Fractal

«Κλείστο το ρηµάδι να µιλήσουµε» – Διήγημα του Βασίλη Βασιλικού

 

d1

 

Τώρα βέβαια δεν υπάρχει καµιά πιθανότητα διαλόγου. Να πεις, να πω, να πούµε. Τώρα ο µονόλογος ο δικός µου έχει σα µόνο διάλογο τη φλύαρη σιωπή σου. Όπως τα άστρα στον ουρανό που τον κεντάν για να υπάρχει, αλλιώς ο ουρανός θα ’ταν ένα πηγάδι που µόνο πέφτοντας µέσα θα ανακάλυπτες τη µαγεία του· όπως ανεβαίνοντας η ψυχή… Μα εγώ σε είδα να κατεβαίνεις στη γη, πώς να σε φανταστώ λοιπόν ανερχόµενο; Ανελήφθη αφού βγήκε απ’ τον τάφο ό Ιησούς. Τρεις µήνες πέρασαν από τότε που µπήκες εσύ στον τάφο, όχι τρεις µέρες, κι ακόµα να βγεις. Μάρτυρες όλοι αυτοί που σε φυλάγουν, σε βάρδιες, σε προφυλάγουν απ’ τούς τυµβωρύχους, τους χρυσοδοντάκηδες, τούς νεκροξεθάφτες. Μ’ αρέσει να σε σκέφτοµαι ακούγοντας στο πικάπ Βαµβακάρη. Τραγουδά ό ίδιος ο Μάρκος. Με τη στρεβλωµένη φωνή. Ξέρω πως εσένα δε σου αρέσαν τα βαριά ρεµπέτικα, της φυλακής: είχες κάνει πολλά χρόνια στη φυλακή χωρίς να ’σαι ρεµπέτης. Αλλά το βαρύ της φωνής, του λόγου, της µουσικής, µε φέρνουν πιο εύκολα κοντά σου. Πατώνω, καταλαβαίνεις. Αυτό θα πει µονόλογος: να µη µπορείς εσύ να επέµβεις πια µ’ ένα «κλείστο το ρηµάδι να µιλήσουµε». Τώρα µπορώ να το έχω το πικάπ ανοιχτό και να κουβεντιάζω µαζί σου.

 

hero2

 

Φίλε, τόσο φτήνηναν πια οι λέξεις που μοιάζουν σα χάρτινα πενηντόλιρα που βγάλαν οι Τράπεζες εδώ στην Ιταλία για να αντικαταστήσουν τα μεταλλικά. Χαρτονομίσματα του φράγκου, του δίφραγκου και του τάλιρου, άθλια κουρελόχαρτα πού λιώνουν στα δάχτυλά σου. Έτσι βλέπω τις λέξεις απ’ την ασυδοσία του καθενός να τις μεταχειρίζεται, προπάντων για λογαριασμό σου. Είμαι ευαίσθητος στις λέξεις, όπως και στα νομίσματα, γιατί τι άλλο είναι οι λέξεις παρά «αισθημάτων νομίσματα»;

Λιακάδα. Καλοκαίρι. Κάνει ζέστα. Στην Ιταλία πού τόσο αγάπησες και σ’ αγάπησε -αυτό είναι το σημαντικό – μετά τις τελευταίες εκλογές, έφυγε ο παλιός Γενικός Γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος κι ήρθε στη θέση του ο φίλος σου, ο Κράξι. Η Οριάννα θα σου τα γράφει κι αυτή. Θα τα μαθαίνεις. Δεν ξέρω μόνο αν στον άλλο κόσμο οι νεκροί μιλούν ξένες γλώσσες. Μήπως και συμβαίνει στο θάνατο, ό,τι και στον έρωτα: να επιστρέφεις στη μητρική σου;

Μου μιλούσες για τα σχέδια των ταξιδιών σου όπως τα έβλεπες πάνω στο χάρτη των ημερών σου καθαρά να διαγράφονται με την επάρκεια των πτήσεων μιας αεροπορικής εταιρείας. Κι ενώ δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος έκλεινε μια θέση στο τρένο, στο πλοίο ή στο αεροπλάνο έξι μήνες πριν, δεν έπαυα ωστόσο να θαυμάζω τη σιγουριά μερικών για τη ζωική τους διάρκεια. Εσύ, βέβαια, δε μιλούσες για διαστήματα τόσο μακρινά. Θα ’ταν 27 με 28 του Απρίλη όταν μου έλεγες ότι στις 6 του Μάη θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ (τότε, όταν μου μιλούσες: εκεί) στην Ιταλία. Τώρα βρίσκομαι εγώ εκεί-εδώ (στη Ρώμη), 9 του Αυγούστου, την ίδια χρονιά 1976 και σου γράφω γιατί εσύ έχεις μονιμοποιηθεί στην Ελλάδα. Το κελί σου πού έμοιαζε τάφος χτισμένος, φαραωνικός, έγινε τώρα τάφος που όμως σε τίποτα δε μοιάζει με κελί, αφού δεν μπορείς άλλο απ’ αυτό να δραπετεύσεις. Αφού δεν υπάρχουν στον Άδη φύλακες για να τούς «ψήσεις» για μιαν απόδραση, ούτε μπορείς να κάνεις εκεί μιαν απεργία πείνας. Από τα κάτεργα του Πλούτωνα ένας μόνο μέχρι στιγμής κατάφερε να την κοπανίσει: ο Λάζαρος. Αλλά σήμερα πώς να πιστέψεις στο θαύμα που κυκλοφορεί κατά τον ποιητή, μέσα στις φλέβες του ανθρώπου, εκείνου του ανθρώπου φυσικά που ακόμα δεν τις έχει κόψει;

Έλεγα λοιπόν πως όλα τα υπολογίσαμε για το ταξίδι μας εκτός απ’ την αεροπειρατεία που μας ξεστράτισε απ’ τις ταγμένες ημερομηνίες. Γίναμε ολοκαύτωμα σε προπατορικά αμαρτήματα αλλωνών. Αλλά τί φταίγαμε να πέσουμε σε ξένες διενέξεις; Είπε ο αγρότης απ’ το Κιμπούτζ: ήθελα τα φρούτα μου να φτάσουν φρέσκα στον προορισμό τους. Σαπίσαν εφτά μέρες φυλακή στην αεροπειρατεία. Κι έχει δίκιο. ‘Όπως δίκιο έχει κι ο παλαιστίνιος αεροπειρατής που δεν επέζησε τελικά των φρούτων. Λοιπόν;

Φτιάχνοντας τώρα τις βαλίτσες μου σκέφτομαι πως εσύ δεν τις φτιάχνεις, ενώ τα πουκάμισά σου σιδερωμένα, τα παντελόνια σου φρέσκα απ’ το καθαριστήριο, οι γραβάτες σου, θα περίμεναν να μπουν μέσα σ’ αυτές. Εσύ τελικά προτίμησες το άλλο δρομολόγιο που είναι δίχως αποσκευές.

Είσαι αδιόρθωτος. Δεν έβαλες μυαλό. Έπρεπε να είχες βάλει. Δεν ξέρεις ότι στον κόσμο πού ζούμε, τον κόσμο μας, οι μόνες επενδυμένες αξίες είναι όσες καλύπτονται με καταθέσεις στην Τράπεζα; Ότι όλα τα άλλα είναι λόγια. Και τα λόγια είναι περιττά;

Και θα μπορούσαμε να συνδυαστούμε έτσι ώστε όταν ερχόσουν εδώ να ιδωθούμε. Θα με πήγαινες, όπως μου είχες τάξει, στη μάνα του Παζολίνι, να δω με τα μάτια μου και ν’ ακούσω με τα αυτιά μου, πώς ακόμα περιμένει το σούρουπο το γιό της να γυρίσει απ’ το μοντάζ. Ακόμα δεν το πίστεψε ότι σκοτώθηκε, μου έλεγες, γιατί αυτό θα σκότωνε και την ίδια.

Έρχεσαι και φεύγεις με τη μουσική. Μα είναι τόση η ελαφρόπετρα στην ακρογιαλιά.

Πίστεψέ με, πιο πολύ από την πίσσα.

Και ήταν, θυμάμαι την τελευταία φορά, στην απαίσια εκείνη ταβέρνα στο Λυκαβηττό, που έφαγες το τελευταίο σου δείπνο μαζί μου, όταν ήρθε ο τύπος απ’ το διπλανό τραπέζι και μας στρογγυλοκάθισε, προσφέροντας ένα μπουκάλι άσπρο κρασί παγωμένο, κι εμείς δεν ξέραμε, δεν ήξερες, αν έπρεπε να είμαστε μαζί του επιφυλακτικοί ή ανοιχτόκαρδοι. Έτσι σε διπλάρωσε, η τεράστια αγκαλιά του έμοιαζε της συντροφικής αλληλεγγύης. Αλλά αν ήταν, σκέφτομαι τώρα, του ασυντρόφευτου καρφιού;

Γιατί όπως αποδείξαν οι έρευνες που πουθενά δεν καταλήξαν, θα πρέπει να σε είχαν από καιρό μες στο σταυρό της εξόντωσης για να σε πετύχουν τη μόνη φορά που κυκλοφόρησες, μόνος, με το αμάξι σου.

Λεπτομέρειες ίσως ανάξιες να τις θυμηθεί κανείς. Όσο κι αν είναι οι λεπτομέρειες που μάς φτιάχνουν.

 

Θα πεις: γιατί; Σήμερα ο ηλεκτρονικός βραχίονας του «Βίκινγκ», πάνω στο Άρη, ξαναλειτούργησε μετά από επίμοχθες κι επίπονες προσπάθειες της ΝΑΣΑ. Η είδηση πέρασε ανάμεσα στο μακελειό του Λίβανου, στην κορύφωση της ελληνοτουρκικής κρίσης, στις προσπάθειες της Ιταλίας να βγει απ’ το κυβερνητικό της αδιέξοδο και στις ταραχές στη Νότια Αφρική πού ολοένα οξύνονται όσο η αξία του χρυσού πέφτει.

Το χέρι του εξερευνητή κατάφερε να μπει ξανά σε κίνηση. Το δικό σου χέρι πότε θα ξαναμπεί; … Τί; Αυτό είναι το παράλογο με τα γράμματα. Οδεύεις σε μια σιδηροτροχιά μόνο για να ανακαλύψεις ότι τελειώνει σ’ ένα φράχτη.

Το ότι όμως λειτουργούν κι άλλοι νόμοι βαρύτητας, μ’ έκανε να συλλογιστώ πως ό,τι τελικά συμβαίνει εδώ αφορά εμάς και κανέναν άλλον. Έξω από μας είναι η τεράστια ερημιά του κόσμου.

Τόσες φορές είχα ασχοληθεί μαζί σου, είχες καλύψει τόσο χώρο στη δική μου ενδοχώρα, που όταν σε πρωτοαντίκρυσα εκείνο τον Οχτώβρη του 1973 μου φάνηκες μικρός σε σχέση με τις απέραντες εκτάσεις που είχες καταναλώσει. Γιατί η πράξη σου μεγάλωσε παράταιρα, για να μην πω παράλογα. Σε ξεπέρασέ όπως και όλους μας. Κισσός πού θέριεψε απ’ την αντίσταση του τοίχου.

Σ’ απασχολούσαν τότε κάτι λεπτομέρειες, ασήμαντες, όπως ένας ελαιοπαραγωγός που γινήκαν τα χωράφια του κόσκινο από τις “ξένες βάσεις” κι αυτός ακόμα ενδιαφέρεται για τις ελιές εκείνες, της παραγωγής του, που βρήκαν οι έμποροι κακές. Μα αν ήταν κακή η σοδειά, φταίγαν κι οι γενικότερες συνθήκες της σποράς, το παραθείο, ο δηλητηριασμένος αέρας, το σμογκ της πολιτείας. Οι ελαιολόγοι όμως, λεπτολόγοι του πυρήνα, τις βγάζαν σκάρτες, τις αποκλείαν, σα να ’ταν ποιήματα που σ’ απότρεπαν να τα δημοσιεύσεις. Κι εσύ που είχες διαβεί την έρημο, για να φτάσεις στη θάλασσα, μιλούσες για τις ελιές αυτές, τα ποιήματα, σαν τα προϊόντα μιας εποχής στο θειάφι, μιας εποχής στην κόλαση.

Μα έτσι είναι, φίλε. Κάθε βήμα μπροστά στοιχίζει κι ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. Αυτό δεν ξέρουν οι πυρηνικοί λιμοκοντόροι.

 

***

Τώρα ξαφνικά πείνασα. Θα ετοιμάσω και για σένα ένα πιάτο, να σου το στείλω, όπως άλλοτε, μέσω της μάνας σου, στις φυλακές. Θα βάλω την κυρα-Ασημίνα, να φτιάξει σπανακόπιτα.

Ω, μη συνεχίζεις άλλο την απεργία πείνας. Φάε, πάρε σύννεφα, της γριάς το μαλλί, κι απ’ την κορφή των βουνών πάρε λίγη γρανίτα χιόνι. Υπάρχουν, ξέρεις, κάτι πουλιά πού ταξιδεύουν πολύ ψηλά, πάνω κι απ’ την ιονόσφαιρα. Πιάσε ένα απ’ αυτά και μελέτησε τα έντερά του.

Τελικά δεν έβρεξε. Μπόρα ήταν και πέρασε. Όμως το «Χόρα» παραμένει.

Ως τώρα εξαρτιόμουν από σένα σαν τον διαβητικό απ’ τη δόση της ινσουλίνης του. Τώρα σου γράφω ξαφνικά απ’ την άλλη πατρίδα σου, την Ελλάδα. Γύρισα.

Συνεχίζω μετά από δέκα μέρες. Στο διάστημα αυτό το «Σισμίκ» μπήκε και βγήκε, απ’ τα χωρικά μας ύδατα. Παλεύουνε να καθορίσουνε τα όρια της υφαλοκρηπίδας: να δείς πώς μοιάζουνε, σα να ’ταν βαθιά σκαλιά που κατεβαίνουν σε απύθμενες ρούγες.

 

Ανοίγω το ραδιόφωνο.

Πολυφούρνος. Ψήνει διαφορετικά φαγητά ταυτοχρόνως. Κάνει την κουζίνα σας να έχει καλύτερη ατµόσφαιρα απ’ το σαλόνι. Συµφέρει να ψωνίσεις Γιούγκερ Δυτικής Γερµανίας. Καίει δύο δεκάρες την ώρα. Απορροφεί τις µυρωδιές. Εµαγιέ. Επαγγελµατικά ψυγεία FREDO για εστιατόριο, µπαρ. Κατευτείαν απ’ τον κατασκευαστή. Κερδίζετε 40%. Ειδικά ψυγεία για ανθοπωλεία. Αδελφοί Φόκλα, Ακρωτηρίου 139, Ταραµπούρα. Σηµείωσατε. Η Ζήµενς παρουσιάζει µε φούρνο βαγονέτο κι αυτόµατη µαγείρισσα. Τηλεόραση φίλτρου λήψεως εγχρώµων εκποµπών. Ηλεκτρονικαί συσκευαί. Μίξερ. Απορροφητήρες. Όλο το φάσµα πλαστικών σπιτιού. Εκµεταλλευτείτε την πείρα επιστηµόνων όλου του κόσµου, Καναδά, Αμερικής, Γαλλίας, Χογκ Κογκ. Ζήµενς σηµαίνει ότι όλα µονταρίστηκαν στη Γερµανία. Δεν γίναν εδώ.

 

-Κλείστο τό ρημάδι νά μιλήσουμε.

 

 

vasilis_vasilikos* Ο Βασίλης Βασιλικός γεννήθηκε στην Καβάλα στις 18 Νοεμβρίου 1934. Ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας μετά τον Καζαντζάκη, τον Καβάφη και τον Ρίτσο. Τα έργα του ανάμεσα στο Ντοκουμέντο και την μαρτυρία, έχουν σηματοδοτήσει μια ολόκληρη εποχή. Το «Ζήτα», «Το φύλλο, Το πηγάδι, Το αγγέλιασμα», «Η φλόγα της αγάπης», ο «Γλαύκος Θρασάκης», «Οι Λωτοφάγοι» και «Η μυθολογία της Αμερικής» ανάμεσα σε δεκάδες άλλα (γύρω στα 100), βραβεύτηκαν με Κρατικά και διεθνή Βραβεία, κυκλοφορούν και επανακυκλοφορούν. «Τα ημερολόγια της Θάσου» που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg υπενθυμίζουν την αέναη συγγραφική δυνατότητά του να κάνει το επικαιρικό, διαχρονικό.

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top