Fractal

Διήγημα: “Πόλεμος και Ειρήνη”

Γράφει η Κλειώ Ιερωνυμάκη //

 

f3

 

 

Ήταν κάποτε ένα αγόρι, ο Πόλεμος και ένα κορίτσι, η Ειρήνη. Ζούσαν σε ένα νησί, ενός ωκεανού, ένα από εκείνα που δεν έχουμε πάει ακόμα εμείς οι άνθρωποι. Δεν ήξεραν πως είχαν βρεθεί εκεί, ούτε από που είχαν έρθει. Δε γνώριζαν τους γονείς τους, ούτε τι σχέση είχαν μεταξύ τους, ήξεραν μόνο, ότι ήταν οι δύο τους. Επικοινωνούσαν με νοήματα και ήχους, που τα συνόδευαν ρυθμικά. Επιβίωναν μόνοι τους, σα να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ακόμα και οι διαφορές του ενός, συμπλήρωναν, ότι έλειπε από τον άλλο. Ο Πόλεμος, έπιανε τα ψάρια, τα μαγείρευε σε μια μεγάλη φωτιά και έδιωχνε τα θηρία από γύρω τους. Η Ειρήνη, μάζευε φρούτα, έφτιαχνε το σπίτι τους και χαμογελούσε όμορφα πίσω από τις ξανθές της μπούκλες. Κάποιες φορές, ο Πόλεμος, με τους καβγάδες του, κατέστρεφε τον μικρό τους κόσμο, μα η Ειρήνη στωικά τον έφτιαχνε ξανά. Δε θύμωνε ποτέ. Τον αγαπούσε τον Πόλεμο.

Μία μέρα που το μικρό, καλαμένιο σπίτι ήταν έτοιμο να τους υποδεχτεί, με αρκετά φρούτα, γλυκά σαν νέκταρ, προσεκτικά διαλεγμένα κ μαζεμένα από την ρίζα των δέντρων, η Ειρήνη, αποφάσισε να ψάξει τον Πόλεμο. Ήθελε να δει πως περνάει και εκείνος την ημέρα του. Κοίταξε πρώτα στο δάσος και αφού δεν τον βρήκε, ακολουθώντας το ποτάμι, κατευθύνθηκε χαρούμενη προς την παραλία τους. Δεν προλάβαινε να πάει συχνά εκεί, αν και ήταν το αγαπημένο της μέρος σε όλο το νησί. Τα χρώματα, όπου και αν κοίταζε, ήταν πάντοτε μαγικά. Ίσως εξ’ αιτίας της θάλασσας, που ήταν κάθε μέρα διαφορετική, κλέβοντας από τη λάμψη του ήλιου. Εκεί μέσα, ήταν και ο Πόλεμος. Βρίσκονταν κοντά στην αμμουδιά, χωμένος ως τη μέση στα κύματα, με ένα μυτερό ξύλο στο χέρι. Τα μαλλιά του ανέμιζαν, μαύρα, τρελά από τον αέρα και με ένα σάλτο χάθηκε από τα μάτια της, βουτώντας στο αφρισμένο νερό. Φοβήθηκε πως τον έχασε. Έκανε να τρέξει προς τα κει, όταν εκείνος όρμησε έξω από το κύμα, έχοντας ένα ψάρι, που άδικα σπαρταρούσε, στην άκρη του καλαμιού του. Αργοπέθαινε. Ώστε έτσι έρχονταν τα ψάρια λοιπόν? Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα καθώς θυμόταν τα γεύματά τους, συνειδητοποίησε ότι η μορφή του άμοιρου ψαριού ήταν σχεδόν ίδια με πολλά από αυτά. Λιποθύμησε.

Ο Πόλεμος είδε την ξαφνική κίνηση και στράφηκε προς αυτήν. Ήταν εκεί κατάχαμα, ωχρή και άψυχη. Τρόμαξε για πρώτη φορά στη ζωή του.

Δεν θυμάται το πως βρέθηκε να την κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του και να κινείται γοργά προς το σπίτι τους. Όπως έτρεχε με το κεφάλι της να ακουμπά στο στήθος του, η αλμύρα άγγιξε τα χείλη της. Ξύπνησε. Κατάλαβε ότι την κρατούσε και ουρλιάζοντας, πάλεψε να ελευθερωθεί. Εκείνος, σαστισμένος, προσπάθησε να την αφήσει στα πόδια της, μα έτσι όπως πάλευε, του έπεσε. Για μερικά δευτερόλεπτα, έμεινε ακίνητη να τον κοιτάζει, σαν άγριο ζώο, που αντιλαμβάνεται ξένη παρουσία και έπειτα έφυγε. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και τα μπλε της μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα. Ένοιωθε μέσα της, όλη τη θλίψη του κόσμου και η καρδιά της πονούσε κάθε που επέστρεφε η νωπή ανάμνηση του φόνου. Πάσχιζε να ξεφύγει από τη λύπη, αλλά όσο και να έτρεχε, με τον αέρα να την δέχεται σε μια διάφανη αγκαλιά, τα δάκρυα δεν έφευγαν, ούτε αυτό το νέο, πρωτόγνωρο βάρος που την τράβαγε με δύναμη προς τη γη. Εξαντλήθηκε. Επιτέλους είχε φτάσει όμως, ακριβώς εκεί που ήθελε, σε ένα μέρος άγνωστο, σε ένα μέρος που δε θύμιζε, ούτε Πόλεμο ούτε Ειρήνη.

Ο Πόλεμος, έμεινε κάμποση ώρα με τα χέρια απλωμένα, να κοιτά το κενό έδαφος. Μα τι είχε πάθει? Γιατί έφυγε? Ποτέ του δεν την είχε πειράξει, παρά το βίαιο χαρακτήρα του. Τι άλλαξε ξαφνικά? Νόμιζε ότι την καταλάβαινε. Μάλλον τίποτα δεν καταλάβαινε. Πήγε στην παραλία θυμωμένος, πήρε το ψάρι του και γύρισε σπίτι. Το βράδυ που θα επέστρεφε, θα της έδειχνε την πλάτη του και όταν θα έφτανε η ώρα να παίξουν σκιές στη φωτιά, εκείνος δεν θα σηκωνόταν καν και το ψάρι του θα το έτρωγε μόνος του. Το ψάρι του.. Μα τι είχε έρθει να κάνει στην παραλία? Ποτέ δεν ερχόταν, εκτός όταν πήγαιναν μαζί να δροσιστούν και να παίξουν στην άμμο. Πάντοτε εκείνος, μόνος του, φρόντιζε να κυνηγά και να ανάβει μια μεγάλη, ωραία φωτιά, που τους έδινε ζεστασιά και ασφάλεια. Μαγείρευε και έτρωγαν οι δυο τους ευτυχισμένοι και αέρινοι. Τι άλλαξε; Μα τι τον νοιάζει; Άμα αυτή δεν θέλει να είναι πια μαζί, ας μην είναι. Δε θα της φέρει αντίρρηση, ποτέ δε το έκανε άλλωστε.

Εκείνο το βράδυ, εκείνος κοιμήθηκε χωρίς φωτιά και χωρίς ψάρι, εκείνη κοιμήθηκε χωρίς σπίτι και χωρίς Πόλεμο, εκτός από αυτόν που υπήρχε μέσα της. Η μέρα που ξημέρωνε, θα ήταν πολύ διαφορετική και για τους δύο.

Η Ειρήνη, αποφάσισε να κοιμάται πάνω στα δέντρα, αφού ανακάλυψε, πως δίχως τη φωτιά του Πολέμου, την κυνηγούσαν τα θηρία. Πλέον, τρεφόταν μόνο με φρούτα, που μόλις είχαν πέσει από το δέντρο τους και μάλιστα, έβαζε πάντα το κουκούτσι τους μέσα στο χώμα, με την ελπίδα να δημιουργηθεί νέα ζωή. Όταν έβλεπε νέα φυλλαράκια να εμφανίζονται από τους δικούς της καρπούς, ένοιωθε πάλι αθώα.

Ο Πόλεμος, στην άλλη πλευρά του νησιού, είχε αγριέψει. Τώρα πια, κυνηγούσε ζώα και πουλιά και ότι άλλο του φαινόταν ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει σε μια ζωή χωρίς Ειρήνη. Όλα άρχισαν το βράδυ που εκείνη έφυγε. Δίχως φωτιά να τα κρατήσει μακριά, τα αγρίμια πλησίασαν και άφοβα, όπως πάντα του, τα σκότωσε. Ανακάλυψε μάλιστα, ότι ήταν πιο νόστιμα από τα ψάρια και τα προτιμούσε συχνά. Φρούτα έτρωγε σπάνια. Μονάχα όταν του έλειπαν πολύ. Άραγε ζούσε ακόμα η Ειρήνη; Έτσι ευαίσθητη που ήταν, ίσως να μην είχε επιβιώσει χωρίς τις φροντίδες του. Είχε πεισμώσει, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται την εικόνα του άψυχού κορμιού της και το τέλος του κόσμου, όπως τον είχαν μάθει μαζί.

Ένα βράδυ, ήταν τόσο σίγουρος ότι δε ζει, που αποφάσισε να την ψάξει. Σκέφτηκε ότι όλα τότε θα τελείωναν, μα τι νόημα είχαν όλα γύρω του αν έλειπε εκείνη; Την βρήκε να κοιμάται πάνω σε ένα δέντρο. Από κάτω καιροφυλαχτούσαν ύαινες. Θύμωσε πολύ. Τις δελέασε να τον ακολουθήσουν πιο βαθιά στο δάσος, ώστε να μην ξυπνήσει και τις σκότωσε. Από τότε, κάθε βράδυ, έδιωχνε τα θηρία από γύρω της και έπειτα κοιμόταν.

Περνούσε ο χρόνος και σταδιακά, η έλλειψη τροφής έκανε την Ειρήνη αδύναμη, το σώμα της συνεχώς εξασθενούσε, ώσπου ένα βράδυ δεν κατάφερε να ανέβει στο δέντρο. Έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε. Έμεινε ακίνητη στο έδαφος, έρμαιο σε ότι την διεκδικούσε. Ο Πόλεμος ήταν εκεί. Αφού είδε ότι δε σηκώνεται, την πλησίασε. Την κοίταξε επιτέλους από κοντά. Ήταν τόσο όμορφη.

Πέρασε τις επόμενες μέρες του στο πλάι της. Είχε μια δυνατή φωτιά να καίει ασταμάτητα, της έφτιαχνε σούπα από ψάρια, έδιωχνε από γύρω της οτιδήποτε μπορούσε να τη διαταράξει, ορατό ή αόρατο, πραγματικό ή μη. Εκείνη, παραδομένη στον πυρετό, δέχονταν τις φροντίδες του και μαζί με το σώμα της, θερμαίνονταν πάλι και η καρδιά της. Της είχε λείψει.

Με τον καιρό, η Ειρήνη συνήλθε. Δεν του μιλούσε, μα ούτε έφευγε από το σπίτι τους. Μονάχα σκεφτόταν. Κυλούσαν οι μέρες και όλο σκεφτόταν. Θα είχε σίγουρα πεθάνει εάν δεν ήταν αυτός. Του χρωστούσε την ύπαρξή της. Με τον τρόπο του, έστω, με το βίαιο, βάναυσο τρόπο του, την είχε κρατήσει στη ζωή. Και τώρα που είναι πάλι δυνατή, τι να κάνει; Να συνεχίσει να δέχεται την τροφή που της προσφέρει, συγχωρώντας το θάνατο που την κερδίζει; Το θάνατο, που αν δεν έρχονταν για το θήραμα, θα ερχόταν για κείνη. Έπρεπε να αποκτήσει λίγο Πόλεμο μέσα της. Άραγε γίνονταν;

Και ο Πόλεμος είχε αλλάξει από τότε που εκείνη επέστρεψε σπίτι τους, ήταν διαφορετικός. Ένοιωθε διαφορετικός. Δε κυνηγούσε πια ζώα και έκοβε τα κομμάτια των ψαριών πολύ μικρά, ώστε να μη δει τη μορφή τους ολόκληρη και φύγει πάλι. Ήταν σίγουρος, ότι σε αυτό οφείλονταν η φυγή της. Το κατάλαβε μία μέρα που σκότωσε ένα πρόβατο και είδε τα μάτια του καθώς ξεψυχούσε. Γι’ αυτό είχε φύγει, δεν είχε αντέξει το θάνατο. Μα δεν μπορούσε να καταλάβει ότι χωρίς αυτόν, δεν θα ζούσε τίποτα; Δεν της το πε ποτέ. Εξάλλου, ούτε εκείνη του μιλούσε. Μόνο μερικές φορές, όταν ήταν ζεστή και χορτάτη από τα αγαθά του, χαμογελούσε. Τότε ένοιωθε μέσα του, λιγάκι από τον εαυτό της. Μέσα στην ίδια την αγριάδα του, τη νοσταλγούσε. Τον μάγευαν τα όμορφα κοριτσίστικα χαρακτηριστικά της, ημέρευε. Και αν έφευγε πάλι; Θα προλάβαινε να τη σώσει ή αυτή τη φορά θα πέθαινε; Μα αν πέθαινε η Ειρήνη, πώς θα έμενε να ζει αυτός; Για ποιόν να σκοτώνει ψάρια, να κυνηγάει θηρία και να ανάβει φωτιές; Δεν έπρεπε να φύγει, έπρεπε να αλλάξει κι άλλο για να την κρατήσει, να κρύψει πιο βαθιά τη φύση του. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε να χάσει λίγο από τον εαυτό του, αφού αν έχανε την Ειρήνη, δεν θα είχε πια εαυτό να χάσει. Άραγε γίνονταν;

Έτσι, έμεναν οι δυο τους σιωπηλοί, σκεπτόμενοι τις υποχωρήσεις και τις θυσίες που γίνονταν, για να συνυπάρχουν και να υπάρχουν. Τα μέτραγαν όλα σοφά, ρεαλιστικά, όπως μόνο ένα αγόρι και ένα κορίτσι μπορούν, μέσα στη διαύγεια της παιδικότητάς τους. Παράξενος ο κόσμος τους. Ο ένας, ζούσε από τα αγαθά του άλλου, του ενός, προέκυπταν από την σκληρότητα και του άλλου, από την τρυφερότητα. Πως μπορούσαν να ανεχτούν το καλό και το κακό μέσα τους, το ένα το άλλο; Από αγάπη; Ανάγκη για επιβίωση; Συντροφικότητα; Και πως θα επέλθει αρμονία, αφού υπάρχει μόνο ανομοιότητα; Όσο μεγάλωναν τα παιδιά, τόσο πλήθαιναν οι σκέψεις και οι απορίες τους. Δεν μίλησαν ποτέ ξανά ο ένας στον άλλο και λησμόνησαν τον λόγο. Μόνο σαν έπεφτε η νύχτα και οι ανάσες τους ενώνονταν, όλα λύνονταν και τα ερωτήματα χάνονταν σε μια στιγμή μαγική, που διαρκούσε μόνο τόσο, όσο να περάσει το σκοτάδι, όσο να ξαναγεννηθούν, τόσες φορές, όσες η αυγή και να διαρκούν ατάραχα αιώνες, με το νησί να αλλάζει τοποθεσία, Θεούς, πιστούς και θηρία.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top