Fractal

Διήγημα: «Στο σταυροδρόμι των δυο κόσμων»

Γράφει η Κατερίνα Μαυρομάτη // *

 

f6

 Πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό διηγήματος ΦantastiCon** που διοργάνωσε η Ελληνοαμερικάνικη Ένωση στην Αθήνα. (Οκτώβρης 2015)

 

Η μάνα άνοιξε την ντουλάπα κι έβγαλε τα καλά ρούχα των κοριτσιών της. Είχε ήδη μπουγαδιάσει τους άσπρους γιακάδες και τους είχε σιδερώσει με περισσή φροντίδα, παρά την πίεση του χρόνου. Προσθέτοντας συνεχώς σπασμένα κάρβουνα στο βαρύ σίδερο, πατούσε επίμονα τις δαντέλες για να μην πετάγονται στις άκρες. Τις έντυσε με τα φορεματάκια τους, μπλε σαξ με άσπρα κουμπιά στο μπροστινό μέρος, ίδια και για τις δυο, καθότι δίδυμες, τους φόρεσε τις κάλτσες τους, μακριές και ζεστές γιατί ήταν Δεκέμβρης, και τους έβαλε τα καινούρια τους μποτάκια που τους είχε αγοράσει για τα Χριστούγεννα. Σαν παρανομία τα φόρεσαν πριν την ώρα τους. Ο φωτογράφος είχε ήδη καταφθάσει με το ξύλινο τρίποδό του και τη μηχανή του με το μαύρο πανί, καθόλου χαρούμενος εξοπλισμός για παιδικά πορτραίτα. Η μάνα χτένισε τα μαλλιά των κοριτσιών που τα είχε πλυμένα με μοσχοσάπουνο και έκανε χωρίστρα στη μέση, φτιάχνοντας πλεξούδες στεφάνι που τις στερέωσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού με τσιμπιδάκια. Ένα χτένισμα που ανέδυε σεμνότητα, για καθωσπρέπει κορίτσια, όπως το επέβαλε η περίσταση. Όλα με βιάση τα έκανε, νιώθοντας εκείνο το γνωστό συνεχές τσίμπημα στην ψυχή της. Τώρα δεν έμενε παρά να πάρουν την πόζα τους. Αγκαλιά με τις αγαπημένες τους κούκλες, δίδυμες κι αυτές, αχώριστες πάντα. Ο φωτογράφος ετοιμάστηκε για τη δημιουργία του και από μέσα του ευγνωμονούσε την πρόσφατη ανακάλυψη της φωτογραφικής τέχνης, που επέτρεπε την αποφυγή της χρονοβόρας διαδικασίας της προσωπογραφίας. Η μάνα διέταξε τη μια της κόρη να γονατίσει ακουμπώντας τον αγκώνα της στη ράχη του ανάκλιντρου. Όλος ο χώρος παρέμενε για το άλλο κορίτσι, που θα το ξάπλωνε εκεί με πάσα τρυφεράδα, λες και μόνο εκείνο είχε δικαίωμα σ’ ένα θρόνο. Της έβαλε το ένα πόδι διπλωμένο πάνω στο μαλακό ανάκλιντρο και άφησε το άλλο να κρέμεται φυσικά προς τα κάτω. Της έδωσε στην αγκαλιά την κούκλα της, να την κρατά σαν στοργική μανούλα, της ίσιωνε το φουστάνι, της έφτιαχνε την κουάφ. Η μάνα φαινόταν να νοιάζεται περισσότερο για το ένα της κορίτσι, την αρωμάτιζε συνεχώς με κολόνια και την χαϊδολογούσε. Ο φωτογράφος μόλις τέλειωσε, έβαλε την τάπα στο φακό και μάζεψε το μακάβριο τετράγωνο κουτί του για να φύγει. Η γυναίκα τότε πήρε το άψυχο κορμάκι της κόρης της από το ανάκλιντρο και το έβαλε μέσα στο φέρετρο. Η κηδεία θα γινόταν σε λίγη ώρα.

Προτού βγει από το σπίτι ο φωτογράφος δεν άντεξε και ρώτησε: “Αλήθεια, δε σας καταλαβαίνω κυρία! Γιατί επιμένατε να στήσετε το κοριτσάκι σας στη ράχη του ανάκλιντρου, αφήνοντας όλο το χώρο κενό, για να βολέψετε εκεί μονάχα μια κούκλα. Και όλο και το τακτοποιούσατε λες και καθόταν εκεί κάποιο φάντασμα. Δεν επιτρέψατε στο παιδάκι να καθίσει και χωρίς δεύτερη κουβέντα, κρατούσατε άδειο το ανάκλιντρο, σαν να επρόκειτο να εστιάσω σε μια κούκλα, παρά στο ίδιο σας το παιδί… Μα το Θεό δεν μπορώ να το εξηγήσω. Γιατί το κάνατε αυτό;..” Η γυναίκα δεν απάντησε, αλλά με μια κίνηση του χεριού της, του έδειξε την πόρτα. Εκείνος κουβάλησε έξω τα σύνεργά του, ανίδεα για την παρανοϊκή ιεροτελεστία όπου είχαν συμμετάσχει. Τον ρώτησε πότε θα ήταν έτοιμη η φωτογραφία κι αφού τον ευχαρίστησε ψυχρά, η γυναίκα γύρισε στον γνωστό άγνωστό της κόσμο των πνευμάτων. Ένα κόσμο όπου είχε πια συνηθίσει να ζει, πασκίζοντας ανεπιτυχώς να ξεφύγει.

Στο πρόγευμα έβαζε πάντα δυο κούπες γάλα, σερβίροντας τη δεύτερη χωρίς να προσποιείται, λες και κάποιος θα έπινε από εκεί μέσα. Δυο όμοιες κούπες, μια άδεια θέση στο τραπέζι και ένα βλέμμα καρφωμένο στο “άλλο” της κορίτσι. Στην άμαξα στριμωχνόταν στην άκρη, αφήνοντας χώρο ανάμεσα σ’ εκείνη και στην κόρη της σαν να περίμενε κάποιον να καταλάβει τη θέση. Την έβλεπε πάντα μπροστά της, εκείνη την “κόρη” της, που ανήκε σ΄έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο που η ίδια τον δημιούργησε χωρίς να ξέρει το λόγο. Μια δεύτερη κόρη, πανομοιότυπη με την ζώσα κόρη της, την ακολουθούσε κάθε στιγμή. Χλωμούτσικη, αδέξια, ντροπαλή. Την έπλενε, την χτένιζε, την φρόντιζε ανελλιπώς, χωρίς να νιώθει ότι κάνει κάτι πέρα από τα πρέποντα και τα λογικά. Και κυρίως χωρίς να αισθάνεται ότι γινόταν σκλάβα μιας αλλοπρόσαλλης ψυχικής κατάστασης. Κανένα ίχνος παρανόησης δεν καθόταν πάνω στην ηρεμία του αληθινού κόσμου της. Μέχρι την ώρα του απογεύματος, λίγο πριν τη δύση του ήλιου, που θα την “έβαζε” μέσα στο άσπρο και λουλουδιασμένο φέρετρο για την επικείμενη ταφή, για το “ύστατο” αντίο, που ποτέ του δεν προσαρμοζόταν στην ύστατη υφή του.

Η γυναίκα ζούσε στο σταυροδρόμι δυο κόσμων, αυτού της πραγματικότητας, όπου ένα μόνο κορίτσι είχε, και αυτού της φαντασίας, όπου νόμιζε ότι υπήρχε και ένα δεύτερο, που την ακολουθούσε ενοχικά. Ωστόσο, το ήξερε ότι θα ερχόταν η ώρα που θα έπρεπε να απαλλαγεί από τον κόσμο της τον ανύπαρκτο, φτάνοντας ακόμα και στο έγκλημα. Και μόνο αν σκότωνε την δεύτερή της κόρη, θα ησύχαζε από τον κόσμο των πνευμάτων όπου είχε βουλιάξει για τα καλά. Τελευταία ονειρευόταν συχνά ότι την σκότωνε. Αλλά το πρωί ξυπνούσε κι έτρεχε στην κουζίνα να ετοιμάσει τις δυο κούπες γάλα, να βρει τις καλοσιδερωμένες κορδέλες, ομοιόμορφοι φιόγκοι, άσπροι σαν το καινούριο χιόνι, για τις πλεξούδες της, να της βάλει το φορεματάκι της με τη δαντελένια λαιμόκοψη, χειροποίητη δαντέλα όπως της ταίριαζε. Ώσπου μια νύχτα πήρε την απόφαση. Μια απόφαση που δεν θα άφηνε να της γλιστρήσει μέσα από τα χέρια. Αυτά τα χέρια θα γινόντουσαν το φονικό όπλο για να ξεφύγει από τον κόσμο που τη βασάνιζε. Δε γινόταν να συντηρούσε άλλο μια τρέλα.

Έφτασε η στιγμή. Την άρπαξε από τα μαλλιά, την έσυρε κάτω, έφερε τα χέρια της μέγγενη στον τρυφερό λαιμό της και έσφιγγε, έσφιγγε, ώσπου το κορίτσι ξεψύχησε. Αυτό ήταν!.. Γιατί παρέμενε τόσον καιρό παγιδευμένη σ’ έναν αδιέξοδο κόσμο; Τόσο απλό να μεταμορφωθεί σε δολοφόνο, να βγει από την αυθάδικη παραίσθηση, την αρρώστια, την πλάνη. Να ελευθερωθεί!

Το άλλο πρωί, έβαλε μόνο μια κούπα γάλα στο τραπέζι. Κάθησε δίπλα στην κόρη της: “ Έλα πιες το γάλα σου… Από σήμερα όλα αλλάζουν. Τώρα πια θα είσαι η μοναδική μου κόρη. Καμιά οπτασία δε θα μπει ποτέ ανάμεσά μας. Ούτε σαν σκιά. Ούτε σαν πόνος. Τέρμα ο κόσμος της τρέλας και της αυταπάτης. Τέρμα ο κόσμος των πνευμάτων… Εσύ κοιμόσουν στο δωμάτιό σου. Εγώ προχώρησα σ’ ένα μακρύ και σκοτεινό τούνελ. Ήταν εκεί. Τη μύρισα! Την άγγιξα. Τι αισθησιακή απόλαυση ένιωσα όταν η αγάπη μου με οδηγούσε να κάνω αυτό που έπρεπε… Κουράστηκα να την κηδεύω καθημερινά. Αναλώνοντας μια ζωή μαζί της, σου στερούσα τη δική σου ζωή. Έπρεπε να φύγει από τη μέση… Να ζούμε ήρεμα πια, χωρίς αδυναμίες και πάθη. Βρέθηκα στο σταυροδρόμι των δυο κόσμων. Και η επιλογή έγινε σωστά. Ένα βαθύ αίσθημα ανακούφισης με κυρίευσε μόλις την έπνιξα… Είμαι περήφανη που το έκανα. Θα μου χρωστάς ευγνωμοσύνη που επιτέλους μείναμε οι δυο μας, σ΄ έναν κόσμο αληθινό. Τι μεγάλη ελευθερία! Τι μεγάλη ελευθερία!… Μα έλα πεις το γάλα σου. Γιατί δεν το πίνεις;”

Την ίδια στιγμή ακούστηκαν απανωτά χτυπήματα στο ρόπτρο. Ανυπόμονα… Με την απορία σαν κύμα θεόρατο που ανέβαινε να την ρουφήξει, πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα. Δυο άντρες στεκόντουσαν στο κατώφλι. Τον έναν τον γνώριζε. Ο άλλος ποιος ήταν; “Αστυνομία… Θα κάνουμε μια έρευνα στο σπίτι σας. Οι γείτονες άκουσαν ουρλιαχτά τη νύχτα”.

Το κορίτσι βρέθηκε στραγγαλισμένο πάνω σ’ ένα παχύ χαλί. “Φύγε, επιτέλους φύγε!.. Άσε με ήσυχη, δεν σε αντέχω πια…” Αυτά είχαν ακούσει οι γείτονες μέσα στην ησυχία της νύχτας. Ο αστυνομικός οδήγησε τη γυναίκα μαζί του, περνώντας τις χειροπέδες στους καρπούς της. Ο άλλος κύριος, κρατούσε στα χέρια του μια φωτογραφία. Την είχε ξεπλύνει, τη στέγνωσε και την έφερνε στη γυναίκα. Ο φωτογράφος με βλέμμα παραφροσύνης, πέταξε τη φωτογραφία στο πάτωμα σαν του έκαψε ξαφνικά τα χέρια. Όταν την εμφάνισε, είδε στο ανάκλιντρο να είναι ξαπλωμένο ένα κορίτσι, ίδιο κι απαράλλακτο με εκείνο το άλλο που είχε γονατίσει προς τα πίσω.

 

* Η Κατερίνα Μαυρομμάτη γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου όπου έζησε μέχρι τα δεκαοκτώ. Σπούδασε Γαλλική φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και έκανε γλωσσολογία στο Παρίσι και λογοτεχνία στην Γκρενόμπλ. Για δέκα χρόνια εργάστηκε ως καθηγήτρια στην Αθήνα. Ασχολήθηκε με την έντυπη δημοσιογραφία, γράφει ποίηση και διηγήματα. Έχουν εκδοθεί δυο μυθιστορήματά της: «Από όνειρο σε όνειρο Αναζητήσεις» και «Η ενοχή των αθώων» Κέδρος. Fantasticon.gr

 

** To 1o Πανελλήνιο Συνέδριο με αποκλειστικό θεματικό περιεχόμενο το Φανταστικό και τίτλο ΦantastiCon 2015 οργανώθηκε στις 3 και 4 Οκτωβρίου στην Αθήνα, στην Ελληνοαμερικάνικη Ένωση, με μεγάλη επιτυχία. Στο διαγωνισμό μικρού διηγήματος οι διαγωνιζόμενοι κλήθηκαν να γράψουν μια σύντομη ιστορία σε θέμα που τους δόθηκε εκείνη την ώρα και σε περιορισμένο χρόνο. Νικήτρια του διαγωνισμού είναι η Κατερίνα Μαυρομμάτη.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top