Fractal

Άποψη: “Κάθε Κυριακή, μια όμορφη Κυριακή”

Του Νίκου Τσούλια //

 

 

Αυγή Αμαλιάδας, Κυριακή μετά τον εκκλησιασμό, δεκαετία του 1960

 

 

 

Κάθε Κυριακή, μια όμορφη Κυριακή. Όλες οι Κυριακές μοιάζουν μεταξύ τους. Ίσως να οφείλεται στο βαρύ ενιαίο σημασιολογικό φορτίο τους, που εξασφαλίζει μια συγκεκριμένη ερμηνευτική μας στάση. Ίσως να οφείλεται στην ίδια την καταστατική της σύσταση, που δημιούργησε μια ισχυρή μήτρα αναφοράς στη συνείδησή μας.

Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από την καταγωγή της ομοιότητας όλων των Κυριακών, η Κυριακή είναι εξ ορισμού μια όμορφη ημέρα, μια ημέρα πολύ ξεχωριστή. Οι αισθήσεις μας έχουν διαφορετική πρόληψη των επιμέρους εκφράσεων της πραγματικότητας. Η σκέψη μας δεν είναι η καθημερινή, έχει γιορτινό χαρακτήρα. Τα συναισθήματά μας διεγείρονται πιο εύκολα και πιο δημιουργικά. Αισθανόμαστε ότι είναι μια ημέρα που την αφιερώνουμε στον εαυτό μας, ότι είναι μια ημέρα δική μας, έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις και το ομοιόμορφο τελετουργικό της καθημερινότητας.

Υπάρχει η αναφορά του θρησκευτικού φαινομένου, ο εκκλησιασμός. Ακόμα και αν δεν πας στην λατρευτική εκδήλωση της εκκλησίας, γνωρίζεις ότι αυτή γίνεται με την παρουσία άλλων. Και όταν έχεις ισχυρές παιδικές και βιωματικές αναφορές λόγω της παλιότερης ισχυρής θρησκευτικότητας ή της παλιότερης σχολικής υποχρεωτικότητας, αισθάνεσαι πλέον ότι ο εκκλησιασμός είναι συστατικό στοιχείο για την Κυριακή. Αυτή η αίσθηση γίνεται όμορφο «καθήκον», όταν βρίσκεσαι στο χωριό σου. Γιατί στο χωριό ο εκκλησιασμός σημαίνει – εκτός του θρησκευτικού περιεχομένου – σύναξη όλων, αντρών και γυναικών, μεγάλων και μικρών. Είναι η μοναδική ενιαία και καθολική συνάντηση για τους κατοίκους του χωριού, εκτός εκείνων των πανηγυριών ή κάποιων άλλων ειδικών ημερών.

Η συνέχεια του εκκλησιασμού περιελάμβανε παλιότερα τον διαχωρισμό αντρών και γυναικών, οι μεν άντρες όδευαν σχεδόν υποχρεωτικά στην πλατεία του χωριού και στα καφενεία, οι δε γυναίκες με τη χαλαρότητα της ημέρας συναθροίζονταν στις μεγάλες αυλές της γειτονιάς για μια μικρή σχετικά ανταλλαγή συζητήσεων, αφού το καθήκον του κυριακάτικου μεσημεριανού φαγητού πάντα ήταν αυξημένο. Για την αγροτική κοινωνία η Κυριακή ήταν η σχετικά μοναδική ξέγνοιαστη ημέρα. Αυτή την μέρα θα γίνουν μόνο οι απόλυτα

υποχρεωτικές εργασίες, όπως π.χ. η φροντίδα των ζώων. Δεν άνοιγες καμιά δουλειά την Κυριακή. Ήταν θέμα ευλάβειας ή και προκατάληψης ή και των δύο.

Για τους μικρούς, η Κυριακή στους παλιότερους χρόνους ήταν μια όαση. Είχαν περισσότερα περιθώρια για παιχνίδι. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, υπήρχε μια χαλαρότητα στην αυστηρότητα των γονέων και γενικά των μεγάλων. Ίσως λόγω του εκκλησιασμού υπήρχε ένα μαλάκωμα στην αυστηρότητα των προσώπων και μια αισιοδοξία στις δυσκολίες της φτώχειας. Χαίρονταν οι άνθρωποι την Κυριακή. Το γιορτινό τους ντύσιμο ήταν από μόνο του μια αίσθηση χαράς, ένα φούσκωμα αισιοδοξίας, ένα προμήνυμα προόδου.

Αλλά αν το πρωινό της Κυριακής χαρακτηριζόταν από τον εκκλησιασμό, αν μετά την ώρα του δεκατιανού ήταν η στιγμή των καφενείων, αν το μεσημέρι ήταν το κυριακάτικο τραπέζι, το απογευματινό της Κυριακής σήμαινε για τον κόσμο των αγοριών ποδόσφαιρο, ποδόσφαιρο στα κοντινά στο χωριό χωράφια και στις μικρές πλατείες, σήμαινε ομαδική ακρόαση από τα ραδιόφωνα με τις μπαταρίες και τις κεραίες αρχικά και από τα τρανζίστορ αργότερα, σήμαινε ακρόαση από το ραδιοφωνάκι – αν ήσουνα μόνος – κολλημένο στο αυτί, για να κάνεις οικονομία στη μπαταρία. Και μόνο που άκουγες το σήμα της «Κολούμπια» από τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» – και χωρίς να ξέρεις τους καημούς που κουβαλούσε το τραγούδι του Τσιτσάνη – πέταγες από τη χαρά, η προσμονή συναντούσε τη γεγονός, άκουγες τους αγαπημένους παίκτες και ήξερες ότι μετά θα επαναλάμβανες και εσύ κομμάτια της αναμετάδοσης κλωτσώντας ό,τι πρόχειρο βρισκόταν μπροστά σου πέτρα, κουκουνάρι, μάτσα… για να περάσει ανάμεσα από εκείνα εκεί τα σημάδια – δοκάρια και να γευθείς τη χαρά του γκολ και εσύ με τη δική σου τεχνική και δεξιότητα…

Σαν πέρασαν τα χρόνια η Κυριακή άρχισε να χάνει τη λαμπρότητά της. Να ‘ταν το γεγονός ότι έπαυσε να είναι η μοναδική μη εργάσιμη ημέρα και το Σάββατο της πήρε τη χαρά της ξεγνοιασιάς, αφού αυτό είχε το πλεονέκτημα ότι δεν το ακολουθούσε η μισητή Δευτέρα αλλά η ίδια η Κυριακή, να ‘ταν το γεγονός ότι άρχισαν να εμφανίζονται αγρότες στα καφενεία και εκτός Κυριακής με το περίφημο «αγροτικό» και στα χωράφια πήγαιναν οι μετανάστες, να ‘ταν η απομείωση της θρησκευτικότητάς μας, αφού η νέα λατρεία του καταναλωτισμού υποσχόταν απτά υλικά αγαθά και όχι άγνωστες και εν πολλοίς απροσδιόριστες εν τοις πράγμασι χριστιανικές αρετές, να ‘ταν οι ευρύτεροι μετασχηματισμοί στην ελληνική κοινωνία που έβλεπε την έννοια της προόδου μόνο και μόνο ως συσσώρευση χρήματος. Ποιος να ξέρει…

Και αφού λεηλατήθηκε το γιορτινό περιεχόμενο της Κυριακής, σήμερα η ημέρα αυτή περισσότερο θυμίζει την επερχόμενη Δευτέρα και ένα μέρος του φορτίου της πάλαι ποτέ ιδιαιτερότητάς της το έχει υφαρπάξει η Παρασκευή. Και αυτό είναι απλό δείγμα της έλλειψης αγάπης προς την εργασία μας και δεν φταίει καθόλου η Κυριακή.

Η Κυριακή μπορεί να έχει θεσμικό κοινωνικό και θρησκευτικό χρώμα, αλλά είναι πρωτίστως συναίσθημα, είναι η ημέρα που στρέφεις τον εαυτό σου στις ξεχωριστές και όμορφες όψεις του εαυτού σου, είναι η ημέρα που διασπά την ανουσιότητα της γραμμικότητας του χρόνου και δημιουργεί βρόχους χρονικής ανανέωσης, είναι η ημέρα που συζητάς με τον εαυτό σου τα περασμένα και τα μελλούμενα, που νοσταλγείς και ονειρεύεσαι, που σχεδιάζεις και αναθεωρείς, είναι η ημέρα της αυτοκριτικής και της ανανέωσης της ελπίδας. Αν δεν είναι όλα αυτά – και άλλα περισσότερα και ομόρροπα – η Κυριακή, τότε δεν είναι Κυριακή, είναι μια Κυριακή του ημερολογίου και όχι δική μας, τότε έχουμε μια πρόκληση: να ξαναβρούμε την Κυριακή μας!

 

 

Vincent van Gogh, Village Street in Auvers”, Ateneum Art Museum, Helsinki, Finland

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top