Fractal

Διήγημα: “Μια αληθινή ιστορία”

Της Κατερίνας Κανάκη Αξούγκα //

 

f3

 

 

«Στενός ο δρόμος -τον πλατύ δεν γνώρισα ποτέ
ανίσως κι ήταν μια φορά μονάχα
τότες που σε φιλούσα κι άκουα θάλασσα…….
Ιωάννης των ερώτων
μπρούμυτα
στις κουβέρτες κρεβατιού επαρχιακού ξενοδοχείου……
Προς τί προς τί να ’σαι άνθρωπος…..
εξόν κι αν έχεις ώτα ακούειν
μη φοβού ά μέλλεις πάσχειν….»
 
Μαρία Νεφέλη , Οδ. Ελύτης

 

Συναντήθηκαν μέσα από ένα μικρόφωνο, από τις συντονισμένες τους ανάγκες και τον άκρατο ερωτισμό τους. Με χαμηλόφωνους ερωτικούς μινυρισμούς ξοδιάζανε τον έρωτα, νύμφες αχόρταγες οι επιθυμίες τους.

Εκείνη έκανε απαλές εκπομπές στο αυτί του, παλλόμενη χορδή μιας υπνωτιζόμενης βαρβίτου πάνω απ’ τον ώμο του, στενάζοντας και μυρώνοντας το σώμα του. Εκείνος πάλι, της έστελνε μέσα από την ασημένια του χαίτη τους λιονταρίσιους ερωτικούς βρυχηθμούς του, πείθοντας τον εαυτό του, πως στο λυκόφως της ζωής του, παρέμενε ο μεγάλος Εραστής. Η υποδοχή δεν ήταν πάντα η προβλεπόμενη… μα το κάθε «ταξίδι» ανεξίτηλο στη μνήμη της.

Θα σφάζονταν αν βρίσκονταν πάνω σ’ ένα κρεβάτι για πρώτη και για τελευταία φορά. Οι διάλογοί τους ήταν ένας ανελέητος ερωτικός ανταγωνισμός. Μα ήξεραν πως δε θα το ’καναν ποτέ! Φοβόντουσαν την εικόνα του ίδιου τους του εαυτού, γοητευμένου στην αχλή του ιδεατού τους κόσμου.

Φόρεσε ένα μακρύ λευκό φουστάνι με βαθύ ντεκολτέ, μάζεψε τα κόκκινα μαλλιά της κότσο, γυαλιά μαύρα να κρύβει τα μάτια της και πήρε το μετρό. Θα πήγαινε στη Γκαλερί απόψε που εκείνος είχε εκπομπή. Έτσι θα ήταν μόνη της και θα κοιτούσε τους πίνακές του με την ησυχία της. Είχε τόσο όμορφα χέρια. Χέρια πιανίστα.. Τα ’χε δει στο διαδίκτυο. Έγινε η αναρριχόμενη μελαγχολία τους μέσα στον ίλιγγο των τσιγάρων του.

Διάβηκε το κατώφλι της αίθουσας, απόγευμα Σαββάτου. Οι επισκέπτες ήταν λίγοι, τα έργα, ιερογραφίες πνιγμένες στο φως και αφαιρετικές μορφές σε μαύρο-άσπρο, αναρτημένα στους τοίχους. Το φουστάνι της θρόιζε απαλά στα πόδια της, καθώς άλλαζε στάση, ακολουθώντας τον περιπολεύοντα νου της και τις αφυπνισμένες αισθήσεις της, αφήνοντας ένα διακριτικό άρωμα από γιασεμί που πάντα αγαπούσε. Οι τιμές ήταν απρόσιτες για το φτωχό της βαλάντιο. Το δημοσιοϋπαλληλίκι έγινε κατάρα στους καιρούς της Κρίσης για μια ασήμαντη καθηγήτρια επαρχιακού σχολείου.

Έτρεμε ελαφρά… Οι πίνακες ανέδιδαν μια ισχυρή προσωπικότητα και εκείνη ήταν αέρινη, εύθραυστη, απαλή σαν το ρυζόχαρτο -έτσι την αποκάλεσε ένα βράδυ- χαρακτηρίζοντας τον απρόσμενο ερχομό της στα ραδιοκύματα. Παρατηρώντας τα δημιουργήματά του, ένιωσε «ορώσα» και «ορώμενη», εγκλωβισμένη στο εκάστοτε θέμα, με τα βλέμματα τους να διασταυρώνονται σε μια περιφλεγή περιχώρηση, για ν’ απελευθερωθεί εξισορροπούμενη μέσα από την πολλαπλότητα των πεδίων φυγής, που ο καλλιτέχνης διέγραφε στην επιφάνεια.

Κινήθηκε προς την Έξοδο. Έψαξε για το βιβλίο επισκεπτών και έγραψε:

– Ήρθα… Ακατάπαυστη ανάβαση η ευχή μου.. Άκουσα πως ο Έρωτας είναι μελαγχολικός στην Κρήτη, μα εγώ, Ιέρεια ξυπόλητη, σου χόρεψα την αγιοσύνη του… «Αρετούσα».

Βγήκε δακρυσμένη από το χώρο του. Όλα στη ζωή της ερχόταν πάντα στην ακατάλληλη στιγμή. Κατευθύνθηκε στο παρκάκι της Ριζαρείου και κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Το κορμί της πονούσε από πόθο. Ο Φρόιντ είχε πει πολλά άστοχα, σ’ ένα όμως είχε δίκιο, υποστήριζε με θέρμη ειδήμων της παρέας της: «Ο άνθρωπος δημιούργησε τον Πολιτισμό για να ικανοποιήσει το ερωτικό του ένστικτο!»

Τα χείλη της στράβωσαν σ’ ένα σαρκαστικό καγχασμό, καθώς η σκέψη της ανέδυε τον πρότερο λόγο, μα εκείνη προχώρησε βαθύτερα, αρνούμενη να δεχθεί ως εξήγηση μοναδική το παραπάνω επιχείρημα.

Κάθε έκφραση Καλλιτεχνίας ήταν εισόρμηση στην Αθανασία! Οι προσωπικές της αναζητήσεις συνέπλεαν με τα λόγια σοφού γέροντα, λόγιου και στοχαστή, βαθύ γνώστη των εσώτερων καταδύσεων στην «άβυσσο» της ανθρώπινης ύπαρξης, μα και εξαιρετικού ζωγράφου στο Παρίσι την εποχή του μεσοπολέμου. Κατ’ εκείνον, στα βάθη του ανθρώπινου πνεύματος ζει ακέρια η «οντολογική διαμαρτυρία» για το Παράλογο του θανάτου. Δεν είναι ο φόβος τόσο μη χάσουμε αυτήν τη σύντομη ζωή, γεμάτη από ανόητη πάλη και βάσανα, όσο ακριβώς η μη παραδοχή του παραλογισμού όλων εκείνων που υπάρχουν μέσα στον κόσμο, αν δεν υπάρχει ζωή άλλης τάξεως, γεμάτη με αμάραντη Θεία αγάπη.

Θυμήθηκε τα λόγια του Πούσκιν: Όχι, ολόκληρος δε θα πεθάνω. Η ψυχή σα μύχια λύρα διαλαλεί ότι Το λείψανό μου θα επιζήσει Και τη φθορά θα αποφύγει…..

Άφησε το παγκάκι της και βγήκε στη Βασιλίσσης Σοφίας. Άγνωστη μέσα στο πλήθος παρατηρούσε τα πρόσωπα των ανθρώπων. Μια προσευχή συμπόνιας άρχισε να αναδύεται μέσα της για τα πλάσματα που την προσπερνούσαν και για τον καλλιτέχνη που άφηνε πίσω της, να παλεύει ανάμεσα στο σκότος και το φως. Άραγε τι θα έμενε, αν αφαιρούσαν από τον άνθρωπο αυτήν την τραγική πάλη, όταν πολλοί μεγαλοφυείς συγγραφείς μπορούν να δημιουργήσουν χάρη σ’ αυτήν τη συγκρουσιακή κατάσταση; Πώς θα μπορούσε το κενό τους να καλυφθεί; Μόνο η Αγάπη μπορεί να δημιουργήσει μια θεϊκή αρμονία, γεμίζοντας το κενό, με το να γίνεται κανείς Πρόσωπο μέσω μιας προσευχόμενης συμπόνιας για όλο τον κόσμο. Τότε γίνεται θεατής άλλων δυνατοτήτων, ώστε ως Πρόσωπο να επιζεί αιώνια. Θυμήθηκε τον Παπαδιαμάντη, τον αγαπημένο της Ντοστογιέφσκι…

Ευχαρίστησε μυστικά τον καλλιτέχνη της, που η «κραυγή» του ως ρομφαία διαπέρασε το δικό της άπειρο. Το φουστάνι της, κάτασπρο και αέρινο, την απογείωνε απαστράπτουσα κι ακαταμάχητη μέσα στην ερεβώδη πολιτεία.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top