Fractal

Όταν η λογοτεχνία ακυρώνεται αναγκαστικά από «Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο» του Ίμρε Κέρτες

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης //

 

ker1

 

Ίμρε Κέρτες, «Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο». Μετάφραση από τα Γερμανικά: Γιώτα Λαγουδάκου. Εκδόσεις Καστανιώτη. 2010. Αθήνα

 

‘Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο’ του Ίμρε Κέρτες, θεωρείται, και πολύ σωστά, ότι ανήκει στα καλύτερα βιβλία του εικοστού αιώνα. Το κείμενο ολόκληρο αφηγείται από τον Γκιόργκι Κέβες (György Köves), έναν εβραίο  έφηβο που ζει στη Βουδαπέστη στα τελευταία χρόνια του Δευτέρου  Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν η εποχή κατά την οποία ‘οι Γερμανοί είχαν ήδη αναγνωρίσει την απελπιστική τους κατάσταση σε όλα τα μέτωπα…’, χρησιμοποιώντας τους Εβραίους της Βουδαπέστης προκειμένου να αποσπάσουν πλεονεκτήματα από τους Συμμάχους.   Από την αρχή,  το βιβλίο μπαίνει στο θέμα απότομα και  άγρια. Ο νεαρός Γκιόργκι δεν πηγαίνει μια μέρα στο σχολείο, κι ο λόγος είναι ότι ο πατέρας του εκλήθη από την Υπηρεσία Εργασίας να παρουσιασθεί πάραυτα με σκοπό να προσφέρει τις υπηρεσίες του.  Η αφήγηση ξεκινάει με τις προετοιμασίες του πατέρα του, που αποστέλλεται σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Προηγείται όλων η προμήθεια των απαραίτητων εμπορευμάτων για το χρονικό διάστημα που θα βρίσκεται μακρυά τους. Ένας σάκος πλάτης, μια μικρή τσίγκινη λεκάνη, ένας σουγιάς με κάθε λογής εργαλεία, και κάποια άλλα παρόμοια πράγματα που ταιριάζουν σε αυτές τις περιπτώσεις. Με άλλα λόγια προμήθειες που ταιριάζουν σε ταξίδι και εγκατάσταση σε κάμπινγκ περισσότερο, αναθέτοντας σε έναν πρώην υπάλληλο, τον κ. Σίτο, την όλη επιχείρηση και τα οικογενειακά κοσμήματα και ο οποίος, ως μη-Εβραίος, είχε επίσης είχε αναλάβει ολόκληρη την οικογενειακή επιχείρηση για λογαριασμό τους, κάτι για το οποίο συμφώνησε και η μητρυιά του μικρού Γκιόργκι.

 

ker2

 

Ο Γκιόρκι δεν είναι πλέον ούτε παιδί, αλλά ούτε και μέρος του κόσμου των ενηλίκων. Μέσα στη διάχυτη παιδική του αθωότητα, δεν φαίνεται να είναι βαθιά προβληματισμένος από όλα εκείνα που συμβαίνουν γύρω, όπως θα περίμενε κανείς. Οι μέρες στο σχολείο του είναι τόσο γεμάτες, ώστε να τον κρατούν αρκετά απασχολημένο, συμπεριλαμβανομένης και μιας καινούργιας ρομαντικής διαφαινόμενης διάθεσης με το έτερο φύλο. Καθ’ όλη την περιγραφή των γεγονότων με σπάνια λεπτομέρεια, βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτά, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συνέπειες, αλλά κάπως αποστασιοποιημένα.

 

ker3

 

Λίγους μήνες μετά την αναχώρηση του πατέρα του, τού ανατίθεται ‘μια μόνιμη θέση εργασίας’, για αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από τον βομβαρδισμό των Συμμάχων. Φορώντας το κίτρινο αστέρι στο πέτο του, σήμαινε γενικά ότι απαγορεύεται από το ταξίδι έξω από την πόλη, αλλά λόγω της εργασίας του παίρνει νόμιμα έγγραφα ταυτότητας τα οποία του επέτρεπαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Μια μέρα στο δρόμο για την εργασία, το λεωφορείο του σταμάτησε και ζητήθηκε απ’ όλους τους Εβραίους να αποβιβαστούν, μια διαδικασία την οποία ο Γκιόργκι ανακαλύπτει ότι σύντομα επαναλαμβάνεται σε κάθε διέλευση όλων των διερχόμενων στη συνέχεια λεωφορείων. Η συγκέντρωση των Εβραίων σε ένα προκαθορισμένο σημείο, δεν του δίνει την παραμικρή αίσθηση του τι θα μπορούσε να επακολουθήσει.

 

ker4

 

Σύντομα, βρίσκεται κι αυτός μαζί με κάποιους άλλους στοιβαγμένος σ’ ένα βαγόνι τραίνου με προορισμό άγνωστα μέρη και προορισμούς. Εισέρχονται μετά από κάποια διαδρομή στο στρατόπεδο με το όνομα Άουσβιτς, όπου θα κουρευτούν, θα εξετασθούν, θα πλυθούν, θα ντυθούν με τα καινούργια ρούχα του στρατοπέδου, αλλά είναι σαφές και παραπάνω από ξεκάθαρο ότι η μοίρα τους ακόμα δεν  έχει προσδιοριστεί. Βρίσκεται σ’ ένα μέρος που φαντάζει σαν μια μεγάλη πεδιάδα, όπου η ξαφνική απεραντοσύνη κι η έντονη λάμψη του ήλιου, τον τυφλώνουν. Σε κάποιο σημείο του στρατοπέδου, παρατηρεί προσεκτικά τις καμινάδες ενός εργοστασίου δέρματος όπως πληροφορήθηκαν από τον προϊστάμενό τους. Λίγο αργότερα όμως, έμαθε ότι δεν ήταν ακριβώς καπνοδόχος εργοστασίου δέρματος, αλλά η καπνοδόχος ενός φούρνου αποτέφρωσης, ενός κρεματορίου, όπως του εξήγησαν. Και προοριζόταν για τους νεκρούς ασθενείς του στρατοπέδου. Η περιγραφή του, αθώα αλλά και συγκλονιστική ταυτόχρονα. ΄… Έπειτα όμως, προς καινούργια μας έκπληξη διακρίναμε στο βάθος άλλη μία, ύστερα άλλη μία, κι ύστερα στην άκρη σχεδόν του φωτεινού ουρανού, άλλη μια τέτοια καπνοδόχο, ενώ από δύο από αυτές  ξεπηδούσε καπνός παρόμοιος με αυτόν  που ξεπηδούσε απ’ τη δική μας και ίσως να είχαν δίκιο εκείνοι που σιγά- σιγά  άρχισαν να θεωρούν ύποπτα κι εκείνα τα μακρυνά σύννεφα καπνού που ανέβαιναν στον ουρανό πίσω από κάτι σαν καχεκτικό δασάκι, αλλά κι εκείνοι που αναρωτιόνταν αν η επιδημία είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε οι νεκροί να είναι τόσο πολλοί…’. Κάποιες άλλες φορές οδηγήθηκαν στα λουτρά, ‘…όπου απ΄ ότι άκουσα υπήρχαν ίδιοι σωλήνες και ίδιες ντουζιέρες,  μόνο που από τους σωλήνες αυτούς δεν έβγαινε νερό, αλλά αέριο…’!

 

Ο Γκιόρκι περνάει μόνο τρεις ημέρες στο Άουσβιτς πριν μεταφερθούν με την παρέα του στο Μπούχενβαλντ, και από εκεί σε ένα μικρότερο στρατόπεδο συγκέντρωσης, το Τσάιτς (Zeitz). Οι περιγραφές του μικρού Γκιόργκι, σε αυτά τα μέρη είναι αρκετά απλή και σαφής: ‘… Φτάσαμε και στο Μπούχενβαλντ πρωί, μια ηλιόλουστη μέρα  κατά την οποία τα σύννεφα που περνούσαν κι έφευγαν βιαστικά, ανανέωναν την ατμόσφαιρα και την έκαναν διαυγή. Το κτίριο τουλάχιστον μετά απ’ αυτό του Άουσβιτς, έδινε την εντύπωση ενός συμπαθητικού σταθμού της επαρχίας…’.

Οι πρώτες μέρες είχαν κολλήσει σε περίοπτη θέση στο μυαλό του, αφού τόσο πολύ έχει χαθεί στην κοπιαστική, ηχομονωτική ρουτίνα, το βασικό αγώνα και τις στοιχειώδεις προσπάθειες για επιβίωση. Σε λίγο αρρωσταίνει και του προσφέρεται μια σύντομη ανάπαυλα στη σχετική άνεση του νοσοκομείου του στρατοπέδου, αλλά στη συνέχεια γίνεται περισσότερο ευάλωτος. Μεταφέρεται στο Μπούχενβαλντ, ένα μεγαλύτερο και πιο ανώνυμο στρατόπεδο. Το βιβλίο, μεταφέρει με αθώο τρόπο τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ναζί, που κάποιες φορές φτάνει το όριο της βλακείας από τον μικρό αφηγητή. Τα στρατόπεδα είναι απάνθρωπα. Κάποια στιγμή ζητείται το όνομά του αλλά εκείνος αδυνατεί. Αντ’ αυτού, ο Γκιόργκι απαντά μόνο με τον αριθμό αναγνώρισής του, κι όταν πιέζεται να δώσει το όνομά του έχει φανερή δυσκολία για να θυμηθεί. Σ’ αυτό το εν πολλοίς αυτοβιογραφικό κείμενο, ο Κέρτες τοποθετεί στον χαρακτήρα του τον ίδιο αριθμό που είχε και ο ίδιος σε εκείνα τα μέρη.

 

ker5

 

Αλλά ο Γκιόργκι επιβιώνει, και μετά από την απελευθέρωση του   στρατοπέδου παίρνει  σιγά-σιγά το δρόμο της επιστροφής, να γυρίσει τουτέστιν πίσω στους δικούς του στην Ουγγαρία.   Επιστρέφοντας στο σπίτι, οι άνθρωποι θέλουν να γνωρίσουν τα πάντα σχετικά με τις εμπειρίες του, αλλά ο ίδιος δεν ξέρει πραγματικά πώς και γιατί τους αφορά το συγκεκριμένο θέμα.  Οι συγγενείς του τον συμβούλευσαν να ξεχάσει όλη αυτή την περιπέτεια και να προχωρήσει μπροστά στη ζωή του, μια έννοια που τον φέρνει σε φανερή αμηχανία. ‘… Αυτό που συνέβη έχει συμβεί’  και δεν μπορεί να προσποιηθεί ότι δεν συνέβη. Ο Κέρτες μέσα στο βιβλίο καταβάλλει προσπάθεια να αποτυπώσει όλες εκείνες τις περίεργες εμπειρίες και τις επιπτώσεις τους, όλα ανάμικτα με κάποια  ερμηνευτικά  διακοσμητικά αφηγηματικά στοιχεία. Ο Γκιόρκι είναι νέος, μπλέκει με αδιανόητες για την ηλικία του  καταστάσεις, και ασχολείται με αυτές σχολιάζοντάς τες όπως αυτές προκύπτουν στην πορεία, όπου υπάρχει μικρή μόνο υποψία του τι πρόκειται να επακολουθήσει.  Άλλωστε σε όλα του τα βιβλία  και τα κείμενα ο Κέρτες χρησιμοποιεί κατά κόρον τις εμπειρίες και μπόλικα αυτοβιογραφικά στοιχεία που είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο αυτά στηρίζονται. Φυσικά ετούτο, ‘Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο’, είναι αναμφίβολα η πλέον   ενδιαφέρουσα καταγραφή του. Είναι μια δυναμική και προσεκτικά καλά σχεδιασμένη απεικόνιση ενός φανταστικού (πόσο άραγε;) και φρικτού στρατοπέδου συγκέντρωσης.

Όταν παρουσιάστηκε στο κοινό και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1975 στην Ουγγαρία, το εν λόγω υλικό σχεδόν ακόμα και τότε αντηχούσε ανήκουστο και περίεργο στα αυτιά των συμπατριωτών του. Ήταν σίγουρα ένα αξιόλογο κείμενο, και τώρα κάποιες δεκαετίες αργότερα, ίσως να μην έχει την ίδια απήχηση και δυναμική όπως τότε, επειδή  έχουν υπάρξει τόσες πολλές παραλλαγές του συγκεκριμένου θέματος από τις ιστορίες των κρατουμένων ώστε να έχει δημιουργηθεί μία πολύ οικεία αίσθηση των όσων δραματικών γεγονότων έλαβαν χώρα εκεί μέσα και να έχουν σε μεγάλο βαθμό αμβλυνθεί οι όποιες δημόσιες τουλάχιστον αντιδράσεις. Δεν έχει σημασία σήμερα, πόσο ανησυχητική και πόσο ειλικρινής ήταν η ιστορία του Κέρτες ή του μικρού Γκιόρκι. Η ιστορία των στρατοπέδων συγκέντρωσης δείχνει να έχει φθαρεί μέσα στη λαίλαπα των καιρών, και να μην φαίνεται σε όλη τη δραματική του διάσταση. Πάντως το βιβλίο ετούτο του Κέρτες βρίσκεται επίσης σε έντονη αντίθεση με πολλά από τα μεταγενέστερα έργα του. Πρόκειται για ένα πολύ προσεκτικά και καλογραμμένο κείμενο, στο οποίο ο συγγραφέας του γνωρίζει πολύ καλά όλα όσα λέει και δεν έχει αμφιβολίες περί των όσων γράφει, παρά τις μερικές φορές αθώες ερωτήσεις του μικρού αφηγητή, κι αυτό σε κάποια φανερή αντίθεση με τα μεταγενέστερα κείμενα του συγγραφέα τα οποία χαρακτηρίζονται  από μία δόση ασάφειας και αβεβαιότητας και τα οποία για να είμαστε ειλικρινείς υπάγονται στα περισσότερο ‘λογοτεχνικά’ έργα του Κέρτες. Ο αφηγητής του δεν θέλει να γίνεται ενοχλητικός σε κανένα σημείο του κειμένου, ακόμα κι όταν πονάει με τα πολυποίκιλα προβλήματα των γονάτων και των υπόλοιπων αρθρώσεών του στο ιατρείο του στρατοπέδου. Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί ένα θεμελιώδες κείμενο και βασικό βιβλίο για να κατανοήσουμε την προσωπικότητα του συγγραφέα καθώς και τα επόμενα έργα του. Ξεκινώντας κάποιος από εδώ, ουσιαστικά μετακινείται από μία απλή ιστορία ενός νεαρού κρατούμενου των στρατοπέδων συγκέντρωσης των Ναζί σε ‘περισσότερη’ λογοτεχνία, από  τη σκληρή  πραγματικότητα και τον ρεαλισμό, στην αληθινή ίσως τέχνη!

Προπάντων, πρέπει να ξεχάσεις τις φρικαλεότητες του είπαν οι γνωστοί και φίλοι, μετά την επιστροφή του. ‘Για να μπορέσεις να ζήσεις’! Αλλά ο μικρός Γκιόρκι, είναι μάλλον κατηγορηματικός, ‘… δεν είναι δυνατόν να ξεκινήσει κανείς μαι καινούργια ζωή, και ότι το μόνο  που μπορεί να κάνει είναι να συνεχίσει την παλιά…’. Έτσι κι ο Κέρτες. Συνέχισε με το δικό του τρόπο τη δική του ζωή, μέχρι τα βαθιά γεράματα  και μας εγκατέλειψε πλήρης ημερών  πρόσφατα, στις 31 Μαρτίου του 2016. Προς το τέλος του αυτοβιογραφικού, ας το πούμε έτσι, μυθιστορήματος, ο μικρός αφηγητής εξομολογείται, ‘…δεν μπορεί κανείς, ας προσπαθήσουν να το καταλάβουν, δεν μπορεί κανείς να μου πάρει τα πάντα. Δεν γίνεται να μη μου επιτραπεί να είμαι ούτε νικητής, ούτε νικημένος, ούτε η αιτία ούτε το αποτέλεσμα, ούτε να γελιέμαι ούτε να έχω δίκιο…’. Για τη λογοτεχνική του καριέρα, κατατάσσεται μάλλον στους νικητές. Όσον αφορά την προσωπική του ζωή και το πως πέρασε την υπόλοιπη ζωή του, το μυστικό κατά πάσα πιθανότητα το πήρε μαζί του φεύγοντας από ετούτο τον μάταιο, κατά μια έννοια,  κόσμο!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top