Fractal

Διήγημα: “Κληδομένη”

Του Μανώλη Σημαντήρα // *

 

 

Με μια λέξη στην άκρη της γλώσσας της, να της τριβελίζει το μυαλό, να θέλει να την ξεστομίσει φτύνοντας, η Μαρία ζαλώθηκε το βαρύ λαγήνι και τράβηξε κατά την ακρογιαλιά, κάτω από το πύρινο βλέμμα της μάνας της.

Κρατώντας το πότε από το ένα χερούλι και πότε από το άλλο, σκοντάφτοντας στο καλντερίμι με κίνδυνο να γκρεμιστεί και να το σπάσει – και άντε να ξεμπλέξει μετά – κατηφόρισε ως την παραλία.

Έβγαλε τα σανδάλια της μόλις πάτησε στην άμμο και βούτηξε μέχρι τα γόνατα στο νερό.

Βύθισε το σταμνί και το άφησε να γεμίσει ως επάνω. Νιώθοντάς το ακόμα πιο βαρύ, το σήκωσε με τα δυο της χέρια, το πήρε αγκαλιά και ετοιμάστηκε να γυρίσει.

Στρέφοντας, είδε την Σταυρούλα που έκανε την ίδια δουλειά.

Η Μαρία θέλησε να μιλήσει στη φίλη της, να την παροτρύνει να τσακίσουν τα σταμνιά και να φύγουν όμως μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού, σφίγγοντας τα χείλη, την χαιρέτησε και πήρε το δρόμο της επιστροφής χωρίς να την περιμένει.

Ήταν η τρίτη χρονιά που έσερνε το κορμί της, μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, για να εκπληρώσει την υποχρέωσή της. Γιατί εκείνη ήταν η κατάλληλη, εκείνη πληρούσε τις προϋποθέσεις.

Πρωτότοκη κόρη με τους δυο γονείς εν ζωή.

Στο σπίτι την περίμενε μια στρατιά από κορίτσια και νέες γυναίκες, κρατώντας ανυπόμονα στο χέρι από ένα προσωπικό αντικείμενο, μαρκαρισμένο για να ξέρουν σε ποιάν ανήκει.

Ένα δαχτυλίδι, ένα σκουλαρίκι, μια μικρή χτένα, ένα κουμπί. Ίσα που να περνάει από το στόμιο του αγγείου. Όλη τη νύχτα, παραμονή του Αι – Γιαννιού, οι κόρες θα έριχναν κλεφτές ματιές στο λαγήνι με το νερό και τα μικροπράγματά τους βουτηγμένα μέσα. Μπορεί και να ξενυχτούσαν κοιτάζοντας τ’ αστέρια που το φως τους έλουζε το σταμνί στην αυλή του σπιτιού. Αδημονώντας για τις αποκαλύψεις που θα έφερνε η αυριανή μέρα.

Απελπισία.

Η Μαρία ανέβηκε φουριόζα τη σκάλα για το δώμα. Ήξερε τι θ’ ακολουθούσε. Κάθε χρόνο ο ίδιος καυγάς με τις αδελφές της. Τους μιλούσε, τις τάραζε, προσπαθούσε να τις ξυπνήσει. Μάταια.

Όλες τους γαντζωμένες απ’ τον οιωνό που θα ‘βγαινε μέσα απ’ τα χείλη ενός πιθαριού, από το πρωτοχρονιάτικο όνειρο που θα έβλεπαν με το φλουρί κάτω απ’ το προσκέφαλο. Από τα λόγια της “έμπειρης” που διάβαζε το φλιτζάνι του καφέ, από τη χειρομάντισσα που έσκυβε πάνω στην παλάμη και έβρισκε τις γραμμές της ζωής.

Κάθε μέσο για να αποκαλυφθεί το ριζικό, το πεπρωμένο, η τύχη της καθεμιάς.

Η Μαρία κατάλαβε ότι είχε φτάσει στα όρια της αντοχής της.

Από μικρή ήταν απείθαρχη, ατίθαση – το “αγοροκόριτσο” που παράβγαινε κάθε αρσενικό στις βουτιές, στο τρέξιμο. Στα χωράφια δεν υπήρχε πιο άξια, τα ζωντανά τα έτρεχε στα βοσκοτόπια, άρμεγε, κούρευε. Εκτός απ’ τον πατέρα της, δεν δεχόταν τη συμβουλή κανενός. Μόνη της όριζε τις παρέες της κι ήταν εκείνη που είχε την πρώτη και τελευταία λέξη. Τραχιά στη συμπεριφορά, άγρια στη φωνή: άναβε και κόρωνε όταν άκουγε τη μάνα της ή τις θείες της να της εύχονται “μια καλή τύχη”.

Ανέβηκαν και οι αδελφές της στο δώμα να πλαγιάσουν. Την πλησίασε η μικρότερη από τις τέσσερις, η Νεκταρία. Χαμηλόφωνα της μίλησε: υπήρχε, άραγε, περίπτωση, αύριο να βγάλει ο κλήδονας θάλασσες και καράβια, να βεβαιώσει το όνειρό της για τον Γιάννη, τον καπετάνιο στο φορτηγό πλοίο του συνεταιρισμού;

Τα μάτια της Μαρίας άστραψαν, της ήρθε να της κοπανήσει το κεφάλι στο ντουβάρι. Ούτε τα δεκαπέντε δεν έχει κλείσει η ονειροπαρμένη, η χαζοβιόλα και φαντάζεται παντρολογήματα με καπετάνιους.

Πήγε να της τα ψάλλει μα ο λαιμός της έκαιγε, η γλώσσα έμεινε ασάλευτη, τα χείλη της δεν άνοιγαν. Όσο κι αν προσπαθούσε να μιλήσει δεν τα κατάφερνε, έβγαζε μόνο κάτι ασυνάρτητους ήχους. Η αδελφή της απογοητεύτηκε που δεν πήρε απάντηση και ξάπλωσε ρίχνοντας πάνω της ένα σεντόνι.

Έσβησαν τις λάμπες.

Η Μαρία στριφογύριζε πάνω στο στρώμα, προσπαθώντας να λύσει τη δεμένη της γλώσσα. Βογκούσε όμως και δεν άφηνε τις άλλες να κοιμηθούν. Ιδρωμένη και άγρυπνη, σηκώθηκε λίγο πριν το χάραμα και αλαφροπατώντας για να μη τρίξει η ξύλινη σκάλα και ξυπνήσει τους γονείς της, κατέβηκε στο χαγιάτι.

Πήρε μια βαθιά ανάσα, καθώς η αύρα της θάλασσας και το άρωμα του γιασεμιού την ξύπνησαν για τα καλά.

Τεντώθηκε και μετά έσκυψε για να καλέσει τον γάτο που ανασηκώθηκε μόλις την είδε. Ούτε κιχ δεν βγήκε απ’ το στόμα της.

Άνοιξε την εξώπορτα και, στη σιγαλιά της νύχτας, άρχισε να βηματίζει ακολουθώντας την ίδια διαδρομή προς την ακρογιαλιά. Περισσότερο από το πάθημά της, την απασχολούσαν τα σχόλια που θ’ άκουγε μόλις το μάθαιναν. “Βρε μπας κι ήπιες απ’ το λαγήνι; Μίλησες όσο κουβαλούσες τη στάμνα;” Τα λόγια της μάνας της.

“Σαν του Ζαχαρία κλείδωσαν τα χείλια της”, θα ‘λεγε η θεια της κι οι αδελφές της θα την κοιτούσαν αποσβολωμένες. “Αντρικό όνομα πρέπει ν’ ακούσει, τότε θα ξανάβρει τη μιλιά της η βλογημένη” – “Είδες για να μη βάζει το ριζικάρι στο σταμνί, είδες κόρη μου, τι μπορεί να πάθεις;”

Η Μαρία είχε κι άλλες φορές σκεφτεί να τα παρατήσει όλα και να φύγει. Τώρα, απλά συνέχισε να προχωρεί με κατεύθυνση το λιμάνι.

Έφτασε με το πρώτο φως της αυγής. Το πλοίο της γραμμής είχε πάρει θέση και, με ανοιχτές τις μπουκαπόρτες , φόρτωνε τα λιγοστά αυτοκίνητα που περίμεναν στην προκυμαία.

Μπήκε στο πλοίο, είχε κάνει κι άλλες φορές το δρομολόγιο, δεν θα την ενοχλούσε κανείς.

Ανέβηκε στο άδειο από κόσμο σαλόνι, κάθισε σε μια θέση και όταν μια γυναικεία φωνή ανήγγειλε την αναχώρηση τα βλέφαρά της έπεσαν βαριά, βυθίστηκε σε λήθαργο.

Την ξύπνησε ο καμαρότος… Το καράβι είχε δέσει στο μεγάλο λιμάνι και ξεφόρτωνε.

Κατέβηκε στην πόλη την ώρα που χτυπούσε η καμπάνα της Μητρόπολης.

Τα χείλη της συσπάστηκαν, “Αι – Γιάννη βοήθα” ψιθύρισε και χάθηκε στο πλήθος.

 

 

 

Σημείωση:

1. Κλήδονας= λαϊκό έθιμο που τελείται κατά τη γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (Γενέθλια ημέρα – 24 Ιουνίου) σύμφωνα με το οποίο οι κοπέλες με διάφορες τελετουργίες προσπαθούν να μαντέψουν το όνομα του άνδρα που πρόκειται να παντρευτούν.

2. Το Αμίλητο νερό= το νερό που μετέφερε ανύπαντρη κοπέλα, χωρίς να μιλά, για την τελετουργία του κλήδονα. (Χρηστικό Λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας – Ακαδημία Αθηνών)

 

 

 

* O Μανώλης Σημαντήρας, είναι 57 ετών, εργάζεται στο Υπουργείο Μεταφορών. Έχει σπουδάσει νομικά. Ασχολείται τη δημιουργική γραφή εδώ και δυο χρόνια και έχει συμμετάσχει σε τρία σχετικά σεμινάρια.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top