Fractal

Δύο ιστορίες

Της Κατερίνα Σημηντήρα // *
 

story

 

 

Ένα ταξίδι στη Φλώρινα

Ο κυρ Θωμάς ένας λεβέντης, ψηλός, σωματώδης άντρας, παρά τα 62 του χρόνια είχε ακόμα την δύναμη ενός ταύρου. ’Ήταν αγωγιάτης στο επάγγελμα, κουβαλούσε με το κάρο του ότι μπορούσε κανείς να φανταστεί ,λάδι και σαπούνι, μπαχαρικά και αλάτι ,καρφιά ,στειλιάρια, κάρβουνο και κρασί απ’ την Γουμένισσα, άσπρες πέτρες απ’ το Ασβεστοχώρι, προμήθευε τα παντοπωλεία με χαλβάδες και θρεψίνη απ’ τον Χαίτογλου , και κάποιες φορές, ιδίως τις παραμονές μιας μεγάλης ονομαστικής γιορτής φοντάν, μαντολάτα και λουκούμια από την Βιοζαχ. Η ζωή του ήταν ένα συνεχές ταξίδι. Όμως εκείνο το καλοκαίρι του 1949 δεν αισθάνονταν καθόλου καλά, είχε ζαλάδες ,πονοκεφάλους, κουράζονταν και λαχάνιαζε εύκολα, είχε τάσεις για εμετό, όλο παραπονιόταν. Του έβραζαν τσάγια διάφορα, από όλων των ειδών τα βότανα αναμειγμένα με καθαρτικό, τον ξεμάτιαζαν, μα το λάδι δεν σκόρπιζε μέσα στο νερό, σημάδι πως το κακό το μάτι δεν ξορκιζόταν. Ήρθε ο παπάς τρεις φορές και διάβασε τρία ευχέλαια στη σειρά, ήρθε κι από το Άγιο όρος ένας καλόγερος στο βάλτο, καβάλα σε ένα γάιδαρο και έφερε ένα κομματάκι Τίμιο ξύλο και λάδι από την Ιερά μονή Παμμέγιστων Ταξιαρχών. Τον σταύρωναν στο μέτωπο κάθε πρωί μέσα σε χώρο λιβανισμένο ,μα τίποτα δεν ήταν ικανό να σταματήσει τον πόνο στα μηνίγγια, τις εξάψεις και τον κρύο ιδρώτα που τον έλουζε. Ώσπου μια μέρα, μια γυναίκα, μουσαφίρισσα από ένα άλλο χωριό, είπε πως ο άνδρας της είχε το ίδιο πρόβλημα και πως παρά τον πόλεμο πήγε στην Φλώρινα γιατί το κλίμα εκεί ήταν το καλύτερο για πονοκεφάλους και γιατρεύτηκε. Έτσι αποφάσισε να πάει κι αυτός. Ξεκινώντας χαράματα με ψιχάλα, κόβοντας δρόμο μέσα από τους μπαξέδες και τα μποστάνια του Χαρμάνκιοι , βγήκε με το κάρο στο σιδηροδρομικό σταθμό κι έφτασε νωρίς στο Βαρδάρη .Ξεπέζεψε στο χάνι του Σαούλ και με τα στρατιωτικά αυτοκίνητα του Εθνικού στρατού έφυγε για την Φλώρινα. Αν και μαθημένος, το ταξίδι ήταν πολύ δύσκολο, μες τον φόβο και την ταλαιπωρία. Έφτασαν μεσημέρι κι ήταν θεονήστικος τρεις μέρες, πεινούσε σαν λύκος . Μπήκε σε ένα μαγειρείο και έφαγε καλά, μα βγαίνοντας στο δρόμο με την βαλίτσα στο χέρι, του ήρθε μια ζάλη και μια κομμάρα. Μια αγωνία και ένα σφίξιμο στην καρδιά. Είδε ένα παγκάκι και κάθισε εκεί ολομόναχος και πέθανε. Όταν ο κλητήρας έφερε το μαύρο μαντάτο στην κυρά Ελένη ,ο άντρας της ήταν ήδη μια βδομάδα θαμμένος . Συγκοινωνία δεν υπήρχε, οι σιδηροδρομικές γραμμές ήταν ανατιναγμένες απ’ τις νάρκες. Αργότερα τον έψαξαν μα ποτέ δεν βρήκαν τον τάφο του.

 

Βάλτος

Τέσσερα περίπου χιλιόμετρα δυτικά του χωριού, ο ποταμός Λουδίας χώριζε το βάλτο στη μέση καθώς ανάβλυζε από τα σπλάχνα του, ξεχείλιζε μέσα από τον ομφαλό του, μαύρος και πηχτός, βαθύς και ανυπάκουος, κατέβαζε γρήγορα τα σκοτεινά νερά του και τα ‘χυνε με δύναμη πάνω στην αλμύρα της θάλασσας. Κι αυτή γινόταν γλυκερή και γλίτσιαζε τους λεπτούς καλαμιώνες, που βλάστιζαν μέσα της, θρέφονταν και αντρείευαν, απλώνονταν κατά συστάδες, μέχρι που έκλειναν την θέα προς το πέλαγος.

Για να περάσεις απέναντι απ’ τον ποταμό παλιά, υπήρχε μια μεγάλη σχεδία. Καράβι την έλεγαν. Ο περαστής κόκκινος και τριχωτός, γιγάντιος, με μπράτσα μυώδη, τραβούσε με δύναμη το σκοινί. Η σχεδία ήταν μια πλωτή κατασκευή δεμένη και από τις δύο όχθες, με ένα τεντωμένο σκοινί που χρησίμευε σαν μέσο έλξης.

Ήταν Μάης,τα σταροχώραφα καταπράσινα, η αγριάδα θέριευε μέσα στο χώμα και έξω απ’ το χώμα. Τ’ αγριολούλουδα μπουμπουκιασμένα, οι τσουκνίδες ασπόριαστες .Όλη η φύση υγρή, ζουμερή, φρέσκια. Ο ήλιος με κόπο προσπαθούσε να ζεστάνει την γη εκείνη την ημέρα. Μπουλούκια ,μπουλούκια κατέβαιναν τα σύννεφα απ’ το βορρά φορτωμένα βροχές κι ένα αεράκι κρύο, τα ‘σπρωχνε γρήγορα προς την θάλασσα. Τόσο γρήγορα που ο ήλιος ως να φανεί, ξανακρυβόταν .Η σανιδένια σχεδία έμοιαζε τεράστια . Χωρίς κάγκελα η σκοινιά γύρω της. Έτσι, ελεύθερη εξέδρα πάνω στο απειλητικό μαύρο του ποταμού, που ορμούσε απελπισμένα να την καταπιεί και σαν Αχέροντας να την οδηγήσει στα έγκατα της παλιάς λίμνης, που θάφτηκε στην αποξήρανση πριν εκατό χρόνια, μα που συνέχιζε να ζει κάτω από βαριά χωμάτινα στρώματα, με μια καρδιά βυσσινί, τεράστια, να χτυπά ασταμάτητα στο κέντρο του βάλτου και σαν άλλη Αχερουσία να την τραβήξει μέχρι τις Πύλες του Άδη μαζί με τις ψυχές των τριών γιαγιάδων μου που καθόταν έντρομες πάνω στο κάρο με την σχεδία. Με τα φουσκωτά, μακριά μαύρα φουστάνια πάνω στα άλικα μάλλινα υφαντά, κοίταζαν με δέος μια το μαύρο νερό και μια τον απόκοσμο περαστή, που είχε πάρει τον οβολό του για να ανεβάσει στο καράβι του, τα δυο μαύρα άλογα , το κάρο, τις τρεις μαυροντυμένες γιαγιάδες, τον μπάρμπα μου και μένα. Ο μπάρμπας μου ήταν ο μόνος που κατέβηκε από το κάρο και όρθιος μπροστά ,κρατούσε σοβαρός σφικτά τα χαλινάρια των αλόγων, που ρουθούνιζαν ανήσυχα, χλιμίντριζαν, αντιστέκονταν ,μα ο μπάρμπας μου τα κοίταζε μέσα στα μάτια, κάτι τους έλεγε, τα καθησύχαζε κάπως και έκανε νοήματα στις γιαγιάδες «Μην σηκωθεί το παιδί και τρομάξουν περισσότερο» Αυτές δεν μιλούσαν, μόνο κοίταζαν σκιαγμένες και κίτρινες σαν λεμόνια μια την γυαλάδα του ιδρώτα πάνω στο πετσί των αλόγων και μια την γυαλάδα του καθρέπτη του ποταμού, καθώς άστραφτε και έλαμπε κατά διαστήματα στον ήλιο από την αντανάκλαση του νερού. Οι γιαγιάδες αλαφροΐσκιωτες φοβόταν πάντα την περιπλάνηση, τον διάβολο και τους καθρέπτες την νύχτα. Για αυτό τους σκέπαζαν κάθε βράδυ, την ίδια ώρα με μεγάλες μπαμπακερές πετσέτες και τους ξεσκέπαζαν το πρωί πριν ξεκινήσουν να καθαρίζουν τα μαυρισμένα λαμπογιάλια που βίδωναν τέλεια πάνω στις γυάλινες βάσεις πετρελαίου και που εδώ και ένα χρόνο έσπαζαν ανεξήγητα καθημερινά μέσα στις χούφτες τους. Και αφού είχε έρθει ο παπάς και είχε διαβάσει επανωτά ευχέλαια , και δεν μπορούσαν να βρουν την αιτία ,σκέφτηκαν πως η καινούργια νύφη έφταιγε για αυτή την γουρσουζιά.

Ο περαστής μας κατέβασε όπως μας ανέβασε. Άγριος και αμίλητος. Όταν μετά τρεις μέρες ήρθε η ώρα της επιστροφής γυρίσαμε από άλλο δρόμο, μακρινό, πάρα πολύ μακρινό και περάσαμε πάλι το ποτάμι ,αλλά πάνω από γέφυρα. Ούτε να ακούσουν ξανά οι γιαγιάδες για το καράβι.

 

* Η Κατερίνα Σημηντήρα γεννήθηκε στα Κύμινα Θεσσαλονίκης.Έχουν δημοσιευθεί ποιήματα της, από τις εκδόσεις Όστρια με τίτλο«Εξαίσιές ωδές μιας μυστικής πορείας» το Νοέμβριο του 2013. Και από τις εκδόσεις Μανδραγόρα με τίτλο «δυτικά της Σαπφούς» τον Μάιο του 2015. Ποιήματα έχουν δημοσιευτεί ,στο περιοδικό Μανδραγόρας, στα ηλεκτρονικά περιοδικά Staxtes.com, Frear.gr, Θράκα, Atunispoetry.com και σε πολλά λογοτεχνικά blogs.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top