Fractal

Περί ζώων και πουλιών – Το μπράτσο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

ka1

 

Δύο παραγκωνισμένα διηγήματα του Γιασουνάρι Καουαμπάτα από τη συλλογή  ‘Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών’.

 

 

‘Το μπράτσο’ είναι μια νουβέλα του βραβευμένου με Νόμπελ Ιάπωνα συγγραφέα Γιασουνάρι Καουαμπάτα, που δημοσιεύθηκε το 1964. Αυτή η ιστορία έχει θεωρηθεί ως κύριο και χαρακτηριστικό παράδειγμα του σημερινού μαγικού ρεαλισμού στην ιαπωνική λογοτεχνία. Από τους άλλους Ιάπωνες συγγραφείς με σημαντική λογοτεχνική συνεισφορά σε αυτό το λογοτεχνικό είδος, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τους Kobo Abe, Oe Kenzaburo, Haruki Murakami, Yasushi Inoue, και Tawada Yoko.

Μια νεαρή γυναίκα αφαιρεί το δεξί της χέρι και το δίνει σε έναν άντρα, τον πρωταγωνιστή της νουβέλας, να το κρατήσει μαζί του για μια μόνο νύχτα. Η ιστορία ακολουθεί τις σκέψεις και τις δράσεις του άντρα, καθώς εκείνος το παίρνει στο σπίτι του. Του μιλάει και του συμπεριφέρεται με καλό τρόπο και με χάδια, και στη συνέχεια αποφασίσει να αντικαταστήσει το δικό του χέρι με αυτό. Εξίσου ονειρική η περιγραφή όπου ο βραχίονας αρχίζει να μιλάει με τον άνθρωπο και φυσικά αυτό προσφέρει ερωτήματα σχετικά με το από που αρχίζει κάποιος και που καταλήγει σε τούτον τον μάταιο κόσμο. ‘Ο κόσμος ψάχνει παντού να βρει τον εαυτό του’ του είπε κάποια στιγμή το μπράτσο, κι όταν εκείνος το ρώτησε αν τον βρίσκει ποτέ, το μπράτσο ανταπάντησε χωρίς χρονοτριβή, ‘ίσως κάπου πολύ μακρυά’.

Αυτό που τον εκπλήσσει είναι η ευκολία με την οποία γίνεται η ανταλλαγή του βραχίονα, χωρίς η όλη διαδικασία να έχει κάποιο ανατριχιαστικό στοιχείο. Όταν το αίμα του αφηγητή άρχισε να ρέει μέσα στο μπράτσο της και το αίμα της σε αυτόν, ‘… Το καθαρό αίμα της κοπέλας, αυτή τη στιγμή έτρεχε στις δικές μου φλέβες. Δεν θα ήταν δυσάρεστο όμως για την κοπέλα, όταν θα της επέστρεφα το μπράτσο, το γεγονός ότι κυκλοφορούσε μέσα σ’ αυτό το δικό μου βρώμικο αντρικό αίμα; Τι θα γινόταν αν δεν μπορούσε να προσαρμοσθεί στο δικό της ώμο’; Η ‘σχέση’ την οποία αποκτά ο άντρας με τον αποσπασμένο βραχίονα, χρησιμεύει ως πύλη στο τοπίο μνήμης και συναισθημάτων. Η δεύτερη ιστορία του βιβλίου, ‘Το μπράτσο’ δηλαδή, είναι μια άλλη περίεργη και σουρεαλιστική ιστορία του Γιασουνάρι Καουαμπάτα, μερικής και ακρωτηριασμένης σχέσης με το αντίθετο φύλο. ‘… Αν και πιστεύω ότι καταλαβαίνω πως αισθάνεται μια γυναίκα όταν δίνεται σε έναν άντρα, υπάρχει κάτι σε αυτή την πράξη που δεν μπορώ να εξηγήσω. Τι να σήμαινε γι αυτήν; … Ακόμα και τώρα στην ηλικία που βρισκόμουν, μου φαινόταν περίεργο…’.

Σε αντίθεση, όμως, με ‘Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών’, το ‘Μπράτσο’ είναι κατά πολύ συντομότερο αφήγημα και σχεδόν εντονότερο του προηγούμενου, αλλά σίγουρα βρίσκεται να πλέει μέσα στο ίδιο τοπίο. Το επίμαχο θέμα της μοναξιάς επανέρχεται απειλητικό πάλι. ‘… Είχα ένα προαίσθημα ότι κάτι με περίμενε στο δωμάτιό μου, το δωμάτιο που τόσο καιρό μοιραζόμουν με τη μοναξιά μου. Μήπως και η μοναξιά δεν ήταν μια παρουσία; Όμως με το μπράτσο της κοπέλας μαζί μου, δεν ήμουν πια μόνος. Μπορεί λοιπόν να ήταν η ίδια η μοναξιά μου που με περίμενε για να με φοβίσει… ’!

Ο συγγραφέας Γιασουνάρι Καουαμπάτα (Yasunari Kawabata) γεννήθηκε στις 11 Ιουνίου του 1899 στην Οσάκα της Ιαπωνίας και αυτοκτόνησε στις 16 Απριλίου του 1972, στην πόλη Zushi, χωρίς να αφήσει κάποιο σημείωμα που να ενημερώνει τους γύρω του γι αυτούς τους λόγους. Ήταν ο πρώτος Ιάπωνας συγγραφέας που κέρδισε το 1968 το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, και έτσι άρχισε σταδιακά να γίνεται γνωστός και πέρα από τα σύνορα της Ιαπωνίας. Τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα του Καουαμπάτα είναι έξοχα δομημένα, αλλά γενικώς εμπεριέχουν κάποιο μελαγχολικό τόνο, λέγοντας ιστορίες μοναχικών ανθρώπων με λαχτάρα για αγάπη, σεξ, και ανθρώπινη επαφή, και οι οποίοι εν τέλει συνήθως μέσα σε αυτά βρίσκουν μόνο την απογοήτευση. Ορφανός από τη νηπιακή ηλικία των τεσσάρων ετών, ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα ανατράφηκε από τους παππούδες του, μέχρι να πεθάνουν κι αυτοί ενώ ήταν ακόμη αγόρι. Στη συνέχεια έζησε για λίγο με την οικογένεια της μητέρας του, αλλά μεταφέρθηκε σε ένα πανεπιστημιακό κοιτώνα στην ηλικία των δεκαέξι ετών, ενώ ήταν ακόμη στο σχολείο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αργότερα στο κολέγιο, άρχισε να γράφει σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και κάπως έτσι ξεκίνησε η μακρά του σταδιοδρομία.

 

Ο Yasunari Kawabata και η Hatsuyo Ito.

Ο Yasunari Kawabata και η Hatsuyo Ito.

 

Η αίσθηση μιας αποστασιοποιημένης ζωής από συγγενικά πρόσωπα είναι έκδηλη μέσα στα περισσότερα έργα του. Δίνει συχνά εκεί την εντύπωση, ότι οι χαρακτήρες του έχουν δημιουργήσει ένα τείχος γύρω τους που τους οδηγεί αναγκαστικά στην απομόνωση. Στα  1934 έγραψε: ‘Νιώθω σαν να μην έχω κρατήσει το χέρι μιας γυναίκας με ρομαντική αίσθηση…  Είμαι τελικά ένας ευτυχισμένος άνθρωπος που αξίζει τον  οίκτο’; Η δήλωση αυτή σίγουρα δείχνει το εύρος της συναισθηματικής ανασφάλειας που διαπότιζε το χαρακτήρα του Γιασουνάρι Καουαμπάτα και γινόταν εύκολα αισθητή, γεγονός το οποίο αντικατοπτρίζεται βέβαια και σε  δύο ιδιαίτερα οδυνηρούς έρωτες της νεανικής του ηλικίας. Ένα από αυτά τα επώδυνα επεισόδια ήταν η ιστορία αγάπης με την Hatsuyo Ito (1906-1951) την οποία συνάντησε όταν ήταν είκοσι ετών.

 

ka3

 

Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο τον Μάρτιο του 1917, λίγο πριν τα δέκατα όγδοα γενέθλιά του, μετακόμισε στο Τόκυο, ελπίζοντας να περάσει τις εξετάσεις του Πρώτου Ανώτερου Σχολείου το οποίο βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου του Τόκυο. Πέτυχε στις εξετάσεις του ίδιου έτους και εισήλθε στο Τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών, τον Ιούλιο του 1920. Αποφοίτησε απ’ εκεί το 1924, έχοντας εν τω μεταξύ τραβήξει την προσοχή άλλων συγγραφέων και εκδοτών. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, επέδειξε επίσης μεγάλο ενδιαφέρον στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Παραδέχτηκε βεβαίως ότι ο μεγάλος πόλεμος υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες επιρροές και από τα πιο συνταρακτικά ερεθίσματα στο έργο του.

Ο Καουαμπάτα προχώρησε στην αυτοκτονία το 1972 με το δηλητηριώδες φυσικό αέριο, αλλά παρ’ όλα αυτά κάποιοι στενοί συνεργάτες του, συμπεριλαμβανομένης της χήρας του, θεωρούν το θάνατό του μάλλον τυχαίο, λόγω λάθους ανοίγματος του φυσικού αερίου αντί του νερού στη μπανιέρα του. Πολλές θεωρίες έχουν έρθει εν τω μεταξύ στο προσκήνιο ως προς τους πιθανούς λόγους της αυτοκτονίας του, μεταξύ των οποίων, η κακή του υγεία λόγω της νόσου του Parkinson από την οποία έπασχε, μια πιθανή παράνομη ερωτική σχέση, ή το σοκ που προκλήθηκε από την αυτοκτονία του φίλου του Γιούκιο Μισίμα (Yukio Mishima), το 1970. Σε αντίθεση με τον Γιούκιο Μισίμα, όμως, ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα δεν άφησε κανένα σημείωμα, και δεδομένου ότι δεν είχε συζητήσει το θέμα της προσωπικής του ζωής στα γραπτά του, και πάλι σε αντίθεση με τον Μισίμα, τα κίνητρά του παραμένουν ασαφή.

Ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα, από τα φοιτητικά του ήδη χρόνια, το 1921, άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο πανεπιστήμιο, προχώρησε σε συγγραφή διδακτορικής διατριβής με θέμα, ‘Μια σύντομη ιστορία της ιαπωνικής λογοτεχνίας’. Τον Οκτώβριο του 1924, μαζί με άλλους νέους συγγραφείς ξεκίνησε ένα νέο λογοτεχνικό περιοδικό, το ‘Bungei Jidai’, που μεταφράζεται κάπως σαν ‘καλλιτεχνική εποχή’. Ήταν κάτι σαν μια αντίδραση στην εδραιωμένη παλιά σχολή της ιαπωνικής λογοτεχνίας, ειδικά στο ιαπωνικό κίνημα που καταγόταν από το νατουραλισμό, ενώ βρισκόταν επίσης σε αντίθεση με το κίνημα της προλεταριακής λογοτεχνίας της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής σχολής. Ήταν προφανώς ένα κίνημα επηρεασμένο από τον Ευρωπαϊκό Εξπρεσιονισμό, τον Ντανταϊσμό και φυσικά από τα άλλα μοντερνιστικά στυλ. Ο Καουαμπάτα βίωσε την πρώτη αναγνώριση με τη δημοσίευση μιας σειράς διηγημάτων με τίτλο ‘Η χορεύτρια του Ίζου’ το 1926, μια ιστορία για έναν μελαγχολικό φοιτητή, ο οποίος, σε ένα οδοιπορικό συναντά μια νεαρή χορεύτρια. Ίσως σε κανένα άλλο έργο του Γιασουνάρι Καουαμπάτα, δεν είναι τόσο φανερή η ποιητικότητα, η λεπτότητα, η εκλεπτυσμένη ευαισθησία και η γιαπωνέζικη σκληρότητα, όσο σε αυτή αλλά και στις άλλες νουβέλες που περιλαμβάνονται στο ομώνυμο βιβλίο. Πρόκειται για κείμενα μελαγχολικά, αλλά και σεμνά ταυτόχρονα. Αλλά και τα περισσότερα από τα μεταγενέστερα έργα του, ασχολήθηκαν επίσης με παρόμοια θέματα.

Στη δεκαετία του 1920, ο Καουαμπάτα ζούσε στη φτωχή συνοικία Asakusa του Τόκυο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πειραματίστηκε με διαφορετικά στυλ της γραφής. Στην ‘κόκκινη συμμορία της Asakusa’ (The Scarlet Gang of Asakusa), εξερευνά τη ζωή του υποκόσμου και όλων των περιθωριακών της κοινωνίας.

 

ka5

 

Ένα από τα πιο διάσημα μυθιστορήματά του ήταν η ‘Χώρα του χιονιού’ , που ξεκίνησε να γράφεται το 1934 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε σειρές  από το 1935 μέχρι το  1947. Η ‘Χώρα του χιονιού’, είναι μια έντονη ερωτική ιστορία   μεταξύ ενός άντρα  από το Τόκυο και μιας γκέισας, η οποία λαμβάνει χώρα σε ένα απομακρυσμένο μέρος,  κάπου στις ορεινές περιοχές της βόρειας Ιαπωνίας. Το βιβλίο καθιέρωσε τον Καουαμπάτα ως ένα από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας και έγινε αμέσως  κλασσικό αριστούργημα. Εκεί στα απομονωμένα βουνά του Χόνσου, η ντόπια γκέισα και ο άντρας αφήνονται ελεύθεροι σε μια ζοφερή σχέση, σε έναν  καταδικασμένο έρωτα που τελειώνει με μια πυρκαγιά μέσα στο χιόνι. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η επιτυχία του Καουαμπάτα   συνεχίστηκε με διάφορα άλλα μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση καταλαμβάνει και το ‘σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών’.

 

ka6

 

Θέματα όπως οι τελετουργίες του τσαγιού, η σιωπηλή αιμομιξία, η αδύναμη αγάπη, το θέμα της ομορφιάς και της θλίψης, οι εξωσυζυγικές σχέσεις, η απογοήτευση του πατέρα από τα παιδιά του, η γήρανση του ανθρώπου και ο επικείμενος θάνατος, είναι συχνά στα βιβλία του. Πολλές από τις ιστορίες του έμειναν χωρίς κάποιο ορατό τέλος, ημιτελείς θα λέγαμε καλύτερα, γεγονός που μερικές φορές ενόχλησε αναγνώστες και κριτικούς. Ήταν κάτι σύμφωνο, όμως, με την αισθητική του, αφού θεωρούσε ότι τα επεισόδια κατά μήκος της διαδρομής του κειμένου ήταν πολύ πιο σημαντικά από ότι τα συμπεράσματα, αφήνοντας έξω κάθε συναισθηματισμό ή τα χρηστά ήθη, που θα έδινε η ‘σωστή’ κατάληξη κάθε βιβλίου. Πέρα από όλα αυτά, όμως, ο Καουαμπάτα υπήρξε για αρκετά χρόνια η κινητήρια δύναμη πίσω από την μετάφραση της ιαπωνικής λογοτεχνίας στα αγγλικά και στις άλλες δυτικές γλώσσες.

Η συγκεκριμένη συλλογή ‘Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών’, όπως επιγράφεται, περιλαμβάνει μόνο τρεις ιστορίες, αλλά είναι πάντα τόσο πλούσια και πολυεπίπεδη. Αυτές οι ιστορίες είναι απαραίτητο να διαβαστούν από όποιον αρέσκεται στη σύντομη φόρμα διηγήματος, και βεβαίως από όποιον ενδιαφέρεται για κάποια εισαγωγή στην ιδιόρρυθμη ιαπωνική λογοτεχνία. Η συγκεκριμένη συλλογή αποτελείται από τρία διηγήματα. Η πρώτη και μεγαλύτερη ιστορία της συλλογής, κάπου ενενήντα σελίδες, έχει τον τίτλο, ‘Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών’, και όπως ήδη τονίσαμε είναι ένα από τα πιο περίεργα, ονειρικά κείμενα που μπορεί κάποιος να διαβάσει. Η ιστορία αναφέρεται σε έναν ηλικιωμένο άντρα, τον Εγκούτσι, που επισκέπτεται ένα σπίτι στο οποίο έχει τη δυνατότητα να περάσει την νύχτα δίπλα σε ένα όμορφο κοιμισμένο κορίτσι. Όλα τα κορίτσια είναι νέα και κανένα δεν μαθαίνει ποτέ τους άντρες που κοιμήθηκαν τα βράδυα δίπλα τους. Όταν οι άνδρες ξυπνούν το πρωί, είναι κανόνας του σπιτιού να φεύγουν πριν ξυπνήσουν τα κορίτσια. Τα κορίτσια είναι, κατά μία έννοια, ‘ένα ζωντανό παιχνίδι’, ‘η ίδια η ζωή’. Η αντίθεση μεταξύ του ηλικιωμένου άντρα που πλησιάζει στο τέλος της ζωής του και πώς σχετίζεται με τα νέα κοιμισμένα κορίτσια, επαναλαμβάνεται σε όλη την ιστορία. Ο Εγκούτσι, λόγω της ηλικίας του, θεωρείται άσχημος, ενώ τα κορίτσια αντίθετα αντιπροσωπεύουν την ομορφιά και τη ζωή. Έτσι, ενώ ο μοναχικός Εγκούτσι περνάει τη νύχτα του δίπλα σε μια κοιμισμένη ομορφιά, το μυαλό του παρασύρεται πίσω στις αναμνήσεις που αφορούν παλιές του αγάπες, αλλά και άλλες πτυχές της ζωής του. Υπάρχουν τόσα πολλά άλλα στοιχεία που εμπεριέχονται στο ‘σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών’, όπως η ζωή και το θάνατος, η νεότητα και η γήρανση, η φαντασία και η πραγματικότητα, η μνήμη, το σεξ και η επιθυμία. Τότε ο Εγκούτσι, αρχίζει να αμφισβητεί τις μεγαλύτερες ιδέες στη ζωή του. Αναλογιζόμενος παλιές ιστορίες αγάπης, ο αφηγητής παρατηρεί πώς αυτά τα θέματα ήταν απλώς μικρές στιγμές με μια μεγάλη διάρκεια ζωής και οι οποίες δυστυχώς έφυγαν από κοντά του μέσα σε μια στιγμή. Η κατάληξη της νουβέλας είναι επίσης χαρακτηριστική του Καουαμπάτα, με μια ερώτηση στην οποία οι αναγνώστες δεν είναι απαραίτητα σε θέση να απαντήσουν.

Στην Τρίτη, τώρα, και τελευταία νουβέλα, ‘Περί ζώων και πουλιών’ ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα κακομαθαίνει τους αναγνώστες του. Η νουβέλα αναφέρεται σε έναν ηλικιωμένο άντρα που αποκτά πουλιά και σκυλιά, και με τη φροντίδα τους αρχίζει να ανακαλεί μνήμες από το παρελθόν του. Υπάρχει κάποια έλλειψη συναισθηματισμού μέσα στην όλη σκληρότητα της φύσης, αλλά η ιστορία περιέχει αναμφίβολα γνήσιο πάθος.

‘… Ίσως να φταίει το ότι γερνάω. Δεν μ’ αρέσει πια να συναναστρέφομαι άντρες. Δεν μ’ αρέσουν οι άντρες. Χρειάζεται κανείς μια γυναίκα όταν τρώει, όταν ταξιδεύει…’. Η ενασχόληση του άντρα, όμως, με τα πουλιά και τα ζώα, αφήνει να φανούν έξυπνα κάποιες βαθύτερες αμφιλεγόμενες απόψεις ή ερωτηματικά που βασάνιζαν το συγγραφέα. ‘ Όμως αφότου άρχισε να έχει δικά του σκυλιά, έχασε το ενδιαφέρον του για τα αδέσποτα. Έτσι θα έπρεπε να είναι και με τους ανθρώπους, σκεφτόταν, περιφρονώντας τις οικογένειες όλου του κόσμου και χλευάζοντας τη δική του μοναξιά…’.

Αυτή η ιστορία είναι στην πραγματικότητα μια από παλαιότερες ιστορίες του Καουαμπάτα, γραμμένη στη δεκαετία του 1930, ενώ οι άλλες δύο της συλλογής, γράφτηκαν πολύ αργότερα στην καριέρα του, στη δεκαετία συγκεκριμένα του 1960. Εκτός από το προφανές λυρικό στοιχείο που υπάρχει μέσα σε αυτές τις τρεις ιστορίες, όλες μοιάζουν μεταξύ τους λόγω του απόκρυφου ρεαλισμού τους, γιατί ενώ επιφανειακά είναι εύκολο για κάποιον να τις κατηγοριοποιήσει, πλημμυρισμένες από φαντασία και όνειρο για να αναφερθούμε σε κάποια από τα στοιχεία αυτά, οι φιλοσοφικές ερωτήσεις που εμπλέκονται είναι καθολικές, ρεαλιστικές και διαχρονικές παράμετροι. Βεβαίως είναι μάλλον ανόητο να φανταστεί κανείς ένα σπίτι κατασκευασμένο ειδικά για τέτοιο σκοπό σήμερα, όπως το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών που περιμένει εκεί την άφιξη ηλικιωμένων αντρών για να ξεκουραστούν δίπλα τους κάθε βράδυ, αλλά οι σκέψεις της ζωής και του θανάτου που ο πρωταγωνιστής του βιβλίου σκέφτεται, ενώ βρίσκεται σε σχετική εγρήγορση, είναι κοινά μέσα σε κάθε κουλτούρα, είτε ανατολική, είτε δυτική. Ομοίως, το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για το ‘Μπράτσο’ αλλά οι ιδέες της θνητότητας και πού ακριβώς εδρεύει η ύπαρξη, είναι ρεαλιστικές ερωτήσεις κοινές για όλους εκείνους που μελετούν την ανθρώπινη κατάσταση που σχετίζεται με τη μοναξιά και ακόμα περισσότερο, με τον ερωτισμό.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top