Fractal

Η Κερκόπορτα

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Γνωστός μας από τις μεγάλες αφηγήσεις [Η μεγάλη πομπή, Ο κουτσός άγγελος, Ζαϊδα ή η καμήλα στα χιόνια, Σκοτεινές επιγραφές] ο Αλέξης Πανσέληνος γνωρίζει αριστοτεχνικά να συλλαμβάνει και να κάνει λογοτεχνία σημαντική το Όλον. Την μεγάλη εικόνα, έχει αποδείξει ότι την μεταπλάθει λογοτεχνικά με δεξιοτεχνία. Αποκαλύπτοντας το ότι το ελάχιστο, οι προσωπικές ιστορίες, αναπαριστούν και καθρεφτίζουν την μεγάλη Ιστορία. Στο καινούργιο βιβλίο του «Η κρυφή πόρτα» αποκαλύπτει το μυστήριο της καθημερινότητας, τη δύναμη του ελάχιστου, το θαυμαστό στο τετριμμένο. Το ότι η κλειστή ή ανοιχτή πόρτα του σπιτιού μας είναι πέρασμα. Κι εμείς σαν την Αλίκη εσαεί στον χωροχρόνο. Κι ας μη ξεμακραίνουμε καν από το τετράγωνο του σπιτιού μας.

 

ekd1«Η Κρυφή πόρτα» του Αλέξη Πανσέληνου, εκδ. «Μεταίχμιο», σελ. 178

«Μια ευκαιρία χρειάζεται, ένα ράγισμα στην πανοπλία του άλλου απέναντί μας για να βγει στο φως το μυστήριό του».

Και στην «Κρυφή πόρτα» του Αλέξη Πανσέληνου ξεκινούν όλοι έτσι, με τις πανοπλίες τους. Ο κεντρικός ήρωάς του Ευγένιος Σερδάρης με τις μεταφράσεις του, την μετρημένη, ασκητική ζωή του και το ημιτελές βιβλίο του, η ατσαλάκωτη κυρία Βεατρίκη του εκδοτικού του με τις λογοτεχνικές επιλογές της, ο εκδότης του με τον φόβο της κρίσης, η Ήρα, η πρώην γυναίκα του με την εμμονή

της με την πραγματικότητα, «η Σωτηρία η μουρλή» μια παλιά ερωμένη του με την ασπίδα της μούρλας της.

Ο Ευγένιος εξάλλου φροντίζει γι’ αυτή την πανοπλία του σχεδόν ευλαβικά. Συγκεκριμένες κινήσεις, γνωστές διαδρομές, η αγία ρουτίνα του που διατηρείται σχεδόν με ευλαβική προσήλωση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή που ανοίγει η πρώτη κρυφή πόρτα, μέσα του. Ο φόβος ότι δεν θα τα καταφέρει να επιβιώσει τελικά με την κρίση. Έτσι θα πάρει και την πρώτη πραγματική απόφαση. Τα δυο διαμερίσματα στην Ασκληπιού τα οποία κληρονόμησε από την Δώρα τη μάνα του, να ξαναγίνουν δύο και το ένα να ενοικιαστεί. Η ενδιάμεση πόρτα, η Κερκόπορτα, όπως θα την σκεφτεί και εν τέλει θα αποδειχθεί, λόγω οικονομικής στενότητας θα μείνει ευάλωτη, δηλαδή ανοχύρωτη με εμπόδιο ένα παλιό έπιπλο.

Η Μαρία Καϊμάκη εκ Μάνδρας Αττικής η οποία ως η ενοικιάστρια θα του παρουσιαστεί, θα είναι η αφορμή. Να συμπληρώσει το πενιχρό του εισόδημα αλλά και να αντιμετωπίσει τους φόβους του: αυτή καθ’ εαυτή τη ζωή. Με λογοτεχνικούς όρους και μεταφορές στην αρχή: «Τελικά, σκέφτηκε ο Ευγένιος φέρνοντας στο νου του τον ήρωα του Προυστ, τον κύριο Σουάν, να σκεφτείς πως τράβηξα όλα όσα τράβηξα από γυναίκες που δεν ήταν καν ο τύπος μου. Αλλά ποιος ήταν ο τύπος του, ούτε σήμερα δεν μπορούσε να πει».

«Τώρα ήταν πια σίγουρος ότι πλάι του έμενα μια καινούργια Ναστάσια Φιλίπποβνα κι εκείνος ένας Μίσκιν που ονειρευόταν να γίνει ο Ραγκόζιν της».

Στη συνέχεια, με όρους ζωής ζώσας, σαν όνειρο στην αρχή και σαν τον μέγιστο φόβο του, τον πιο μεγάλο εφιάλτη στο τέλος.

Η Μαρία που σχεδιάζει ιστοσελίδες για να ζήσει, δέχεται άνδρες στο διπλανό διαμέρισμα, και σιγά – σιγά η σχεδόν συγκατοίκηση θα είναι για τον Ευγένιο διαβρωτική. Οι άμυνές του αρχίζουν να πέφτουν:

«Βλέπω έχετε ανοχύρωτη την Κερκόπορτα, ξεστόμισε χωρίς να σκεφτεί τι έλεγε και αμέσως σταμάτησε και την κοίταξε».

Η απουσία της ξαφνικά για εκείνον σήμαινε σχεδόν απουσία ζωής: «Ο κόσμος που είχε γυρίσει ανάποδα όσο εκείνη έλειπε στάθηκε πάλι όρθιος». Κι έτσι εκεί όπου ήταν ή ένοιωθε ασφαλής, η Μαρία Καϊμάκη εκ Μάνδρας Αττικής, η Σωτηρία η μουρλή και η Ήρα εισβάλουν ξανά στην καλά οχυρωμένη του ζωή:

«Παλιότερα, όταν τα έβρισκε δύσκολα, κατέφευγε στη δουλειά. Έπιανε το μολύβι, τη γραφομηχανή, τον υπολογιστή του αργότερα, κλεινόταν σε μια μεγάλη φυσαλίδα που άφηνε απέξω κάθε θόρυβο και κάθε σκέψη, και δραπετεύοντας στις μυθοπλασίες του ήταν ελεύθερος και ευτυχισμένος. Τώρα που είχε να αντιμετωπίσει σαν εχθρική χώρα ένα σώμα, το σώμα μιας νέας, ωραίας γυναίκας, σώμα με αφή γνωστή, με οσμή συγκεκριμένη, γεύση οικεία, οι λέξεις, το χαρτί και το μελάνι έμοιαζαν ακατάλληλα, αδύναμα και άχρηστα για να δοκιμάσει να ξεφύγει με αυτά».

 

Η πανοπλία ραγίζει και η μία καταστροφή ακολουθείται από άλλη καταστροφή:

«Μέσα στη γενική μιζέρια του κόσμου εκείνη τη χρονιά, αυτή η καταστροφή έμοιαζε με μια υπερβολή από αυτές που όταν συμβαίνουν όλοι λένε “τι άλλο θα ρίξει ο θεός στο κεφάλι μας”, αλλά ο θεός αυτός δεν σταθμίζει τις δυστυχίες με τα ίδια ζύγια που μετράμε εμείς και δεν τον νοιάζουνε ισορροπίες και αντισηκώματα».

Γύρω του, μια Αθήνα που πυρπολείται, άστεγοι, κλειστά μαγαζιά και ενοικιαστήρια, εκλογές δίχως καμία ελπίδα ουσιαστικής αλλαγής και εκείνος ξαφνικά εκτεθειμένος, το διαμέρισμα της Ασκληπιού δεν ήταν πια το ασφαλές καταφύγιο και λιμανάκι του:

«Έβγαινε από το σπίτι που δεν τον χωρούσε- κι ας είχε αποκτήσει ξανά τις παλιές του διαστάσεις, καθώς ο μεσότοιχος, αντί να αποτελεί το όριο, τώρα είχε γίνει το πέρασμα των ονείρων».

Αλλά και το πέρασμα για όλους τους φόβους του, για το επισφαλές παρελθόν του- ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας σε μια σχέση, είναι και ο απρόβλεπτος άλλος.

Αλλά ωστόσο την δική μας Κερκόπορτα ανοιχτή πάντοτε εμείς την ξεχνάμε.

Μια ιστορία που είναι πολλά. Αλληγορικά, η ζωή του τόπου μας. Ρεαλιστικά η ζωή του Ευγένιου [εξαιρετική η επιλογή των ονομάτων, Ευγένιος, Ήρα, Μαρία, Σωτηρία και καθόλου τυχαία] και του κάθε Ευγένιου. Σημειολογικά το μεγάλο μυστήριο της καθημερινότητας. Παντού μπορεί να σε βγάλει μια ενδιάμεση πόρτα, ακόμα μέχρι το όνειρο ή μέχρι τον εφιάλτη του κόσμου. Το αξιοσημείωτο είναι η ακρίβεια της αφήγησης. Τα μυστηριώδη και τα σπουδαία λέγονται πάντοτε με διαύγεια, αρκεί η πολυπλοκότητα της ζωής, εκφράζονται μόνο με απλά λόγια.

Το σοκ του τέλους αποδεικνύει ότι το θρίλερ της ύπαρξης είναι το ύψιστο, τελικά, θρίλερ.

Αναγνωστική σαγήνη, ψυχολογία του βάθους, υπόδειγμα δομής, κι ένα αλησμόνητο φινάλε.

 

Αλέξης Πανσέληνος

Αλέξης Πανσέληνος

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top