Fractal

Διήγημα: “Τo κερί”

Του Αντώνη Τζήμα // * 

 

keri

 

Πλησίασα την άμμο. Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου. Αισθάνθηκα την ηδονή που προκαλεί η αποβολή των περιττών από το σώμα. Η ζωή θα ήταν πιο εύκολη αν είχε και ο νους μου την ίδια δυνατότητα που έχει και το σώμα μου. Να απέβαλλα με την ίδια ευκολία τα σκουπίδια από το μυαλό μου όπως αποβάλλω τα ούρα. Το σώμα είναι δάσκαλος. Πίνω, τρώω. Εκείνο γνωρίζει τι να κρατήσει και τι να πετάξει. Κρατάει το ωφέλιμο και ξεφορτώνεται το άχρηστο. Δεν θα ήταν πολύ ωραίο ο νους μου να κάνει το ίδιο. Συναντώ ανθρώπους. Τους ακούω να μου μιλάνε. Το οπτικό νεύρο αιχμαλωτίζει εικόνες. Άσχημες και όμορφες. Αλληλεπιδρώ με όλους και με όλα. Όλοι με αγγίζουν. Αλλά κάνεις δεν μπορεί να με πιάσει από το ρούχο μου και να με τραβήξει από την ναυτία που προκαλεί ο ίλιγγος . Και έτσι ψάχνω… ψάχνω… από το σκοτάδι γεννήθηκα … και βγαίνω πάλι στο σκοτάδι.

«Όταν πεθάνω τρία πράγματα θα μου λείψουν,» της είπα καθώς πότιζα την άμμο με την οργανική μου υλη που μάλλον είχε μέσα της και κάποια ανόργανα στοιχεία.

«Ναι, ποια;» είπε εκείνη ξεκλειδώνοντας το αυτοκίνητο.

Ψάχνω μέσα στο σκοτάδι. Σηκώνομαι όρθιος για να πέσω χιλιάδες φόρες κάτω. Ψάχνω για αυτά που είναι γύρω μου. Τα αγγίζω. Τους δίνω σχήμα. Τα αγγίζω. Τι αγωνία νοιώθω μέχρι να δώσω όνομα σε όλα. Ας είναι και λάθος. Ας είναι… γρήγορα να δώσω ένα όνομα. Η λέξη πετιέται σαν ρούχο πάνω στο αντικείμενο και έτσι όλα είναι πιο υποφερτά στην όραση του νου.

«Το ένα είναι το τσιγάρο, το άλλο το ποτό και να κατουράω έξω στην φύση,» της είπα.

«Εσένα;»

«Εμένα τι;» μου απάντησε εκείνη.

«Εσένα θα σου λείψει;»

«Να κατουράω στην φύση;» μου είπε.

«Ναι, κι αυτό».

«Όχι, δεν θα μου λείψει,»

«Α, δεν ξέρεις τι χάνεις,» απάντησα.

Ψάχνω ένα παράθυρο , ένα άνοιγμα προς το φως. Αλλά… αλλά με κορόιδεψαν. Μέσα μου υπάρχει μια γενετική εντολή που με προστάζει από ανθρωπόμορφο κτήνος να μεταμορφωθώ σε άνθρωπο. Όμως άνθρωπος είναι αυτός που άνω θρώσκει. Έτσι πρέπει να βρω ένα άνοιγμα για να κοιτάξω ψηλά! Έλα όμως που δε γεννήθηκα σε δωμάτιο αλλά σε λαβύρινθο.

Κούμπωσα το παντελόνι μου και άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού. Εκείνη έβαλε μπροστά τα αυτοκίνητο και ξεκίνησε να οδηγεί.

«Μα τι λέω;»

«Τι έπαθες;» μου είπε.

«Όταν πεθάνω θα μου λείψει και η μουσική,» είπα.

Για να βρω τον δρόμο μου στον σκοτεινό Λαβίνιο πρέπει να φτιάξω φως. Με τα χέρια μου ψηλαφίζω τους τοίχους. Ψάχνω τριγύρω. Η Μητέρα έχει εξοπλίσει το πρώτο δωμάτιο με αντικείμενα που μπορεί να φάνουν χρήσιμα. Ψάχνω στο πάτωμα, στους τοίχους και όπως προχωρώ μέσα στο σκοτάδι σκοντάφτω πάνω σε ένα τραπέζι. Ψηλαφίζω το τραπέζι και ακουμπώ κάθε λογής εργαλεία. Τα ακουμπώ, τα χαϊδεύω αλλά δεν βρίσκω αυτό που θέλω. Λες η Μητέρα να μην έχει εξοπλίσει καλά το πρώτο μου δωμάτιο, σκέπτομαι. Εκεί όμως που ψάχνω, να πιάνω κάτι. Μοιάζει με κερί. Το χέρι μου κινείται προς τα δεξιά πάνω στο τραπέζι και βρίσκω και ένα κουτί σπίρτα. Ανάβω το κερί. Πάνω στο κουτί με τα σπίρτα διαβάζω. Π.Ο.Ν.Ο.Σ. ΕΠΕ. Το κερί έχει χαραγμένα πάνω του τρία γράμματα. Το ένα είναι το A και το άλλο το R. Φωτίζω το δωμάτιο και επιτέλους βλέπω μια πόρτα. Περπατώ προς τα εκεί. Το φως του κεριού είναι λιγοστό και δεν μου επιτρέπει να δω πολλά. Αλλά μπορώ να διακρίνω την πόρτα. Φτάνω κοντά. Θέλω να την περιεργαστώ. Έχει ένα μαύρο χρώμα και μοιάζει να είναι πρόχειρα βαμμένη. Πάνω της είναι χαραγμένο είναι ένα ποίημα.

«… κρατούσε στα χέρια την καρδιά του, και την έτρωγε… “Μ’ αρέσει επειδή είναι πικρή, κι επειδή είναι η καρδιά μου”.

«Καλύτερα να μην έρθεις,» μου είπε.

«Μα θέλω να σε δω,»

«Μπορεί να βαρεθείς,»

«Αποκλείεται ,θέλω να σε δω να χορεύεις,» της είπα.

«Δεν είσαι υποχρεωμένος να έρθεις. Έχω συνηθίσει να μην έρχεται κάνεις να με βλέπει».

«Θέλω πολύ να σε δω να χορεύεις».

Καθόμουν στο κοινό. Στην σκηνή ένας άντρας έπαιζε κιθάρα. Η χορεύτρια κτυπούσε τα πόδια της σαν ταύρος έτοιμος να εφορμήσει κατά πάνω μου. Αχ και να ήμουν ένας τορέρο.

Εκείνη ήταν διπλά στην σκηνή και ετοιμαζόταν να βγει. Την κοίταξα. Μου χαμογέλασε. Το χαμόγελο της έδειχνε ότι ήταν χαρούμενη που ήμουν εκεί.

Ίσως σήμερα να χόρευε φλαμέγκο για εμένα. Την κοίταξα ξανά. Μου χαμογελούσε. Σηκώθηκα από την θέση μου. Πέρασα από μπροστά της. Δεν την κοίταξα. Έφυγα.
Είμαι μέσα στο λαβύρινθο. Κρατώ το κερί μου που έχει πάνω του χαραγμένα τρία γράμματα. Το ένα είναι το Α και το άλλο το R.
Και ακόμα ψάχνω. Ψάχνω την είσοδο μου προς το φως. Αλλά…
Ακόμα ψάχνω…
Ψάχνω…

 

* Ο Αντώνης Τζήμας  είναι τριάντα τριών χρονών και του αρέσει να σκαρώνει διηγήματα. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως προπονητής ιππασίας.

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top