, με τί εργαλείο, και πώς. Και επίσης, το ερώτημα αν μάς αφορά γνωσιακά, γνωσιολογικά, μια τέτοια ανασύσταση. Αυτός, λοιπόν, που φαίνεται να τον ανα–βιώνει, να τον δια–χρονίζει και να τον ζωο–ποιεί ονομάζεται καλλιτέχνης. Το εργαλείο του είναι μια χ μορφή Τέχνης. Και το πώς της αναβίωσης είναι α) η ατμόσφαιρα που επιλέγει για να τον εντάξει παγιωμένα (= αχρονικά) και β) η θέασή του, η οπτική του γωνία,  – μια έντεχνη, δηλαδή, ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ, που οφείλει να ομιλεί διυποκειμενικά, αλλιώς εκπίπτει και απόλλυται (…χρονικά). Η θέαση αυτή, κατά ιδιαιτέρως παράδοξο τρόπο, όσο πιο προσωπική και υποκειμενική είναι, τόσο καθολικεύει διυποκειμενικά εμβιώσεις, νοηματοδοτήσεις, γνωσιακά συμπεράσματα, υπαρκτικές θεάσεις και ανεπίδεκτες απολυτοποιημένων ορισμών ατμόσφαιρες ! Στην παραπάνω παράγραφο ετέθησαν, όχι τυχαία και ασκόπως, κάποιο όροι. Ας κοιτάξουμε το νοηματικό τους, εδώ, περιεχόμενο :

 

Καθολικό σημαίνει πως η εν Τέχνη πραγματική ανασύσταση του υποκειμένου Alan Turing αφορά όλα τα ομοειδή, της ίδιας φύσεως, υποκείμενα με βάση και κατά αυτή τούτη, ακριβώς, τη φύση τους και τις ιδιότητες που, κατ’ αλήθειαν, αυτή έχει. Έγκυρο σημαίνει πως τα υποκείμενα[37] αυτά μαρτυρούν για το ρεαλιστικό (= μετοχικό από αυτά, το ψηλαφητά εμπειρικό αυτών των αληθειών, που δια της Τέχνης κομίζονται σ’ αυτά, οι οποίες αφορούν στο εν λόγω ιστορικό υποκείμενο) της αναβίωσης, δια της Τέχνης, του χρονικού υποκειμένου Alan Turing, με κριτήριο τον ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ (!) αντίκτυπο αυτής της αναβίωσης σε καθέκαστο εξ αυτών. Δηλαδή, όσες περισσότερες υποκειμενικές μαρτυρικές συσπειρώσεις καταμετρούνται και δηλώνονται, τόσο ακριβέστερη είναι η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ (!) αλήθεια του παρ–ουσιαζόμενου, δια της Τέχνης, εκλείποντος υποκειμένου.

Διαφωτιστικό σημαίνει ερμηνευτική, εξηγητική πραγμάτευση κάθε γνωστού γεγονότος και δεδομένου που έλαβε χώρα στον συγκεκριμένο ιστορικό Χρόνο του όντος Alan Turing και των πέριξ αυτού. Και εμπλουτιστικό σημαίνει οτιδήποτε αφορούσε σ’ έναν αφανή και αόρατο «μικρόκοσμο», για την αισθητά αντιληπτή καθημερινότητα του δεδομένου ιστορικού Χρόνου, τόσο σε σχέση με το ον Alan Turing και τα πέριξ αυτού, όσο και με τις «αυθαίρετες» μεταχρονικές «αναγνώσεις» του παρελθοντικού αυτού Χρόνου, που μπορούν ελεύθερα (όχι ασύδοτα – προσοχή ! –, ανεδαφικά, αυταρχικά, αλογάριαστα) να γίνουν και να αναδείξουν εναργέστερα, και τολμώ να πω αληθινότερα, το όντως Είναι αυτού του όντος. Ο από μηχανής Θεός στο αρχαιοελληνικό Θέατρο, οι σαιξπηρικοί αναχρονισμοί, οι ξαφνικές και απότομες αλλαγές και μεταβάσεις του τόπου, και οι προσμίξεις «φανταστικών» γεγονότων στο «αληθινό» και «πραγματικό» ιστορικό γεγονός, δεν είναι απλές συμβάσεις, ούτε ευχάριστα παιχνίδια του θεάσθαι τι (= γνωρίζειν τι, μετέχειν εις αυτό), ώστε να προκληθεί, απλά, τέρψη στους θεατές, αλλά οντολογικοί , δια της Τέχνης, εμπλουτισμοί του χ δεδομένου ιστορικού Χρόνου, ώστε να αναδυθεί η όντως αλήθεια[38] του. Και μάλιστα, κατ’ αυτήν ακριβώς την ανάδυσή της, να αναδυθεί ταυτόχρονα το υπεριστορικό, διαχρονικό και αιώνιο που ενυπάρχει φύσει σε κάθε ιστορική οντότητα και είναι αυτό που αφθαρτίζει και διαιωνίζει το καθέκαστον αποτετελεσμένο έργο Τέχνης. Ίσως να πρόκειται για μιαν ολότελα φυσική διαδικασία και λειτουργία δηλαδή, χωρίς την δήθεν «αίγλη» μιας μαγικής ιδιότητας που κατέχει η Τέχνη και που, με ανορθολογικό, ανεξέλεγκτο και αλχημειώδη τρόπο, εφαρμόζει, ώστε να διασχίζει το Χρόνο, όπως αφιλοσόφητα έχουμε συνηθίσει, πανδήμως, ν’ ακούμε και να πιστεύουμε.

 

kom_15

 

Ας παραθέσουμε τώρα μια διαφωτιστική, ελπίζω, μαρτυρία που θα χαροποιούσε την περιέργεια του Στέφαν Τσβάιχ[39] (προϋποθέτει εμπιστοσύνη και καλοπροαίρετη διάθεση μεταξύ των διαλεγομένων στο συνέδριο αυτό, κοντολογίς …πίστη[40] – όλα τους ΦΥΣΙΚΑ γνωσιακά ΣΤΟΙΧΕΙΑ, κατά την αντίληψή μου) : Αγνοούσα ευγενικά και ίσως, υποψιάζομαι, ελαφρώς επιδεικτικά, την παρότρυνση του εξαίρετου φυσικού επιστήμονα και φίλου Βασ. Κωνσταντούδη, να γράψω ένα θεατρικό έργο, όπου να εκτίθενται σαφώς, δηλαδή, όπως το αντιλαμβανόμουν, άχαρα φαινομενολογικώς, οι σχέσεις επιστήμης–Τέχνης. Εγώ τις έβλεπα να υφίστανται φυσικώς και αφ’εαυτού των, καθεαυτές, σε κάθε έργο Τέχνης, δίχως να χρειάζεται να καταβληθεί ειδική προσπάθεια γι αυτό. Ιδού, προφανώς, και η πηγή της αδιαφορίας μου. Η παρότρυνση εξακολουθούσε να κρούει επί ενάμιση περίπου χρόνο. Το ίδιο και η αδιαφορία μου – ακίνητη (χρόνος ;). Αίφνης, και χωρίς πρόθεση, σε μια συνάντησή μας είδα ενώπιον μου (15/20-6-2011) ΤΟΠΙΑ του μελλοντικού μου έργου X Alan Turing (!) και τα αξιολόγησα, αυτομάτως, ως αληθείς εικόνες έργου Τέχνης, με αντικειμενική ισχύ επί του ΚΟΙΝΟΥ ανθρωπίνου είναι ! Έγραψα, άμεσα, τις επόμενες 2-3 μέρες, σε πυρετό διατελών, 10-15 σελίδες θεατρικού κειμένου. Η αρχή–αρχή του έργου μου παρουσιάζει τον Τuring να επιχειρεί να αυτοκτονήσει με πιστόλι, «παίζοντας» μια αυτοκτονική ρώσικη ρουλέτα. Δεν είχα καν ακουστά το όνομα Andrew Hodges – του πλέον σημαντικού βιογράφου του και φυσικού. Αργότερα, στα μέσα Ιουλίου απέκτησα την ελληνική έκδοση της βιογραφίας («Άλαν Τιούρινγκ, το αίνιγμα», μετ. Αθαν. Κυριαζόπουλος, εκδ. Τραυλός, 2004), έχοντας την ΠΡΟΘΕΣΗ να μην επηρεαστώ καθόλου καλλιτεχνικώς (άποψη που διατύπωσα στον φίλο μου φυσικό επιστήμονα, καθώς επίσης, αργότερα, εξέφρασα στον ίδιο το δέος μου και την άφωνη έκπληξή μου από την παρακάτω ταύτιση τριών οντοτήτων ασχέτιστων (επιστημονικώς…) στον χωροχρόνο : Turing, Hodges, Κομνηνού), από τα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ (αντικειμενικά επαληθεύσιμα…) στοιχεία της βιογραφίας, που ενδέχετο να δεσμεύσουν, να γειώσουν ακαλλώς, την καλλιτεχνική ΦΑΝΤΑΣΙΑ…), και την 1η Αυγούστου, από τον γερμανό φίλο μαθηματικό Philipp Schneider, την πρωτότυπη αγγλική. Εκεί, με έκπληξη που με άφησε άφωνο, διάβασα το παρακάτω (σελ.668. Παρόμοια συνέβησαν πολλά μέσα σ’ αυτές τις σελίδες…): «Τον ίδιο τον Άλαν Τιούρινγκ θα τον γοήτευε η δυσκολία τού να χαραχτεί μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ατύχημα και την αυτοκτονία (!!!), μια γραμμή που καθορίζεται μόνο από την αντίληψη περί ελεύθερης βούλησης. Με δεδομένο το ενδιαφέρον του να εισαγάγει στον υπολογιστή ένα στοιχείο τυχαιότητας, έναν «τροχό ρουλέτας» (!!! Επιτέλους, έχω δικαίωμα να αναφωνώ : τι συμπτωτικές κυριολεξίες είναι αυτές, μεταξύ ενός μαθηματικού, ενός φυσικού και ενός καλλιτέχνη ;… που απέχουν δεκαετίες ΧΡΟΝΙΚΑ ο ένας από τον άλλον…) …θα μπορούσε κανείς εύλογα να υποθέσει ότι το τραγικό του τέλος περιέκλειε ένα στοιχείο ρώσικης ρουλέτας» (!!!!!!!!), (οι παρενθέσεις εκπλήξεως εντός του κειμένου καθώς και οι παχυγραφίες, αυτονόητα, δικές μου). Φυσικά, αυτό με ώθησε στο να αφήσω οριστικά ως τελικό κείμενο, χωρίς ουδεμία πιθανότητα αλλαγής ή κατάργησής του (στο χρόνο δημιουργίας του έργου Τέχνης, δηλαδή καθ’ όσον χρόνο θα έγραφα το έργο), την καλλιτεχνική μου (φανταστική ;…) εκδοχή περί περιστρόφου και ρωσικής ρουλέτας. Και μάλιστα με την πεποίθηση πως παρουσιάζω θεατρικά ένα υπαρκτό, αντικειμενικό, ΑΛΗΘΕΣ ΓΕΓΟΝΟΣ.

Τί είναι όλες αυτές οι γνωσιακές δηλώσεις που προβάλλει ο Hodges και από ΠΟΥ τις συναγάγει; Παραμύθια της Χαλιμάς ; Άξιες περιφρόνησης εικασίες ; Ανορθολογικοί και μη ελεγχόμενοι ψυχολογισμοί ; Δεδομένα, που είναι εξαρχής και προγραμματικά παρατημένα στα ΑΖΗΤΗΤΑ της γνώσης, σύμφωνα με (λογής επιστημονικοφανή) …ορθολογιστικά κριτήρια ; Ποιά και τί είναι ορθολογιστικά κριτήρια σ’ αυτήν την περίπτωση ; Τί είναι όλα αυτά επιτέλους ; Υπάρχει γνωσιακή, καθαρή, ΦΥΣΙΚΗ, εξήγηση όλων αυτών ; Δηλώνω πως πρώτος εγώ ανθίσταμαι σε όποια γρήγορη και ετοιματζήδικη εξήγηση περί εμπνεύσεως και ανορθολογικού συνεπαρμού, που συχνά επιστρατεύουμε για να γλυτώσουμε μιαν ώρα αρχύτερα από το βάρος των ερωτημάτων και της έρευνας.

 

kom_16

 

Γιατί αναφέρω όλα αυτά ; Διότι θέλω να δώσω ένα εμπειρικό εν απομεμακρυσμένω χρόνω (από τον Τιούρινγκ δηλονότι) παράδειγμα, για το τι εννοώ όταν λέω ανασύσταση–αναδημιουργία–επαναπραγμάτευση του Χρόνου. Δηλαδή, σε χ μελλοντικό Χρόνο (2011), δια του εργαλείου της Τέχνης, ανακαλύπτω χ στοιχεία αλήθειας για χρόνο παρελθοντικό (1954), με την προοπτική να τα εμ–φανίζω, να τα παρ–ουσιάζω Ζωοποιημένα εν Τέχνη. Ακόμη, τίθεται το ερώτημα ΠΩΣ υπαρξιακά (και όπως αντιλαμβάνεσθε, νομίζω, από τα παραπάνω σχόλια του Hodges και γνωσιολογικά), ανθρωπολογικά, «ζεστά» στοιχεία αρχίζουν (Χρόνος) να παίρνουν, ΔΙΑ της Τέχνης, σάρκα και οστά ; Πώς απόμακρα (Χρόνος) «αντικειμενικά» σχήματα… αρχίζουν να εμπλέκονται στο υπαρξιακό παιχνίδι, να μην παραμένουν «καθαρά», εννοώ δηλαδή να μην υποκύπτουν, να μην τιθασεύονται από την ευκόλως ισχύουσα αντίληψη πως ο Τιούρινγκ ήταν αυτό που (μόνον τότε) ΓΙΝΟΤΑΝ και αυτό που ΒΛΕΠΑΜΕ (απολυταρχική αισθησιοκρατία, όπου είναι κηρύσσεται το φαίνεσθαι κατά μια αυθαίρετη και σκληρυμένα αξιωματική παραδοχή), ή αυτό που αποδεδειγμένα (= επιστημονικώς) ΣΥΝΕΒΗ. Μπορεί η Α–λήθεια (είπαμε πως το έργο Τέχνης αληθεύει και η Τέχνη δεν θεωρείται αποκλειστικά ως αισθητικό, καλλυντικό, γεγονός) να είναι χρονικά αλληλοπεριχωρούμενη, αδιαίρετη, αδιάστατη, εκτεινόμενη (res extensa ; !) στο Χώρο (κατά συνεπαγωγή στο Χρόνο) και αναφαινόμενη, αποκαλυπτικά, εν τινι εργαλείω (Τέχνη–Επιστήμη, με τις απαραίτητες και φυσικές τους διαφοροποιήσεις) ; Η ΠΡΟΤΑΣΗ ως αλήθεια, που κομίζει το έργο Τέχνης, όπως π.χ. αυτοκτονία με περίστροφο του Τιούρινγκ, είναι διεισδυτική (στο Χρόνο),                  ® ¬ , ώστε το (χρονικό)σχήμα που παρουσιάζει  (μιλώ για μια γεωμετρία               È    πάλι,                  συζευκτική), να τεθεί ως ερευνητικό πεδίο της επιστήμης ; Μπορούμε βάσει των παραπάνω να πούμε πως ο Χρόνος χρησιμεύει για να αναδυθούν 2 ειδικής μορφής αλήθειες, η κατά Ποίηση και η κατά Φυσική ; Η αλήθεια παρουσιάζει εγγενώς χρονικότητα ; Εννοώ, πως η χρονικότητα της α–λήθειας δεν παραπέμπει αλλού, παρά στην Ακεραίωσή της εν χρόνω (παραγωγή έργου Τέχνης και επιστημονικού επιτεύγματος) δια της ανάδυσης του αχρόνου της (= έργο Τέχνης). Το 2011 δια του θεατρικού έργου X Alan Turing έχουμε τη συναγωγή του Χρόνου (1954 και πίσω έως 1912 ;… έχουμε, με άλλα λόγια, την εμφάνιση, ενώπιών μας, του «απομακρυσμένου ταυτόχρονου» του Πουανκαρέ…), τη συναγωγή απομακρυσμένων χρονικά γεγονότων (δηλαδή, ο θάνατος του Τιούρινγκ, η «έμπνευση» του θεατρικού συγγραφέα), όπως βλέπουμε εξάλλου στη βυζαντινή εικονογραφία, και κατά τούτο προκύπτει η ενοποίηση[41] του χρόνου (κατά συναγωγή) σε ένα αδιάστατο ΝΥΝ, όπου όλα τα γεγονότα, ό,τι εν χρόνω συνέβη, είναι ΠΑΡ–ΟΝΤΑ ; Κάτι ανάλογο με το χωρικό ταυτόχρονο του Πικάσο (για μένα πάντα αξεδιάλυτα συνεπαγώμενο και χρονικό ταυτόχρονο) και τις μη ευκελείδειες προτάσεις του Μινκόφσκι ; Όλα, δηλαδή αυτός (2011) και αυτός (1954 και πίσω) (ο Χρόνος) είναι πλαισιωμένα σ’ αυτό που ονομάζουμε ΕΙΚΟΝΑ ; Η Επιστήμη πλαισιώνει ; Πώς ; Μπορεί ο Χρόνος να είναι ποσοτικό πρόβλημα (ας θυμηθούμε και πάλι τον Πουανκαρέ) ; Ο Χρόνος δεν παραπέμπει στο αναδύεσθαι των ΠΟΙΟΤΗΤΩΝ ; Και η Τέχνη δεν είναι εξ ορισμού μια ΠΟΙΟΤΗΤΑ, μια ανάδυση τροπικών ποιοτήτων (…Τιούρινγκ που αυτοκτονεί δια περιστρόφου…) ; Μια τέτοια διάκριση, όπως η παραπάνω, δεν θα δικαιολογούσε τον αδικαιολόγητο και λανθασμένο χαρακτηρισμό του Αϊνστάιν, σχετικά με το ζήτημα συνέχειας–ασυνέχειας στο ζήτημα σωματιδίου–κύματος στο κβάντο φωτός, ως αντιαισθητικής (!) θέσης[42] ; Από πού κι ως πού αφορά τη Φυσική το…αντιαισθητικό ; Με άλλα λόγια, αυτό που είπαμε παραπάνω περί αληθινότερου Αγαμέμνωνος και τώρα περί αληθινότερου Τιούρινγκ, για την ακεραίωσή τους, εν χρόνω, δια του αχρόνου του έργου Τέχνης[43].

 

kom_17

 

Ωστόσο ποιά η γνωσιακή αξία της παραπάνω μαρτυρίας ; Κατ’ αρχήν ότι είναι αυτό τούτο : μαρτυρία[44]. Κι έπειτα, διότι θεωρώ πως η προσωπική εμπειρία έχει να διαδραματίσει έναν πολύ σοβαρό ρόλο εντασσόμενη στο ερευνητικό πεδίο. Η εμπλοκή του «παρατηρητή», άλλωστε, είναι αναπόφευκτη. Ακόμη, επειδή η υποκειμενικότητα θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν γνωσιολογικά, αν μη τι άλλο για τους δρόμους έρευνας που ανοίγει μέσα από τα αδιέξοδά της.

Όμως, έχω ήδη προχωρήσει πολύ και έχω υπερβεί κατά πολύ κάθε έννοια …Χρόνου εκφοράς μια εισήγησης. Σταματώ.

 

 

* Ο Στάθης Κομνηνός σπούδασε κλασική φιλολογία και έχει εξειδίκευση στις σημιτικές γλώσσες (αραβικά, εβραϊκά, συριακά/αραμαϊκά). Παράλληλα, έκανε μουσικές σπουδές στη θεωρία, αρμονία και αντίστιξη, καθώς και στην ανατολική μουσική (ελληνική/βυζαντινή). Είναι ποιητής, μεταφραστής, αρθρογράφος, κριτικογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ερευνητής. Έχει συμμετοχή σε πολλά συνέδρια, κυρίως σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση των σχέσεων θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών.Μεταφράζει από και προς 12 γλώσσες και έχει συνεργαστεί με πλήθος εκδοτικούς οίκους και έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά (Παπαδήμας, Δόμος, Παρουσία, Ακρίτας, Λιβάνης κλπ κι επίσης ΝΕΜΕΣΙΣ, Κουκούτσι, Πρωτάτον, Τόλμη, Φρέαρ, Διάστιχο, Βακχικόν, Litteraterra, Ηνιοχείν, Fractal κλπ).

 

 

_______________________________________

[1] Βλ. Στάθη Κομνηνού «Χάσμα εν λόγω και ρυθμώ», http://www.academia.edu/, ποίημα προτασσόμενο της φιλοσοφικής θεματικής του Χρόνου. Σημειώνω υπαινικτικά, χάριν της ίδιας της θεματικής μας και της υπερβάσεως, δια της Τέχνης, του Χρόνου, αλλά και της ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗΣ διατηρήσεώς του ως αλώβητου, πως το ποίημα αυτό, όπως και σύνολο το έργο, γράφτηκε το… 2002-2003.

[2] Βλ. Χρ. Γιανναρά, Οντολογία της Σχέσης, κεφ. 13 Το κάλλος ως κλήση-σε-σχέση, σελ. 129 κ.ε. εκδ. Ίκαρος 2004

[3] Αποσαφηνιστική για τα εδώ λεγόμενα η ακόλουθη παρατήρηση του Χρ. Γιανναρά : «Το γεγονός είναι ότι και οι δύο αυτές χρήσεις της γλωσσικής σημαντικής – η γλώσσα της καθημερινής συνεννόησης και η μεταφορά στη γλώσσα των μορφωμάτων της μαθηματικής συμβολικής – διεκδικούν εξίσου την κατάδειξη του πραγματικού και υπαρκτού. […] Η διαφορά των δύο γλωσσικών κωδίκων είναι διαφορά προέλευσης (από συμβατικά μορφώματα μακροσκοπικών επισημάνσεων ή από συμβατικά μορφώματα μαθηματικής επεξεργασίας), όπως και διαφορά παραπομπής σε διαφορετικούς συνειρμούς. Όμως, παρά τις διαφορές αυτές, το υπό κατάδειξιν σημαινόμενο είναι το ίδιο και παραμένει κοινό  – δεν διαφοροποιείται το σημαινόμενο γεγονός από τη διαφορά της προέλευσης και των συνειρμών που κομίζουν οι δύο γλωσσικοί κώδικες. Και το σημαντικότερο : υπάρχει μια κοινή προϋπόθεση γνωστικής πρόσβασης στη σημαινόμενο, ενοποιητική των δύο γλωσσικών κωδίκων, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους και από το αν παραπέμπουν σε μεταφυσικούς συνειρμούς ή σε μαθηματικά σύμβολα : Προϋποθέτουν και οι δύο γλωσσικοί κώδικες εξίσου υπέρβαση της παραστατικής ή αναπαραστατικής αντιληπτικής μας λειτουργίας.», για να καταλήξει, διαφωτιστικά για τα εδώ εκτιθέμενα «Η υπέρβαση της παραστατικής ανάπλασης εικόνων της αισθητής εμπειρίας δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε μιαν εξω-εμπειρική αποκλειστικά νοητική ή φαντασιώδη, σύλληψη του «πραγματικού».», βλ. Χρ. Γιανναρά, ΜΕΤΑ-ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ ΜΕΤΑ-ΦΥΣΙΚΗ, σελ. 157 κ.ε., εκδ. Δόμος 1993. Ας γίνει αντικείμενο στοχασμού και η ακόλουθη πρόταση του ιδίου συγγραφέως (αν και, όπως θα δει ο αναγνώστης του παρόντος κειμένου, εμείς κρατούμε κάποια απόσταση από τη θέση αυτή, ώστε να μην απολυτοποιηθεί η εγκατάσταση της Τέχνης στη μεταφυσική αφενός, αλλά και να ιδωθεί και υπό εντελώς ΦΥΣΙΚΟ πρίσμα η λειτουργία της) : «Κάθε έργο τέχνης παραπέμπει στη μετα-φυσική, όχι» στη φύση», εν. αν. σελ.206.

[4] Βλ. Αριστοτέλους Φυσική ακρόασις Δ 12, 221α : «Πάσχει δη τι υπό του χρόνου […] ότι κατατήκει ο χρόνος και γηράσκει πάνθ’ υπό του χρόνου…».

[5] Βλ. Αρ. Μέσκου, Η υπόθεση των λογικών κβάντων, εκδ. Αρμός, 2007, σελ.137,  καθώς και υποσημ. αρ.236 στην ίδια σελίδα.

[6] Ενθ.αν. σελ.138, υποσημ. αρ. 237, όπου και παράθεμα από το βιβλίο του Στέφανου Τραχανά, Κβαντομηχανική Ι, σελ.95, όπου ο συγγραφέας αναφέρει πως «κάθε θεμελιώδης φυσικός νόμος, δεν αποδεικνύεται».

[7] Βλ. Αριστοτέλους, Πολιτικών Α, 1254b 14 ed. W.D.Ross, Oxford.

[8] Βλ. Αριστοτέλους Φυσική ακρόασις

[9]  Ο Χρ. Γιανναράς σημειώνει : «Η έξοδος από τη διαδοχή προτέρου και υστέρου, καθώς και από κάθε διαστατό εντοπισμό, μπορεί να είναι έξοδος και από τις προϋποθέσεις του υπαρκτού, μπορεί και όχι.». Ας σημειωθεί, παρακαλώ, η λέξη «έξοδος». Παρουσιάζει ενδιαφέρον. Και ο ίδιος συγγραφέας συνεχίζει παραθέτοντας τον St. Hawking : «Οι νόμοι της φυσικής δεν κάνουν καμιά διάκριση μεταξύ της κατεύθυνσης του χρόνου προς τα εμπρός, προς το μέλλον, και της κατεύθυνσης του χρόνου προς   τα πίσω, προς το παρελθόν.». Και συνεχίζει : «Ένα ηλεκτρόνιο μπορεί να κινείται «πίσω στο χρόνο» και να συνιστά ποζιτρόνιο, δηλαδή να είναι εξίσου και τότε υπαρκτό, όσο και όταν εκινείτο «προς τα εμπρός» μέσα στο χρόνο». Βλ. Χρ. Γιανναρά, ΜΕΤΑ-ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ ΜΕΤΑ-ΦΥΣΙΚΗ, σελ. 155 κ.ε., εκδ. Δόμος 1993. Αυτό δεν συμβαίνει, αναρωτιέμαι, και με το έργο Τέχνης ;

[10] Βλ. Προς Κορ. Β΄ γ 18.

[11] Βλ. Προς Εβρ. ια 39-40.

[12]   Βλ. Βλ. Χρ. Γιανναρά, Οντολογία της Σχέσης, σελ. 190 εκδ. Ίκαρος 2004 : « Επιστήμη είναι η υποκείμενη στην κοινή επαλήθευση (με μεθόδους τεκμαρτής αξιοπιστίας) γνώση της φυσικής πραγματικότητας. Κάθε πρόταση εντοπισμού αιτίας και σκοπού της φυσικής πραγματικότητας […] δεν υπόκειται στην κοινή επαλήθευση με μεθόδους τεκμαρτής αξιοπιστίας (παρατήρηση, πείραμα, μαθηματική ανάλυση). Επομένως δεν μπορεί να έχει μια τέτοια πρόταση επιστημονικό χαρακτήρα.».

[13] Θα εντόπιζα επ’ αυτού μια κοινή θέαση με τον Κάντ, ασχέτως αν ο Κάντ αναφέρεται στην μεταφυσική και σε άλλα συμφραζόμενα. Στην Kritik der reinen Vernuft  (Κριτική του καθαρού λόγου) στον πρόλογό του στην β΄ έκδοση (σελ.XXIV) χαρακτηριστικά αναφέρει : “nil actum reputans, si quid superesset agendum”. Δες και την ελληνική έκδοση Καντ, Κριτική του καθαρού λόγου, μετ. Α. Γιανναράς, εκδ. Παπαζήση, 1977, σελ.51.

[14] Σημαντικό, για την κατανόηση των εδώ διατυπούμενων, το αριστοτελικό χωρίο από τα Μετά τα φυσικά 1072a 7, 19 έως b 20. Επισημαίνω ιδιαίτερα το ακόλουθο απόσπασμα : «διαγωγὴ δ΄ ἐστὶν οἵα ἡ ἀρίστη μικρὸν χρόνον ἡμῖν (οὕτω γὰρ ἀεὶ ἐκεῖνο· ἡμῖν μὲν γὰρ ἀδύνατον), ἐπεὶ καὶ ἡδονὴ ἡ ἐνέργεια τούτου (καὶ διὰ τοῦτο ἐγρήγορσις αἴσθησις νόησις ἥδιστον, ἐλπίδες δὲ καὶ μνῆμαι διὰ ταῦτα).». Εύστοχα ο Κ.Δ.Γεωργούλης σχολιάζει πάνω σ’ αυτό : «[…]μέσα στη διαγωγή, όπως π.χ. […] στην ακρόαση ενός λυρικού χορικού άσματος ή μιας τραγωδίας, ο χρόνος αποκτά μια ενότητα, η ροή του όχι μόνο δεν μας κουράζει αλλά δεν μας γίνεται ούτε αισθητή. Η χρονική έκταση ευρίσκεται περιορισμένη σαν μέσα σε μια στιμή. […] Η χρονική διάσταση των στιγμών της θεωρίας χαρακτηρίζεται από τον Αριστοτέλη με το ποτέ («ει ουν ούτως εύ έχει, ως ημείς ποτέ»), είναι συμπύκνωση και συγκέντρωση της υπαρκτικής διάσπασης του ανθρώπου, είναι κάτι αντίρροπο προς την distention animi του Αυγουστίνου.», βλ. Κ.Δ.Γεωργούλη, Αριστοτέλους πρώτη φιλοσοφία, σελ. LXXIII, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1985.

[15] Για έναν ευκολότερο εξεικονισμό αυτής της άκρως χρήσιμης, για την πραγμάτευση του αχρονικού και διαχρονικού στο έργο Τέχνης, αντικειμενικής μονάδας μέτρησης του Χρόνου, την οποία θεωρώ βάση για οποιαδήποτε ΟΜΙΛΙΑ, για κάθε τι ρητό, περί Χρόνου-Αχρονίας ενδοκοσμικά, άρα και κατά την ευθύγραμμη/γραμμική πορεία του ολοκληρωμένου Κύκλου που εκπροσωπεί το έργο Τέχνης, παραθέτω ένα ενδεικτικό απόσπασμα από τα παραμύθια των αδελφών Γκρίμ, Kinder-und Hausmärchen gesammelt durch die Brüder Grimm, Insel Verlag, 1989, σελ. 73-74. Στο παραμύθι «Ο μικρός βοσκός» (Das Hirtenbüblein) διαβάζουμε : “…wieviel Sekunden hat die Ewigkeit ?  Da sagte das Hirtenbüblein : in Hinterpommern liegt der Demantberg, der hat eine Stunde in die Höhe, eine Stunde in die Breite und eine Stunde in die Tiefe; dahin kommt alle hundert Jahr ein Vögelein und wetzt sein Schnäbelein daran, und wenn der ganze Berg abgewetzt ist, dann ist die erste Sekunde von der Ewigkeit vorbei” (η υπογράμμιση δική μου). Ας πούμε πως έτσι είναι η έγχρονη συμπεριφορά του έργου Τέχνης.

[16] Βλ. «Shortest time interval measured”, “Fastest view of molecular motion”, “New scientist article” http://www.newscientist.com/article/dn7700 .

[17] Βλ. Προς Εβρ. 1,1.

[18] Ας λάβουμε εδώ πολύ σοβαρά υπόψιν την επισήμανση του Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια,VI 3, ed. L.Bywater, Oxford., ότι η ψυχή αληθεύει μέσω της Τέχνης «…οίς αληθεύει η ψυχή…ταύτα δ’εστί τέχνη επιστήμη…».Ο Αριστοτέλης βάζει τα γνωσιακά μεγέθη Επιστήμης-Τέχνης δίπλα-δίπλα σ’ έναν πολύ φυσικό γάμο. Ο Χέγκελ στα Μαθήματα αισθητικής έπεται της ιδίας άποψης, μιλώντας για «αισθητή διαμόρφωση της αλήθειας» (= έργο Τέχνης) (η υπογράμμιση δική μου). Ο Χάιντεγκερ επιμένει αμετακίνητα σ’ αυτή τη θέαση, με την παρατήρηση, όμως, πως οι άνθρωποι τής έχουν γυρίσει την πλάτη ανεπίστρεπτα. Περί όλων αυτών, δες την κατατοπιστική σημείωση του Γιάννη Τζαβάρα στο έργο του Μάρτιν Χάϊντεγγερ Η προέλευση του έργου Τέχνης, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Γιάννη Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη 1986, υποσημ. 69, σελ.60. Ωστόσο, αν κρατήσουμε κατά νου την αριστοτελική παρατήρηση και τη συνδυάσουμε με το ηρακλείτειο απόσπασμα 45 «Ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν΄ ούτω βαθύ λόγον έχει», βλ.Diels-Kranz, Fragmente der Vorsokratiker I, σελ.161 και ελληνική έκδοση Ευαγγ. Ρούσσος, Ηράκλειτος, Περί Φύσεως, 67, εκδ. Παπαδήμα, σελ.14., έχουμε άλλον έναν λόγο για να εντοπίσουμε τις φυσικές αιτίες αθανασίας του έργου Τέχνης. Άλλη μια αιτία, λοιπόν, είναι εκείνη της ψυχής. Η οποία αν δε έχει, κατά Ηράκλειτο, τέλος/πέρας, τότε δικαιολογεί και το ατελεύτητο στο Χρόνο του έργου Τέχνης. Αν, δηλαδή, προθετικά και τελεολογικά, το έργο Τέχνης ενσωματώνει την ανθρωπική αρχή και επιπλέον το περιβάλλον του (ομιλώ ολότελα με όρους κβαντομηχανικής στο σημείο αυτό) είναι η ουσία (ψυχή ;…) του ανθρώπινου υποκειμένου, – κάτι που δεν μοιάζει να αγνοεί πια επισήμως, από τη θεωρία της σχετικότητας και εντεύθεν, η σύγχρονη φυσική -, τότε είναι φύσει ατελεύτητο, αφού αφορά στον βαθύ και ουκ έχων πέρας λόγον της ψυχής. Φυσικά, αυτό χρήζει περαιτέρω ανάπτυξης. Το ερώτημα, όμως, είναι μέχρι ποιού ορίου μπορεί η Επιστήμη να εφαρμόσει και να ενσωματώσει στη γνωσιοθεωρία και τις πρακτικές της κατηγορίες όπως αυτή ή παρόμοιες, π.χ. το Εράν ;

[19] Βλ., επίσης, περί της «υπάρξεως» και «οντότητας» του χρόνου την σημ. 28.

[20] Ο Jules Laforgue λέει : “L’ Infini est a nos portes ! A nos fenetres ! Ouvre, et vois ces Nuis Loin, et tout le Temps avec !…”, δες  Jules Laforgue , Poems, bilingual edition, trans. P. Dale, ed.Anvil,2001, p.312.

[21] Καθώς, επιστημονικά (και όχι ψυχολογικά…), τελεί επισήμως εν Ελλάδι σε ανυπαρξία το βλέμμα προς ανατολάς, για μια διαφωτιστική, φιλοσοφικά, ετυμολόγηση τού όρου Τέχνη, στο σημιτικό κοσμοθεωρητικό «παράδειγμα», κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τα εξής εκπληκτικά και υποστηρικτικά των παραπάνω θέσεων, από το αραβο-ελληνικό λεξικό τού Αρτ. Θαλασσινού και Σαμουήλ Καμέλ, Librairie du Liban, 1950, σελ.275-276. Σε αντίθεση με τα ελληνικά, ο όρος τέχνη στα αραβικά فن , δεν προέρχεται από το τίκτειν αλλά από το ωραϊζειν, καλλοποιείν. Εξ αυτού προκύπτουν και όλα τα παράγωγα τού φιλοτεχνείν. Αυτό μέχρι τη… μέση τής λημματογράφησης. Αν όμως προχωρήσουμε, λημματογραφικά, λίγο παρακάτω θα συναντήσουμε την εξαιρετικής σπουδαιότητας ρηματική ρίζα فنى   που σημαίνει εξολοθρεύω, εξοντώνω, εκμηδενίζω (όλα να διαβασθούν στο τρίτο πρόσωπο τού αορίστου, καθώς έτσι αντικρίζει αρχικά το ρήμα η σημιτική λημματογράφηση) ! Καθώς φαίνεται, η σημιτική θέαση αποφαίνεται πως μόνο ό,τι εξοντώνει, εκμηδενίζει (εδώ τον Χρόνο, αλλά και, προχωρώντας μακρύτερα, την ακοσμία, την ανυπαρξία, το κενό, δηλ. ό,τι ΉΤΑΝ πριν αναφανεί το έργο Τέχνης), μπορεί να διεκδικήσει, ως ιδιότητά του, το Κάλλος ! Μόνο ό,τι υπερβαίνει τον Χρόνο και τον Θάνατο μπορεί να συνιστά Τέχνη. Φαίνεται πως η ιδιότητα τού εξοντώνειν είναι σύμφυτη με το καλλιτέχνημα, που δεν αναγνωρίζει στον εαυτό του την έννοια τού εξοντώνεσθαι. Η σταθεροποιημένη, παγιωμένη, αγαλματοποιημένη εν γίγνεσθαι α-λήθεια που θεμελιώνει το έργο Τέχνης, φαίνεται πως ακινητοποιεί τον Χρόνο και τη φθορά του. Η εξόντωσις τής αναυθεντικότητας, ως παρεχόμενης, φυσικά, δυνατότητας τού ζην, στο έργο Τέχνης σημαίνει αθανασία. Και συνεπώς η Τέχνη προβάλλει ως… διυλιστήριο αναυθεντικοτήτων (ιδού πάλι η ανάδυση τού παράγοντος τής καθαρότητας ως εχέγγυου αθανασίας για το έργο Τέχνης). Επ’ ευκαιρία, για μια διεισδυτική και ενδιαφέρουσα ματιά περί τού πώς αντιμετωπίζει η Δύση (και δυστυχώς και η άχαρη  και σχιζοφρενής Ελλάδα μαζί της) το ανατολικό πολιτισμικό παράδειγμα, βλ. Edward W. Said Orientalism, ed. Penguin, 2003, όπου σχολιάζεται η στάση ανθρώπων όπως ο Φλωμπέρ, ο Νερβάλ, ο Ρενάν, ο Ντάντε.

[22] Βλ. Martin Heidegger Der Begriff der Zeit, Max Niemeyer Verlag (διάλεξη) και Vittorio Klostermann  (πραγματεία). Επίσης βλ. την εμπεριστατωμένη και άξια κάθε επαίνου ελληνική έκδοση Martin Heidegger  Η έννοια του Χρόνου, προλεγόμενα-μετάφραση-σχόλια Δημ. Υφαντής, εκδ. ΡΟΕΣ, 2009.

[23] Ενθ.αν. (ελληνικής έκδοσης), σελ 71.

[24] Βλ. Αρ.Μέσκου, Η υπόθεση των λογικών κβάντων, εκδ. Αρμός, 2007, σελ.111 αλλά και υποσημ. αρ.200. “Η αλυσίδα της αιτιότητας ξεκινά από το τέλος και η αρχή εμπεριέχεται σε αυτήν”, όπου και κρίνει πως μια παρόμοια θεώρηση αφορά στο Κάλλος και αποφαίνεται, αναφερόμενος στον Τ. Σ. Ελιοτ, πως «οι ποιητές πάντα βλέπουν μακριά» .

[25] Υπό τη θέαση ενός αεί-νυν και αεί-εδώ, δηλαδή μιας ενεστωτικής ανώλεθρης παροντικότητας (κατεξοχήν κλητικής προς (ετεροχρονισμένη…) μετοχή), που θεμελιώνει αρμοδίως το έργο Τέχνης, εντοπίζω έναν πολύ σημαντικό και διαφωτιστικό παραλληλισμό με ό,τι ΕΝΤΕΧΝΩΣ (και μόνο, αφού υπό τη μορφή στίχου και εκκλησιαστικής (για τα καθ’ ημάς) ποιήσεως εκφέρεται, αλλά και άδεται δια της μουσικής Τέχνης) δηλώνεται πως συμβαίνει σε έκαστο ΝΥΝ των θρησκευτικών παραδόσεων. Στα καθ’ ημάς έχουμε τα εξής :«Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου,…σπαργανούται…,ανακλίνεται, …τρέφεται,…προσκαλείται» (από τα ιδιόμελα της ενάτης ώρας της παραμονής των Χριστουγέννων), αλλά και από το κοντάκιο της εορτής «Η παρθένος σήμερον..τίκτει», ποίημα Ρωμανού Μελωδού, και επίσης «Σήμερον ο Δεσπότης κλίνει το αυχένα,…νάμασιν ενθάπτει,…άνωθεν μαρτυρείται, βάπτισμα λαμβάνει» (από τα μεγαλυνάρια της θ΄ ωδής της εορτής των Θεοφανείων), αλλά και «Σήμερον Ιωάννης άπτεται» (από το «και νυν» (…) των στιχηρών ιδιόμελων του όρθρου), και τέλος τα αλλεπάλληλα και καταιγιστικά «Σήμερον» της Μεγ. Εβδομάδας. Φυσικά, το συμβάν έχει γίνει 2000 χρόνια πριν, και στην περίπτωση που δεν θα επιλέγαμε να μιλήσουμε, αερολογικά, περί συμβολισμού ή ακόμη χειρότερα, περί θρησκευτικού κρετινισμού, ο οποίος δεν μπορεί να αντιληφθεί και τη στοιχειώδη χρονική απόσταση, τότε όλα τα παραπάνω νοηματοδοτούν και προσφέρουν μια συγκεκριμένη και πολύ σοβαρή θεώρηση του Χρόνου. Βίωση του Χρόνου. Πρόταση περί του θεάσθαι τον Χρόνο. Την οποία βρίσκω ταυτόσημη με ό,τι θεωρώ πως πράττει το έργο Τέχνης. Έτσι, αναφύονται τα ερωτήματα : Πώς δηλώνεται ότι βιώνεται στο πλαίσιο αυτό (της έντεχνης εκκλησιαστικής λατρείας) ο Χρόνος ; Δεν είναι ένας τέλειος εξεικονισμός για το τί συμβαίνει στη σχέση Χρόνου και έργου Τέχνης ; Το καλλιτέχνημα δεν συμπεριφέρεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, όπως δηλαδή  δηλώνει η εκκλησία ότι θεωρεί την εμπειρική της μετοχή στο παρελθοντικό συμβάν ;

[26] Άλλωστε, κανένα ρολόι του… επιστημονικού Χρόνου δεν δείχνει το Μέλλον ούτε το Παρελθόν, όπως λέει και ο Χάιντεγκερ, ενθ.αν.σελ.77.

[27] Σχετικά με το όχι-πλέον-εδώ, που ανασυσταίνει και αναβιώνει  η Τέχνη, καθώς αυτό τούτο είναι πια χρονικά και επιστημονικά ΜΗ ΟΝ (αλήθεια, ΕΙΝΑΙ μη ον, ακόμη και μέσα στα πιο ρηξικέλευθα, τολμηρά και μεταμοντέρνα επιστημονικά περιβάλλοντα ;…), βλ. Πλάτωνος Συμπόσιον 205b : “η γαρ τοι εκ του μη όντος εις το ον ιόντι οτωούν αιτία πάσα εστι ποίησις” (η υπογράμμιση δική μου). Σημειώνω πως με το εν λόγω χωρίο, ασχολείται ερμηνευτικά ο Χάϊντεγκερ. Υπογραμμίζω δε, πως στο έργο του Der Ursprung des Kunstwerkes (στο Holzwege, 1950) και ελληνική έκδοση Η προέλευση του έργου Τέχνης, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Γιάννη Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη 1986, σελ.120, ο Χάιντεγκερ αποφαίνεται πως η Τέχνη, «κάθε τέχνη» (η πλαγιογράφηση του Χάιντεγκερ), ως η αιτία του έργου Τέχνης, «είναι κατ’ ουσίαν ποίηση»  (η πλαγιογράφηση του Χάιντεγκερ), Dichtung. Σταματώ εδώ και δεν σχολιάζω περαιτέρω.

[28] Με άλλα λόγια : « […] να υπάρχει το εγώ μας αιώνια, χωρίς τελειωμό.», βλ. Χ. Γιανναρά, Η λογική αρχίζει με τον έρωτα, σελ.226, εκδ. Ίκαρος, 2004. Επίσης, βλ. αυτόθι τις σελ. 229-232, όπου «διερμηνεύουν», κατανοητότερα, τι ακριβώς εννοώ εδώ. Επισημαίνω, από τις σελίδες αυτές τα εξής σημεία : « Ο θάνατος μηδενίζει ή αιωνίζει (κάνει αιώνια) την ανθρώπινη ύπαρξη ; Και τα δύο ενδεχόμενα είναι εξίσου εφιαλτικά.», «[…] το ενδεχόμενο να παρατείνεται ατελείωτα στο χρόνο η αυτοσυνείδητη ύπαρξη, μόνο πανικό προκαλεί.[…], ισοδυναμεί με ψηλάφηση κόλασης», «Το ερώτημα συνδέθηκε, πολύ σωστά, με τον ορισμό της φύσης του χρόνου…». Επισημαίνω ότι στις σελίδες αυτές μπορεί ο αναγνώστης του παρόντος κειμένου να βρει άκρως χρήσιμες επεξηγήσεις για την αναφορά μας στις αριστοτελικές χρονικές κατηγορίες του πρότερον και ύστερον κλπ. Εντοπίζω τις ακόλουθες επισημάνσεις που διαλευκαίνουν τα εδώ ειπωμένα : «Αν όμως βιώσει η ψυχή το «νυν» ως μη αριθμούμενο «εν», δίχως αίσθημα οριστικής μετάβασης από άλλο σε άλλο, τότε «ου δοκεί χρόνος γεγονέναι ουδείς, ότι ουδέ κίνησις».[…] Έτσι καταλήγει ο Αριστοτέλης στον περίφημο ορισμό του : «Τούτο γαρ εστιν ο χρόνος, αριθμός κινήσεως κατά το πρότερον και ύστερον». Όμως, εκτός από αίσθηση της ψυχής, η μετάβαση από το πρότερον στο ύστερον είναι πάντοτε και μία κίνηση φθοροποιός. […] Ναι, ο χρόνος δεν έχει υπόσταση υπαρκτού, είναι μόνο μέτρο της κίνησης, η οποία συνιστά τον τρόπο ύπαρξης των κτιστών όντων. […] Ο έρωτας είναι πάντοτε ένα συναρπαστικό παρόν πληρότητας που ποτέ δεν πληρούται.». Άνετα, νομίζω, μπορεί ο αναγνώστης να αντικαταστήσει κάποιους όρους του αποσπάσματος αυτού και να βάλει στη θέση του τους όρους τις παρούσας πραγμάτευσης της έννοιας του Χρόνου στη σχέση του προς την Τέχνη.

[29] Ο Ingemar Rhedin (βλ. φιλελ. ΕΜΦΑΣΗ τριμ.επιθ. Ινστ. Δημ. Κων.Καραμανλής, Οκτ.-Δεκ. 2011, τεύχος 49, σελ.90-91) σχολιάζοντας το κενό (να το ονομάσω αλλιώς απροσδιοριστία του Κάλλους, απροσδιοριστία της έλξης, ωστόσο με ολότελα συγκεκριμένα αποτελέσματα ;…), δηλαδή το πιο λεπτό στοιχείο ενός ποιήματος, τη φωνή, το ύφος που κομίζει το ποίημα και στην προκειμένη περίπτωση τη φωνή του Ελύτη, αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά νομίζω: «Στην ανέκφραστη αυτή φωνή, ο χρόνος χάνει την εξουσία του. Ο Ελύτης περιγράφει το φαινόμενο ως εξής : «Τότε λοιπόν τί ήταν; Μα τί ήταν ; Ήταν η απομόνωση της αίσθησης και η αυταξία της μέσα σε μίαν ισόβια στιγμή΄ το τέλειο, που δεν αξιωνόμαστε, παρεχτός σε μίαν αστραπή, στην ελάχιστη διάρκεια που του χρειάζεται για ν’ ακυρώσει την καθημερινή αθλιότητα. Σκληρό πράγμα, που λένε, η Ομορφιά΄ να μια κοινοτοπία που δεν εφθάρηκε ακόμη. Και μεταξύ μας : η μόνη» (Ανοιχτά Χαρτιά, εκδ. Ικαρος, 1987, γ΄ έκδοση, σελ.162)». Και αμέσως παρακάτω, συνεχίζοντας, παραθέτει ένα απόσπασμα από τον Marcel Proust, λέγοντας : «Ο Marcel Proust περιγράφει το ίδιο φαινόμενο ως εξής : «Ένα λεπτό λυτρωμένο από την τάξη των πραγμάτων έχει δημιουργήσει εκ νέου εντός μας έναν άνθρωπο λυτρωμένο από την τάξη του χρόνου.» Marcel Proust , A la recherche du temps perdu, t.VII, Delcourt, Paris, 2008)» (όλες οι υπογραμμίσεις δικές μου).

[30] Ενθ.αν.σελ.90, όπου υπάρχει το εξής παράθεμα από τον F.Schlegel : «Το σύνολο αυτό [τρόπος, τόνος] δεν έχει χωρική οντότητα…». Ερμηνεύω: υπό την παραδοσιακή σκοπιά της φυσικής ή της ευκλείδειας γεωμετρίας. Δηλαδή, ας πούμε, κάτινος που ευχερώς εντοπίζεται και μηχανιστικά διερευνάται. Γι αυτό το λόγο ομιλώ παραπάνω για «υπαρκτικό τόπο», ουσιαστικά δηλαδή για κινούμενο τόπο, όπως οι καβαφικές πόλεις ή τα ομηρικά νησιά.

[31] Ας θυμηθούμε πως σύμφωνα με την λακανική διαπιστωτική οπτική το desidero είναι το φροϋδικό cogito.

[32] Βλ. Κώστα Χατζηδουλή, Βασίλης Τσιτσάνης, η ζωή μου, το έργο μου, εκδ.Νεφέλη,1980,σελ.34 : «Ζόριζα τον εαυτό μου να δημιουργεί έργα και ήθελα κάθε δαχτυλιά να μένει με ανεξίτηλα γράμματα. Κάθε δαχτυλιά πάνω στο μπουζούκι ήταν για μένα στιγμή ιερή. …για να γίνουν τα τραγούδια μου όπως έγιναν. Όπως η μαρμαρική των αρχαίων ελλήνων, που έκαναν χρόνια για να φτιάξουν ένα έργο

[33] Βλ. Ψαλμ. 81,6 «Εγώ είπα Θεοί εστε και υιοί υψίστου πάντες΄ υμείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε…». Άνετα θα μπορούσε κανείς να συνδυάσει αυτή τη φωνή με τη νιτσεϊκή του υπερανθρώπου (Übermensch) και να αντιληφθεί τη σκοποθεσία τους.

[34] Βλ. Αρθούρου Ρεμπώ «Επιστολή του Αλχημιστή», Arthur Rimbaud, Oeuvres completes, edition par Antoine Adam, Bibliotheque de la Pleiade, nrf. Gallimard,1999 (Rimbaud a Georges Izambard, 1871 και Rimbaud a Paul Demeny, 1871), σελ. 248-249 και 249-254 αντιστοίχως. Επίσης, ελληνική έκδοση, εκδ. Πλέθρον.

[35] Βλ. Martin Heidegger Der Begriff der Zeit, Max Niemeyer Verlag (διάλεξη) και Vittorio Klostermann (πραγματεία). Επίσης, βλ.την ελληνική έκδοση Martin Heidegger  Η έννοια του Χρόνου, προλεγόμενα-μετάφραση-σχόλια Δημ.Υφαντής, εκδ. ΡΟΕΣ, 2009, σελ.72. απ’ όπου και το παραπάνω παράθεμα από την υποσημείωση αρ.21, όπου αναλύεται και η έννοια του Μέλλοντος (Zukunft) κατά Χάιντεγκερ.

[36] Βλ. W.H.Auden, Selected Poems, Horae Canonicae, ed. Ed. Mendelson, faber and faber, 1979, p.217: “Adam still previous to any act”. Κάτι τέτοιο εννοώ με τους όρους «καθεαυτά» και «πρωτογενώς είναι» .

[37] Φαίνεται, πως με την επιμαρτύριση αυτή των υποκειμένων, η Τέχνη επιτυγχάνει μιαν περίεργη και ευ-αγγελική αντιστροφή τής, κατά βάσιν, αρραγούς στην ατομικότητά της, χαϊντεγκερινής εκαστότητας (Jeweiligkeit). Το έργο Τέχνης είναι τόσο προσωπικό (γονιμοποιώντας και υπερβαίνοντας, αρρήτως, τον εκάστοτε χρόνο του δημιουργού του !!!), ώστε κάνει να αναδυθούν οι απανταχού (χωρικότητα) χρονικά εκαστότητες των άλλων (miteinandersein), όταν συναντηθούν και σχετισθούν μαζί του. Έτσι, το έργο Τέχνης, σε μιαν ευθεία και κατά μέτωπον αντιστροφή του Χάιντεγκερ, που δηλώνει (ενθ. αν. σελ.69) «εγώ δεν είμαι ποτέ ο άλλος» (η πλαγιογράφηση του Χάιντεγκερ), δηλώνει «εγώ είναι ένας άλλος» (και θα παρέφραζα : «εγώ είναι κάθε άλλος», ή «εγώ είναι και οι άλλοι» ), με το στόμα του Ποιητή από τη Σαρλβίλ. Οι άλλοι είναι αυτοί δι εμού (του έργου Τέχνης). Το ουδείς τους εξαφανίζεται στη συνάντηση με το εγώ μου (έργο Τέχνης), για να αναδυθεί (ιδού η τελεολογία και εσχατολογία της Τέχνης) η εκαστότητά τους και η πιο δική τους αυθεντική δυνατότητα !!!

[38] Βλ. Martin Heidegger Der Ursprung des Kunstwerkes (στο Holzwege, 1950) και ελληνική έκδοση Η προέλευση του έργου Τέχνης, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Γιάννη Τζαβάρα, εκδ.Δωδώνη 1986, σελ.59-60 και υποσημ.69. “Ιm Werk der Kunst hat sich die Wahrheit des Seienden ins Werk gesetzt” (η υπογράμμιση δική μου).

[39] Στέφαν Τσβάιχ, Το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, μετ. Αλέξ. Καρατζάς, εκδ. Ροες, 2002

[40] Δεν θα την έλεγα ξένη έννοια σε περιβάλλοντα Φυσικών. (Αν αναλογισθεί κανείς καθεαυτόν τον τίτλο του Φυσικού, και φέρει στο νου του τους Προσωκρατικούς, τον καταλαμβάνει δέος από το ύψος της τιμής. Υπ’ αυτήν την έννοια, ίσως ο τίτλος Ποιητής να ωχριά μπροστά του.). Ο Heisenberg, στον πρόλογο του έργο του «Οι φυσικές αρχές της κβαντικής θεωρίας» αναφέρει : “Βut even today the physicist more often has a kind of faith in the correctness of the new principles than a clear undrestanding of them” (βλ. την αγγλική έκδοση του έργου του, The physical principles of the quantum theory, trans. C. Eckart and F. C. Hoyt, Dover publ., 1949 p.1.).

[41] Ας φέρουμε στο νου τις θεάσεις του Πουανκαρέ για «μια γενικευμένη εκδοχή της θεωρίας του Λόρεντς για το ηλεκτρόνιο», την επιθυμία του για μια ενοποιημένη «θεωρία…του ηλεκτρομαγνητισμού και της βαρύτητας», και πάνω απ’ όλα τις απόψεις του για το ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΟ (La science et lhypothese), βλ.Arthur Miller, Αινστάιν-Πικάσο, μετ. Σπ. Πιέρρης, εκδ. Τραυλός, 2002, σελ.323-324. Ο συγγραφέας εκφέρει (σελ.324) μια άκρως ενδιαφέρουσα άποψη : « Και οι δύο νέοι ορισμοί του ταυτόχρονου αντιβαίνουν στις καθημερινές, συμβατικές μας αντιλήψεις γιατί καταργούν τις προνομιακές οπτικές γωνίες και, συνεπώς, προχωρούν πέρα από τις αισθητηριακές παραστάσεις» (οι υπογραμμίσεις δικές μου).

[42] Ενθ. αν. σελ.320, όπου ο συγγραφέας αποφαίνεται : «Για τον Αϊνστάιν, όπως και για τον Κοπέρνικο και τον Γαλιλαίο, η αισθητική ήταν επιστημονικό δεδομένο» (!). Ξεχασμένο και αγνοημένο, ρωτώ, τώρα πια ;

[43] Βλ. Clement Greenberg, Τέχνη και πολιτισμός, μετ. Ν. Δασκαλοθανάσης, εκδ. Νεφέλη, 2007, σελ.120 : «Ο Modrian…ο Klee…ο Miro κατόρθωσαν την ίδια περίοδο [1920] να δημιουργήσουν μια ουσιωδώς πρωτότυπη τέχνη, αρνούμενοι όχι την ίδια τη φύση αλλά την ακεραιότητά της» (η υπογράμμιση δική μου, η πλαγιογράφηση του συγγραφέως). Πότε, δηλαδή, είναι πιο ακέραιος ο Τιούρινγκ ; Όταν είναι ο ΦΥΣΙΚΟΣ ή όταν αναβιώνεται ως ο ΕΝ ΤΕΧΝΗ ; Ποιοί μηδικοί ανασύρουν μεγαλύτερες… ποσότητες αληθείας, οι εν Μαραθώνι ή οι εν θεάτρω Διονύσου (κατά μερικά χρόνια μεταγενέστεροι) και ΤΩΡΑ (κατά μερικές χιλιετίες χρονικά απομακρυσμένοι) εν Επιδαύρω ;

[44] Βλ. Ιωαν. Α΄1-3. “ ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν,…αι χείρες ημών εψηλάφησαν…εωράκαμεν και μαρτυρούμεν…ίνα και υμείς κοινωνίαν έχητε μεθ’ημών…”. Αν και δικαιικά ακόμη, η μαρτυρία συνιστά θεμέλιο του ανθρώπινου πολιτισμού, τότε καλό είναι να την εντάξουμε ανεπιστρεπτί, με κάθε αυστηρή προϋπόθεση, στο γνωσιακό και ερευνητικό παιχνίδι και να την λαμβάνουμε σοβαρότατα υπόψιν.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top