Fractal

Διήγημα: “Καζαμίας”

Της Βάνιας Σύρμου // *

 

 

διηγημα

 

 

Με έκπληξη αντίκρισε στον πάγκο του βιβλιοπωλείου της γειτονιάς της, παραμονές πρωτοχρονιάς, μια στοίβα Καζαμίες. «Βγαίνει ακόμα;» αναρωτήθηκε. Κάποτε ήταν το πρώτο στη σειρά των ευπώλητων τις ημέρες της πρωτοχρονιάς. Προφητικό ημερολόγιο συνηθιζόταν να λέγεται, γιατί έδινε προφητικές απαντήσεις στους αναγνώστες του για τα μελλούμενα της νέας χρονιάς. Αγαπημένο ανάγνωσμα των περιεχομένων του ήταν και ο περίφημος Ονειροκρίτης, με αναλυτικό αλφαβητικό κατάλογο ονειρικών συμβόλων.

Η απρόσμενη συνάντησή της με τον Καζαμία την οδήγησε χρόνια πίσω, σ’ εκείνες τις καλοκαιρινές επισκέψεις στο σπίτι της θειάς Λαμπρινής, της μεγαλύτερης από τις θείες του πατέρα της, η οποία ξεκαλοκαίριαζε στο παραλίμνιο χωριό της.

Η ογδοντάχρονη τότε θειά Λαμπρινή, χήρα αξιωματικού του στρατού και άκληρη, είχε πάντα τον Καζαμία, μαζί με άλλα θρησκευτικά έντυπα που συνήθιζε να διαβάζει, πάνω στο τραπέζι της εισόδου του σπιτιού της. Με πόση περιέργεια, δεκάχρονο παιδί τότε εκείνη, ξεφύλλιζε αυτό το έντυπο με τα τόσο χαρακτηριστικά γραφιστικά στο εξώφυλλο, τα έντονα χρώματα, τους αστερισμούς και τους ονειρομάντεις με το κωνικό καπέλο.

Η καθιερωμένη επίσκεψη στο σπίτι της θειάς Λαμπρινής γινόταν το απομεσήμερο, γιατί το σπίτι ήταν πέτρινο και συνεπώς πιο δροσερό. Την έβρισκε σχεδόν πάντα καθισμένη στην πολυθρόνα της στο καθιστικό, με την πόρτα μισάνοιχτη «για να κάνει λίγο ρεύμα», όπως έλεγε, να πλέκει με το βελονάκι σεμεδάκια με άσπρη ή μπεζ κλωστή, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη που εκείνη επέλεγε.

Την καλοδεχόταν πάντα. Ήταν η συντροφιά του απομεσήμερου που έσπαγε τη νέκρα του χωριού κι έκανε τον κενό της χρόνο να περνά πιο ευχάριστα. Έπαιρνε μια καρέκλα και καθόταν απέναντί της, έτοιμη να ακούσει ακόμα ένα από τα πολλά, παράδοξα όνειρά της. Αυτή εξάλλου ήταν και η ιδιαίτερη, σχεδόν μυστηριακή επικοινωνία τους. «Λοιπόν θειά, θα μου πεις τι όνειρο είδες χθες βράδυ;». Έτσι ξεκινούσε κάθε φορά η τελετουργία της αφήγησης των ονείρων, από μια ανάγκη της εξομολογητική, σχεδόν λυτρωτική, την ανάγκη της να πει στο φως τα θάματα της νύχτας και να τα ξορκίσει.

Η θειά Λαμπρινή αφηγούνταν τις ονειροφαντασιές της νύχτας κρατώντας το ρυθμό με το βελονάκι, αφού τα χέρια της δε σταματούσαν να πλέκουν, παρά μόνο στα σημεία που με μια χειρονομία έπρεπε να παραστήσει μια ονειρική εικόνα.

Η παραδοξότητα των ονείρων της θειάς την έσπρωχνε κάθε φορά στην αναζήτηση της ερμηνείας των ονειρικών συμβόλων. Ήταν εκείνη η στιγμή, μετά το τέλος κάθε αφήγησης, όταν κατέφευγε με περιέργεια στον Ονειροκρίτη του Καζαμία, μήπως καταφέρει και ερμηνεύσει όσα θαυμαστά είχε ακούσει. Με ενθουσιασμό μεγάλο της ανακοίνωνε έπειτα τη λύση του γρίφου. Και τότε πάντα με συγκατάβαση άκουγε τη θειά Λαμπρινή να λέει: «Χμμ!…. Δεν έχεις κι άδικο!».

Εκείνο όμως που την ενθουσίαζε ήταν να ακούει αφηγήσεις παλιότερων ονείρων, τα οποία η θειά συνήθιζε κατά καιρούς να επαναλαμβάνει. Τα όνειρα εκείνα ήταν διαφορετικά. Τα διηγούνταν κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο και κάθε φορά τα συνέδεε με γεγονότα της κατοπινής της ζωής. Έτσι, τα όνειρα της ενσαρκώνονταν.

Ένα από αυτά το είχε ακόμα κρατήσει καθαρό στη μνήμη της, ίσως γιατί αυτό, όπως έλεγε και ξανάλεγε η θειά, είχε σημαδέψει βαθιά τη ζωή της. Είχε ονειρευτεί πως κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρά της, όταν ξάφνου, το μισάνοιχτο παράθυρο άνοιξε διάπλατα και μπήκαν μέσα δυο λευκά περιστέρια. Πέταξαν ένα γύρο στο δωμάτιο κι ύστερα στάθηκαν φτερουγίζοντας πάνω απ’ το κρεβάτι της. Ξύπνησε τρομαγμένη απ’ το φουρφούρισμα των φτερών τους. Με ορθάνοιχτα μάτια τα κοίταξε και είδε τα περιστέρια να κρατούν στο ράμφος τους από μια βέρα. Άνοιξε τα χέρια της και τα περιστέρια απόθεσαν μέσα τους τις βέρες. Θέλησε να δει σε ποιους ανήκαν. Τις γύρισε για να δει τα ονόματα στο εσωτερικό τους. Στη μια είδε γραμμένο τ’ όνομα του άνδρα της και στην άλλη το δικό της. Πήρε τότε τις δυο βέρες και τις φόρεσε στον παράμεσο του δεξιού της χεριού.

Την άλλη μέρα πληροφορήθηκε με τηλεγράφημα το θάνατο του άνδρα της στο μέτωπο. Ήταν παντρεμένοι μόλις εννιά μήνες.

Θυμήθηκε πως δεν έψαξε ποτέ στον Ονειροκρίτη του Καζαμία γι’ αυτό το όνειρο. Της αρκούσε κάθε φορά να κοιτάζει τη διπλή βέρα στον παράμεσο του δεξιού χεριού της θειάς Λαμπρινής.

Στην κηδεία της, χρόνια αργότερα, δεν πήγε. Κατέφυγε σε εύκολες προφάσεις: οι υποχρεώσεις του έγγαμου βίου, τα παιδιά, η απόσταση.

Σε ποιον να ‘λεγε πως δεν είχε ακόμα ξορκίσει το δικό της όνειρο; Βέρα διπλή στο δεξί της χέρι.

 

 

 

* H Βάνια Σύρμου (1967). Σπούδασε κλασσική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές τις σπουδές στο πρόγραμμα «Φύλο και νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας» του τμήματος Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. Έχουν δημοσιευθεί μεταφράσεις της από την αγγλόφωνη λογοτεχνία.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top