Fractal

Η Κατερίνα Θεριουδάκη στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

therioudaki

 

Ότι έγραφα, έγραφα. Μικρά κειμενάκια, άρθρα, το blog μου – εκείνη την παλιά, αθώα εποχή των blogs. Ε, ήρθε κάποτε και το πλήρωμα του χρόνου να σηκώσω πανιά για κάτι μεγαλύτερο. Θα κατάφερνα να γράψω ένα κανονικό βιβλίο;

Όταν ξεκίνησα, είχα απλά μια ιδέα. Κάπως έτσι ξεκινάει κανείς φαντάζομαι. Μια πολύ γενική ιδεά για το θέμα που ήθελα να θίξω. Αυτό ήταν το μόνο κάτι που είχα στην αρχή. Όλα τα άλλα, ήταν υπό εξέταση. Δεν είχα την παραμικρή βεβαιότητα για το αν θα κατάφερνα όντως να γεννήσω κάτι ολοκληρωμένο, πόσο μάλλον κάτι αξιόλογο. Για το πρώτο σκέλος έχω βεβαιωθεί – το δεύτερο δεν μου επιτρέπει η σεμνότητα που με διακρίνει να το σχολιάσω.

Ωραία… αρχικά λοιπόν είχα αποφασίσει τι ήθελα να πω.

Πάντα είχα, και εξακολουθώ να έχω, μέσα μου, αυτή την ανησυχία για τη ζωή, για το πεπρωμένο, τη μοίρα, το κισμέτ. Υπάρχει; Τότε τι παιδευόμαστε; Δεν υπάρχει; Τότε να πιστέψουμε ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο; Γνωστά ερωτήματα, που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο από τα πρωτόγονα χρόνια. Σαφώς και δεν θα έδινα απάντηση εγώ – γιατί αν την είχα δε θα την χάριζα, θα την πουλούσα. Αυτό που μπορούσα να κάνω, αυτό που ήθελα να κάνω, ήταν να προσεγγίσω το θέμα με τον δικό μου τρόπο.

na-se-pwΚαι ασφαλώς το βιβλίο θα ήταν χιουμοριστικό. Αυτό ξέρω, αυτό εμπιστεύομαι.
Αυτό αυτόματα, από τεχνικής άποψης, καταργεί του περισσότερους τεχνικούς κανόνες. Τα σχετικά βιβλία που περιέχουν κανόνες δομής, συνήθως καταλήγουν στο «εκτός αν γράφετε κωμωδία». Άρα, εξασφάλισα μια αρχική ελευθερία.

Αμ’ ότι κέρδισα από εκεί, το ‘χασα στα ενδότερα. Γιατί κοίτα να δεις τώρα κύριε τι έπαθα… Είχα μια ηρωίδα. Κι είχα κι έναν αντιήρωα, πάντα στα ευέλικτα όρια του χιούμορ. Έλα που ήθελα  η ηρωίδα να είναι παρούσα σε δύο χρονικές στιγμές ταυτόχρονα: να αφηγείται μια εικόνα του μέλλοντος, που της εμφανίστηκε στο παρελθόν. Εδώ είναι τα δύσκολα. Ενεστώτας, αόριστος, μέλλοντας, η ίδια ηρωίδα σε δύο διαφορετικές χρονικές φάσεις μέσα σε μια ενεργή αφήγηση, και πώς να βγάλεις άκρη… Εδώ δεν μπορώ να το εξηγήσω, πώς μπόρεσα να το κάνω ακόμα δεν κατάλαβα!

Αυτή ήταν η μεγαλύτερη τεχνική δυσκολία που συνάντησα. Τα υπόλοιπα ήταν νομίζω τα αναμενόμενα. Πώς να ζωντανέψω τους διαλόγους, πώς να χρωματίσω τις περιγραφές, πώς να μην παρασυρθώ σε φλυαρίες που θα βρίσκω σπουδαίες εγώ και θα βαρεθούν οι υπόλοιποι, τέτοια πράγματα.

Μου πήρε σχεδόν δύο χρόνια, μέχρι να βάλω την τελευταία τελεία. Κι ύστερα, το άφησα να ξεκουραστεί για πολυ καιρό. Όταν το ξανάπιασα, προσπάθησα να ξαναφουγκραστώ τον εαυτό μου όταν το έγραφε. Είχα χάσει κάτι από την φρεσκάδα, είχα κερδίσει όμως αντίστοιχα σε ωριμότητα. Έτσι διάβασα, ξαναδιάβασα, έσβησα, ξανάγραψα, χτένισα, κι έφτασα πια να πω ότι αυτό είναι. Αυτό, και δεν το ξαναπειράζω. Μάλλον.

Κι εκεί που αναρωτιόμουν αν έχει τελειωμό αυτό, αν δηλαδή φτάνει ποτέ κανείς στο σημείο να πει «αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω μ’ αυτό το έργο», εκεί το ένιωσα. Ναι, αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω. Δεν θα άλλαζα πια τίποτα. Το ένιωσα ξεκάθαρα – είχε πάρει την τελική του μορφή. Απέκτησε δική του προσωπικότητα.

Και για καλή μου τύχη, μου βγήκε με δυναμικό ταμπεραμέντο το άτιμο. Πώς τα κατάφερε, πώς τα βόλεψε, βρήκε εκδότη και πήρε το δρόμο του.

Αχ το χρυσούλι μου, για πού ξεκίνησε μέσα στο καταχείμωνο, και δεν πήρε και τη ζακέτα του μαζί…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top