Fractal

Διήγημα: “Κινέζικο γαρίφαλο”

Του Γιάννη Βενιαμάκη // *

 

 

 

Πάντα ελπίζω σ’ ένα θαύμα, σ’ ένα ράγισμα στην κανονικότητα των πραγμάτων, μια εξαίρεση για την περίπτωσή μου. Με την ελπίδα να βρω αυτή την εξαίρεση στάθηκα, όπως συνήθιζα τους τελευταίους μήνες, κάτω από το σκίαστρο της στάσης. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Ξερά φύλλα ακούστηκαν να τρίζουν κάτω από τα μαλακά παπούτσια μου, ο αέρας δυνάμωσε και το παιδί που ζωγράφιζε με κιμωλία αφηρημένα σχήματα στον απέναντι τοίχο έφυγε, συνεχίζοντας όμως να αφήνει το ίχνος του με την κιμωλία στους τοίχους απ’ όπου περνούσε. Αποφάσισα να μην εκνευριστώ με τον μικρό ταραξία και έψαξα στο βάθος της τσέπης μου για το εισιτήριο του λεωφορείου που φάνηκε να έρχεται από μακριά.

Ανέβηκα στο λεωφορείο και κατευθύνθηκα προς τα πίσω καθίσματα με την ιδέα πως μου πρόσφεραν το είδος απομόνωσης που χρειαζόμουν εκείνη τη στιγμή. Ήθελα οι σκέψεις που κουβαλούσα να αποτυπωθούν το συντομότερο κάπου. Ακούμπησα το γλαστράκι με το κινέζικο γαρίφαλο στο διπλανό κάθισμα, έβγαλα το μικρό μαύρο δερματόδετο σημειωματάριο κι άρχισα να γράφω.

Σημειώσεις καθοδόν:

Το γράψιμο λένε είναι θεραπευτικό, ίσως όχι για όλους πάντως στην περίπτωσή μου νομίζω ότι βοηθάει. Ίσως κάποτε εκδώσω ποιος ξέρει;

Γιατί λέμε τρίτη και όχι έβδομη ή όγδοη ηλικία ανάλογα με την δεκαετία αναρωτιέμαι. Ακούγεται σαν αναγγελία ορίου ανάμεσα στα όνειρα και την πίστωση χρόνου που δίνεται από κάπου. Η τρίτη ηλικία είναι αντιστρόφως ανάλογη με το βαθμό ή μάλλον τη δυνατότητα που έχει κάποιος να ζει τα όνειρα του. Περιορίζει την ποσότητα των απολαύσεων και το βαθμό δυσκολίας των επιλογών, προσαρμόζει τη ζωή στα όρια του σώματος που υπακούει στην ένταση της φθαρτότητας. Καμιά φορά οι ειδήσεις μας δείχνουν ηλικιωμένους που κάνουν πράγματα δύσκολα ακόμα και για αυτό που λέμε νέους ανθρώπους. Κι όμως όταν ρωτάς κάποιον την ηλικία του ανάλογα με την απάντηση θαυμάζεις ή δε θαυμάζεις αυτά που νομίζεις ότι ξέρεις ή που σου λέει ότι έχει κάνει στη μέχρι τώρα ζωή του. Η ηλικία κάποιου (καθώς η λέξη εμπεριέχει τη λέξη Ήλιος) υποδηλώνει τον αριθμό των κύκλων της γης γύρω από τον ήλιο από τότε που- ο κάποιος – εμφανίστηκε πάνω της μου είχαν πει και θυμάμαι ότι μ’ έκανε να συμπαθήσω περισσότερο τη λέξη «ηλικία». Δηλαδή αν ήταν άλλος πλανήτης θα υπήρχε άλλη λέξη για την ηλικία; Προφανώς.

Όχι, ο πόνος για την κατάσταση της μητέρας μου είναι ο ίδιος κι ας γράφω αυτοματικά (καθώς λένε ότι αυτό το είδος γραφής θεραπεύει) σήμερα δε βοηθάει. Αν και είναι ζωντανή βιώνω μια πρόγευση θανάτου. Πως γίνεται…

Η μύτη του μολυβιού έσπασε στην άκρη της καθώς ο οδηγός του λεωφορείου φρέναρε απότομα ενώ από το στόμα του ακούστηκαν διάφορα με στόχο αυτόν που παραβίασε το φανάρι της διασταύρωσης. Μερικοί από τους επιβάτες συμπληρώνουν με φράσεις ίδιου «ρεπερτορίου» και χειρονομούν. Ένα κορίτσι στέκει κοντά στην πόρτα και ανοιγοκλείνει το στόμα τραγουδώντας ψιθυριστά αυτό που ακούει στ’ ακουστικά της. Χρήσιμη προστασία τ’ ακουστικά σκέφτηκα και έψαξα για το mp3 μου.

Έκλεισα το σημειωματάριο και αφέθηκα να κοιτάζω τα μαγαζιά και τους περαστικούς που προσπαθούσαν να προφυλαχθούν από τη βροχή. Στο τέλος του δρόμου που μόλις έμπαινε το λεωφορείο ήταν ο προορισμός μου, το τέρμα της γραμμής. Ο οίκος ευγηρίας ξεχώριζε από τα δέντρα της αυλής του, τα κλαδιά των οποίων εκτείνονταν πέρα από τα όρια του οικοπέδου του. Η βροχή σταμάτησε λίγο πριν φτάσουμε κι αν ο ουρανός δεν ήταν τόσο συννεφιασμένος από το σημείο που βρισκόμουν θα ‘βλεπα το ηλιοβασίλεμα.

Κατηφόρισα προς την είσοδο κόντρα στον αέρα σηκώνοντας το φερμουάρ του μπουφάν μου. Καθώς πλησίαζα την γεμάτη αναρριχητικά φυτά είσοδο είχα το νου μου να δω τον φύλακα. Όμως το φυλάκιο ήταν άδειο. Μια σταγόνα από τη βρεγμένη ελιά που σκέπαζε το χώρο της εισόδου έσταξε στο μάγουλό μου, σαν δάκρυ δανεικό σκέφτηκα, ύστερα έβγαλα τ’ ακουστικά του mp3 από τ’ αυτιά, τύλιξα τα καλώδια του στην παλάμη μου και τα έβαλα στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου.

Ανέβηκα την πλατιά μαρμάρινη σκάλα του κτηρίου εισπνέοντας βαθιά το απόβροχο. Στάθηκα για λίγο στο πλατύσκαλο και ρίχνοντας πρώτα μια ματιά στον ουρανό και ύστερα στον φρεσκοπλυμένο από τη βροχή κήπο μπήκα στο γηροκομείο.

Πριν ακόμα προχωρήσω πολύ θυμήθηκα ότι άφησα τη γλάστρα με το κινέζικο γαρίφαλο στο διπλανό κάθισμα στο λεωφορείο και γύρισα τρέχοντας να το πάρω. Η στάση που κατέβηκα ήταν το τέρμα της γραμμής και το λεωφορείο δεν είχε ξεκινήσει ακόμα. Πέρασα ξανά την είσοδο και όρμησα στο λεωφορείο. Ευτυχώς το φυτό ήταν εκεί που το είχα αφήσει και κάνοντας να το πιάσω είδα τη φωτογραφία που σκόπευα να της δώσω στο πάτωμα. Θα είχε πέσει σκέφτηκα από το σημειωματάριο μου την ώρα του απότομου φρεναρίσματος. Πως δεν το κατάλαβα αναρωτήθηκα. Ήταν η φωτογραφία μ’ εμένα και τ’ αδέρφια μου έξω από το σχολείο -τότε που υπήρχαν ακόμα οι ποδιές- ήταν παλιότερη από αυτή με το στεφάνι της πρωτομαγιάς στην πόρτα του σπιτιού των παππούδων μου που της είχα δώσει –για την ακρίβεια κολλήσει με τσίχλα στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι της- ελπίζοντας να κάνει το θαύμα της. Περνώντας για δεύτερη φορά την εξωτερική είσοδο κοίταξα προς το φυλάκιο, ο φύλακας δεν είχε γυρίσει ακόμα. Από τις πολλές φορές που έχω έρθει έχουμε γίνει αρκετά γνωστοί για να λέμε ένα εγκάρδιο καλησπέρα. Είχα ανάγκη ένα χαμόγελο οικείο εκείνη τη στιγμή, ένα είδος συμμαχίας. Προχώρησα με το φυτό στο χέρι περπατώντας αργά στους διαδρόμους προς το δωμάτιο της. Η προσοχή μου βυθιζόταν όλο και περισσότερο στο σώμα αδιαφορώντας για τις σκέψεις που ξεπήδαγαν άτακτα στην οθόνη του μυαλού μου.

Πλησιάζοντας στο δωμάτιο της την άκουσα να τραγουδάει εκείνο το νανούρισμα που τραγουδούσε στ’ αδέρφια μου τα βράδια για να κοιμηθούν, τότε που ήταν μωρά κι εγώ μόλις επτά χρονών. Η καμένη λάμπα του διαδρόμου έξω από το δωμάτιο της, με βοήθησε να παραμείνω αθέατος στο μισοσκόταδο για όσο ήθελα να την παρατηρήσω ενώ τραγουδούσε. Καθόταν με την πλάτη στραμμένη προς την πόρτα, κοίταζε έξω από το παράθυρο το λυκόφως που μετατρέπονταν σε σκοτάδι, το χέρι της κράταγε το κάγκελο του κρεβατιού και το κουνούσε όπως την κούνια που νανούριζε τα αδέρφια μου. Κάποιο μέρος του μυαλού της είχε συντονιστεί με αυτό το μακρινό παρελθόν κάνοντας ένα ταξίδι στο χρόνο, στο σύνολο εκείνο των εντυπώσεων που έβρισκε νόημα για να είναι ζωντανή. Ποιο κομμάτι του εαυτού της άραγε αποφάσιζε την απόρριψη του παρόντος με κάθε κόστος αναρωτήθηκα –από εγωισμό ίσως – γιατί την ήθελα να είναι εδώ μαζί μου. Μπήκα στο δωμάτιο με την ελπίδα να έχει επιτέλους θυμηθεί, να έχει γίνει καλά. Ακούμπησα τη φωτογραφία και το λουλούδι πάνω στο τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο και με όση ειλικρίνεια μου είχε αφήσει ο πόνος της χάρισα ένα χαμόγελο και τη φίλησα στο μάγουλο. Σταμάτησε να τραγουδάει και διέκρινα την έκφραση της απόστασης να εμφανίζεται στο πρόσωπό της, μαζί όμως με κάποια απορία και αξιοπρέπεια. Κάθισα απέναντι της στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο και την κοίταξα στα μάτια με προσμονή, περιμένοντας να ακούσω το όνομά μου, να τη δω να σηκώνεται και να μ’ αγκαλιάζει. Όμως εκείνη είχε σταυρώσει τα χέρια με τρόπο ώστε οι παλάμες της ν’ ακουμπούν απαλά πάνω στην ποδιά της και έστρεψε ελαφρά το σώμα προς την αντίθετη πλευρά από ‘κει που καθόμουν. Την ρώτησα πως είναι, πως τα περνά κι εκείνη άρχισε να μου μιλά για ένα παρελθόν άγνωστο σ’ εμένα. Μίλαγε με ειρμό χωρίς να με κοιτά με το βλέμμα πότε στα χέρια και πότε στο παράθυρο, χέρια που είχαν κουραστεί όπως έλεγε από τις δουλειές και την πονούσαν κι αναρωτιόταν πως γίνεται να την πονούν ενώ δεν είναι δικά της. Την άκουγα προσεκτικά κι ένιωθα ότι δεν υπήρχε ελπίδα να επανέλθει η μνήμη της. Κι εκείνη βλέποντας με να την παρακολουθώ και να της δίνω σημασία συνέχισε να μιλά για τα προβλήματα που της δημιουργούσαν οι γειτόνισσες και ότι μόνο εγώ και η μητέρα μου της φερόμασταν εντάξει γιατί είμαστε γείτονες από παλιά και με ρώταγε τι κάνει η μητέρα μου για να της απαντήσω «η μητέρα μου είσαι εσύ». Ύστερα με κοίταγε μ’ απορία και σιωπούσε στρέφοντας το βλέμμα της αλλού. Δεν θα ξαναμιλούσε ώσπου να φύγω. Κοίταζε το κενό έξω από το παράθυρο χωρίς προσμονή, χωρίς πόνο αλλά και χωρίς γαλήνη.

Νιώθοντας βαρύτερος καθώς σηκωνόμουν από την καρέκλα, όπως συνήθιζα να κάνω, τη φίλησα ξανά στο μάγουλο και πριν βγω αυτή τη φορά έξω, κόλλησα στον τοίχο με τσίχλα τη δεύτερη φωτογραφία που είχα φέρει, δίπλα στην προηγούμενη. Ύστερα με βήματα αργά κατευθυνόμουν προς την έξοδο του ιδρύματος.

Η λύπη με τύλιγε σαν βαρύ πανωφόρι μέχρι να μπω στο λεωφορείο και θα κράταγε για πολύ. Η ζωή πρέπει να συνεχιστεί, λέω στον εαυτό μου, απλά μου διαφεύγει ο τρόπος. Το λεωφορείο ξεκίνησε με μοναδικό επιβάτη εμένα.

Έπιασα ξανά το σημειωματάριο, άρχισα να γράφω με τη σπασμένη μύτη του μολυβιού:

Πως γίνεται ο πρώτος άνθρωπος που μας αγάπησε περισσότερο απ’ όλους να γίνει τόσο ξένος;

Πως γίνεται αναρωτιόμουν με τόσο πολύ απ’ αυτό που λέμε «ψάξιμο» και διάβασμα να μην έχω καμιά άμυνα απέναντι στον ψυχικό πόνο; Θαυμάζω τους ποιητές που σκιαγραφούν την σκληρότητα της ζωής και ότι απορρέει από το μυστήριο της, κάνοντας την υποφερτή για μερικούς από ‘μας.

Θυμάμαι την έπαρση που ένιωθα κάθε φορά που κάποιος λύγιζε μπροστά μου σε γεγονότα που ένιωθα σίγουρος ότι θα έβρισκα το σθένος να αντιμετωπίσω, έχοντας στο μυαλό μου όλη εκείνη τη σοφία που πάσχιζα ν’ αποκτήσω ακριβώς για αυτό, για να δαμάσω τον όποιο πόνο, για να βρεθώ να καταρρέω αργότερα πιο αδύναμος απ’ αυτούς των οποίων τη γενική στάση τους στη ζωή κατέκρινα και που εγώ νιώθοντας ανώτερος τούς χαρακτήριζα αδύναμους και πνευματικά απαίδευτους.

Μια επαναλαμβανόμενη λάμψη στα δεξιά άρπαξε την προσοχή μου, ύστερα ένας κεραυνός ακούστηκε να πέφτει κάπου κοντά. Ξέσπασα σε λυγμούς καθώς η βροχή έπεφτε με δύναμη στο δρόμο.

 

 

 

* Ο Γιάννης Βενιαμάκης γεννήθηκε στην Κρήτη το 1971. Είναι ρεσεψιονίστ σε κεντρικό ξενοδοχείο των Αθηνών κι έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top