Fractal

Κρεβάτια στο χείλος της αβύσσου

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Καθημερινά κρεβάτια» της Μαρίας Κουλούρη, σελ. 24, Εκδ. Μελάνι

 

Αντιγράφω από την ποιητική συλλογή του Κωστή Γκιμοσούλη «Επικίνδυνα παιδιά» (εκδ. Κέδρος, 1992) και συγκεκριμένα από το ποίημα «Κρεβάτια και κρεβάτια»: «Το κρεβάτι είναι ο σταυρός/ του καθενός:/ εκεί μέσα μετριέται/με καυτές ανάσες/το πάθος/ ο χρόνος/ και ο θάνατος.»

Κρεβάτια του πόνου, του μόχθου, του έρωτα, της μοναξιάς. Κρεβάτια των πλουσίων, των φτωχών, των εργένηδων και των οικογενειαρχών. Κρεβάτια που δεν γνώρισαν σώματα και κρεβάτια που στέναξαν από την πληθώρα δέρματος. Κρεβάτια νοσοκομείων με βρόμικα σεντόνια και κρεβάτια παράνομων ξενοδοχείων με μια βρομιά άλλου είδους. Η ξαπλωτή στάση του ανθρώπου τον δικαιώνει και τον προδίδει – η κρίση κατά το δοκούν.

Η Μαρία Κουλούρη, όμως, στην τρίτη ποιητική της συλλογή «Καθημερινά κρεβάτια» (εκδ. Μελάνι) μάς μιλάει για άλλου είδους κρεβάτια. Εκείνα που κάποια παιδιά παλεύουν καθημερινά να ακουμπήσουν το κεφάλι τους. Και, περισσότερο από μια κλίνη, αυτό που αναζητούν είναι ένας τόπος, μια στάση ζωής, ένα στέγαστρο ελπίδας. Μετά τον Γιώργο Αλισάνογλου, η Μαρία Κουλούρη έρχεται να προσεγγίσει αυτό το νέο «είδος» ποιητικής προσέγγισης που έχει να κάνει με το σήμερα δίχως όμως το άγχος να καταδείξουν φωτογραφικά  αυτό που αποτελεί μείζον θέμα για την παγκόσμια κοινότητα: την προσφυγιά.

Εχουμε να κάνουμε με μια ποίηση του… δρόμου και όχι δρομαία. Μια ποίηση που στοχάζεται πάνω στη βασανιστική πορεία που ακολουθούν οι μετανάστες, οι αποσυνάγωγοι, οι εξ ανάγκης πλάνητες αυτού του κόσμου. Αν και οι δύο συλλογές ακολουθούν διαφορετικές τροχιές, εντούτοις προσεγγίζουν το θέμα με τη δραματική ευαισθησία που του πρέπει. Δίχως ακκισμούς, εκκωφαντικές εκφωνήσεις, πολιτικές καντρίλιες ή αβαρή κοινωνικά σχόλια. Τούτη η συλλογή, εντελώς διαφορετική από τις δύο προηγούμενες της Κουλούρη, τόσο σε ύφος όσο και σε «ματιά», είναι περισσότερο ένα ποίημα χωρισμένο σε ενότητες- εικόνες. Διότι η εικονοποιητική ανάδειξη των στίχων, σε αυτή τη συλλογή είναι μια καταστατική αρχή. Όσο και αν μιλούμε για μια ιμπρεσιονιστική οπτική, οι εικόνες είναι πρόδηλες και έχουν μια αυτόφωτη δύναμη.

Τα υποκείμενα, τα ομιλούντα δράματα, ποικίλουν. Από το ποιητικό «εγώ», η Κουλούρη, μέσα στην ίδια συλλογή, περνάει από το συλλογικό «εμείς» στο «εσείς» μιας απεύθυνσης που δεν προκαλεί απόσταση, αλλά ισχυροποιήσει το εν εξελίξει δράμα.

Έτσι ή αλλιώς, πρωταγωνιστές της ποιητικής φούγκας είναι τα παιδιά. Τα πλέον ισχνά υποκείμενα στον πόλεμο των συνόρων, του μοιραίου και καθημερινού trespass από την διακεκαυμένη ζώνη των πολεμικών μετώπων στην πιθανολογούμενη (αλλά μηδέποτε επιβεβαιωμένη) ηρεμία της πολιτισμένης Ευρώπης. Η Κουλούρη δεν σκοπεί να μας δείξει με το δάχτυλο ότι μιλάει γι’ αυτά τα παιδιά, όμως, η πρόθεση καθίσταται ευκρινής από τα συμφραζόμενα και την έκτυπη δύναμη του διωγμού, της ανάγκης και του αγαθού ονείρου που έχουν αυτά τα παιδιά να βρουν μια κλίνη να στεγάσουν την προσφυγική τους μοίρα.

Η συλλογή εκκινεί με έναν στίχο-κινητήριο μοχλό «Παιδιά κοιμούνται μες στα δάση» που από μόνος του έχει μια υποβλητική δύναμη που σε αρπάζει από τα μαλλιά και καταλήγει με κάποιους στίχους που ραπίζουν κάθε ένοχη και μη συνείδηση για ό,τι συμβαίνει σήμερα: «Χρειάζεται αέρας/Να κουνηθεί το φύλλωμα». Ναι, το φύλλωμα αυτού του κόσμου, το τόσο ανάερο, αλλά συνάμα βαρύ σαν σίδερο, χρειάζεται μια ένα δυνατό φύσημα για να διαφύγει από τη στέρεα θέση του που δεν είναι πλέον και τόσο στέρεα.

 

Μαρία Κουλούρη

 

Δεν έχουμε να κάνουμε με ποίηση κοινωνικού περιεχομένου, αν και περιλαμβάνει την Πόλη ως υπόσταση. Συχνάκις, το «εμείς» της Κουλούρη παραπέμπει στους εύτακτους πολίτες που υποδέχονται, εκόντες άκοντες, τους περιπλανημένους, την αναγκεμένη φύση τους, τα μισά του χνώτα, τα παιδιά τους που είναι οι φορείς ενός μέλλοντος αβέβαιου. Εμείς οι τόσο «δεδομένοι» και «πολιτισμένοι», εμείς που έχουμε δεδομένη τη βολή των κρεβατιών μας, μπορούμε, άραγε, να κατανοήσουμε έναν στίχο που συμπυκνώνει όλο το δράμα; «Και αν στέκομαι στο χείλος του βίου/Δεν είναι γιατί δεν αντέχω το βάρος/Είναι γιατί τέλειωσε το χώμα/Και πού να μπουν οι λέξεις». Ναι, η ποιήτρια αντιλαμβάνεται και η ίδια πως η υλική υπόσταση του δράματος, η εμπράγματη φύση του, καθημερινά στο πεδίο της διαπραγμάτευσης και του πολιτικού παιγνίου για την τύχη αυτών των ανθρώπων, είναι τόσο δυνατή που καθιστά ακόμη και τις λέξεις αδύναμα σημάδια. Κι αν αυτή η άφευκτη παραδοχή της ήττας για τους ανθρώπους του πνεύματος ακούγεται απαισιόδοξη, η ίδια η συλλογή είναι η μόνη αισιόδοξη απάντηση. Η ύπαρξή της είναι μια απάντηση, έστω και αν όλα τα ερωτήματα που θέτει δεν απαντώνται (ναι, η λογοτεχνία δεν έχει τα κλειδιά των απαντήσεων – η ποίηση ακόμη περισσότερο). Η ποίηση υπάρχει για να αφουγκράζεται, να δονείται από τα προβλήματα του ανθρώπου, να μην κλείνει τα μάτια στο σήμερα, δίχως το φόβο της συγχρονικότητας. Η Κουλούρη γράφει για τα παιδιά του σήμερα και του χθες. Για όλα τα παιδιά που έχουν εγγραφεί στα κατάστιχα ενός μέλλοντος έμφοβου και τρομώδους. «Κανείς όμως δεν φαίνεται στο μέλλον», γράφει η ίδια. Οπερ έδει δείξαι.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top