Fractal

✔ Προδημοσίευση: “Κόκκινος καπνός” της Πέρλα Σουές

 

opera_prod“Κόκκινος καπνός”, Πέρλα Σουές, Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδόσεις opera

 

ΛΟΣ ΑΡΙΜΠΟΣ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1945

Απόψε δεν έκλεισα μάτι, η πόρτα της κουζίνας έτριζε και χρειάστηκε να σηκωθώ πολλές φορές και να τη δέσω μ’ ένα σύρμα για να ησυχάσει. Σκέπασα με μια κουβέρτα το παράθυρο της κουζίνας για να μη βλέπω — μου φαινόταν πως κάποιος γυρόφερνε εκεί έξω.

Κάνει ζέστη, έπεσαν λίγες σταγόνες, και πρέπει να σπάσω τη μισή παγοκολόνα, να ρίξω τα κομμάτια στην παγωνιέρα και να κρυώσω το γάλα για να μην το κόψει η ζέστη. Ρίχνω λίγο γάλα στο φλιτζάνι, βλέπω μια ψόφια μύγα που στριφογυρίζει όταν ανακατεύω με το κουτάλι, γυρίζει και γυρίζει όλο και πιο αργά ώσπου μένει ακίνητη, τυλιγμένη στην πέτσα. Τηγανίζω δυο αβγά, βγάζω την ψόφια μύγα από το γάλα και το πίνω. Τα αβγά μού προκαλούν αηδία γιατί η κότα που τα γέννησε είναι άρρωστη. Την είδα πεσμένη στ’ άχυρα — Θεέ μου πώς γέρασε. Βουτάω μια φέτα ψωμί στο ζεστό γάλα και στο ένα από τα δύο αβγά, και μετά την τρώω. Στο λαιμό μού κάθονται αυτά τ’ αβγά, έτσι μου ’ρχεται να πάω να βρω την κότα και να την πετάξω ζωντανή σε μια χύτρα με βραστό νερό. Το τικ τακ του ρολογιού με τυραννάει. Το χειρότερο δεν είν’ αυτό, το χειρότερο είναι ότι δε σκέφτομαι τίποτ’ άλλο. πιάνω την καρδιά μου και λέω: βάλ’ το εδώ μέσα κι άσ’ το να χτυπάει.

Δεν αντέχω άλλο, πρέπει να βγω έξω και να γράψω στον τοίχο το τηλέφωνο της αστυνομίας, 341, για την περίπτωση που, όταν θα λείπω, μπει κανείς στο σπίτι μου.

Tο χώμα κοχλάζει και θα χρειαστεί να πετάξω τα μαρούλια, γιατί στους ανθρώπους εδώ δεν τους αρέσει να τρώνε ωμά. Πατάτες, καρότα και κρεμμύδια με κρέας στη σχάρα ή στιφάδο, καμιά φορά στην κατσαρόλα — όλα μαγειρευτά.

Τα λεφτά που βγάζω, μου φτάνουν για δυο μέρες. Σήμερα έχουμε Παρασκευή, το σαββατοκύριακο κρατάει πολύ, και δεν το πάει για βροχή. Λέω ν’ αφήσω κάπου το κάρο, να περπατήσω λίγο και να πάω στο μπαρ, όλο και κάποιον θα συναντήσω εκεί.

Στο μπαρ τού είπαν πως ο αδελφός του είχε βγει απ’ τη φυλακή κι ερχόταν στο χωριό.

Ακούγοντας αυτό, ο Όσκαρ Κέλερ έκανε ένα μορφασμό, κοκκίνισε, ενώ η θλιμμένη σχισμή των χειλιών του και τα ψυχρά του μάτια άφησαν να φανεί ότι μια αγριάδα ανέβαινε απ’ τα σωθικά του και δε σκόπευε να μείνει εκεί. Μια κοφτερή σιωπή απλώθηκε στην ατμόσφαιρα, κι ο Όσκαρ είπε ότι ήταν ώρα να πηγαίνει.

Οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια του έδειχναν πιο μαύροι πάνω στη λευκή του επιδερμίδα με τις πολλές φακίδες. θολές εικόνες του Ούνγκαρ μπερδεύονταν στο νου του με τη λευκότητα των σοβατισμένων τοίχων του μπαρ.

Ο Όσκαρ Κέλερ φόρεσε την τραγιάσκα του, πλήρωσε την μπίρα που είχε πιει και κίνησε για την πόρτα. Σκόνταψε σ’ ένα τραπεζάκι, και το κρασί απ’ το ποτήρι ενός θαμώνα χύθηκε πάνω στο μοναδικό του σακάκι. Ύστερα έφυγε χωρίς να κοιτάζει αυτούς που τον κοίταζαν.

Κοντοστάθηκε στο κατώφλι, βλαστήμησε τον αδελφό του κι έμεινε εκεί, με την οργή του ξέχειλη, τα μάτια του θλιμμένα, ευάλωτος στα βλέμματα των άλλων.

Ο Όσκαρ Κέλερ έσπρωξε την πόρτα του μπαρ, βγήκε έξω, έβγαλε την τραγιάσκα του και τη στριφογύρισε αργά ανάμεσα στα δάχτυλά του, με το βλέμμα κολλημένο στο γκρίζο βάθος του χωματόδρομου, χωρίς να ξέρει τι έπρεπε να κάνει, τι θα ’κανε ένας σαν κι αυτόν αν κάποιος σ’ ένα μπαρ, χωρίς να τον έχει ρωτήσει κανείς, του ’λεγε κάτι που θα τον πλήγωνε θανάσιμα. Ξαναφόρεσε την τραγιάσκα του κι έπιασε να βαδίζει τοίχο τοίχο στον μοναδικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο του χωριού. Ήταν Παρασκευή κι έκανε αποπνικτική ζέστη. Ψυχή στο δρόμο. Η υδροφόρα είχε ήδη περάσει, και τα δύο όλα κι όλα μαγαζιά του χωριού είχαν τα στόρια τους κατεβασμένα.

Οι κάτοικοι του Λος Αρίμπος ζούσαν σε αραιοχτισμένα σπιτάκια με άσπρους τοίχους και παράθυρα με λουλουδάτες κουρτίνες.

Αυτή την ώρα, οι γυναίκες μοχθούσαν στην κουζίνα, κάνοντας βαριές δουλειές που δεν τις άφηναν να πάρουν ανάσα. Κατά κανόνα είχαν πολλά παιδιά, εύρωστα και ξανθά τα περισσότερα, με μάγουλα ροδοκόκκινα και ήρεμη έκφραση στο πρόσωπό τους, παιδιά που δεν τα τρόμαζε η αγροτική δουλειά, αφού ήταν και η μοναδική που γνώριζαν.

Το καλοκαιρινό απόγευμα έπεφτε πάνω στις τσίγκινες στέγες του χωριού.

Ο Όσκαρ Κέλερ άκουσε κάτι μακρινές φωνές παιδιών που έπαιζαν ποδόσφαιρο, και τους γδούπους από τις κλοτσιές. Φτάνοντας στη γωνία, έπεσε πάνω σε κάτι συγχωριανούς που κουβέντιαζαν για τη σοδειά και τον κακό καιρό. Δεν του ’μενε πολύ περπάτημα για να φτάσει εκεί όπου είχε αφήσει το κάρο.

Κόντευε να βραδιάσει, αλλά τα φώτα του δρόμου δεν είχαν ανάψει ακόμα. Ο Όσκαρ Κέλερ ήθελε να προλάβει να γυρίσει στο σπίτι του. Αισθάνθηκε ότι κάποιος τον ακολουθούσε, αλλά δε θέλησε να στραφεί και τάχυνε το βήμα του. ο διώκτης του ζύγωνε, μύριζε καμένο ξύλο, μια μυρωδιά δυνατή και γλυκερή. Ο Όσκαρ Κέλερ δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του ότι αυτός ο άνθρωπος που ερχόταν πίσω του και τώρα τον έφτανε, ήταν ο αδελφός του.

Κι όσο τον έφτανε εκείνο το κάθαρμα, τόσο του φαινόταν πως οι δρόμοι γίνονταν όλο και πιο στενοί.

Μούσκεμα στον ιδρώτα, ο Όσκαρ Κέλερ κοίταξε δύσπιστα δεξιά κι αριστερά του, και διέσχισε στα γρήγορα το δρόμο, παίρνοντας βαθιές αναπνοές για να μη σκάσει. Συνέχισε το περπάτημα με δυσκολία, γιατί έτρεμαν τα πόδια του.

Είχαν περάσει μόλις λίγες εβδομάδες από εκείνο το απόγευμα που ο Τόμας τού είχε καταστρέψει τη ζωή, και τώρα άκουγε τον ήχο των βημάτων του που ήταν σαν να τ’ αναζωπύρωνε η μανία.

«Αυτό το σκουπίδι» σκέφτηκε, «βγήκε απ’ τη φυλακή, και σίγουρα θ’ αρχίσει τώρα να βολτάρει στο Λος Αρίμπος σαν να μη συνέβη τίποτα.»

Ένιωσε τεράστια περιφρόνηση γι’ αυτόν τον άνθρωπο που είχε το ίδιο αίμα μ’ αυτόν, που είχε μεγαλώσει μαζί του και που τώρα πάσχιζε να τον φτάσει.

Για μια στιγμή, του ξανάρθαν στο μυαλό τα λόγια τής μητέρας του:

«Ο Τόμας είναι ο μοναδικός αδελφός σου…».

Έψαξε να βρει τον τρόπο να προστατευτεί απ’ τις αναμνήσεις του, αλλά δεν τον βρήκε.

Σαν να ’ταν τώρα έβλεπε τον αδελφό του, εννιά χρονών κοντά, με το καφέ σακάκι του, το καρό πουκάμισο κι ένα κοντό παντελονάκι. η αιώρα κρεμασμένη στο δέντρο κι εκείνος, ο αδελφός του, κρατώντας το σκοινί σφιχτά, να πηγαίνει μια μπρος, μια πίσω, στο κενό, αψηφώντας τον κίνδυνο, κι ο Όσκαρ να μην μπορεί να κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να τον θαυμάζει.

Δεν είχε φτάσει ακόμα στο κάρο, όταν άκουσε:

«Όσκαρ, εγώ είμαι».

«Σταμάτα που να πάρει ο διάολος» φώναξε, «άσε με ήσυχο.»

Δεν τον ένοιαζε πια τι μπορεί να του συνέβαινε αν ο αδελφός του τον προλάβαινε. Ό,τι μπορούσε να κάνει το ’χε κάνει — ούτε είχε τίποτα να χάσει.

Τότε στράφηκε για να τον κοιτάξει, ο άλλος ήταν πίσω του στα λίγα μέτρα, τον είδε ολόσωμο, μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική του υπεροψία που γι’ άλλη μια φορά τη μίσησε πικρά.

Χρόνια και χρόνια είχε ονειρευτεί να τον δει διαλυμένο, χιλιάδες ώρες είχε αφιερώσει σ’ αυτό το όνειρο, και τώρα ο Τόμας ήταν εκεί, κι αυτή η πραγματικότητα ήταν βάναυση.

Του ’ρθε να του ριχτεί. Δεν ήταν δύσκολο να τον μαχαιρώσει, ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Είχε την κάμα στη ζώνη, αλλά κάτι τον συγκράτησε. Θυμήθηκε ένα πρωί που αυτός κι ο αδελφός του είχαν ταΐσει, για πρώτη φορά, μαζί, ένα καμίνι. καλύτερα να μη σκεφτόταν, να γύριζε στο σπίτι του το γρηγορότερο, ν’ άρμεγε την αγελάδα και να μάντρωνε τ’ άλογα.

Ταραγμένος, ο Όσκαρ Κέλερ συνέχισε να βαδίζει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, προσπαθώντας να του ξεφύγει, κοιτάζοντας μπροστά σαν να μην έτρεχε τίποτα — τίποτα, εκτός απ’ τον στεγνό λαιμό και την καρδιά που πήγαινε να σπάσει. Έβηξε, ένιωσε να πνίγεται, να μην μπορεί ν’ ανασάνει.

Η σύντομη διαδρομή είχε κρατήσει μια αιωνιότητα.

Έπρεπε ν’ ανέβει στο κάρο πριν τον φτάσει ο αδελφός του, λίγα μέτρα τού ’χαν μείνει, όλη αυτή η υπόθεση θα τελείωνε όπου να ’ταν.

«Όσκαρ!» άκουσε.

Η ανάμνηση του Ούνγκαρ ξαναχτύπησε.

Κατάλαβε πως, όπου κι αν βρισκόταν, η θλίψη και ο πόνος θα τον οδηγούσαν σ’ ένα αδιέξοδο.

Στράφηκε και τον κοίταξε στα μάτια, αψήφιστα, κι ο Τόμας του ανταπέδωσε το βλέμμα κάνοντας ένα βήμα πίσω.

«Όσκαρ, άκουσέ με, δεν τον σκότωσα εγώ.»

 

Perla Suez

Perla Suez

 

ΛΟΣ ΑΡΙΜΠΟΣ, 1904

Ξημερώνει όταν εκείνη ακούει βήματα. Τα αναγνωρίζει και με το παραπάνω. Είναι ο Βάτι. Γύρισε. Του ’ρθε να ξενυχτήσει, κι εκείνη δεν τολμά να τον ρωτήσει πού ήταν, αν και το υποψιάζεται.

Ο Βίλχελμ Κέλερ μπαίνει στο σπίτι του άλλη ώρα απ’ τη συνηθισμένη. Το πρόσωπό του είναι συσπασμένο απ’ τις σκοτούρες και μαυρισμένο από το κάρβουνο. Πιάνει άγαρμπα την καρέκλα και, χωρίς να βγάλει το καπέλο του, κάθεται. Πίνει με απόλαυση μια γουλιά μπίρα και την αφήνει να κατέβει στο λαρύγγι του όσο γίνεται πιο αργά. Ξεπλένει με θόρυβο το στόμα του, δείχνοντας όλη τη χοντράδα του. Κάτι μουρμουρίζει ανάμεσα στα δόντια που η Ούτε μπορεί να το καταλάβει. Προσπαθεί να τον ηρεμήσει, αλλά τα κάνει χειρότερα, κι ο Βίλχελμ την κοιτάζει φουντωμένος.

«Άχρηστη μούλα!» της φωνάζει.

Εκείνη δεν απαντά.

Εκείνος της ξαναφωνάζει:

«Άδεια είναι τα σωθικά σου, γι’ αυτό δεν μπορείς».

Όλη η κακία φαίνεται στα μάτια του.

Η Ούτε ρίχνει χαμηλά το βλέμμα, διστακτική και φοβισμένη, και συνεχίζει ν’ αλείφει στο ψωμί πατέ από συκώτι.

Βλέπει ότι ο Βίλχελμ σφίγγει τις απειλητικές γροθιές του, κι αυτό το τρέμει σαν να ’ταν παιδούλα.

Κι όχι άδικα: ο Κέλερ είναι βίαιος.

Η Ούτε δαγκώνει μια φέτα ψωμί με πατέ που της κάθεται στο λαιμό και την κάνει να βήξει. Εκείνος γλιστράει πάνω της το ψυχρό του βλέμμα που μες στο μισοσκόταδο γυαλίζει περιφρόνηση, κλείνει βροντώντας πίσω του την πόρτα και φεύγει.

Το πρόσωπο της υπάκουης κούκλας, της στρογγυλής, χωρίς λαιμό, και το παχύσαρκο σώμα της Ούτε Σούλντιγκ που δε φαίνεται να χωράει ούτε σ’ αυτό το φαρδύ γαλάζιο ρούχο. Η πρησμένη αλλά άδεια κοιλιά της ανεβοκατεβαίνει απ’ τους σπασμούς της αναγούλας, σαν να ’θελε να ξεφορτωθεί αυτό το ξένο σώμα που έχει μείνει στα μισά τού δρόμου. Ορμάει έξω από το σπίτι, τρέχει στον απόπατο και προσπαθεί να ξεράσει, αλλά τίποτα. Τρέμουν τα χέρια και τα πόδια της, φτύνει και οι σπασμοί μειώνονται, κάνει λίγα λεπτά να συνέλθει, κι ύστερα καταφέρνει να βγει από εκείνο το σκοτεινό μέρος. Επιστρέφει στην κουζίνα σαν να ’χε μόλις ξυπνήσει από μακρόχρονο ύπνο, πλένει τα πιάτα, και μετά ξαπλώνει στη γέρικη κουνιστή πολυθρόνα και κοιμάται σαν πουλάκι.

 

1901

Εκείνη είχε γεννηθεί στην Όμπουντα, στις όχθες του Δούναβη, κοντά στη Βουδαπέστη. Οι γονείς της μετανάστευσαν στο χωριό Σαράτοφ της Ρωσίας αναζητώντας δουλειά όταν εκείνη ήταν τριών μηνών, και πριν καλά καλά φτάσουν, άλλαξαν το επώνυμό τους (Μπίνος) σε Σούλντιγκ. Εκείνος γεννήθηκε στο Σαράτοφ, το 1873. Δε γνώρισε μητέρα, και το μόνο κοινό που είχε με τον πατέρα του ήταν η δουλειά. Η Ούτε μεγάλωσε σ’ αυτό το ρωσογερμανικό χωριό όπου γνώρισε τον Βίλχελμ Κέλερ, έναν άντρα περπατημένο, που την περνούσε πάνω από δέκα χρόνια.

Η Ούτε Σούλντιγκ και ο Βίλχελμ Κέλερ ήταν προτεστάντες και, παρ’ όλο που δεν πήγαιναν στην εκκλησία, δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι ο Θεός ήταν αυτός που τους είχε στείλει μακριά, στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Αμερική, εκεί όπου δε θα πεινούσαν και θα ζούσαν ζωή αξιοπρεπή, εκεί όπου ο ήλιος σηκωνόταν σαν προκατακλυσμιαίο θηρίο πάνω στην ακινησία των κάμπων και η ζέστη ήταν τόσο αποπνικτική, ώστε όλα σχεδόν μεταμορφώνονταν σε σκόνη.

Εκείνος είναι ψηλός, αδύνατος και κλειστός. Εκείνη είναι δεκαπέντε χρονών, εύσωμη, ξανθιά και κοντούλα, μ’ ένα γενετήσιο σημάδι στο μάγουλο, στην αρχή μιλάει του άντρα της στον πληθυντικό, δεν τον φωνάζει ποτέ με τ’ όνομά του. Τον λέει Βάτι, που πάει να πει μπαμπάς στα γερμανικά.

Ζουν έξω από το Λος Αρίμπος, γύρω στα πέντε χιλιόμετρα απ’ το χωριό. Το σπίτι είναι ταπεινό, έχει δύο παράθυρα όπου κρέμονται κουρτίνες πλεχτές με βελονάκι και κολλαριστές, κι είναι χτισμένο στο τέρμα ενός δρόμου, μέσα σε μια γούβα. στην πρόσοψη που είναι μαυρισμένη απ’ την καπνιά είναι κολλημένη μια καρτελίτσα που γράφει: Χτύπα τα χέρια σου πριν μπεις. Γύρω του δεν κυκλοφορεί ψυχή. Μόνο κάτι άσπρες χήνες στην αυλή, σε συνεχή πομπή και κρώζοντας. Κι άλλα εξαίσια πλάσματα, αγρίμια, λαγοί και νυφίτσες τρέφονται απ’ τη γη, κι όπως κινούνται, μοιάζουν με μπουλούκι θεατρίνων που περνάει βιαστικά και φεύγει προς το άγνωστο.

Οι κάτοικοι του Λος Αρίμπος είναι ένθερμοι αγρότες, ρωσογερμανοί μετανάστες που είναι τώρα σ’ αυτόν τον τόπο σαν να μην είχε υπάρξει παρελθόν. απ’ αυτήν την άποψη, δείχνουν πως έχουν ό,τι τους αρκεί για να ’ναι ευτυχισμένοι.

Στη χάση και στη φέξη οι Κέλερ κατεβαίνουν στο χωριό και ψωνίζουν απ’ το μαγαζί(1) στον κεντρικό δρόμο. πριν γυρίσουν σπίτι τους, κάνουν μια βόλτα στην πλατεία, όπως συνηθίζουν όλοι οι χωριανοί, οι ίδιοι άνθρωποι που ώς τη μέρα που θα πεθαίνουν δε θα πάψουν να χαιρετάνε τα τρένα που περνούν.

Η Ούτε ασχολείται με το νοικοκυριό, αλλά και με τα ζώα, ενώ εκείνος δουλεύει σκληρά στο δάσος κόβοντας ξύλα και φτιάχνοντας κάρβουνο.

Η Ούτε έφερε από τη Ρωσία, ανάμεσα στα ρούχα της, ένα φύτρο σημύδας. το φύτεψε πίσω απ’ το σπίτι και του μιλάει:

«Meine kleine Birke,(2) μη φοβάσαι, θα σ’ αρέσει εδώ».

 

___________________________________________

(1). Στο πρωτότυπο: almacén. κατά λέξιν, παντοπωλείο (με την ακριβή έννοια της λέξης). στα χωριά της Νότιας Αμερικής, τα almacenes λειτουργούν και ως ταβέρνες, καπηλειά, μπαρ κ.λπ.. παντού στο παρόν αποδίδεται «μαγαζί». (Σ.τ.Μ.)

(2). Γερμανικά στο κείμενο: «Μικρή μου σημύδα». (Σ.τ.Μ.)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top