Fractal

Διήγημα: “Κάθε δυνατός συνδυασμός”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

psyri

 

Παραμυθένια κάστρα και ιππότες δυστυχώς δεν υπήρχαν στην δική μου ζωή. Δράκους έβρισκα μπροστά μου ολοένα, σε όποια παραδοξότητα κι αν εμφανίζονταν, σε όποια εξουσία του ενός πάνω στον άλλον ανακάλυπτα. Και μια μόνο δυνατότητα: να πάνε όλα στραβά. Ένιωθα μια απύθμενη κούραση να βαραίνει τους ώμους μου.

Έτσι όπως είχα άπλετο χρόνο για ξόδεμα εκείνο το βράδυ, είπα να σεργιανίσω σε παλιές ιστορίες. Βούτηξα στο βαθύ πηγάδι της μνήμης χωρίς να το καλοσκεφτώ. Λίγα λεπτά μου χρειάστηκαν μόνο για να βγω στην επιφάνεια χωρίς ανάσα, μα με την αγκαλιά γεμάτη κακοφορμισμένες σχέσεις. Ο νους αυτενέργησε και αποφάσισε για το βράδυ μου. Άρπαξα με μανία τα κλειδιά και φτάνοντας στην εξώπορτα, κοντοστάθηκα. Το χάσμα που χώριζε την ιδέα από την υλοποίηση έμοιαζε ιδιαίτερα βαθύ. Δεν είχα επιλογή ωστόσο. Ο σταθμός του παρελθόντος έπρεπε να πάψει να εκπέμπει από εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Δεν υπήρχαν πλέον ραδιοσυχνότητες για μνήμες. Κι αποφάσισα: θα γινόμουν ο διασκεδαστής του εαυτού μου για πρώτη φορά. Και για τελευταία; Δεν το ήξερα ακόμα.

Βιαζόμουν να εξαφανιστώ στην ανωνυμία της νύχτας. Στο φως των φαναριών του δρόμου, βλέπω ασχημάτιστες σκιές. Ακούω ομιλίες που μου κινούν την περιέργεια. Εύθυμος τόνος συνομιλίας, χωρίς επιθετικότητα. Η ιλαρότητα των άγνωστων με πονάει. Μα η νύχτα είναι υπέροχη, βοηθάει. Τα βιαστικά πλήθη της μέρας δεν σπρώχνονται πια, βαδίζουν σαν άσκοπα, μα δεν είναι έτσι. Τέτοια ώρα υποτίθεται πως το σώμα ζητά ανάπαυση, όχι σκέψεις. Το δικό μου κορμί ωστόσο, λειτουργεί αντίθετα στο ρεύμα. Ψάχνω λέξεις να μου πουν τις ιστορίες τους, αποζητώ το ευτυχισμένο τέλος που δεν έρχεται. Τις λέξεις μου τις κυκλώνει και πάλι η σιωπή. Θέλω να παρασυρθώ, αναπόδραστο φαντάζει το βράδυ μου τελικά. Έχω ανάγκη τις μουσικές, τα γέλια, τα φώτα. Άγνωστα πρόσωπα να παρελαύνουν μπροστά μου, να μην ξέρω τις ζωές και τις οδύνες τους.

Μπαίνω στο πρώτο μπαρ του οποίου η πόρτα κέντρισε ευχάριστα την αισθητική μου. Δεν θα καθήσω μόνη σε τραπέζι, παραείναι προκλητικό, θα σταθώ στην άκρη της μπάρας με την πλάτη γυρισμένη στον κόσμο. Αυτό δεν κάνω συνέχεια άλλωστε; Στην αρχή τουλάχιστον, μέχρι να συνηθίσω το πρωτόγνωρο. Θα πιώ αργά ένα μόνο ποτό κι ύστερα θα φύγω, αρκεί για πρώτη φορά.

“Θα πιείς ένα δεύτερο μαζί μου; να κεράσω”; Η φωνή του ακούστηκε ευχάριστα καμπανιστή.

“Ας πιούμε λοιπόν”. Την άνεσή μου δεν την αναγνώρισα προς στιγμήν. Μετά, επέλεξα να αφεθώ. Η επίδραση του αλκοόλ στο αμάθητο εγώ μου, καταλυτική. Αρπάχτηκα απ’ την ψευδαίσθηση του άτρωτου που μου πρόσφερε. Χαριτωμένος μου φάνηκε αυτός ο καινοφανής ίλιγγος, αγνοώντας εντελώς κάτι δυσοίωνες αστραπές που θόλωναν το βλέμμα και ανακάτευαν το στομάχι μου. Κρυμμένη πίσω από καπνούς και εκκωφαντικές νότες, παρακολουθούσα με νοσηρή περιέργεια τους ανθρώπους γύρω μου. Ένιωσα τη μοναξιά να με κατασπαράζει περισσότερο από ποτέ. Άγρια ερημία να κατατρώει το είναι μου. Η καμπανιστή φωνή ξαναχτύπησε ακριβώς την ώρα που έπρεπε, αν και κάπως παράτονα για την κατάστασή μου.

“Υπάρχει μια πλευρά μου λίγο Τελόνιους. Ιδιόρρυθμη, κάπως εκκεντρική, κάπως Misterioso”. Ποιός τον ρώτησε; Δεν είχα ιδέα τότε ποιος ήταν ο Τελόνιους Μονκ, ούτε τι εννοούσε μ’ αυτό το misterioso, αν και καταλάβαινα τι σήμαινε η λέξη. Χαμήλωσα το βλέμμα, να μη δει την άγνοια και γέλασα σα να συμφωνούσα. Η αλήθεια είναι πως το χαμογελάκι που ξέφυγε χωρίς την άδειά μου, ήταν νευρικό: η λέξη Τελόνιους είχε ξεστρατίσει τη σκέψη μου σε τελώνια και άλλα ξωτικά. Όταν αποφάσισα να σηκώσω τα μάτια, χάθηκα.

Σε χρόνο λιγότερο απ’ όσο θα χρειαζόταν κάποιος για να πει τη λέξη “ξελόγιασμα”, τα βλέμματα έγιναν λίμνες και τα τυχαία αγγίγματα αγκαλιές. Κι εγώ, ν’ αναρωτιέμαι πως μπλέχτηκα σ’ ένα κατά τα φαινόμενα επικίνδυνο παιχνίδι. Αρχικά, είπα να το φέρω βαρέως και ν’ απομακρυνθώ τάχιστα. Ούτε που κατάλαβα πως παρασύρθηκα απ’ το χείμαρρο, αφήνοντας παντέρμη την περιέργεια, να εστιάζει μόνο στον ισχυρό κλυδωνισμό πρωτόγνωρων συναισθημάτων.

Το μόνο που θυμάμαι πλέον από εκείνο το βράδυ, είναι ασυνάρτητες σκηνές όπου εκστασιασμένοι νεαροί λικνίζονταν προσεγγίζοντας ημισκυθρωπές νεαρές, χαμηλά φώτα, δυνατές μουσικές και μυρωδιά αλκοόλ. Όλα, μέσα σ’ έναν αναντίρρητο ανεμοστρόβιλο αντιθέσεων, κι εμένα να κλείνω τα μάτια σε μια προσπάθεια αποστασιοποίησης. Ή αποκωδικοποίησης. Οι σκέψεις μου με τρόμαξαν εκ των υστέρων. Εκείνα τα λεπτά θεώρησα εξαιρετικά θαυμαστή την αποσύνδεση που μου πρόσφερε το αλκοόλ από την πραγματικότητα.

Εικασίες οι αποκωδικοποιήσεις μου, όλες. Ή, ικεσίες. Αρχίζει να με τύπτει μια συνείδηση – αφέντρα. Η καρδιά μου πιο σκούρα κι από μαύρη χήρα. Μάλλον πρέπει να επιστρέψω στο άχρωμο, μάλλον η οικεία ηρεμία του κρεβατιού μου είναι το μόνο που χρειάζομαι. Ή όχι; Αύριο θ’ αναζητήσω τις μουσικές του Μονκ.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top