Fractal

Κατερίνα Ζαρόκωστα: «Όπως οι ηρωίδες μου ζούσα στη μια όχθη κι ονειρευόμουν την άλλη»

Συνέντευξη στην Πέρσα Κουμούτση //

 

 

Συναντηθήκαμε σε κοινή μας ραδιοφωνική συνέντευξη για το ελληνικό ραδιόφωνο της Αυστραλίας κι από τότε μου κίνησε το ενδιαφέρον, ως άνθρωπος, κυρίως, διότι ως συγγραφέα τη γνώριζα ήδη. Γλυκιά, προσιτή, πνευματώδης και κυρίως με βλέμμα αεικίνητο, διερευνητικό. Τη συνάντησα πάλι και είχε την ευγενική καλοσύνη να απαντήσει σε κάποια ερωτήματα μου σχετικά με το τελευταίο της μυθιστόρημα της που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και τιτλοφορείται “Οι Αδελφές Ραζή”, αλλά και για θέματα που άπτονται της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας.

 

 

-Αγαπητή κυρία Ζαρόκωστα, πείτε μας δυο λόγια για το βιβλίο σας. Πότε γεννήθηκε η ιδέα για το βιβλίο, ποια ήταν η αφορμή;

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι το δεύτερο που έχει ως θέμα την πρώτη και δεύτερη γενιά Μικρασιατών προσφύγων κατά την μετεγκατάστασή τους στην Ελλάδα. Το πρώτο είναι το «Ένα κομματάκι ουρανός» που το αγάπησε το αναγνωστικό κοινό. Αυτό μου έδωσε την ώθηση, τη διάθεση να προχωρήσω στο δεύτερο. Απ’ την αρχική διάθεση όμως ως το έργο μεσολαβούν συχνά χρόνια όπου γράφεις ενδεχομένως άλλα βιβλία, διαφορετικού περιεχομένου, χωρίς όμως να πάψεις να έχεις στο βάθος του νου, εκείνο. Έτσι συνέβη και τώρα.

Η αφορμή ήταν, όπως μου συμβαίνει πάντα, τυχαία. Μια μέρα εμφανίστηκαν οι τρεις αδερφές Ραζή, η Μέλπω, η Τέτα κι η Χαρίκλεια κι άρχισαν να μου μιλούν. Μου ζητούσαν να γράψω ένα βιβλίο για τις περιπέτειές τους. Δεν έφερα αντίρρηση. Αφέθηκα. Όπως αφήνομαι πάντα στους ήρωές μου. Τραβάνε μπροστά κι εγώ ακολουθώ.

 

-Ποιες είναι οι αδελφές Ραζή, τι τις διακρίνει; Ποια χαρακτηριστικά τις ανάγουν σε μυθιστορηματικές ηρωίδες; Υπήρχαν άραγε ως πρόσωπα ή είναι δικές σας καθαρά επινοήσεις;

Οι αδερφές Ραζή είναι τρεις μοσχαναθρεμμένες Πολίτισσες που με τη Μικρασιατική Καταστροφή βλέπουν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη τον κόσμο τους να καταρρέει κι εκείνες να μετατρέπονται από αρχόντισσες σε πολίτες κατηγορίας, πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, την Ελλάδα.

Είναι επινοημένα πρόσωπα τα οποία βεβαίως συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά από ανθρώπους που γνώρισα κυρίως κατά την παιδική μου ηλικία (εκεί, η αστείρευτη πηγή), καθότι μεγάλωσα ανάμεσα σε Μικρασιάτες πρόσφυγες (όλη η οικογένειά μου κατάγεται απ’ την απέναντι όχθη).

Η πρωτότοκος, η Μέλπω, είναι γενναία ψυχή και υπομένει πολλά. Η Τέτα, η μεσαία, η πιο χαρούμενη, έφτιαξε στην Αμερική περιουσία και βοήθησε τις αδερφές της. Η Χαρίκλεια, η νεώτερη, δεν γνώρισε μάνα – πέθανε στη γέννα – κι έχει μια λαχτάρα για απόλυτη αγάπη που δεν της επιτρέπει να δεχτεί τις δυσάρεστες εκπλήξεις της ζωής. Είναι δηλαδή γυναίκες της διπλανής πόρτας, όπως λέγεται, άνθρωποι σαν κι εσάς, σαν κι εμένα που τα παιχνίδια της τύχης μας μετατρέπουν ενίοτε σε μυθιστορηματικά πρόσωπα.

 

– Σε ποιόν βαθμό θεωρείτε ότι ο τόπος ασκεί επιρροή στις επιλογές ή στην πορεία των μυθιστορηματικών ηρώων; Σε ποιον βαθμό μπορεί να γίνει καθοριστικός στην εξέλιξη ή την πορεία τους;

Ο τόπος αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας του ατόμου. Τον πλάθει, τον διαμορφώνει ώσπου άνθρωπος και τόπος να γίνουν ένα. Γεννήθηκα στην Αθήνα αλλά μεγάλωσα με τις διηγήσεις του πατέρα μου, που ήταν έξοχος ανατολίτης παραμυθάς. Οι διηγήσεις, τα παραμύθια του μιλούσαν όλα για την εξιδανικευμένη πατρίδα που είχε αφήσει πίσω. Ζούσα παράλληλα και στους δυο κόσμους, τον εδώ και τον εκεί. Αυτή η διπλή ζωή μπορώ να πω πως με καθόρισε. Όπως οι ηρωίδες μου ζούσα στη μια όχθη κι ονειρευόμουν την άλλη.

 

-Με ποια ηρωίδα σας ταυτίζεστε περισσότερο; Ποιά κουβαλάει τα περισσότερα δικά σας στοιχεία.

Σ’ αυτό το βιβλίο μου, περισσότερο απ’ ότι στα υπόλοιπα, είμαι μοιρασμένη σε όλους τους ήρωές μου. Ακόμη και στους άντρες. Ακόμη και στους αρνητικούς ήρωες. Σε όλους εικονογραφούνται πλευρές του εαυτού μου, της προσωπικής μου ιστορίας. Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό και φυσικά συνέβη στα παρασκήνια της συνείδησης. Σε πρώτο πλάνο πιστεύω πως αγαπώ ιδιαιτέρως την Χαρίκλεια, κι ας της επιφυλάσσει η ζωή άπονο τέλος.

 

 

-Τι πρέπει να προσέχει ένας συγγραφέας για να γράψει ένα ‘άρτιο’ μυθιστόρημα; Ποια είναι εκείνα τα βασικά στοιχεία που πρέπει να εντάξει/ στο βιβλίο του/της κατά τη γνώμη σας; Υπάρχουν κανόνες που θα πρέπει να τηρήσουμε, για παράδειγμα;

Νομίζω ότι το βασικό μέλημα του συγγραφέα είναι να μην αφήσει κανέναν ήρωα εκτεθειμένο. Στο τέλος του βιβλίου ο αναγνώστης να νιώσει ότι οι ήρωες είχαν την πορεία για την οποία ήταν ταγμένοι. Έπειτα ν’ αφήσει τους ήρωες ελεύθερους να δρουν και να μιλάνε σύμφωνα με τον χαρακτήρα τους. Έτσι μόνο θα τρέξει στις φλέβες τους αίμα κι όχι μελάνι.

Κανόνες, όπως λέτε, δεν ξέρω αν υπάρχουν εκτός από έναν και μοναδικό: διάβασμα, διάβασμα, διάβασμα. Μελέτη των μεγάλων συγγραφέων κάθε εθνικότητας. Εκεί μαθητεύει ο νέος συγγραφέας. Στους παλιούς. Ευτυχώς σήμερα οι καλές μεταφράσεις το επιτρέπουν.

 

-Παραμένουμε οι ίδιοι μετά από ένα νέο μυθιστόρημα ή κάτι αλλάζει μέσα μας κάθε φορά;

Αλίμονο αν μέναμε οι ίδιοι! Ο χρόνος μας αλλάζει. Και όχι μόνο φυσιογνωμικά. Κι απ’ το ένα βιβλίο στο άλλο περνάει αρκετός καιρός, όσον αφορά τουλάχιστον την γράφουσα. Χρόνος ίσον εμπειρίες. Αλλά και κάθε βιβλίο είναι μια εμπειρία per se. Μια περιπέτεια που δεν ξέρεις σε ποια στεριά θα σε βγάλει. Αναπτύσσεσαι μαζί με τους ήρωές σου, μοιράζεσαι τη ζωή, τις ανησυχίες τους, ερωτεύεσαι, αρρωσταίνεις, ξενιτεύεσαι, πεθαίνεις κιόλας καμιά φορά. Κάθε βιβλίο είναι δυνάμει ένα σκαλοπάτι πιο πάνω στην κλίμακα της τέχνης. Η αποδοχή του κοινού βοηθάει οπωσδήποτε. Στο κάτω κάτω δεν γράφουμε για το συρτάρι. Γράφουμε για τα μάτια των πολλών.

 

-Ασχοληθήκατε και εσείς με τη λογοτεχνική μετάφραση, προτού αποφασίσετε να γράψετε τα προσωπικά σας βιβλία. Σε ποιο βαθμό συνέτεινε η ενασχόληση σας με τη μετάφραση στην απόφαση σας να γράψετε τα δικά σας βιβλία; Πιστεύετε ότι θα γράφετε με τον ίδιο τρόπο αν δεν είχατε ασχοληθεί με έργα σημαντικών συγγραφέων;

Με τη μετάφραση, ομολογώ ότι δεν ασχολήθηκα ιδιαιτέρως. Αλλά στάθηκα τυχερή. Το βιβλίο που μετέφρασα, «Η χαριστική βολή» της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, ήταν μεγάλο σχολείο. Μπήκα στην κουζίνα της στα ιδιαίτερα της, κατάλαβα γιατί το ένα το διατυπώνει μ’ αυτό τον τρόπο, το άλλο αλλιώς. Άλλωστε ήταν μοναδική εμπειρία γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω την ίδια την Γιουρσενάρ και να κουβεντιάσω μαζί της για μετάφραση, λογοτεχνία, θέατρο, ταξίδια… Είχε κατέβει για λίγες μέρες στην Αθήνα επιστρέφοντας από την Ιαπωνία και θέλησε να με γνωρίσει. Ήταν και πολύ συνδεδεμένη με την εκδότρια και συστηματική μεταφράστριά της Ζανέτ Χατζηνικολή που είχε εκδώσει την «Χαριστική βολή» κι έτσι εκείνη η πρώτη απόπειρα έμεινε στο μυαλό μου σαν κάτι μοναδικό και ολοκληρωμένο. Ίσως γι αυτό δεν επιχείρησα άλλη μετάφραση.

 

-Πώς βλέπετε σήμερα τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία; Μπορεί να ανταγωνιστεί επάξια την ευρωπαϊκή;

Από άποψη ύφους, ποιότητας γραφής, φαντασίας, πιστεύω πως ναι. Από άποψη θεματολογίας, όχι τόσο. Η Ελλάδα αποτελεί τα νοτιοανατολικώτερα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου είναι πολύ μακριά απ’ το κέντρο και τον βορρά της Ευρώπης, την Αμερική, εκεί όπου γεννιέται το καινούριο κι ανανεώνεται το παλιό. Η σύγχρονη ιστορία μας λίγο ενδιαφέρει το διεθνές κοινό. Λίγο το αγγίζει. Για παράδειγμα η Μικρασιατική Καταστροφή τι αντίκτυπο είχε στην Ευρώπη; Ενώ η εκδίωξη των Εβραίων της Ισπανίας, η ανακάλυψη της Αμερικής, η Γαλλική Επανάσταση άνοιξαν καινούριους δρόμους.

Οι πεζογράφοι μας που έσπασαν τα σύνορα με επιτυχία (μεταξύ άλλων ο Καζαντζάκης, ο Μάρκαρης, τελευταία ο Σωτάκης) τα είχαν οι ίδιοι δρασκελίσει πραγματικά και συμβολικά πριν τα διαβούν τα βιβλία τους. Είμαστε ακόμη πολύ κλειστοί προς τον έξω κόσμο, κλεισμένοι ζηλότυπα στη γωνιά μας. Του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου.

Για την ποίησή μας ισχύουν άλλα μέτρα και σταθμά. Κατ’ αρχάς έχουμε δυο παγκόσμιες διακρίσεις, τα Νόμπελ του Σεφέρη και του Ελύτη. Μα και ο Καβάφης έχει μεταφραστεί και διαβάζεται φανατικά σε πολλές γλώσσες. Έπειτα πόσο θέλετε να ανέβουμε τον χρόνο. Δέκα αιώνες, είκοσι, τριάντα; Φτάσαμε στον Όμηρο, στην Σαπφώ, τον Αρχίλοχο, τους μεγάλους μας τραγικούς. Ποίηση που ακόμα δίνει καρπούς. Θέλετε να πάμε στον Μεσαίωνα με τα Δημοτικά μας τραγούδια, στον Ερωτόκριτο; Κι έχουμε και έξοχους νεώτερους και νέους ποιητές που πατάνε σ’ αυτή την αδιάλειπτη πορεία τριάντα αιώνων. Η ελληνική ποίηση εμφανίζεται σαν αυτοδύναμη οντότητα, είναι αδύνατο να την παρακάμψει κανείς. Στο μυθιστόρημα είμαστε πιο φρέσκοι.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top