Fractal

Διήγημα fractal: “Κάθε Φορά και πιο Μακριά, και πιο Βαθιά”

Γράφει η Κατερίνα Σώζου – Κύρκου // *

 

 

 

 

Θέλεις να παραβγούμε; Να, ως εκείνο εκεί το ψηλό Αλμυρίκι. Για να σε δω, πόσο καλός κολυμβητής μου ‘χεις γίνει! Μου λείπεις, γιε μου. Περιμένω πως και πώς να ‘ρθει η άδειά μου τον Αύγουστο για να ‘ρθω στα μέρη μας, να κολυμπήσουμε μαζί, να καμαρώσω τι μεγάλο παλικάρι που ‘γινες . Έτσι, άπλωσε τα χέρια σου, το κεφάλι ψηλά, έξω απ’ το νερό. Θα πηγαίνουμε όλο και πιο μακριά, όλο και πιο βαθιά κάθε φορά. Μακριά απ’ την ακτή. Να μην μας φτάνει. Όμως, ακόμα το νιώθω. Με πνίγει ακόμα, μου καίει το λαιμό, τη μύτη, τα μάτια. Ήσουν μικρός εσύ και δεν θα το θυμάσαι. Λάβα και στάχτη, στάχτη παντού. «Χιόνι, χιόνι!» φώναζες. «Πιο μέσα, πιο μέσα!» φώναζε η μάνα σου, «Έρχεται κατά πάνω μας!»

Δέντρα, κολόνες, σπίτια, άνθρωποι, όλα παρανάλωμα του πυρός, σωστή κόλαση, καιγόμασταν ζωντανοί ώσπου να φτάσουμε στην ακτή, να βουτήξουμε στο νερό. Βούρκος κι αυτό. Το βλέπεις το σπίτι μας από δω; Μην το βλέπεις έτσι έρημο και μαύρο. Το δωμάτιό σου κοίτα, στο πάνω πάτωμα, το μπαλκόνι του. Το ‘βαψα φέτος, τα κατάφερα. Είναι κάτασπρο, το βλέπεις; Λάμπει σαν το πρώτο σου δοντάκι, τότε που το είδαμε η μάνα σου κι εγώ να ξεμυτίζει σα σαλιωμένο ρυζάκι και κάναμε μια χαρά! Το γιορτάσαμε με σπιτική πίτσα και παγωτό. – Μέσα, πιο μέσα πάμε, γιέ μου! Μπορείς τώρα. Ψηλά το κεφάλι! – Η μυτούλα σου είχε γίνει κατακόκκινη σαν του κλόουν απ’ το παγωτό. Είχες πέσει με το προσωπάκι σου ολόκληρο μέσα στο μπολ. Και δυο χρόνια μετά, το προσωπάκι σου, γιε μου, το κεφαλάκι σου, μονάκριβέ μου… Όρμησα να σε βγάλω απ’ το νερό, σε τράβηξα έξω αλλά… Δεν πήραμε χαμπάρι ούτε εγώ ούτε η μάνα σου για πότε βούλιαξες και χάθηκες από μπροστά μας. Όταν σ’ έβγαλα έξω είχες ήδη φύγει γιε μου, έκανα τα πάντα, δεν ήξερα και τι έπρεπε να κάνω, τι έκανα λάθος, έκανα ότι μπορούσα για να σε δω ν’ ανοίγεις τα ματάκια σου, να νιώσω την ανασούλα σου πάνω μου, να δω τα χειλάκια σου να κινούνται, και τι δε θα ‘δινα, τον κόσμο όλο! Το μόνο που έβλεπα ήταν αφρός να βγαίνει απ’ το στοματάκι σου, αγόρι μου. Συγχώρα με, παιδί μου! Παγώσαμε, πεθάναμε και οι δυο, και οι τρεις μας τότε, γιε μου. Αλλά, γιατί να στα θυμίζω τώρα όλα αυτά; Πάνε, πέρασαν, εμείς δε χωρίσαμε ποτέ, γιε μου, θα είμαστε πάντα μαζί, κάθε φορά και πιο μακριά, και πιο βαθιά, γιε μου. Να, παραβγαίνουμε ως εκείνη τη μεγάλη ελιά; Αυτή με τις μεγάλες ρίζες! Πάμε!

 

 

 

* Η Κωνσταντίνα Σώζου-Κύρκου έχει σπουδάσει Λογοτεχνία και έχει πάρει το MA Creative Writing απ’ το Lancaster University. Τα διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε online και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολόγια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει στην Αθήνα με το σύζυγό της και τα δυο της παιδιά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top