Fractal

Ο έρωτας Τέχνη και Μνήμη

Γράφει η Κατερίνα Καριζώνη //

 

grigorakis_kokkino_kai_gymnoΓιάννης Γρηγοράκης «Κόκκινο και γυμνό», μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος

 

Το τελευταίο  βιβλίο του Γιάννη Γρηγοράκη πραγματεύεται μια ερωτική ιστορία που ξετυλίγεται μέσα στη μνήμη. Ο κεντρικός ήρωας έχει πέσει σε κώμα μετά από δυστύχημα, ενώ ταυτόχρονα βουλιάζει ή μάλλον  αιωρείται στον ομιχλώδη κόσμο ενός παρατεταμένου ονείρου, λίγο πριν από το βιολογικό του θάνατο. Σ΄ αυτήν την αινιγματική διαδρομή  προσπαθεί να βάλει σε τάξη τις μνήμες του που περιστρέφονται   γύρω από τον έρωτα, τις αγωνίες και τις ενοχές του. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα ταξίδι ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας που ξεκινάει απ’ τα τρυφερά χρόνια της εφηβείας μέχρι την ενηλικίωση και την ωριμότητα. Ο συγγραφέας επιλέγει να τοποθετήσει αυτή την εσωτερική περιπλάνηση σ’ έναν κόκκινο κόσμο, μια κόκκινη εποχή, -εξ ου και ο τίτλος κόκκινο και γυμνό-, εξαιτίας βέβαια της κλινικής κατάστασης του ήρωα, όπου τα πρόσωπα μοιάζουν περισσότερο με αντικατοπτρισμούς και με είδωλα. Και πώς αλλιώς θα μπορούσαν βέβαια να είναι τα πρόσωπα της μνήμης.

Η εξιστόρηση  διακρίνεται από  έναν τρυφερό παραμυθητικό λόγο  που αγκαλιάζει απ’ την πρώτη στιγμή τον αναγνώστη, από μια λεπτή ποιητική πνοή  που φυσάει μέσα στις σελίδες και τις ξεφυλλίζει αργά και ηδονικά προδιαθέτοντας για το ονειρικό, ίσως κι αισθησιακό ταξίδι   που θα ακολουθήσει. Θεωρώ πως ο Γρηγοράκης χρησιμοποιεί την αφήγηση μόνο και μόνο για την ηδονή της αφήγησης και όχι για να μας διηγηθεί μια συγκεκριμένη ιστορία, ή για να το πω ορθότερα η συγκεκριμένη ιστορία αποτελεί το εφαλτήριο για να φτάσει σε μια αισθητική κορύφωση του αφηγηματικού λόγου. Και αυτό νομίζω πως είναι και το ζητούμενο της λογοτεχνίας. Είναι το πώς  και όχι το τί θα διηγηθεί κανείς. Είναι ο τρόπος και όχι το θέμα. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί  τον υπαινικτικό λόγο, ο οποίος όμως προσιδιάζει  περισσότερο στην ποίηση. Κινείται με τα μυστικά και τις τεχνικές της ποίησης, την συμβολική γραφή, την αλληγορία, τη μετουσίωση  επιδιώκοντας μια υψηλότερη αφηγηματική αισθητική. Και θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Γράφει λοιπόν: «Πίστευε βαθιά στη μνήμη της ύλης. Ότι τα πράγματα σε θυμούνται και ότι, καθώς τα χρόνια περνούν, ίσως και να υποφέρουν μυστικά, σκεπασμένα κάτω από ένα αθέατο λευκό σάβανο. Είναι μια σκοτεινή ιδέα που δεν είναι εύκολο να την προσεγγίσει κανείς. Επομένως τα πράγματα από γυαλί και καθρέφτη που αντανακλούν στην επιφάνειά τους μικρές, εφήμερες εικόνες έχουν μια νηφάλια γνώση των ψευδαισθήσεών μας. Και για το λόγο αυτό θα πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε με σεβασμό.» Αυτό το κομμάτι θα μπορούσε να είναι ένα ωραιότατο ποίημα μέσα σε μια ποιητική συλλογή. Ποίηση λοιπόν, μνήμη, έρωτας, θάνατος, είναι τα πεδία όπου  κινείται ο Γιάννης Γρηγοράκης ιχνηλατώντας την περιπέτεια ενός ερωτικού τριγώνου ανάμεσα σε δύο άντρες, τον Άλκη και τον Ιάσωνα που ερωτεύονται και δέχονται να συμβιώσουν με μια γυναίκα, τη Νόρα και μάλιστα αποκτούν κι ένα παιδί, χωρίς ποτέ να αναζητήσουν την πατρότητά του. Κάνοντας την επανάστασή τους οι ήρωες, καταρρίπτουν   τα κοινωνικά στερεότυπα και συνυπάρχουν μ’ έναν διαφορετικό τρόπο. Επιχειρούν να ανακαλύψουν μια νέα ταυτότητα, μια άλλη πυξίδα μέσα στην καθημερινότητα που κινείται πέρα από τα όρια του κοινωνικού δέοντος και τις συνήθεις λογικές και πρακτικές.

Τα ερωτικά τρίγωνα στην λογοτεχνία ήταν πάντα προσφιλές θέμα , άλλωστε ο έρωτας όσο πιο αιρετικός γίνεται, τόσο πιο πολύ συναρπάζει, όμως σ’ αυτή την ιστορία έχουμε να κάνουμε με δυο άντρες και μια γυναίκα που συμβιώνουν μέσα στο ίδιο σπίτι, μια κατάσταση που συναντάται στη λογοτεχνία συνήθως  αντίστροφα. Ως  θέμα μάλιστα της λογοτεχνίας το  θεωρώ πρωτοποριακό επειδή ακριβώς το πραγματεύεται ένας άντρας. Επισημαίνω επίσης ότι ο τρόπος που ο Γρηγοράκης χειρίζεται το ερωτικό συναίσθημα ταιριάζει περισσότερο στην γυναικεία παρά στην αντρική ψυχολογία.

«Υπάρχουν  φορές που σκύβω στο γυμνό της σώμα, όχι σαν εραστής αλλά σαν ιδιοφυής καλλιτέχνης, και τότε δεν υπάρχει Νόρα καθαυτή, υπάρχει το στόμα της Νόρας ή τα μάτια της Νόρας ή το στήθος της ή η καρδιά της. Αναρωτιέμαι για τις μυρωδιές της, για τα αθέατα όργανά της, αναρωτιέμαι για τη σύσταση των οστών της για τα επίπεδα των ορμονών της. Αναρωτιέμαι για κάθε τι που κυλάει μέσα στο σώμα της. Δεν έχω απλώς ένα πλεονέκτημα έναντι όλων των άλλων που την είδαν κάπου στο δρόμο να περπατάει ή ξαπλωμένη στη θάλασσα, ή οπουδήποτε αλλού και μπορούν ενδεχομένως να την περιγράψουν από μνήμης ή να την φαντασιώνονται στην αγκαλιά τους, ή και να την αγαπούν ακόμη, από απόσταση, να πεθαίνουν γι’ αυτήν από απόσταση, αλλά είμαι εκείνος ο εκλεκτός που έχει κάνει άσυλό του το σώμα της. Η Νόρα είναι το σύμπαν και ο Οίκος Θαυμάτων που κατοικώ».

Πρόκειται για μια ωδή στην αγαπημένη, καθώς μιλάει πάντα ο κεντρικός ήρωας, ένα εγκώμιο στον έρωτα, μια αποθέωση του  ερωτικού συναισθήματος. Μάστορας  στην αφήγηση ο Γιάννης Γρηγοράκης παίζει με τους γρίφους της ανθρώπινης ψυχής, τα υπαρξιακά ερωτήματα, τα τραύματα αλλά και τα όρια των ηρώων του. Η ιστορία είναι μεγάλη και εκτείνεται χρονικά στη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής, επεκτείνεται μάλιστα και στη ζωή του παιδιού που φέρνουν στον κόσμο αυτοί οι τρεις άνθρωποι, το οποίο απ’ ό,τι φαίνεται ακολουθεί μοιραία τον ίδιο δρόμο: τρίγωνα, περίεργες συμπτώσεις και επιλογές συντρόφων που τον στοιχειώνουν κι αυτόν στην δική του πορεία.

 

Γιάννης Γρηγοράκης

Γιάννης Γρηγοράκης

 

Το μυθιστόρημα περιλαμβάνει πολλές ερωτικές σκηνές που μετατρέπονται σε φαντασιώσεις, δίνει ωστόσο την εντύπωση στον αναγνώστη ότι  όλα αυτά  αποτελούν αινίγματα στον καθρέφτη, απ’ όπου ο συγγραφέας παρατηρεί τα πρόσωπα των ηρώων του. Ίσως τα αλλεπάλληλα φίλτρα της μνήμης απ’ όπου περνά η ματιά του διαμορφώνουν μια εικόνα του κόσμου που σύρεται στα όρια του υπερρεαλισμού και του ονείρου.

Ο συγγραφέας λοιπόν, στο μυθιστόρημα του που φέρει τον τίτλο «Κόκκινο και γυμνό» μας διηγείται  ένα μεγάλο ερωτικό παραμύθι, μια ιδιόρρυθμη ιστορία αγάπης γεμάτη παρεκκλίσεις, αν και πιστεύω πως δεν υπάρχει ορθότητα  στον έρωτα,- υπό μία γενικότερη έννοια αποτελεί μια μεγάλη  παρέκκλιση  απ’ το Εγώ και μόνο η κοινωνία θέτει τα  μέτρα της μικρότερης ή μεγαλύτερης απόκλισης-. Έτσι  λοιπόν κι ο Γρηγοράκης μας περιγράφει έναν έρωτα απελευθερωμένο και λυτρωτικό, στην απόλυτη έκφρασή του, έναν έρωτα ως έργο τέχνης, ως ξέσπασμα και ως παραλήρημα που περιπαίζει και ακυρώνει τους συμβατικούς κανόνες και τα κοινωνικά πρότυπα και ταμπού.

Επίσης μας κάνει μια τρυφερή ξενάγηση στα παλιά στέκια της Θεσσαλονίκης, από τις δεκαετίες που χάθηκαν και από τις εποχές που άφησαν το στίγμα τους στην καθημερινή ζωή των κατοίκων.

Μου άρεσε ακόμα το ποιητικό του ύφος -ως ποιήτρια έχω κι έναν επιπλέον λόγο να το εκτιμήσω- καθώς η ποίηση διαστέλλει τον λόγο, αποκαλύπτει τις πολλαπλές σημασίες των λέξεων, τις μυστικές τους όψεις και τους συμβολισμούς, περιέχει τα άνθη του χάους της ανθρώπινης ψυχής. Σας προτείνω λοιπόν, να διαβάσετε το βιβλίο, γιατί θα απολαύσετε αμφότερες τις τέχνες την ποίηση και την πεζογραφία, αλλά στην πραγματικότητα την τέχνη της λογοτεχνικής γραφής που παραπέμπει συχνά στους κλασσικούς συγγραφείς και τείνει να εκλείψει από τα περισσότερα κείμενα της σύγχρονης πεζογραφίας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top