Fractal

Διήγημα: “Το ζεϊμπέκικο του φονιά”

Της Κάτιας Γκούζου //

 

hqdefault

 

Το σπίτι του θείου Γιάννη. Πηγαίναμε για πρώτη φορά. Ευκαιρία μια οικογενειακή γιορτή περίεργη, που μας προκαλούσε ένα βάρος στο στήθος και ένα άγχος. Στο σπίτι εκείνο δεν είχαμε ξαναπατήσει ποτέ, γιατί αυτά που είχαν συμβεί στους ιδιοκτήτες μάς είχαν πλήξει και είχαν σκορπίσει βαριά τη σκιά τους στην οικογενειακή μας ζωή και συζητούνταν στα κρυφά με ψιθύρους. Εορτάζονταν μία αποφυλάκιση, για έγκλημα τιμής….

Όταν η γιαγιά μιλούσε για τη θεία Ειρήνη, πάντα χαμηλόφωνα και πάντα κοιτώντας μήπως κάποιο από τα τρία παιδιά της ήταν κάπου κοντά, έλεγε πως σαν είχε πρωτοπάει νύφη στο χωριό οι γυναίκες την κοιτούσαν ζηλόφθονα. Ένα κορίτσι δεκαεφτά χρονών ήταν, αδύνατη και κοντούλα, σαν “κλαράκι”. Δίπλα στον θείο, που ήταν άντρας γεροδεμένος σαν ταύρος και δύο μέτρα ψηλός, νόμιζες πως θα εξαφανιστεί. Η ομορφιά της, όμως, ακτινοβολούσε. Ήταν στ’ αλήθεια πανέμορφη. Αυτό το θυμόμουν καλά, παρόλο που όταν χάθηκε ήμουν μόνο πέντε χρονών. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο θυμάμαι εκείνα τα βαθυπράσινα μάτια της, που έκαναν αντίθεση με τα κατάμαυρα μαλλιά της και που όταν σε κοιτούσε σε μαγνήτιζαν.

Διηγούνταν η γιαγιά.

– Όταν τη γνώρισε ο θείος σου, είπε πως αυτή θέλει και άλλη καμία. ”Μάνα, είναι όμορφη σαν ήλιος. Αυτή θα πάρω. Και θα ζήσουμε σε ένα σπίτι που θα αγοράσω δίπλα στη θάλασσα. Της αρέσει πολύ η θάλασσα. Να την δεις πώς κολυμπά, σαν δελφίνι..”, μου είχε πει. Και την αγαπούσε πολύ. Μα αυτό το μαύρο φίδι μέσα του τον δάγκανε κάθε μέρα και πιο πολύ.

Η ιστορία κοβόταν απότομα, χωρίς να εξηγήσει ποτέ η γιαγιά τι ήταν αυτό το μαύρο φίδι και τι σχέση είχε με μία τόσο ωραία ιστορία αγάπης. Αυτό το έμαθα αργότερα .

Όταν κάτι κακό πρόκειται να συμβεί το αισθάνεσαι στον αέρα, σ’ αυτό το σφίξιμο που νιώθεις στην καρδούλα σου, ακόμη και όταν είσαι πέντε χρονών. Άσε που πολλές φορές οι μεγάλοι αποσβολώνονται τόσο, που ξεχνούν πως είσαι εκεί μπροστά τους. Κι άλλες πάλι που το δυσάρεστο συμβάν είναι τόσο τραγικό που ούτε οι κλειστές πόρτες δεν συγκρατούν τα πώς και τα γιατί. Έτσι συνέβη κι εκείνο το βράδυ που χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι του σπιτιού μας και δύο από τους θείους μου εμφανίστηκαν απροειδοποίητα, με στόματα αχάραγα και μάτια που έσκιζαν τον αέρα, να δουν τον πατέρα μου. Τον έπιασαν από τα χέρια σαν για να τον στηρίξουν για αυτό που επρόκειτο να ακούσει . Ό,τι ψιθυρίστηκε στο αυτί του τον έκανε να σωριαστεί ξέπνοος στην πρώτη καρέκλα που βρέθηκε μπροστά του.

– Πάρε μέσα το παιδί, είπαν στην μητέρα μου, που ήταν άσπρη σαν το πανί.

Προωθήθηκα στο δωμάτιο μου για να παίξω, αν και πλησίαζε η ώρα για ύπνο. Η μητέρα επέστρεψε τρέχοντας στο σαλόνι. Σε λίγο ακόμη κι από το δωμάτιο που ήμουν άκουγα τα κλάματα και τις κραυγές της. Τις επικλήσεις στην Παναγία για μία συμφορά που ξεκάθαρα πια μάς είχε χτυπήσει. . Λούφαξα στο κρεβάτι μου. Κάτι πολύ μα πολύ άσχημο είχε συμβεί. Καμία διάθεση για παιχνίδι. Δεν καταλάβαινα γιατί συνέβαιναν όλα αυτά. Μάλλον για να μου χαλάσουν τη χαρά μου, που η μαμά θα μου έκανε επιτέλους ένα αδερφάκι.

Η μεγαλύτερή μου απόλαυση ήταν τα απογεύματα που η μαμά με πήγαινε βόλτα στο Πάρκο Ελευθερίας, απέναντι από το σπίτι μας. Κυλιόμουν ευτυχισμένη στο γρασίδι ασταμάτητα, ώσπου τα ρούχα μου να γίνουν πράσινα . Σταματούσα μόνο για να χαιρετίσω τον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο, που με το ένα πόδι μπροστά σε ένα αποφασιστικό βηματισμό κοίταζε πάντα κάπου μακριά. Σε αυτό το πάρκο είχα δει για τελευταία φορά τη θεία Ειρήνη, που είχε ανέβει στην Αθήνα για να δει την αδερφή της. Με είχε πάει εκείνη βόλτα για να αφήσουμε τη μαμά και το αναμενόμενο μωρό να ξεκουραστούν. Τη θυμάμαι να κάθεται σε ένα παγκάκι, επιβλέποντάς με και να μου χαμογελά τρυφερά. Όταν εκείνο το απόγευμα έσβησε σε ένα δροσερό σούρουπο και εγώ είχα οργώσει άπειρες φορές το πάρκο πέρα-δώθε, έκατσα λίγο δίπλα της πριν ξεκινήσουμε για το σπίτι. Θυμάμαι ότι άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα λεπτό, χρυσό ρολόι .

-Για κοίτα το, αγαπούλα μου. Σου αρέσει;

Το επεξεργάστηκα για λίγο και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Πόσο ωραία ήταν τα πράγματα των μεγάλων!

– Ε, τότε σου το χαρίζω. Να είναι δικό σου και να με θυμάσαι. Εγώ, όπως βλέπεις έχω καινούργιο.

Κούνησα έντονα αρνητικά το κεφάλι μου και έδωσα πίσω το ρολόι. Ένα από τα μεγάλα μαθήματα του μπαμπά και της μαμάς είναι ότι ποτέ δεν δεχόμαστε πράγματα από άλλους, εκτός αν έχουμε γιορτή ή γενέθλια και μας έχουν φέρει κανένα παιχνιδάκι.

– Ε, καλά τώρα, είπε η θεία γελώντας με εκείνη την ήρεμη, χαμηλή φωνή της, που ακόμη αντηχεί στα αυτιά μου. Ούτε από τη θεία που σε αγαπά τόσο μα τόσο πολύ; Θα το πω εγώ στη μαμά. Θα σε βοηθήσει να μάθεις και την ώρα. Και του χρόνου που θα πας πρώτη θα σου πει μπράβο η δασκάλα σου.

Τα επιχειρήματα ήταν πολύ πειστικά. Άσε που ήδη σκεφτόμουν την φίλη μου την Αγγελική από δίπλα να το κοιτά με γουρλωμένα μάτια γεμάτα θαυμασμό. Ένα τόσο κομψό ρολογάκι όλο δικό μου!

Μετά από εκείνη τη βραδινή επίσκεψη των θείων μου, ο μπαμπάς δεν μιλιόταν για καιρό. Η μαμά έκλαιγε συχνά και ήξερα πως δεν ήταν από χαρά που θα μου έφερνε αδερφάκι. Και όλο συζητούσαν οι δυο τους ψιθυριστά. Μία μέρα μάλιστα η μαμά μού πήρε το ρολόι της θείας που το φύλαγα στο κομοδινάκι μου. Το έβαλε στο κουτί με τα κοσμήματα της και είπε πως το ρολόι δεν ήταν για παιδιά και τέλος. Χτυπήθηκα στο πάτωμα, μέχρι που δεν είχα πια άλλα δάκρυα, χωρίς να καταφέρω το παραμικρό. Λίγο καιρό μετά ήρθε το αδερφάκι μου στο σπίτι κι εγώ άφησα το ρολόι να ξεχαστεί μαζί με την ανάμνηση της ωραίας, πρασινομάτας θείας που δεν την ξαναείδα ποτέ, γιατί πέθανε τριανταπέντε χρονών κοπέλα..

Χρόνια αργότερα, στην εφηβεία, άκουσα από τη μητέρα μου την αλήθεια για την οικογενειακή τραγωδία, που εξηγούσε γιατί τα τέσσερα παιδιά της μεγάλωναν με τον παππού και την γιαγιά και γιατί ο θείος Γιάννης είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης.

– Την έκαψε την κοπέλα. Όχι πως δεν την αγαπούσε. Κι ό,τι κι αν ζητούσε το είχε την επόμενη στιγμή. Μα ήταν άρρωστος. Τη ζήλευε παθολογικά. Μέχρι τη γωνία έβγαινε και έτρεχε από πίσω της να δει πού πάει. Και όπου και να πήγαιναν μαζί, πάντα κοίταγε γύρω του να δει ποιος την κοιτάζει. Και ήταν νευρικός σαν το διάολο. Φούντωνε το αίμα του και δεν ήξερε τι έκανε. Την έδερνε για φαντασίες. Και μετά γονάτιζε και της ζήταγε συγγνώμη. Έτσι πήγε η ζωή της. Και δεν είχε να κρατηθεί από πουθενά. Λίγο καιρό πριν γίνει το κακό, μία μέρα που την είχε χτυπήσει άσχημα, έφυγε από το σπίτι σαν την τρελή, παρατώντας πίσω της τα παιδιά και πήγε στον πατέρα της. ”Να πας πίσω στον άντρα σου και στα παιδιά σου, της είπε. Μήπως του ΄δωσες κι εσύ κάποια αφορμή; Να προσέχεις πώς ντύνεσαι και όταν βγαίνετε έξω να κοιτάς κάτω. Να μην του αντιμιλάς. Μην τον προκαλείς.”. Εκείνη δεν ήθελε να γυρίσει. Φοβόταν. Κι όταν ο θείος σου πήγε να την πάρει, ο πατέρας της άνοιξε ο ίδιος την πόρτα και τον έβαλε μέσα. ”Έλα να πάρεις τη γυναίκα σου”, του είπε. ”Κάνε, μωρέ, και λίγο κράτει στα νεύρα σου. Δεν θέλω να μου τη χτυπάς”. Στην κηδεία λύγισε ο πατέρας της πάνω από το μνήμα. ”Ξύπνα, κορίτσι μου, να πέσω εγώ μέσα, εγώ που σου άνοιξα τον τάφο με τα χέρια μου.”. Τέτοια έλεγε, κατόπιν εορτής.

Η ωραία και κακόπαθη θεία, που στεκόταν στην άκρη του γκρεμού και κοίταζε την άβυσσο, που τη διεκδικούσε, είχε σπρώξει μία μέρα τον εαυτό της στο κενό, είχε ζητήσει διαζύγιο.

– Θα πάρω τα παιδιά και θα ανέβω στην Αθήνα στην αδερφή μου. Δεν σε αντέχω άλλο. Δεν μπορώ..

Έγινε δαίμονας. Της φώναζε πως είναι πουτάνα, πως είχε γκόμενο και θα τους σκότωνε και τους δυο. Του απαντούσε πως τον αγαπούσε, αλλά δεν άντεχε άλλο τη ζήλια του .Τη χτύπησε αλύπητα. Κάποια στιγμή ξέφυγε η άμοιρη και με ότι δυνάμεις είχε έτρεξε στο διπλανό σπίτι να ζητήσει βοήθεια. Εκείνος άρπαξε την κυνηγετική του καραμπίνα και την πρόλαβε στην αυλή του σπιτιού. Την πυροβόλησε μα αστόχησε, την τραυμάτισε στον ώμο. Μα το γραμμένο δεν ξεγράφεται. Η θεία μου χτυπημένη παραπάτησε και έπεσε μέσα στο πηγάδι που βρισκόταν πίσω της. Πνίγηκε. Ο θείος μου καταδικάστηκε σε κάθειρξη εικοσιπέντε ετών. Τα παιδιά έμειναν ορφανά. Αυτά είχε κάνει η ζήλια, το μαύρο φίδι μέσα στην καρδιά του, που τον δάγκανε κάθε μέρα και πιο πολύ.

Όταν αποφυλακίστηκε, μάζεψε με πολλή προσπάθεια κοντά του τα παιδιά του. Αυτός ο γονιός τους είχε μείνει. Κάποια στιγμή έκανε ένα τραπέζι να γιορτάσει την επιστροφή, να μας ξαναδεί όλους και να τον ξαναδούμε, δύσθυμο και καμένο από το λάθος.

Το κλίμα στη συγκέντρωση ήταν βαρύ. Η μητέρα μου με τη στάση της έκανε σαφές ότι η παρουσία της εκεί τής ήταν δυσάρεστη. Διαφωνούσα. Ήμουν πολύ θυμωμένη με τον άνθρωπο που είχε στερήσει τη μάνα από τα παιδιά του, που μου είχε στερήσει την πρασινομάτα μου θεία, αλλά δεν μου άρεσε ο ρόλος του δικαστικού. Επίσης δεν μπορούσα να ξεχάσω το ρολόι που δεν με είχε αφήσει να κρατήσω ”για να μην έχω κάτι που ανήκε σε νεκρή”.

Το τραπέζι ήταν πλούσιο και το κρασί έρεε σε άφθονες ποσότητες, γεγονός που βοήθησε να υπάρξει μία ευθυμία, από κάποια ποτήρια και μετά. Ο θείος, ο φονιάς, ήταν άψογος οικοδεσπότης, πρόθυμος να ικανοποιήσει όλες τις επιθυμίες των καλεσμένων του. Είχε, όμως, πάνω του μια σκιά που λες και του βάραινε τους ώμους. Και προς το τέλος της βραδιάς σηκώθηκε με το βάρος όχι του ποτού μα της ανάμνησης, να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο. Κανείς άλλος δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Ίσα που αναπνέαμε, από σεβασμό προς τη στιγμή.

Το ζεϊμπέκικο ήταν αρχικά αντικριστός χορός δύο ατόμων. Έτσι στάθηκε ο φονιάς στη μέση του σπιτιού του, του σπιτιού δίπλα στη θάλασσα, σαν να είχε κάποιον αόρατο παρόντα αντικριστά του. Αυτόν κοιτούσε και γι’ αυτόν χόρευε. Οι κινήσεις του ήταν περισσότερο βαριές και αργές από ότι απαιτούσε ο χορός. Είχαν μία απόγνωση, αυτή που έχει κανείς όταν ξέρει πως με τίποτε πια δεν μπορεί να πάρει πίσω τη σφαίρα που έφυγε από τη θαλάμη, το δηλητήριο που χύθηκε από τα κούφια δόντια της οχιάς.

Στην κορύφωση του χορού τίναξε ξαφνικά τα χέρια του ψηλά σαν να πετούσε από πάνω του το δέρμα της οχιάς. Με μια κραυγή την κάλεσε να τον κοιτάξει από εκεί που αναπαυόταν.

– Ειρήνηηηηηηηηηη…………….

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top