Fractal

Διήγημα: «NOCTURNO»

της Κατερίνας Κανάκη Αξούγκα //

 

 

f24

 

Το κουδούνι της εξωτερικής εισόδου άφησε ένα χαμηλόφωνο συνθηματικό «μπιπ» στη νεόχτιστη οικοδομή. Το ριγέ πουκάμισο έμοιαζε κολλημένο στο κορμί του καθώς ανέβαινε το τελευταίο σκαλοπάτι του πρώτου ορόφου. Σαν χθες αναγνώρισε το βλέμμα της στην αντανάκλαση του τζαμιού στο καφενεδάκι της πλατείας. Χρόνια ονειρευόταν τη φιγούρα της να απομακρύνεται πίσω από το γιαπί της χαμένης δεκαετίας. Αμήχανοι, μέσα σ’ ένα στροβιλισμό από κίτρινα, κόκκινα, καφέ φύλλα του Φθινοπώρου, αντάλλαξαν χειραψία. Με τη συνδρομή ενόχου μειδιάματος εκείνη άφησε τις πιέτες του φουστανιού της να σηκωθούν στο ελαφρύ αεράκι, ενώ μια ατίθαση τούφα έβρισκε τη θέση της πίσω από το αυτί της με τρεμάμενα δάχτυλα.

Έδωσαν ραντεβού στις 12 νυχτερινή.

Για ’κείνον άναψε το φαναράκι που της είχε αγοράσει παλιά από ένα ταξίδι του στην Πράγα δίπλα στα ισχνόφωτα κεριά της. Έστησε με μαεστρία τους τεχνητούς θόλους των ψευδαισθήσεων και περίμενε μέσα στη λεπτή νυχτικιά της την επίσκεψη. Στο δόχι ξεπρόβαλε ακόμη πιο λεπτή η αέρινη φιγούρα της καθώς με φωνή τρυφερή του είπε: «πέρασε μέσα».

Την πήρε αγκαλιά, όπως τότε…. Το στήθος της τόξευε ακόμη του πόθου του το στερέωμα. Στο αυλάκι του χαραγμένος ανεξίτηλα ο λυγμός της ματαιότητας. Στην εύθραυστη σιγή άκουσε ξανά τον ψιθυρισμό από το κλείσιμο των βλεφάρων της, ως απόδειξη ενθάρρυνσης γι’ αυτό που του επέβαλε η στιγμή να κάνει. Παραδομένη ολικά στη γλυκύτητα της λιποθυμίας άφησε χαλαρό πάνω στα χέρια του το άψογο σώμα. Ζαλισμένοι αφέθηκαν στην έκσταση της ερωτικής αποκάλυψης……

Το ρολόι του τοίχου, ασάλευτα, μαθηματικά, όπως πάντα, μετρούσε τις στιγμές του χρόνου. Ανάλαφρος κοιτούσε στο σύφεγγο των χλωμών κεριών τις λεπτές ρυτίδες γύρω από τα αγαπημένα πολύ σε ’κείνον βλέφαρα. Ίσως έπρεπε ν’ αντισταθεί, ίσως έπρεπε να ενδώσει, ίσως και να μην είχε τίποτα για να δώσει…

Χρόνια πριν, έστηναν πρωταγωνιστές το δικό τους θέατρο παραλόγου, ντυμένοι το ρόλο του εαυτού τους, αυτός ένα ψέμα και ’κείνη ένα άλλο, όταν ακόμη φρέσκες οι μορφές υπέκυπταν στο ωραίο ανθρώπινο λάθος. Τώρα μόνοι τους, ήταν ο καθένας τους ηγεμόνας στης ουτοπίας του το βασίλειο. Εκείνος βυθισμένος στα αποφθέγματα του αδιάκοπου στοχασμού του, εκείνη στη μήτρα του βυθού της να ενσταλάζουν καρτερικά το σπέρμα τους οι χειμώνες..

Ήρθε το χάραμα. Σηκώθηκε. Κινήσεις άχαρες. Άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα ασήμαντα καθημερινά του βιώματα. Ένα πακέτο τσιγάρα, το κινητό, το στυλό που του ’πεσε από τη μέσα τσέπη του σακακιού.

– Ξέχασες κάτι; ψιθύρισε

– Ναι! Ξέχασα ότι πρέπει να φύγω.

Σήκωσε τα πέτα στο πανωφόρι και σταυρώνοντας τα μπράτσα μπροστά του έκρυψε το ρίγος της ψυχής του. Οι πλάκες απορροφούσαν τον κραδασμό από τις βαριές του σόλες. Τάχυνε το βήμα. Οι χθεσινές περιπολίες στον ουρανό από πουλιά που άντεχαν στην τσιμενταρισμένη πόλη διατηρούσαν αμείωτη την απειλή της βροχής. Άδειασε η πλατεία από τα νοήματα… Πινελιές απλές πάνω στα χρώματα, κίτρινο, γκρίζο και καφετί.

Και ένα αναμνήσεως κόκκινο απ’ το φιλί….

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top