Fractal

Διήγημα Fractal: “Κλωστοϋφαντουργείον το ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ”

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

 

Όλα ξεκίνησαν από ένα τσαλακωμένο χαρτάκι που βρήκε τυχαία σε μια τσάντα από τις πολλές της μητέρας του. Εκείνο το παλιωμένο χαρτάκι κρατούσε το μυστικό που έκρυβε η μητέρα του. Και τον αφορούσε απόλυτα. Έτσι άρχισε την έρευνα με τη βεβαιότητα πως θα φτάσει στην αρχή του. Περπατώντας και ρωτώντας όποιον ηλικιωμένο συναντούσε, έφτασε στη συνοικία με τα πολλά ερειπωμένα εργοστάσια. Προσπερνώντας πολλά και διάφορα σκελετωμένα οικοδομήματα, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα τεράστιο, κάπως διατηρημένο κτίριο. Στο πάνω μέρος της πρόσοψης υπήρχε μια τεράστια μαρμάρινη πλάκα με ανέπαφη σχεδόν από τα χρόνια, ευανάγνωστη  ανάγλυφη επιγραφή.

Προς μεγάλη του έκπληξη, εκτός αυτού του σημαντικού στοιχείου, την πιθανότητα να βρίσκεται στο σωστό δρόμο, ενίσχυσε το ονοματεπώνυμο του εργοστασιάρχη στην εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή κάτω από την ανάγλυφη. Όλες οι ενδείξεις συμφωνούσαν με τα στοιχεία του τσαλακωμένου χαρτιού που έκρυβε για δικούς της προφανώς λόγους, στην τσάντα της η μητέρα του.

Προσποιούμενος έναν δημοσιογράφο Ορέστη Μακρή, πήρε σβάρνα τα παλιά καφενεδάκια, τις ταβέρνες  και τα τσιπουράδικα της παλιάς γειτονιάς. Ψάχνοντας και ρωτώντας άκουσε αρκετά, αλλά συγκεχυμένα πράγματα. Σαφείς και πειστικές πληροφορίες δεν πήρε από πουθενά. Το μόνο που άκουγε συνέχεια ήταν, πως το υφαντουργείο φαλίρισε κι έκλεισε οριστικά πριν πολλά χρόνια.

Το άλλο θετικό που αποκόμισε από την έρευνά του ήταν η θαμπή πληροφορία που πήρε από μια γερόντισσα, παλιά εργάτρια στο εργοστάσιο. Αλλά κι εκείνη φάνηκε διστακτική, είχε μετρημένα τα λόγια της. Ξερόβηξε, του έριξε μια ερευνητική καχύποπτη ματιά.

«Ο περιπτεράς, ο κυρ Αντρέας, να εκεί απέναντι από το χάλασμα, αυτός θα ξέρει πολλά περισσότερα. Ελόγου σου έχεις καμιά σχέση με τούτο το χάλασμα;»

«Όχι, δεν έχω σχέση», γέλασε αθώα ο άντρας. «Δημοσιογράφος είμαι, σεβαστή κυρία, και κάνω μια έρευνα. Σας ευχαριστώ πολύ. Είναι πολύτιμες οι πληροφορίες που μου δώσατε», της είπε κι έφυγε.

Όπου αλλού κι αν ρώτησε περίπου τα ίδια του είπαν. Όλα αυτά, όσο ρευστά και θολά κι αν ήταν, είχαν σχέση με την περίπτωση που ερευνούσε. Με την ελπίδα πως βρίσκεται πλέον σε καλό δρόμο, τράβηξε κατά κει που τον οδηγούσαν τα χνάρια εκείνου του «πατρός αγνώστου» που έψαχνε ακολουθώντας το ένστικτό του. Στον περιπτερά.

«Γεια σας! Ορέστης Μακρής, δημοσιογράφος….», συστήθηκε, «κάνω μια έρευνα σχετικά με τα παλιά εργοστάσια για λογαριασμό του περιοδικού…», είπε έναν απίθανο τίτλο που του ήρθε πρόχειρα στο νου. «Έχετε χρόνια στην περιοχή εδώ; Α, καλά το κατάλαβα. Νομίζω πως βρήκα τον σωστό άνθρωπο. Εσείς θα ξέρετε…», του είπε σχετικά.

Ο περιπτεράς φάνηκε πρόθυμος να εξυπηρετήσει τον δημοσιογράφο. Χάρηκε που βρέθηκε άνθρωπος και μάλιστα δημοσιογράφος να ζητήσει από αυτόν στοιχεία για έρευνα. Νόμισε πως «έπιασε την καλή», ότι άνοιξε επιτέλους η τύχη του κι ότι θα γίνει διάσημος. Θεώρησε πολύ μεγάλη υπόθεση να συνδυαστεί το όνομά του  με την ιστορία του παλιού υφαντουργείου. Τόσα χρόνια, μια ολόκληρη ζωή ζούσε σ’ εκείνη τη γειτονιά, άμισθος φρουρός των ερειπίων νύχτα μέρα, μοναδικός γνώστης της τοπικής ιστορίας, κανείς δεν είχε βρεθεί να του ζητήσει πληροφορίες. Και να που ήρθε η κατάλληλη στιγμή να μιλήσει, να βγάλει από μέσα του όσα είχε ο ίδιος βιώσει από μικρό παιδί.

Κοίταξε με δέος προς το μέρος του ερειπίου, ύστερα στράφηκε προς τον περίεργο δημοσιογράφο με τα σκούρα γυαλιά και το ατημέλητο μουσάκι που κάλυπτε το ήμισυ σχεδόν του προσώπου του, για να βεβαιωθεί ότι πρόκειται για σοβαρό άνθρωπο. Από πείρα, λόγω της δουλειάς του, τον «έκοψε» με το μάτι για σπουδαίο δημοσιογράφο και αποφάσισε να του δώσει όλες τις πληροφορίες.

«Το υφαντουργείο αυτό άκμαζε χρόνια εδώ κι έδωσε ψωμί σε πολύ κόσμο. Πήρε την κάτω βόλτα και τελικά φαλίρισε κι έκλεισε οριστικά, πάνε πολλά χρόνια από τότε, πάνω από μισόν αιώνα. Στέκει εκεί για να θυμίζει την παλιά του δόξα».

«Πολύ ενδιαφέρον…», έκανε ο Ορέστης Μακρής. «Και πώς καταστράφηκε; Τι συνέβη;»

«Κυκλοφορούσαν πολλές φήμες, κύριε, πώς είναι το όνομά σας;»

«Ορέστης Μακρής…»

«…κύριε Ορέστη, αλλά τα πιο σίγουρα είναι αυτά που θα σας πω εγώ που τα ξέρω από πρώτο χέρι καθότι ο πατέρας ο δικός μου δούλευε στο εργοστάσιο αυτό πολλά χρόνια, ίσαμε τη χρονιά που έκλεισε…».

«Α, χα! Τι μου λέτε! Δηλαδή, έπεσα πάνω στον κατάλληλο άνθρωπο…», τον διέκοψε ο Μακρής.

«Ακριβώς», έκανε ενθουσιασμένος ο περιπτεράς.

Και πήρε το ανάλογο ύφος. Έριξε μια γρήγορη εξεταστική ματιά στον άντρα που είχε απέναντί του, κάτι περίεργο έπαιξε αστραπιαία στο βλέμμα του, που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον επισκέπτη

Στον Ορέστη Μακρή έδωσε την εντύπωση πως πρώτη φορά του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Να μιλήσει για μια ξεχασμένη, παλιά ιστορία που μπορεί και να τον πονούσε μέσα του για κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Αλλά και να γραφτεί το όνομά του στα κατάστιχα ενός δημοσιογράφου ήταν εξόχως δελεαστικό, εκτός από αναπάντεχο. Μπορεί να περίμενε χρόνια να ανοίξει ο δρόμος επιστροφής στο χαμένο παράδεισο της ζωής του. Μπορεί να βρέθηκε μπροστά του το ίδιο το πεπρωμένο. Μπορεί…

«Είναι πολλά αυτά που έχω να σου πω, κύριε Ορέστη μου. Επειδή όμως, εδώ είναι κέντρο διερχομένων και δεν θα κάνομε σωστή δουλειά, μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα μισή ώρα ώσπου να κλείσω το κατάστημα και να πάμε κάπου να τα πούμε με την ησυχία μας μετά;» του είπε.

«Φυσικά, και μπορώ», απάντησε ο…δημοσιογράφος συνοδεύοντας τη φράση του μ’ ένα γενναίο μορφασμό κατανόησης.

Χαιρέτησε προσωρινά τον ηλικιωμένο περιπτερά, προσπέρασε το παλιό  υφαντουργείο, περιπλανήθηκε ένα τέταρτο στους λερωμένους δρόμους της γειτονιάς, περπάτησε άλλο ένα πεντάλεπτο γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο που κάλυπτε ο χώρος του υφαντουργείου και σταμάτησε απέναντι από την είσοδο. Έμεινε εκεί τα δυσκίνητα δέκα λεπτά που υπολείπονταν για να καλύψει το περιθώριο του χρόνου που του ζήτησε ο περιπτεράς, κοιτάζοντας διαρκώς το ρολόι του, ενώ περιεργαζόταν την εντοιχισμένη επιγραφή.

Ο ηλικιωμένος, αλλά καλοστεκούμενος περιπτεράς περίμενε μπροστά στο περίπτερο με τα κλειδιά στο χέρι. Σαν γνώριμος από τα παλιά, έπιασε αγκαζέ τον υποτιθέμενο δημοσιογράφο και περπάτησαν ίσαμε το μεγάλο λιμάνι του Πειραιά μιλώντας γενικά και αόριστα για ένα σωρό θέματα, για την οικονομική κατάσταση και τα ρευστά πολιτικά πράγματα και για όσα συνέβαιναν στον τόπο τον τελευταίο καιρό. Κάθισαν έπειτα σ’ ένα παραδοσιακό ταβερνάκι να τσιμπήσουν κάτι.

«Δεν έχω κανέναν να με περιμένει. Μπορούμε να μείνουμε εδώ όσο θέλεις, κύριε Ορέστη μου. Βιάζεσαι;»

«Καθόλου, Κι εγώ εργένης είμαι».

«Σοβαρά; Δεν μου φάνηκες για εργένης…»

«Α, ναι;» γέλασε ο δημοσιογράφος. Προς το παρόν είμαι εργένης. Δεν σκοπεύω, βέβαια να μείνω εργένης σε όλη μου τη ζωή», το ξεκαθάρισε.

«Ο.  Κ. ! Τι θα πιούμε; Κρασί, μπίρα, μήπως ρακί;» ρώτησε ο περιπτεράς.

«Ό, τι προτιμάτε, δεν έχω πρόβλημα».

«Δύο τσιπουράκια, με τα… ‘συμφραζόμενα’, εννοείται· και μετά ξέρεις…», είπε ο περιπτεράς  στο σερβιτόρο με νόημα.

Ώσπου να εκτελεστεί η παραγγελία, ο υποτιθέμενος δημοσιογράφος ετοίμασε το κασετόφωνό του για να καταγράψει τις πληροφορίες. Ο περιπτεράς, σίγουρος πως η πείρα και το ένστικτό του δεν τον γέλασε, βεβαιώθηκε πως  έχει να κάνει με σοβαρή περίπτωση δημοσιογράφου, άρχισε την αφήγηση των γεγονότων προσπαθώντας να είναι πειστικός όσο περισσότερο μπορούσε. Το μαγικό κουτί του έλυσε, κυριολεκτικά τη γλώσσα.

«Θα σου τα πω εν ολίγοις για να μάθεις τι είχε συμβεί. Την ξέρω από πρώτο χέρι  την ιστορία του υφαντουργείου. Ο εργοστασιάρχης….»,

Στο μεταξύ ήρθαν τα τσιπουράκια με τα «συμφραζόμενα», ελιές, χταποδάκι σχάρας, τυρί φέτα, λουκάνικα, ψωμί, ντοματίνια, μαριδάκι τηγανητό και φτερούγες κοτόπουλου, ένας δίσκος γεμάτος με την ποικιλία των εδεσμάτων.

«Μου επιτρέπετε;» ρώτησε ευγενικά ο… δημοσιογράφος.

«Επ!», ο περιπτεράς έκανε να εμποδίσει τον Ορέστη Μακρή.

«Επιτρέψτε μου, σας παρακαλώ. Απόψε κερνάω εγώ για τη γνωριμία», επέμεινε ο δημοσιογράφος και πλήρωσε αμέσως τον λογαριασμό, παρά την έντονη αντίδραση του περιπτερά. «Για το γιο του δεν ξέρετε; Δεν έδωσε ποτέ σημεία ζωής μετά; Δεν τον συνάντησε πουθενά κανένας, δεν ακούστηκε τίποτα;»

Ο δημοσιογράφος γύρισε την κουβέντα στο ζητούμενο.

«Όχι, δεν ξαναγύρισε, δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ούτε τότε που τον αναζητούσαν οι αρχές να αναλάβει το υφαντουργείο ως μοναδικός κληρονόμος. Κυκλοφορούσε τότε μια φήμη πως πήγε να καλογερέψει σε κάποιο μοναστήρι του Σινά, του Αγίου Όρους ή των Μετεώρων. Ήταν συγκεχυμένες οι φήμες που κυκλοφορούσαν από καιρό σε καιρό για ένα μεγάλο διάστημα, όσο λειτουργούσε ακόμα το εργοστάσιο. Τελευταία, εδώ και τρεις δεκαετίες, δηλαδή, λένε πως βλέπουν κάποιον ηλικιωμένο άντρα να τριγυρίζει τις νύχτες στη γειτονιά σαν φάντασμα και να μπαίνει στο ερείπιο. Άλλοι λένε πως είδαν τον ίδιο άνθρωπο στο Πασά λιμάνι, άλλοι στο Τουρκολίμανο, άλλοι αλλού. Ο κόσμος πλάθει ιστορίες. Δημιουργεί φαντάσματα. Μπορεί όμως και να είναι αλήθεια Δεν ακούστηκε ποτέ ότι πέθανε. Εσένα τι σε ενδιαφέρει, έχεις καμιά σχέση με τους ανθρώπους;» τον ρώτησε ο ηλικιωμένος πληροφοριοδότης, όπως και η γερόντισσα.

Ο Ορέστης Μακρής ρούφηξε απανωτά τις δυο τελευταίες γουλιές κρασί.

«Όχι. Δημοσιογράφος είμαι και κάνω μια έρευνα σχετικά με την τύχη των παλιών ελληνικών υφαντουργείων. Συγκεντρώνω υλικό για ένα βιβλίο που πρόκειται να γράψω», είπε και κοίταξε το ρολόι του.

Ο περιπτεράς κατάλαβε.

«Είναι αργά για σας. Εγώ είμαι συνηθισμένος ξενύχτης. Αν είχα παντρευτεί στον καιρό μου, θα είχα γιο ίσαμε σένα, παιδί μου…»

Ακούγοντας τη φράση «παιδί μου», ο Ορέστης ανατρίχιασε ολόκληρος.

«Θα ήθελα να μείνω μαζί σας ίσαμε το πρωί. Είστε πολύ καλή παρέα, κύριε…»,

«Περιπτερά, αυτό είναι το όνομά μου, όλοι έτσι με ξέρουν εδώ…»

«Κρίμα! Νόμιζα πως θα είχατε κάποια σχέση με το εργοστάσιο. Φαντάστηκα πως μπορεί να δούλευε κάποιος δικός σας εκεί. …», αναστέναξε ο Μακρής.

«Α, μπα. Τίποτα. Εμένα δεν με συνδέει απολύτως τίποτα με την οικογένεια. Εκτός από τη γειτνίαση. Κι αυτό, τα τελευταία χρόνια δηλαδή», έκανε αδιάφορα εκείνος.

«Είχα την ψευδαίσθηση πως μιλάω με κάποιον μακρινό συγγενή της οικογένειας, αλλά δεν είμαι τόσο τυχερός», γέλασε αινιγματικά, μάλλον σκόπιμα, ο Μακρής. «Σας ευχαριστώ πολύ. Σας είμαι ευγνώμων. Θα τα ξαναπούμε όμως πολύ σύντομα, να είστε απολύτως βέβαιος. Μου είστε εξαιρετικά συμπαθής και πολύτιμος. Θα ξαναπεράσω να τα πούμε εκτενέστερα, με την ησυχία μας. Σας δίνω το λόγο μου. Πάντως, οφείλω να ομολογήσω πως μου ανοίξατε το δρόμο. Έμαθα αρκετά για την έρευνά μου. Θα σας αναφέρω στο βιβλίο μου για τα παλιά υφαντουργεία.  Δεν ξέρω πώς αλλιώς να σας ευχαριστήσω», είπε και σηκώθηκε πρώτος.

Αποχαιρέτησε τον ηλικιωμένο περιπτερά κι έφυγε κατασυγκινημένος και γεμάτος αντιφατικά κι αντικρουόμενα συναισθήματα. Εκείνη τη στιγμή, ήταν μπερδεμένος, μπλοκαρισμένος. Αισθανόταν από τη μια πως βρίσκεται μπροστά στην αλήθεια, κι από την άλλη πως η ζωή του παίζει πολύ άσχημα παιγνίδια.

Αυτά που έμαθε από τον περιπτερά έριχναν φως στην υπόθεση που ερευνούσε. Το πιο σημαντικό που ανακάλυψε ήταν το όνομα ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ του υφαντουργείου. Ήταν το ίδιο ακριβώς με εκείνο στην κιτρινισμένη απόδειξη που βρήκε στα κατάστιχα της μητέρας του και αποδείκνυε πως είχε σχέση με το παρελθόν της. Μπορούσε να ακολουθήσει τα ίχνη του άντρα που αναζητούσε.

Όταν όμως βρέθηκε αρκετά βήματα μακριά, αισθάνθηκε μια αδικαιολόγητη συμπόνια για εκείνο τον μοναχικό άνθρωπο, που δεν ήξερε κανείς το επίθετό του, σαν να τον συνέδεε κάτι. Όση ώρα ήταν μαζί ένιωθε μια πληρότητα, μια γαλήνη μέσα του και τον κατείχε μια τρυφερή συγκίνηση. Στάθηκε στη γωνία του δρόμου πριν στρίψει για το ξενοδοχείο κι έκανε τους ακόλουθους αναγκαίους συνδυασμούς.

«Αυτός ο άνθρωπος μου φέρεται πολύ οικεία, μερικές στιγμές με κοιτάει παράξενα. Μου φαίνεται απίθανο, αλλά μήπως πρόκειται για το πρόσωπο που αναζητώ; Στα στέκια που μου ανέφερε ίσως βρω την απάντηση. Σίγουρα εκεί θα συναντήσω το πεπρωμένο μου. Κάτι μου λέει μέσα μου πως το συνάντησα κιόλας».

Μπήκε στο ξενοδοχείο του αποφασισμένος να μην αφήσει να του φύγει από τα χέρια αυτή η μοναδική ευκαιρία. Ο περιπτεράς σίγουρα κάτι του έκρυβε επιμελώς. Ενενήντα εννέα τοις εκατό ήταν το άτομο που έλειπε για να καλύψει το κενό που υπήρχε στον οικογενειακό χάρτη και να  φτάσει στην ευόδωση των προσδοκιών του.

«Πόσο θα μου ξεφεύγει, θα τον αποκαλύψω τώρα που βρίσκομαι τόσο κοντά στην αλήθεια και τότε…», σκέφτηκε όχι χωρίς μια μικρή δόση εκδίκησης.

Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες, πάντα απέφευγε να χρησιμοποιεί ασανσέρ, και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό του. Ακούμπησε στο τραπέζι το χαρτοφύλακα και τα σκούρα γυαλιά που φορούσε κι όπως ήταν ντυμένος ξάπλωσε φαρδύς πλατύς πάνω στις κουβέρτες.

Όταν βρέθηκε ολομόναχος, όλες οι απειλές που εκτόξευε κατά καιρούς εναντίον του πατέρα του, – από μικρό παιδί σκεφτόταν να του τα ψάλει εξηγημένα όταν και αν ποτέ τον συναντούσε- , δια μιας εξαφανίστηκαν και τη θέση τους πήρε η υποψία πως ο κύριος αυτός του έκρυβε επιμελώς την πραγματική του ταυτότητα, μπορεί να ήταν ο πατέρας του.

«Πρέπει να ξέρει ποιος είμαι και φοβάται τις αντιδράσεις μου. Θα δούμε σύντομα πώς θα εξελιχθεί το οικογενειακό δράμα, τι τέλος θα έχει αυτή η χρόνια υπόθεση», συμπλήρωσε  τον συλλογισμό του κι έκλεισε τα μάτια.

Όλα όσα είχαν προηγηθεί τον τελευταίο καιρό, πέρασαν σαν κινηματογραφική ταινία από μπροστά του. Και η υπόθεση έκλεισε με την παρουσία του περιπτερά να καλύπτει όλο το φάσμα της υπόθεσης. Κι όπως ήταν ξαπλωμένος τον πήρε ο ύπνος. Και τότε…

 

Τότε, άνοιξε ξαφνικά η πόρτα και πρόβαλε ο Περιπτεράς καλοντυμένος, κοστούμι στην τρίχα, γραβάτα και λευκό, κατάλευκο πουκάμισο, ένας τζέντλεμαν. «Έτσι θα ήταν στα σαράντα του», σκέφτηκε ο Ορέστης  και δοκίμασε να σηκωθεί. Εκείνος με μια κίνηση του χεριού του έγνεψε πως δεν ήταν ανάγκη. Τράβηξε την καρέκλα από το τραπεζάκι του ξενοδοχείου και την έφερε σιμά στο κρεβάτι του…δημοσιογράφου.

«Τώρα θα ακούσεις εμένα», του είπε, «έχω να σου κάνω μερικές ερωτήσεις. Από τις απαντήσεις που θα πάρω, θα εξαρτηθεί η συνέχεια της γνωριμίας μας και θα λύσεις κι εσύ το πρόβλημα που σε απασχολεί. Δεν μοιάζεις με δημοσιογράφο, τους ξέρω αυτούς τι ράτσα είναι. Εσύ για κάτι άλλο ψάχνεις, εμένα δεν με γελάς».

«Μα, σας είπα πως…», τον διέκοψε ο Ορέστης.

«Τίποτα δεν είπες. Κι εγώ δεν ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί σου, δηλαδή δεν σου είπα όλη την αλήθεια. Γι’ αυτό ήρθα τώρα εδώ να ξετυλίξουμε μαζί το κουβάρι για να φτάσουμε στην αλήθεια, να λύσουμε το πρόβλημα που μας βασανίζει και τους δυο».

«Δεν σας καταλαβαίνω. Εγώ δεν σας έκρυψα ποιος είμαι, ενώ εσείς δεν μου είπατε ποιος είστε, ούτε κανείς από όσους ρώτησα ήξερε να μου πει…», ψέλλισε με δυσκολία ο Ορέστης Μακρής.

«Μα, παιδί μου, για όλους είμαι ο κύριος Αντρέας, ο περιπτεράς της γειτονιάς. Δεν ενδιαφέρει κανέναν η πραγματική μου ταυτότητα. Εσένα, φαίνεται, σ’ ενδιαφέρει. Γιατί, για ποιο λόγο έχει σημασία για σένα ποιος είναι ένας άσημος, ταλαίπωρος περιπτεράς;»

«Ε, όχι και τόσο άσημος. Μα για να σας αναφέρω ως τον κύριο πληροφοριοδότη και…»

«Λοιπόν, αφού επιμένεις, περίμενε, θα σου πω», είπε.

Έχωσε το χέρι του στον κόρφο κι έβγαλε από την κρυφή τσέπη του σακακιού του ένα δερμάτινο μαύρο πορτοφόλι ‘παλιάς κοπής’. Το άνοιξε κι από μια κρύπτη του πορτοφολιού ξετρύπωσε ένα καλά διπλωμένο χαρτάκι. Με αργές κινήσεις το ξεδίπλωσε, διάβασε προφανώς ό, τι έγραφε, κοίταξε με συμπόνια μια τον ξαπλωμένο δημοσιογράφο και μια το χαρτάκι του.

«Δες αυτό! Και πες μου ειλικρινά αν σου λέει κάτι», είπε σε τόνο που έκρυβε ενδόμυχο φόβο και αγωνία.

«Αυτό το όνομα και το επώνυμο είναι της μητέρας μου! Εσείς ποιος είστε; Είστε ο…;», τραύλισε ο Ορέστης  κι ανασηκώθηκε περιχαρής ανοίγοντας τα μάτια του, αλλά δεν υπήρχε κανένας περιπτεράς. «Πφ… Όνειρο ήταν που να πάρει! Πλάσμα της φαντασίας, αλλά μήπως θέλει να μου πει κάτι;  Από πότε, Ορέστη, δίνεις σημασία στα όνειρα; Μήπως όμως…, α, μπα, μακάρι να λύνονταν έτσι τα προβλήματα, αλλά πού ξέρεις, καμιά φορά μπορεί να είναι προειδοποίηση, ένδειξη έστω…», γέλασε τρίβοντας τα μάτια του.

Σηκώθηκε, ωστόσο, με μια αισιοδοξία. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα άρχισε να οργανώνει πιο μεθοδικά και με κάποια σιγουριά τα σχέδια και τις κινήσεις του ίσαμε το βράδυ. Και όταν έπεσε αραιό το πρώτο σκοτάδι βγήκε από το ξενοδοχείο με διαφορετική αμφίεση και κατευθύνθηκε πολύ προσεχτικά προς το λιμάνι παίρνοντας σβάρνα τα καπελειά και τα παραλιακά ταβερνάκια του Πειραιά, από το μεγάλο λιμάνι ίσαμε την Καστέλα, το Πασά λιμάνι, το Τουρκολίμανο και τις φαληρικές ακτές, πέρασε από όλα τα στέκια που είχε αναφέρει ο περιπτεράς.

Αρκετές μεταμεσονύχτιες επισκέψεις στα μέρη και στα στέκια εκείνα κράτησε το ψάξιμο του Ορέστη  για να φτάσει στο ζητούμενο. Όντως, ένας ηλικιωμένος, καλοστεκούμενος άντρας ήταν ο ίδιος θαμώνας πότε στο ένα, πότε στο άλλο  ταβερνάκι, θαρρείς και άλλαζε διαρκώς στέκια για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Και δεν ήταν άλλος από τον… κύριο Αντρέα, τον περιπτερά.

«Αυτός είναι!» μουρμούρισε με βεβαιότητα. Τα μοναστήρια που ανέφερε ως πιθανή καταφυγή του γιου του υφαντουργού, προφανώς, ήταν μια έξυπνη μπλόφα για να με μπερδέψει. Αυτό είναι πλέον παρελθόν για μένα και μου έδωσε ό, τι είχε και μπορούσε να μου δώσει. Έτσι κατάφερα κι έφτασα ίσαμε την αρχή μου. Τώρα, το  δύσκολο είναι πώς θα τον παγιδέψω για να οδηγηθεί μόνος του στην αποκάλυψη…», συμπλήρωσε το συλλογισμό του.

Γύρισε στο ξενοδοχείο του τη νύχτα που έμελλε να είναι η τελευταία του μακριά από την οικογένειά του, σίγουρος εκατό τοις εκατό πως έφτασε στο πρόσωπο που αναζητούσε. Υπήρχε, στο βάθος του μυαλού του, ένα ελάχιστο ποσοστό αμφιβολίας που δεν μπορούσε να το παραβλέψει.

 

   (Απόσπασμα)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top