Fractal

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: «Η πόλη των αθώων» της Κατερίνας Καριζώνη, εκδ. Καστανώτη

 

karizwni1Κεφάλαιο 1

Καπνισμένα πορτοκάλια

 

Ένα παγερό χιονόνερο έπεφτε  στην πόλη απ’ το πρωί. Στα  δέντρα δεν είχε  απομείνει ούτε φύλλο. Τα  είχαν πάρει  όλα  οι  φθινοπωρινοί  βοριάδες μαζί  με τις λιακάδες του καλοκαιριού.  Τα  είχαν  παρασύρει  τα  ποτάμια της βροχής. Μοναχικά πουλιά  τριγύριζαν  στις στέγες και  στα κράσπεδα των δρόμων .Τα  παιδιά  στο  σχολείο  της  οδού  Συγγρού  είχαν συγκεντρωθεί  στην κεντρική  αίθουσα για  την προσευχή. Στέκονταν πειθαρχικά, στοιχημένα σε σειρές, περιμένοντας να  μπουν  στις  τάξεις τους,  όταν  ο  διευθυντής τους ανακοίνωσε  ότι  δεν θα έκαναν μάθημα . Είχε κηρυχθεί πόλεμος .Τα σχολεία θα έκλειναν για κάποιες μέρες, δεν είπε πόσες. Προσπάθησε  να τους εξηγήσει  τι είναι ο πόλεμος, αλλά λίγοι κατάφεραν να τον ακούσουν κι ακόμα λιγότεροι να τον καταλάβουν. Είχε  τόσο άτονη  και βαρετή φωνή που τα λόγια του  έχαναν κάθε ενδιαφέρον. Κι  ο ίδιος είχε βαρεθεί τους λόγους, άλλωστε. Τριάντα  πέντε συναπτά έτη εργαζόταν στην εκπαίδευση, πλησίαζε πια στη σύνταξη. Και να που τώρα τον έβρισκε ο πόλεμος. Κοίταξε  τα παιδιά που τον παρακολουθούσαν αμήχανα.

-Τους  ζυγούς λύσατε, έκανε με ύφος αυστηρό, αλλά τα μάτια του γέμισαν ξαφνικά θλίψη.

Εκείνα βγήκαν απ’ το κτίριο μ’ ένα σούσουρο σαν πουλιά που σκόρπισαν βιαστικά. Η Τασούλα τράβηξε απ’ το χέρι τη Ρίτα,  την αδελφή της,- αν και τέσσερα χρόνια μικρότερη πήγαινε  κι αυτή στο ίδιο σχολείο- και βγήκαν έξω.

Ένα άλογο είχε πέσει εκεί μπροστά. Έσερνε  ένα κάρο φορτωμένο  πορτοκάλια. Κάποιοι  προσπαθούσαν με κόπο να το σηκώσουν. Εκείνο  αγωνιζόταν  να σταθεί στα πόδια του, αλλά γλιστρούσε στο βρεγμένο  κράσπεδο και  ξανάπεφτε, ενώ τα  πορτοκάλια κατρακυλούσαν με θόρυβο  στο δρόμο.

-Μπρρ, έκανε  ο αμαξάς , κεντρίζοντας  το άλογο . Σήκω καλέ, στα πόδια  σου. Σήκω…..

-Ε, θείο, να πάρω ένα  πορτοκάλι , φώναξε  ένα παιδί  στον αμαξά  κι αμέσως ξεθάρρεψαν  και τα άλλα  κι όρμησαν στη διαλυμένη του  πραμάτεια.

-Όχι , μην αγγίξετε τίποτα , ούρλιαξε  ο μανάβης – αμαξάς, άφησε το  άλογο κι  άρχισε να κυνηγάει τους μικρούς κλέφτες.

 

Όλα  έμοιαζαν  με  παράξενη  γιορτή  εκείνο το πρωινό του Δεκεμβρίου του  1940, το άλογο , τα παιδιά, τα πορτοκάλια , ακόμα  και το χιονόνερο  που  γινόταν σιγά -σιγά χιόνι, ακόμα  και  το τσουχτερό κρύο  που  κοκκίνιζε τα  πρόσωπα  κι  έκανε το δέρμα  να σκάζει .Ίσως ο πόλεμος να ήταν μια αλλόκοτη γιορτή, ένα φρικτό  πανηγύρι του θανάτου, μα ποιος το γνώριζε .

-Να πάρουμε κανένα πορτοκάλι, κι εμείς ,φώναξε μ’ ενθουσιασμό  η Ρίτα.

-Να πάρουμε, απάντησε η Τασούλα κι όρμησε  στους εύγευστους καρπούς. Τότε  ακούστηκε  ο  μοιραίος  θόρυβος  απ’ τα σύννεφα . Όλοι σήκωσαν το κεφάλι τους και κοίταξαν ψηλά. Αεροπλάνα  περνούσαν  σε αυστηρούς  σχηματισμούς πάνω  απ’ την  πόλη. Είχαν ζωγραφισμένη την ελληνική σημαία στα πλευρά τους.

-Είναι  δικά μας, ξεφώνισαν  κάποια παιδιά. Δεν το βλέπετε.

-Ναι , είναι δικά μας, φώναξαν και τα άλλα σφυρίζοντας και χειροκροτώντας.

Όμως τα αεροπλάνα δεν ήταν δικά  τους. Ήταν  ιταλικά καμουφλαρισμένα με την ελληνική σημαία. Κι όταν εκείνα το κατάλαβαν, ήταν πια  πολύ αργά. Οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν σαν βροχή, κάτι  βόμβες  εμπρηστικές- όπου χτυπούσαν, η  φωτιά  απλωνόταν  και  κατέκαιγε  τα πάντα-. Οι  άνθρωποι  πανικοβλήθηκαν. Άρχισαν  να  τρέχουν πάνω-κάτω σαν τρελοί , ενώ  οι  σειρήνες  στρίγγλιζαν στην  πόλη. Κάποιοι  προσπάθησαν να μαζέψουν τα παιδιά που περιφέρονταν στους δρόμους, μια γυναίκα σωριάστηκε, δυο κορίτσια τσαλαπατήθηκαν , κάποιοι  φώναζαν τρομοκρατημένοι , άλλοι  έκλαιγαν. Το άλογο όμως   είχε σηκωθεί  περιέργως στα πόδια του και  κάλπαζε σαν  αφηνιασμένο, ενώ  πίσω του  έτρεχε ασθμαίνοντας  ο  μανάβης-αμαξάς.

-Ελάτε  από δω , ελάτε  από  δω, φώναξε ένας οστεώδης γηραιός άντρας στην Τασούλα.

Κατευθυνόταν στη γωνία της Κασσάνδρου με την οδό Γρανικού, σε μια  νεόκτιστη οικοδομή που διέθετε καταφύγιο.

– Αυτό  είναι το πιο σίγουρο  μέρος, συνέχισε. Από  δω κορίτσια……. από δω …….

-Αδελφή , τρέξε, είπε η Τασούλα  στη Ρίτα. Βάλε τα δυνατά σου  να προλάβουμε  να μπούμε κι εμείς.

Αλλά εκείνη δεν μπορούσε  να  τρέξει, γιατί  κούτσαινε. Φορούσε ορθοπεδικά  σίδερα στα πόδια που τη βάραιναν  ακόμα  και στο βάδισμα. Έκανε  μια προσπάθεια,  αλλά  δεν τα κατάφερε  και  σωριάστηκε κάτω.

-Τασούλα, δεν μπορώ να τρέξω, κλαψούρισε. Βοήθησέ με…. σε παρακαλώ.

Εκείνη έσκυψε και τη σήκωσε στα χέρια. Προσπάθησε να τρέξει με την αδελφή της αγκαλιά, αλλά  το βάρος ήταν δυσβάστακτο. Την παράτησε  σε μια γωνιά και το βαλε στα πόδια, ενώ στα αυτιά της ηχούσαν οι  απελπισμένες κραυγές της μικρής. Έτρεχε με την ψυχή στο στόμα, πλησίαζε στο καταφύγιο που είχε γεμίσει ασφυκτικά κι ετοιμαζόταν να μπει με τους τελευταίους, όταν ξαφνικά  κοντοστάθηκε. Γύρισε το κεφάλι κι  έψαξε την αδελφή της. Ένιωσε τύψεις. Δεν έπρεπε να την  εγκαταλείψει. Πώς το έκανε αυτό. Τι θα ‘λεγε στη μάνα της. ………

-Άντε  κορίτσι  μου, μπες, την έσπρωξε κάποιος . Τι  στέκεσαι  στην πόρτα  κι  εμποδίζεις;

Αλλά η Τασούλα δεν έμπαινε. Είχε στυλώσει τα πόδια της και κοίταζε το  δρόμο. Να τρέξει στην αδελφή της, ή να την αφήσει στη μοίρα της. Να κινδυνέψει για χάρη της…. ή να μπει στο καταφύγιο…….. Το  μυαλό της θόλωσε. Η καρδιά της σφίχτηκε.

-Ρίτα… ψιθύρισε.

Με μια ενστικτώδη κίνηση γύρισε επιτόπου και άρχισε να τρέχει προς  το μέρος της. Στο μεταξύ το καταφύγιο γέμισε και η πόρτα  έκλεισε. Δεν είχε πια ελπίδα επιστροφής. Έτρεχε  τώρα μόνη στον έρημο δρόμο που είχε  σκεπαστεί απ’ τους καπνούς. Δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα.

-Ρίτα πού είσαι; έψαξε με αγωνία την αδελφή της. Ρίτααααααααααα, φώναξε… Ρίτααααα…………………………..

Και ξαφνικά τη διέκρινε από μακριά  κουβαριασμένη πίσω απ’ τις σιδεριές των ποδιών της. Είχε κρύψει το πρόσωπό της στις παλάμες και έκλαιγε. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σωθεί. Ήταν ακόμα στο ίδιο μέρος που την είχε αφήσει. Την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. Της έπιασε το χέρι . Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της.

-Ήρθες Τασούλα, ψιθύρισε. Ήρθες… αδελφή, χώθηκε τρέμοντας στην αγκαλιά της.

-Να ξέρεις, δεν θα σ’ εγκαταλείψω ποτέ. Ό,τι κι αν συμβεί… θα είμαστε πάντα  μαζί, την αγκάλιασε σφιχτά και στριμώχθηκαν και οι δυο σε μια γωνιά.

Παρατηρούσαν τώρα σιωπηλές τη Θεσσαλονίκη να φωτίζεται απ’ τις  φλεγόμενες βόμβες και μετά να σκοτεινιάζει. Τα σπίτια γκρεμίζονταν σαν τραπουλόχαρτα, οι  πέτρες κατρακυλούσαν στο έδαφος που μούγκριζε, τα κτίρια έχαναν το γνώριμο σχήμα τους, η άγρια γεωμετρία του πολέμου κυρίευε την πόλη.

-Η μάνα, ο μπαμπάς, πού είναι άραγε; αναρωτήθηκε η Ρίτα.

Λες να σκοτώθηκαν;

-Μπα… Θα μας ψάχνουν.

-Λες να σκοτωθούμε εμείς;

-Δεν ξέρω.

Ένας νεαρός άντρας κοντοστάθηκε μπροστά τους. Φορούσε το περιβραχιόνιο του Ερυθρού Σταυρού. Τις κοίταξε παραξενεμένος.

-Γιατί δεν είστε σε καταφύγιο; ρώτησε.

-Δεν προλάβαμε…. να μπούμε.

-Εδώ κινδυνεύετε.

Εκείνες σήκωσαν αμήχανες  τους ώμους τους.

Ελάτε μαζί μου, ετοιμάστηκε να πει, αλλά την ίδια στιγμή τον σταμάτησε  ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Μια  βόμβα είχε πέσει στο τέλος του δρόμου, εκεί που βρισκόταν το καταφύγιο της Κασσάνδρου. Η πολυκατοικία κατέρρευσε και όσοι είχαν καταφύγει εκεί μέσα, βρήκαν φρικτό θάνατο. Οι δυο κοπέλες πετάχτηκαν όρθιες  και  κοίταξαν το κτίριο  που  είχε  μετατραπεί σε σωρό ερειπίων και κάπνιζε.

-Ρίτα, μου έσωσες τη ζωή, ψιθύρισε μουδιασμένη η Τασούλα. Σώθηκα γιατί γύρισα να σε  πάρω. Αν έμπαινα στο καταφύγιο θα ήμουν τώρα νεκρή. Αν μπαίναμε κι οι δυο μας, δεν θα ζούσαμε.

-Καλά που γύρισες, Τασούλα, έκανε εκείνη τρέμοντας. Καλά που γύρισες, αδερφούλα μου, σφίχτηκε πάλι στην αγκαλιά της. Είδες γλιτώσαμε, γλιτώσαμε κι οι δυο, επανέλαβε με ψιθυριστή φωνή.

 

Αυτός ήταν ο πόλεμος, λοιπόν. Αυτό προσπαθούσε να τους εξηγήσει  ο διευθυντής του σχολείου μ’ εκείνη την άχρωμη και βραχνή φωνή  που θύμιζε γερο-βάτραχο και  κανείς δεν τον πρόσεχε. Πώς να τα πεις όμως  όλα αυτά με λίγες λέξεις; Πώς να περιγράψεις τη  φρίκη σε δυο  τρεις σειρές. Τώρα συνειδητοποιούσαν τι  σήμαινε πόλεμος- ίσως όχι καλά ακόμα.

Γύρω τους η πόλη αγνώριστη, ο ουρανός πένθιμος, η θάλασσα γκρίζα και άρρωστη. Άνθρωποι ξεπρόβαλαν απ’ τα καταφύγια, σαν τυφλοπόντικες που αναδύονταν απ’ τις τρύπες τους. Κάποιοι  κείτονταν στα πεζοδρόμια νεκροί. Μια περίεργη σιωπή είχε απλωθεί  στους δρόμους. Ο βομβαρδισμός είχε σταματήσει.

Τα δυο κορίτσια πιάστηκαν απ’ το χέρι και τράβηξαν για το σπίτι τους. Λίγα μέτρα παρακάτω αντίκρισαν το άλογο σωριασμένο στην άσφαλτο, άψυχο και τον μανάβη-αμαξά  ξαπλωμένο ανάμεσα στα  πορτοκάλια που είχαν σκορπίσει. Δεν θέλησαν να τα αγγίξουν. Ήταν καπνισμένα και μύριζαν θάνατο. Ο αέρας φυσούσε και έδιωχνε τους καπνούς  απ’ τα βομβαρδισμένα κτίρια . Τους έπαιρνε πάνω απ’ την πόλη, πάνω απ’ τη  φουρτουνιασμένη θάλασσα. Από τις τρομαγμένες ψυχές όμως δεν μπορούσε να τους πάρει. Ούτε απ’ τις μνήμες, εκεί τα πράγματα ήταν ακόμα δυσκολότερα.

 

Περίληψη:

 

O Κώστας Καζαντζόγλου, πρόσφυγας από την Ανατολική Θράκη, εγκαθίσταται στα χρόνια της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη, σε μια πόλη στοιχειωμένη από την πείνα, τα τάγματα ασφαλείας, τις διώξεις των αριστερών και των Εβραίων. Εκεί ανοίγει υποδηματοποιείο και το μετατρέπει σύντομα σε γιάφκα της Αντίστασης. Συναντιέται με τον φοιτητή Άρη Αναγνωστάκο και οργανώνουν μαζί τον πολιτικό αγώνα τους. Ο Άρης ερωτεύεται την Τασούλα, τη μεγάλη κόρη του Καζαντζόγλου – έρωτας που θα περάσει μέσα από τις φλόγες του πολέμου και θα δοκιμαστεί. Τον ίδιο καιρό στο Άγιον Όρος μια σκοτεινή υπόθεση εκτυλίσσεται. Μια αποστολή των Ναζί αναζητεί θησαυρούς – ανάμεσά τους και το Άγιο Δισκοπότηρο. Ο επικεφαλής της όμως, βυζαντινολόγος Φραντς Ντέλγκερ, εγκλωβίζεται στον μυστηριώδη κόσμο του Άθωνα, καθώς έρχεται αντιμέτωπος με το θρύλο των «αόρατων ασκητών».
Η Πόλη των αθώων βασίζεται σε ιστορίες αληθινές, σε μαρτυρίες που προέρχονται από τους τελευταίους ζώντες αντιστασιακούς της Θεσσαλονίκης. Ταξιδεύοντας στη σκοτεινή ήπειρο της μνήμης, αναδεικνύει τον αγώνα των αφανών ανθρώπων που έγραψαν τη νεότερη ιστορία. Ταυτόχρονα φωτίζει από διαφορετικές γωνίες το σκληρό πρόσωπο της δεκαετίας του ’40, αγγίζοντας και θέματα που παραμένουν έως σήμερα ταμπού.

 

karizwni2Η Κατερίνα Καριζώνη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου φοίτησε στη Γερμανική Σχολή. Σπούδασε οικονομικά και είναι διδάκτορας των Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ. Εργάστηκε επί δεκαπέντε χρόνια στην Εθνική Τράπεζα. Έχει εκδώσει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, διη­γή­μα­τα, ποιητικά βιβλία, ιστορικά λευκώματα και βιβλία για παιδιά.

Μυθιστορήματα: Ο άγγελός μου ήταν έκπτωτος (1997), Βαλς στην ομίχλη (2001, νέα έκδοση ξαναδουλεμένη 2014), Τσάι με τον Καβάφη (2004), Mεγάλο Aλγέρι (2006), Ο χάρτης των ονείρων (2011), Το τραγούδι του ευνούχου (2013), Η πόλη των αθώων (2016). Διηγήματα: Ο Μονόφθαλμος και άλλες πειρατικές ιστορίες (2009).

Ποίηση: Πρωτοβρόχια (1969), Διαστάσεις(1972), Πινόκιο (1975), Αναπάντεχο καλοκαίρι (1978), Τσάι και μυθολογία (1985),Πανσέληνος στην οδό Φράγκων (1990), Τα παγώνια της Μονής Βλατάδων (1992), Ο ράφτης Ραντοσλάβ από το 1470 (2001), Το θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη(ανθολογία, 2006), Ρεσάλτο (2009). Ιστορικά λευκώματα (συμμετοχή): Θεσσαλονίκη και Εθνική Τράπεζα (1989) και Πειρατεία στη Μάνη και στη Μεσόγειο (2010). Βιβλία για παιδιά: Χίλιες και μία νύχτες των Βαλκανίων (1989), Ο Σαίξπηρ σε 7+2 παραμύθια (1990), Η δίκη των παραμυθιών (1992), Το ταξίδι του αυτοκράτορα με το χαμένο πρόσωπο (1993), Παραμύθια από τις όπερες (1997), Το ταξίδι των παραμυθιών (1998), Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα ξέφωτο του δάσους (2005), Ο μαγικός αυλός (2005). Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά δημοσιεύοντας κριτικά σημειώματα, δοκίμια και λογοτεχνικά κείμενα. Το 1991 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου για το βιβλίο τηςΧίλιες και μία νύχτες των Βαλκανίων. Το 2009 απέσπασε το βραβείο του περιοδικού Αυλαία για το σύνολο του έργου της. Κείμενα και ποιήματά της μεταφράστηκαν στις βαλκανικές γλώσσες, στα γερμανικά, τα αγγλικά και τα πολωνικά, ενώ το Ο Μονόφθαλμος και άλλες πειρατικές ιστορίες μεταφράζεται στα αραβικά. Ποιήματά της μελοποιήθηκαν από τον Μιχάλη Γρηγορίου και ερμηνεύτηκαν από τη Σαββίνα Γιαννάτου. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.

Μπλογκ: karizoni.blogspot.com

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top