Fractal

Ξαναδιαβάζοντας το μυθιστόρημα «Ο Παν» του Κνουτ Χάμσουν

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

knut

 

Ο Κνουτ Χάμσουν γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου 1859 και μεγάλωσε μαζί με ένα θείο του, στη βιβλιοθήκη του οποίου, γνώρισε τους σημαντικότερους συγγραφείς βιβλίων και έτσι άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Μετά από κάποιες δυσκολίες της ζωής και τις ανάλογες εμπειρίες που τον χαλύβδωσαν, εισήλθε στο θαυμαστό κόσμο της προσωπικής και επαγγελματικής του ζωής. Το 1882 ταξίδεψε στην Αμερική, όπου όπως φαίνεται περνούσε καλά και απολάμβανε τα καθημερινά πράγματα, αλλά το 1884 του είπαν ότι είχε βρογχίτιδα και ότι του έμεναν τρεις μήνες ακόμη για να ζήσει. Ως εκ τούτου, επέλεξε να επιστρέψει στη Νορβηγία. Καθώς ο χρόνος περνούσε, ο Χάμσουν έδειχνε καλύτερα και δεν φαινόταν κανένα σημάδι ότι θα πέθαινε. Έτσι γύρισε πίσω στην Αμερική, όπου γνώρισε τον Μαρκ Τουέιν ο οποίος άσκησε πάνω του σημαντική επιρροή, και ειδικά στον τομέα του χιούμορ. Το πρώτο του μυθιστόρημα, η ‘Πείνα’, ήταν ένα από τα αριστουργήματά του. Έγραψε στην εντελώς νέα εποχή του ψυχρού νεορομαντισμού, όπου οι περισσότεροι έβγαλαν στην επιφάνεια μερικά ενδιαφέροντα ψυχολογικά έργα. Ήταν ένας συγγραφέας μπροστά από την εποχή του και αυτό δημιούργησε προβλήματα από τους άλλους, που θεωρούσαν ότι ήταν πολύ ευθύς και ωμός.

σχ1Το 1898 παντρεύτηκε την Bergljot Goepfert, η οποία τον ενέπνευσε να γράψει νέα έργα μεταξύ των οποίων τη ‘Βικτώρια’. Ο πρώτος αυτός γάμος του, ήταν ανεπιτυχής και χώρισαν, και αφού παντρεύτηκε αργότερα με τη Μαρί Άντερσον (Marie Andersson), απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μαζί τους συνέδεε μία θυελλώδη σχέση και η Μαρί τον στήριζε σθεναρά σε όλες τις επιλογές του. Το 1920 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το βιβλίο του, η ‘Ευλογία της γης’, αποκτώντας παγκόσμια φήμη. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ της ζωής του Χάμσουν και του Ισαάκ στο βιβλίο. Είχε δείξει συμπάθεια για τους Ναζί και κάλεσε τον νορβηγικό λαό να παραδοθεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παράλληλα κλήθηκε κοντά στον Χίτλερ, αλλά η συνάντηση δεν εξελίχτηκε όπως είχε προγραμματιστεί από αμφότερες τις πλευρές. Κι αυτό επειδή ανησυχούσε υπερβολικά ότι η Νορβηγία θα έπρεπε να έχει τα συνταγματικά δικαιώματα που θα εγγυόντανε την ανεξαρτησία και την ελευθερία της. Μετά τον πόλεμο οδηγήθηκε σε δίκη για προδοσία, αλλά δεδομένης της ηλικίας του, κλείστηκε στο σπίτι. Ότι συνέβη κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, του έδωσαν έναυσμα για να αρχίσει να γράφει ξανά και το 1949 είχε έτοιμο το βιβλίο του ‘Σε Χορταριασμένα Μονοπάτια’.  Σε όλα τα έργα του, ο Χάμσουν επανέρχεται στην ίδια ηθική και μηνύματα, που παραπέμπουν στο γεγονός ότι μπορεί ο άνθρωπος να είναι καλά και χωρίς την αφθονία των υλικών αγαθών. Έμεινε επίσης γνωστός ως καλός ελεύθερος σκοπευτής και ακόμα ως λάτρης της ζωής. Πέθανε στις 19 Φεβρουαρίου του 1952 και σήμερα θεωρείται ο μεγαλύτερος νορβηγός συγγραφέας, μετά τον Ίψεν.

Η πλοκή του βιβλίου ‘Παν’ αναφέρεται στον κυνηγό και υπολοχαγό Τόμας Γκλαν. Μαζί με τον σκύλο του, Αίσωπο, ζει σε μια καλύβα πάνω στα βουνά, πραγματικός εραστής της φύσης, που έχει επιπλωμένη με τοπικό παραδοσιακό γούστο. Η δράση λαμβάνει χώρα στη Νορλάνδη της Σιριλούνδης, ένα ανεμοδαρμένο μέρος κοντά στην ακτή. Ακόμη και τα νεκρά πράγματα μπορούν να πάρουν ζωή στις απεικονίσεις του: ‘‘Μπροστά στην καλύβα μου ήταν μια ψηλή και γκρίζα πέτρα. Μου φαινότανε σαν φιλική φυσιογνωμία, σαν να με κοίταζε και να με αναγνώριζε όταν ερχόμουνα στο σπίτι. Όταν έβγαινα πάλι το πρωί, περνούσα κοντά από την πέτρα. Νόμιζα πως άφηνα ένα φίλο, ένα φίλο που θα περίμενε την επιστροφή μου’’. Η ζωή του Γκλαν στο μέρος εκείνο, φαντάζει επιφανειακή και μάλλον ανειλικρινής. Οι άνθρωποι αισθάνονται και ζουν κάπως απλά. Βρίσκονται έξω στη φύση, μπορούν να αισθάνονται ελεύθερα και ότι εδώ βρίσκεται η πραγματική ζωή.

Το βιβλίο είναι γραμμένο στην εποχή του νεορομαντισμού, που είναι μια μεγάλη εποχή στη λογοτεχνία, και ως εκ τούτου, ο ‘Παν’ είναι βιβλίο που ανήκει εκεί. Υπάρχουν πολλές απεικονίσεις της φύσεως καθώς και μια περίεργη ερωτική σχέση. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό παιχνίδι που προκαλεί την καταστροφή της σχέσης μεταξύ του Γκλαν και της Εδουάρδας. Σε όλο το μυθιστόρημα, ακούμε πως ο Γκλαν προσπαθεί να ευτελίσει τη σχέση του με την Εδουάρδα, και της λέει ξανά και ξανά ότι δεν είναι γι’ αυτόν. Αλλά με το χρόνο, γίνεται σαφές πόσο πολύ του λείπει η Εδουάρδα. Το βιβλίο αρχίζει ρίχνοντας μια ματιά πίσω στο παρελθόν:

‘Τις τελευταίες μέρες δεν παύω να συλλογίζομαι τις ανύχτωτες καλοκαιρινές μέρες της Νορλάνδης. Και μου έρχονται στο νου αυτή τη στιγμή σαν να βρίσκομαι ακόμα στο καλυβάκι που είχα διαλέξει για κατοικία μου, και στο δάσος που απλωνότανε ατελείωτο πίσω μου’’.

Η δράση λαμβάνει χώρα λίγο πίσω στο χρόνο, και σε ένα μικρό τόπο, όπου όλοι γνωρίζουν σχεδόν όλους. Ζουν δίπλα στο νερό και μας δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται για μια αγροτική κοινότητα, ενώ το κοντινό δάσος είναι η ελευθερία. Οι άνθρωποι φαίνεται να έχουν αρκετά να κάνουν και ζουν σε μια κοινωνία όπου το αντρικό στοιχείο είναι το κυρίαρχο. Δημιουργούν μια αστική κοινότητα, ενώ κατά τα φαινόμενα υπάρχει κι ένα μικρό χωριό δίπλα στη θάλασσα. Κάποιοι ευδοκιμούν μέσα στη φύση, ενώ άλλοι ευδοκιμούν ανάμεσα στους ανθρώπους! Όταν συναντούνται αυτές οι αντιθέσεις, συχνά προκύπτουν συγκρούσεις. Η Εδουάρδα είναι ένα τυπικό πρόσωπο της πόλης, ενώ ο Γκλαν γεννήθηκε λάτρης της φύσης. Η σχέση τους αυτή οδηγεί σε πολλές συγκρούσεις ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό. Αρχικά η σχέση τους ανθίζει την άνοιξη και το καλοκαίρι. Όταν ο καιρός καλυτερεύει και η θερμοκρασία ανεβαίνει, οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο ευχάριστοι, και οι περισσότεροι οδηγούνται έξω στη φύση. Το φθινόπωρο, σε τούτη την περιοχή, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι τόσο χαρούμενοι, η ψυχολογική επιβάρυνση βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, κάτι που τους οδηγεί στο να παρουσιάζουν την κακή πλευρά του εαυτού τους, μαζί με πολλές καταθλίψεις. Προχωρούν σε πράγματα που διαφορετικά, με άλλες συνθήκες, δεν θα είχαν κάνει.

Το θέμα του ‘Παν’, είναι η αγάπη που ανευρίσκεται τόσο εύκολα αλλά και εξίσου εύκολα μπορεί να καταστραφεί ή να χαθεί. Η ιστορία του κυνηγού Γκλαν και της Εδουάρδας, είναι μια υπέροχη ρομαντική ιστορία αγάπης, για δύο ανθρώπους που θα μπορούσαν να είχαν πάρει άλλο δρόμο, αν δεν ήταν τόσο πεισματάρηδες και αν είχαν εκφράσει ελεύθερα τα συναισθήματά τους, αντί να τοποθετούν την υπερηφάνεια τους, σε πρώτο επίπεδο. Το χρονικό διάστημα που λαμβάνει χώρα η όλη υπόθεση μέσα το βιβλίο, μας δίνει την εντύπωση πως οι άνθρωποι αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, κάτι που ο αναγνώστης παρακολουθεί εύκολα με το ξεφύλλισμα του βιβλίου παρακολουθώντας δύο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Κι ακόμα διαπιστώνει πόσο πολύ διαφορετικοί μπορεί να είναι οι άνθρωποι ακόμη κι αν ζουν κοντά ο ένας στον άλλο. Όλοι είμαστε λοιπόν διαφορετικοί και αυτό είναι απόλυτο και σαφές από τη δομή του μικρού μυθιστορήματος!

Ο Χάμσουν έγραψε το βιβλίο στην παλιά Νορβηγική γλώσσα με απλό και κατανοητό τρόπο. Χρησιμοποιεί έξυπνα τη γλώσσα για να απεικονίσει τα πάντα γύρω του σχεδόν σε κάθε λεπτομέρεια, φροντίζοντας έτσι να έχουμε καλύτερη κατανόηση του τι συμβαίνει, μαζί με πολλούς συμβολισμούς όταν περιγράφει τους ανθρώπους στο βιβλίο. Πώς ζουν οι άνθρωποι, σε ποιο οικογενειακό κι ακόμα κοινωνικό καθεστώς. Περιγράφεται η Εδουάρδα σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο από την Εύα. Οι περιγραφές επίσης αλλάζουν ανάλογα με την εποχή, όπως και η αγάπη ανάλογα με την εποχή.

Το βιβλίο είναι οργανωμένο με τη μορφή ετήσιων κύκλων, όπου οι αισθήσεις του Γκλαν, η ερωτική τρέλα και η αγάπη του, ακολουθούν τις εποχές. Τη γέννηση της άνοιξης, τη λάμψη του ώριμου καλοκαιριού, το φθινόπωρο και το χειμώνα, το θάνατο και την καταστροφή. Με ένα πλούσια λυρικό ύφος, ο Χάμσουν περιγράφει με μαεστρία αυτό συμβαίνει στο ανθρώπινο μυαλό. Οι μύθοι και οι συμβολισμοί, αφθονούν μέσα στο μυθιστόρημα. Το θεό Πάνα, τη νορβηγική φύση, την παλιά κοινωνία απέναντι στην καινούργια, θέματα βεβαίως που επαναλαμβάνονται στο σύνολο των έργων του Χάμσουν. Εδώ μέσα ο συγγραφέας δίνει στον αφηγητή ένα ρόλο όπου πρέπει να θέσει τον εαυτό του σε δύο καταστάσεις, τη φύση και την πόλη, ενώ μας δίνει μια περιγραφή του πως τα άτομα αντιλαμβάνονται τις αλλαγές στην κοινωνία. Όπως και σε πολλά άλλα βιβλία, έτσι και σε τούτο, ο Χάμσουν αναφέρεται σε άντρες που ερωτεύονται γυναίκες που στέκονται σε κάπως υψηλότερη κοινωνική κλίμακα.

Ο Χάμσουν στο μυθιστόρημα επικεντρώθηκε στο χαρακτήρα ενός άντρα, όπου απεικονίζεται το παράλογο, το αυθόρμητο και το υποσυνείδητο. Είναι ένα βιβλίο για τη μαγεμένη και τραγική αγάπη, ύμνος στην μητέρα φύση της Νορλάνδης. Ο Γκλαν είναι είκοσι οκτώ ετών και υπολοχαγός. Η ζωή του μέσα στη φύση έχει δημιουργήσει κάποιες παρενέργειες στις κοινωνικές του εμφανίσεις. Πολύ σπάνια ένοιωθε άνετα στις μεγάλες δημόσιες συναθροίσεις. Αν και κάποια στιγμή αισθάνθηκε ανεπαίσθητο κίνδυνο εξάντλησης των τροφίμων που διέθετε, δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αποθήκευσης. Ενώ είχε, για παράδειγμα, μια εξαιρετική ευκαιρία να πυροβολήσει δύο τσαλαπετεινούς την ίδια ημέρα, πυροβόλησε μόνο τον ένα, κι αφήνοντας τον άλλο, για άλλη μέρα. Το μυστικό της ευτυχίας του Γκλαν βρίσκεται στη ανέμελη στάση του απέναντι στη ζωή, παίρνοντάς την όπως έρχεται. Ταυτόχρονα είναι ονειροπόλος και ξοδεύει πολύ χρόνο σε αυτή. Μας λέει επανειλημμένα πόσο λίγη πείρα έχει στα έθιμα και εξακολουθεί να είναι πολύ προσεκτικός για να μην κάνει λάθη. Κι όταν αυτό επισυμβεί, δείχνει πολύ αναστατωμένος, ακόμα κι αν ήταν ασήμαντο. Αισθάνεται κάπως σαν άγριο θηρίο μέσα σε μια κοινωνικοποιημένη περιοχή, γι αυτό και αναστατώνεται όταν ξεφεύγει από τα ειωθότα. Υπάρχουν επίσης, μέσα στο βιβλίο, κι εκείνες οι εμπειρίες που τον οδηγούν στη σχέση του με την Εύα.

Η Εδουάρδα είναι είκοσι ετών, αλλά η μικρόσωμη κατασκευή του κορμιού της, κάνει τον Γκλαν να θεωρεί ότι η ηλικία της βρίσκεται κάπου μεταξύ 16 και 17 ετών. Ζει με τον πατέρα της, τον κύριο Μακ, κι είναι μοναχοπαίδι χωρίς μητέρα. Ενεργεί ευγενικά και με μεγάλη βεβαιότητα, αλλά φυσικά κάποιες παραβιάσεις των προτύπων της εταιρείας γίνονται, ούτως ή άλλως. Υπακούει προφανώς τον πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα ζει τη δική της πραγματικότητα. Βάζει τον εαυτό της πάνω απ’ όλους τους άλλους, και ως εκ τούτου είναι πάρα πολύ υπερήφανη για να αναγνωρίσει τα λάθη και πολύ σκληροτράχηλη για να κλάψει. Η συμπεριφορά της είναι πολύ ευμετάβλητη, ειδικά απέναντι στον Γκλαν. Μετά από μερικές εβδομάδες με ευχάριστα ραντεβού, ξαφνικά χάνει το ενδιαφέρον της για εκείνον. Ονειρεύεται ότι είναι η πριγκίπισσα που θα οδηγηθεί μακριά από τον όμορφο πρίγκιπα. Έτρεφε την ελπίδα ότι αυτός ήταν ο πρίγκιπας που θα την έπαιρνε μακριά από τη Σιριλούνδη. Δίνει μάχη με τον εαυτό της, πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην αγάπη του Γκλαν ή στην αγάπη του ονείρου. Κι ακριβώς όπως κι ο Γκλαν, επιλέγει το όνειρο. Ο Μακ, είναι ο πατέρας της Εδουάρδας και ένας ισχυρός επιχειρηματίας του τόπου. Βρισκόταν μακριά σε ένα ταξίδι στη Ρωσία, και όταν επιστρέφει στο σπίτι φέρνει μαζί του ένα Φιλανδό βαρώνο. Είναι σαφές ότι προτίθεται να βρει έναν καλό σύντροφο για την κόρη του. Εκλιπαρεί την Εύα, και κάνει ότι μπορεί για να ξεφορτωθεί τον Γκλαν. Βάζει φωτιά στην καλύβα του Γκλαν και τιμωρεί την Εύα με επιπλέον σκληρή δουλειά. Η Εύα, από την άλλη μεριά, είναι απλή, ήσυχη, συμπονετική, τρυφερή και πιστή. Αγαπάει τον Γκλαν, παρά την έλλειψη πίστης και ενδιαφέροντος από τη μεριά του. Αγαπάει ένα όνειρο που είχε κάποτε, και βεβαίως τη γη της. Είναι το αντίθετο της Εδουάρδας, και σ’ αυτή προσφεύγει ο Γκλαν όταν η Εδουάρδα γίνεται δύσκολη. Ο Χάμσουν με τις δύο αυτές πρωταγωνίστριες, μας αποκαλύπτει κάποιες απόκρυφες και διιστάμενες απόψεις του σχετικά με τις γυναίκες.

 

σχ2

 

Όταν ο Κνουτ Χάμσουν αναφέρθηκε στο βιβλίο του ‘Ο Παν’ σε ένα γράμμα του από το Παρίσι, τον Οκτώβριο του 1893, είπε ότι το νέο του βιβλίο θα είναι όμορφο. ‘‘Εξελίσσεται στην περιοχή της Νορλάνδης, μια ήσυχη και κόκκινη ιστορία αγάπης. Δεν θα βρεθούν πολέμιοι σε αυτό, παρά μόνο άνθρωποι κάτω από διαφορετικούς ουρανούς’’. Ο Χάμσουν κατάφερε να δημιουργήσει μια ιστορία μεγάλης ομορφιάς, ένα εύκολα κατανοητό αλλά και μυστικιστικό ταυτόχρονα μύθο. Πρώτα-πρώτα, είναι μια ιστορία που τη χαρακτηρίζει η απίστευτη απλότητα. Οι λέξεις απλές, κατάλληλα διαλεγμένες, δένονται μεταξύ τους είναι σαν μια σειρά μικροσκοπικών μαργαριταριών, από έναν πολύπειρο κατασκευαστή. Ο πρωταγωνιστής, Γκλαν, είναι η προσωποποίηση της απέραντης πολυπλοκότητας. Δείχνει μεγάλη κατανόηση στη φύση και διακρίνεται από ευαισθησία προς τον κόσμο γύρω του, εκείνον που είναι απολύτως αξιόλογος. Γράφει σε ένα σημείο: ‘‘ …Πάντα η ίδια γαλήνη. Σηκώνομαι και κάνω μερικά βήματα. Ξανακάθομαι και ξαναπερπατώ… Όλα τα μέρη που περνώ τα ξέρω απέξω. Τα δέντρα, οι πέτρες μένουν πάντα στο ίδιο μέρος, στη μοναξιά τους, τα φύλλα τριζοβολούν κάτω απ’ τα πόδια μου. Το μονότονο ψιθύρισμα, οι πέτρες και τα δέντρα που με γνωρίζουν, με συγκινούν βαθύτατα, μια παράξενη ευχαρίστηση φτάνει ως την καρδιά μου, όλα μου φαίνεται πως με χαιρετούν και με καλημερίζουν και γίνονται ένα με την ψυχή μου κι ερωτεύομαι με το κάθε τι γύρω μου…’’.

Ο Χάμσουν περιγράφει το χαρακτήρα του Γκλαν σε μια επιστολή του, ως δέσμη μεταβαλλόμενων ψυχικών συναισθημάτων. Μπορεί να δείχνει συμπόνια για το σύμπαν που τον περιβάλλει, αλλά, από την άλλη πλευρά, δεν δείχνει αληθινή αγάπη για την Εύα, τη νεαρή γυναίκα, με την οποία τελειώνει μια ιστορία. Γι αυτόν, αποτελεί απλή διέξοδο για τη σεξουαλική επιθυμία του. Η καρδιά του ανήκει στην Εδουάρδα, από την πρώτη στιγμή που τα μάτια του έπεσαν πάνω της. Απέναντί της φανερώνει την υπόληψή του, με αμφιθυμία, λατρεία και φυσικά με κριτικό μάτι, ‘‘ένα παιδί μια μαθήτρια, ψηλή αλλά χωρίς ιδιαίτερο σχήμα, περίπου δεκαπέντε ή δεκαέξι χρονών, με μακρυά σκούρα χέρια χωρίς γάντια’’. Ταυτόχρονα, όμως, γνωρίζει πολύ καλά την αμοιβαία έλξη, του ενός για τον άλλο: ‘‘ Η Εδουάρδα με κοίταξε, και την κοίταξα κι εγώ. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα κάτι να αγγίξει την καρδιά μου, σαν ένας φευγαλέος στοργικός χαιρετισμός’’. Πράγματι, η τρυφερή πλευρά της φύσης του Γκλαν, παραπαίει και ταλαντεύεται. Σε μια περίπτωση, όταν μιλάει για την Εύα, αναφέρεται στο διαβολικό της μέτωπο και τα βρώμικα χέρια της. Και, όταν καλεί το όνομα της Εδουάρδας, στη μέση της νύχτας, λέει στη Εύα ότι ήταν το όνομά της αυτό που εννοούσε και ήθελε να φωνάξει. Αργότερα, όμως, όταν η Εύα πεθαίνει σε ένα απροσδόκητο ατύχημα, θρηνεί το θάνατό της με εμφανή ειλικρίνεια: ‘‘Η Εύα είναι νεκρή. Θυμάσαι το μικρό κοριτσίστικο κεφάλι της με την καλογερική μαντήλα; Ερχότανε τόσο ήσυχα, άφηνε κάτω το φορτίο της και χαμογελούσε. Και είδες πώς μια δυνατή ζωή ξεχείλιζε με το χαμόγελό της…’’; Κατά καιρούς, φαίνεται ότι λατρεύει περισσότερο την Εύα, απ’ ότι την Εδουάρδα. Σε μια από τις συναντήσεις του με την Εδουάρδα, σχεδόν την χλευάζει, και όταν η ίδια του προσφέρει τον εαυτό της, αυτός δεν ανταποκρίνεται. Παρ’ όλα αυτά, είναι σκηνή ερωτικά φορτισμένη. Σε μια άλλη στιγμή ειλικρίνειας και ψυχολογικής κατάδυσης, του λέει:

‘‘Ακούστε ένα πράγμα και να με θυμάστε. Υπάρχουν άνθρωποι που για να δώσουν ένα πράγμα, υποφέρουν πολύ. Άλλοι απεναντίας, δίνουν το παν με ευκολία. Ποιος δίνει τελικά το περισσότερο..’’;

Ωστόσο, κι ο σκύλος του Γκλαν, ο Αίσωπος, έχει κάποια σημασία σε αυτό το βιβλίο. Είναι ένας αγαπημένος σύντροφος του Γκλαν, όμως, περιέργως, ο Γκλαν αποφασίζει να τον πυροβολήσει παρά να τον δώσει στην Εδουάρδα, ενώ είναι ακόμα ζωντανός. Πριν από τη θανάτωση του σκύλου, γράφει: ‘‘Γιατί μου ζήτησε (η Εδουάρδα) να της πάω το σκυλί μου; Ήθελε μήπως να μου ξαναμιλήσει ακόμα μια φορά; Και πως θα τον μεταχειριζότανε άραγε τον Αίσωπο; Αίσωπε, Αίσωπε, θα σε βασανίζει! Εξαιτίας μου θα σε δέρνει, ίσως και να σε χαϊδεύει πότε-πότε, χωρίς άλλο όμως θα σε δέρνει χωρίς αιτία. Δεν θα μπορεί να σε υποφέρει..’’.

imagesjΟ χαρακτήρας της Εδουάρδας είναι κάπως σκιώδης, σχεδόν σαν μια φιγούρα μέσα από ένα ελαφρώς αδιαφανές πέπλο. Φαίνεται εξωπραγματική, και τα κίνητρα πίσω από τις περισσότερες ενέργειές της, είναι ανεξήγητα. Για την Εδουάρδα και τον Γκλαν, η αγάπη συχνά παρουσιάζεται σαν μάχη μεταξύ των δύο φύλων. Έλκονται ο ένας από τον άλλο, αλλά ποτέ δεν συνδέονται πλήρως. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι τα αισθήματα του Γκλαν για την Εδουάρδα, είναι περισσότερο μια εμμονή, παρά αληθινή αγάπη. Όπως στα βρεττανικά ‘Ανεμοδαρμένα Ύψη’, έτσι κι εδώ, ο Γκλαν εκφράζει το πάθος του για την Εδουάρδα με έναν τρόπο που είναι τόσο θερμός, όσο και μισητός. Κι όπως εξομολογείται στην Εύα: ‘Αγαπώ όλα τα πράγματα…. Αγαπώ ένα αγαπημένο όνειρο που είχα κάποτε, σ’ αγαπώ, και αγαπώ αυτή τη γωνιά της γης’.

‘Και ποιόν αγαπάς περισσότερο’, τον ρωτά η Εύα.

‘Το όνειρο’, απαντάει εκείνος.

Πράγματι, ο Γκλαν φαίνεται κάποιες φορές ότι ζει μέσα σε ένα όνειρο. Κι αν δεν ήταν εκείνος ο σύντομος επίλογος στο τέλος του μυθιστορήματος, που έφερε σε αμηχανία τους κριτικούς και τους αναγνώστες, αυτό το κείμενο θα μπορούσε πιθανότατα να θεωρηθεί ως λυρικό μυθιστόρημα. Ποίηση σε πεζό λόγο, όπως τόνισαν κάποιοι κριτικοί. Σε ηλικία ενενήντα ετών, ο Χάμσουν κρατήθηκε για τρεις μήνες σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο στο Όσλο. Όταν ένας από τους γιατρούς του ζήτησε να αναλύσει τον εαυτό του, απάντησε ως εξής: ‘‘Δεν έχω αναλύσει τον εαυτό μου με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρά με τη δημιουργία εκατοντάδων χαρακτήρων μέσα στα βιβλία μου, ο καθένας των οποίων περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό μου, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα όλων των φανταστικών προσώπων. Στη λεγόμενη νατουραλιστική περίοδο, ο Εμίλ Ζολά και οι σύγχρονοί του, έγραψαν για τους ανθρώπους με τα λεγόμενα κύρια χαρακτηριστικά. Δεν έκαναν καμία χρήση των αποχρώσεων της ψυχολογίας, και τα πρόσωπά τους είχαν μια κυρίαρχη ποιότητα που καθόριζε τη φυσιογνωμία τους. Ο Ντοστογιέφσκι και μερικοί άλλοι μας δίδαξαν άλλα πράγματα σχετικά με τα ανθρώπινα όντα. Από τα πρώτα γραπτά μου δεν νομίζω ότι υπάρχει σε ολόκληρη τη συγγραφική μου παραγωγή, κάποια δυναμική προσωπικότητα με τέτοιο χαρακτήρα. Είναι όλα χωρίς το λεγόμενο ‘χαρακτήρα’, χωρισμένα και διαιρημένα, δεν είναι καλά ή κακά, αλλά και τα δύο. Αποτελούνται από πολλά μέρη, υπάρχουν αποχρώσεις, αλλάζουν στο μυαλό και τις δράσεις. Και αυτός είναι αναμφισβήτητα ο χαρακτήρας μου. Είναι πολύ πιθανό ότι είμαι επιθετικός. Μπορεί να έχω μερικά από τα χαρακτηριστικά που μου προσάπτουν, ευάλωτος, ύποπτος, εγωιστής, γενναιόδωρος, ζηλιάρης, συνετός, ευαίσθητος και ψυχρός. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ανθρώπινα. Αλλά δεν ξέρω, κι ούτε θα μπορούσα να πω ποιό από αυτά υπερέχει στη φύση μου. Από ότι αποτελούμαι, κι ότι είμαι, μου ήρθε σαν δώρο της χάριτος η οποία με έκανε ικανό να γράψω τα βιβλία μου. Είναι ένα δώρο που δεν μπορεί να αναλύσω, και το οποίο ο Georg Brandes απεκάλεσε, θεία τρέλα…’’.

 

Βιβλιογραφία

Κνουτ Χάμσουν: Ο Παν. Μετάφραση: Παύλος Νιρβάνας. Εισαγωγή: Κώστας Γ. Παπαγεωργίου. Εκδόσεις Σοκόλη. Αθήνα. 2005.
Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης: Ο Κνουτ Χάμσουν στη Χώρα των Θαυμάτων (e-book). Ηλεκτρονικές εκδόσεις 24grammata.com (Σειρά: εν καινώ, αριθμ. σειράς 88). Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: 22 Ιουνίου 2014. Ηράκλειο Κρήτης.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top