Fractal

✔ Κατερίνα Γώγου: Ερινύες που ποιήματα γίνονται [η τελευταία συνέντευξη]

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

 

Διαβάστε επίσης τη συνέντευξη: ✔ Κατερίνα Γώγου «Η Κατερίνα έπαιζε με το θάνατο από παιδί…»

[Δημοσιεύονται και οι δυο στο καινούργιο βιβλίο Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται μόνος του» που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε εξαιρετική επιμέλεια της Ευτυχίας Παναγιώτου]

 

 

Η τύχη τα ‘φερε έτσι να αισθάνομαι ένοχη και για τις δυο. Για την Κατερίνα, επειδή δεν την «άκουσα» σ’ εκείνη εκεί την συνέντευξη που απέμεινε έτσι στο μαγνητόφωνο φυλακισμένη χρόνια μετά. Την είχα συναντήσει πριν από τις εμφανίσεις της στο Ρόδον [που δεν έγιναν τελικά] για τελευταία φορά. Είχαμε πει τα πάντα: για το κοινό τροτσκιστικό μας παρελθόν, για την σωτήρια ποιητική διαδρομή της, για τον Χριστό και για το Ράδιο-Κιβωτό. Για τον εκδότη της που έχε ένστικτο, για το φεμινιστικό κίνημα που είναι «Θολούρα» σαν το ποίημα, για τη μοναξιά της πρωτοπορίας και για την αυτοβιογραφία της «Με λένε Οδύσσεια» που είναι ταφόπλακα τελικά. «Σε ένα χρόνο δεν θα υπάρχω» το είχε πει και το θυμάμαι ακόμα καλά τόσα πολλά χρόνια μετά.

Το θυμήθηκα τη μέρα του θανάτου της. «Μου το είχε πει» τους το είπα, κλαίγοντας τέλειωσα ένα μέρος της παλιάς μας κουβέντας, και το δημοσίευσαν πια. Έκτοτε, δεν την ξανάκουσα σ’ αυτή την κασέτα, χρειάζεται τεχνική για να επιζήσεις, μέχρι που ξαναμπήκε στη ζωή μου, η Μυρτώ, η κόρη της. Μέσα από την ποίησή της ξαναβρήκα την Κατερίνα, έτσι μου φάνηκε. Τα είπαμε, τα ξαναείπαμε και την περίμενα αλλά και πάλι αργά.

Μόλις φέτος αποφάσισα να αναμετρηθώ με τις ενοχές μου. Κατάφερα να ξανακούσω επιτέλους τη ζωντανή φωνή της Κατερίνας, από το 1992 μέχρι σήμερα, πόσα χρόνια μετά;

 

 

«Το όνομά μου βγαίνει από το όνομα του μεγαλύτερου κινδυνευτή της πατρίδας μου. Με λένε Οδύσσεια». Ύστερα… κενό κι ύστερα πάλι «Καταμεσίς της θάλασσας χωρίς σκαρί, χωρίς συντρόφους και πανί, χωρίς εμένα γυρισμό, μόνο να ταξιδεύω». Αυτή είναι η πρώτη σελίδα της αυτοβιογραφίας.»

 

 

-Κατερίνα, θα είναι αυτοβιογραφικό και το πρώτο σου πεζό;

Θα είναι και το έβδομο βιβλίο, η εκδοτική επιστροφή μου στον Καστανιώτη, μια ποιητική αυτοβιογραφία. Τίτλος του «Με λένε Οδύσσεια». Κάτι πολύ δύσκολο για μένα, που πάντα πίστευα ότι, όταν κάποιος γράφει αυτό που έχουν ονομάσει αυτοβιογραφία, είναι και η ταφόπλακά του. Εφόσον δίνει τον εαυτό του προς τα έξω. Δίνει λεπτομέρειες στο «αδηφάγο κοινό». Όμως, η αυτοβιογραφία μου δε θα έχει ίχνος κουτσομπολιού.

Βέβαια, θα αναφέρομαι στον Παύλο Τάσσιο που ήταν άντρας μου και ο πατέρας του παιδιού μου και αν κάπου είναι να γράψω σκληρά, θα το γράψω. Ένα είναι σίγουρο. Και σ’ αυτό το βιβλίο θα είμαι έντιμη. Επίσης αποκλείεται να μη μου βγούνε ποιήματα. Αλλά ναι είναι η πρώτη φορά που γράφω πεζό.

 

-Κι αυτό είναι αλλιώς;

Η λογοτεχνία θέλοντας να πει αγάπη, αναλύει τη λέξη σε 700 σελίδες. Στην ποίηση για να εκφράσω την αγάπη, λέω «αγάπη» σκέτη. Εγώ λέω «νυχτώνει». Ο άλλος λέει «και βγήκε το φεγγάρι και είδαμε αστράκια», που μπορεί κι αυτός να γράφει υπέροχα, μιλάμε για μεγάλους συγγραφείς, αλλά για μένα είναι δύσκολο γιατί πρώτη φορά, ξέροντας αυτά, πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική.

 

-Προσεκτική σε τι;

Προσεκτική στην έκφραση μονάχα, γιατί η ζωή μου ολόκληρη καταδείχνεται και από τα βιβλία. Όπως ξέρεις, δεν έχω κρύψει τίποτα από κανέναν και μιλάω τώρα τελευταία πολύ. Δεν ξέρω γιατί ξαφνικά όλα τα ΜΜΕ με θυμηθήκανε, ίσως από το Ρόδον, ίσως απ’ το γράμμα του Πετρόπουλου, δεν ξέρω τι συνέβη και γιατί «τάδε έφη» ξανά και «τάδε έφη» ξανά και γενικά δεν μ’ αρέσουνε καθόλου τα περιοδικά. Εσύ μη μιλάς, γιατί αυτό μπορεί να το πάρει η ασφάλεια και να σε διώξουν απ’ τη δουλειά σου, [η συνέντευξή μας γινόταν για τις Εικόνες, για περιοδικό] πλάκα σου κάνω…

Παλιότερα είχα τις ικανότητες να κάνω πολλά πράγματα, κάπως σαν τον Μεγάλο Ναπολέοντα, με το ‘να πόδι να κάνω έτσι, με τ’ άλλο έτσι… (γέλια) αλλά τώρα είμαι σ’ αυτό τον ρυθμό. Έχω μεγαλώσει δηλαδή.

 

-Ή μπορεί να είσαι μέχρι τα μπούνια σ’ εκείνο που κάνεις.

Δεν ξέρω, μπορεί να είναι και καλό βέβαια. Ξέρεις, δέχομαι την ηλικία μου σαν γυναίκα, σαν άτομο, μ’ αρέσω που έχω αυτό το πρόσωπο, έτσι όπως είναι, δεν μ’ αρέσουν διάφορα πράγματα που κάνω κατά καιρούς, κάτι βλακείες, ξέρω, κάνω αυστηρή κριτική προς τον εαυτό μου και γι’ αυτό πιστεύω ότι έχω και το δικαίωμα να λέω κάποια πράγματα. Επειδή τρώω ξύλο από μόνη μου, δηλαδή δεν χρειάζεται να με δείρει κανείς. Βασανίζομαι για να πω κάποια πράγματα και χαίρομαι γιατί τώρα τελευταία μου δίνεται η ευκαιρία να τα λέω, γιατί ξαφνικά βλέπω ένα κοίταγμα προς εμένα. Και από ανθρώπους απλούς, όχι μόνο δημοσιογραφικά. Δηλαδή, ένας περιπτεράς που δεν μιλάει σε κανένα κι ούτε με ξέρει κι ούτε μ’ έχει ξαναδεί και με βλέπει ξαφνικά στην Πλάκα όπου γινότανε χαμός, μου λέει «όλο δεν έχουνε λεφτά και δεν έχουνε λεφτά, κι όλο έρχονται και τα παίρνουν όλα τα περιοδικά, Κλικ, Μαξ». Είναι οι καιροί τόσο δύσκολοι που πιθανόν να χρειάζονται κάποιοι άνθρωποι να εκτίθενται, να βγαίνουν μπροστά, όχι ότι εγώ είμαι η πρώτη βέβαια, ο καθένας στο πόστο του.

 

-Ναι αλλά είσαι η αντιπροσωπευτική φωνή του καιρού μας.

Νομίζω, όμως, δηλαδή θα ήθελα μέσα απ’ αυτά τα ποιήματα και απ’ αυτά τα βιβλία που έχω γράψει και πρέπει κάποτε… Γιατί ντρεπόμουν να λέω ότι είμαι ποιήτρια, γιατί δεν το θεωρώ επάγγελμα αλλά αυτό τον καιρό θα το λέω, ότι είμαι ποιήτρια, νομίζω ότι το επιτρέπω στον εαυτό μου, έχω περάσει πάρα πολλά για να μπορώ να το πω και θα το λέω.

 

-«Κάθομαι και γράφω/ όπως οι οριστικά τρελοί στα χέρια του δημοσίου/ Παραλήπτης/ η Αγία Ανύπαρκτη/ κι ένας πολύ δικός μου/ περασμένος οριστικά/ σ’ ένα κατάλογο αγνοουμένων». (Ξύλινο παλτό, 1982). Κατερίνα, γιατί γράφεις; Για ποιους;

Προείδα τον εαυτό μου, προείδα την μοίρα των καταραμένων ποιητών, το λέω παντού γιατί είναι πρόβλημά μου, γιατί μια σειρά ανθρώπων τέτοιων, καλύτερων, Νίτσε, Αρτώ, Ρεμπώ- μιλάμε για μεγάλους ανθρώπους- φτάσανε να περάσουν σε τρελάδικα, σε φτώχιες, Ντοστογιέφσκι- ξέρεις τώρα, μιλάμε εφ’ όλης της ύλης- και το ‘χω πρόβλημα, μήπως ακολουθεί ο ένας τ’ αχνάρια του άλλου;  Δηλαδή, να μη συμβαίνουν όλα αυτά, γιατί ο Νίτσε δεν μπορεί να μας λέει αυτά για το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» και ν’ ανεβαίνει στην κορφή ενός βουνού και να υποστηρίζει ότι το τελευταίο μαρτύριο, άσε που δεν είναι μαρτύριο, θα είναι να ακούς τη φωνή ενός μωρού στο τέρμα του βουνού για να σωθεί ή να πεθάνει κι εσύ θα προχωράς στην κορυφή κι άστο να πέσει ενώ ο ίδιος τρελάθηκε γιατί σε ένα δρόμο ένας καροτσέρης χτύπησε το άλογό του με ένα καμτσίκι στο λαιμό και κρεμάστηκε ο Νίτσε στο λαιμό του κι έμεινε εκεί, αυτός που έλεγε αυτά! Καταλαβαίνεις, όλη αυτή η αντίφαση!

Κι ακόμα, θα στο πω ποιητικά όπως το ’χω γράψει: «Τι να κάνει αυτό το ποίημα/ τι να γίνεται/ να είναι άραγε μπλεγμένο σε ασφόδελους, υάκινθους, μαργαριτάρια κι αναδύεται/ ή κάτω από των γρανιτέχνιων δέντρων τα νερά/ χρόνια προσπάθεια κάνει ψυχανασαίνοντας να αφήσει και σβήσει.

Α, μοίρα των καταραμένων ποιητών,/ έλεος/ ποιος θα βρει το δισκοπότηρο/ κι εκείνη την Εσσαία/ γύρω απ’ την άσβεστη φωτιά γυρίζει./ Ποιος απ’ τα μαγέματα θα μας λύσει;/ Τις Ερινύες που ποιήματα γίνονται/ Συγχώρεση να πάρουμε/ και Άφεσης ποίημα να γίνει.

Γι’ αυτές τις Ερινύες λοιπόν γράφουμε. Γι’ αυτή την αντίφαση. Και ξέρεις, ε, έχουνε βρει τον τρόπο και δημιουργούν ενοχικά άτομα αυτοί.

 

-Την Καινή Διαθήκη, που είναι εδώ, Κατερίνα, ποιος τη διαβάζει;

Εγώ. Όχι πάντα. Δηλαδή μου την έχουν δώσει. Αλλά παίζει πολύ Χριστός εδώ…. Να σου δείξω τι βιβλία διαβάζω για να καταλάβεις, παίζει Ηράκλειτος εφ’ όλης της ύλης και με Αξελό και με Ράμφο και διαβάζω, δηλαδή, ένα από τα βιβλία που έχω στο κρεβάτι μου και κοιμάμαι αγκαλιά, είναι «Τα εννιά πρόσωπα του Χριστού».  Κι αυτό το βιβλίο μου το χάρισε ο Θανάσης [Καστανιώτης].

Γιατί στην αρχή μου λέει, ξέρεις, τότε που κάναμε το τσαμπουκά, εγώ γκόμενα ντυμένη κι έτσι, δεν ήξερα, αφού τα διάβασε τα ποιήματά μου, λέει, «πάρε από κάτω να διαβάσεις αυτό γράφει πολλά», του λέω, «Θανάση, αυτό το ‘χω πάρει εδώ και πολλά χρόνια γιατί γράμματα έμαθα από δω σχεδόν». Γιατί όντως έβγαλε ο Θανάσης σημαντικά βιβλία, και τι δεν έχει βγάλει, τις Ατλαντίδες εκεί τα μυστήρια [«Τα μυστικά της Ατλαντίδας»]… έχει βγάλει…

 

-Και με το Ρόδον; Τι έγινε;

Στο Ρόδον μου βάλανε μια τακτή ημερομηνία την οποία εγώ δεν θα μπορούσα να τηρήσω ενώ έκανα προσπάθειες. Και πρόθεση, δηλαδή, είχα  και όλα. Είχε προχωρήσει θέλω να πω, δεν ήταν μια κουβέντα έτσι, αλλά όταν ανέβηκα στη σκηνή και θυμήθηκα ότι μέσα σ’ ένα μήνα πρέπει να κάνω αυτά που κάνω, είδα ξαφνικά ότι δεν μπορώ να το κάνω. Δεν είμαι έτοιμη σωματικά, δηλαδή. Και άρα εννοώ ψυχικά. Έτσι; Δηλαδή, παθαίνω κράμπες γιατί η ψυχή μου δεν είναι καλά. Πώς θα το κάνω και θα χορέψω και… Γιατί θα τα έκανα όλα και μπορώ πολλά. Μπορώ πάρα πολλά, έχε υπ’ όψη σου. Δηλαδή, υπάρχουν χαρτιά που δεν ξέρετε, ήμουνα πολύ μικρή τότε, δεν με ξέρατε. Ήμουνα κι ακροβάτισσα μικρή. Και μ’ αυτό τον τρόπο στο θέατρο είμαι από πέντε χρονών εγώ, μ’ αυτόν τον τρόπο ο οποίος ήταν πολύ άγριος τρόπος για ένα παιδί, πέντε ετών, βεβαίως, και με έναν πατέρα διανοούμενο, ήταν διευθυντής στο Υπουργείο Γεωργίας, αλλά πολύ περίεργο άτομο, δηλαδή, κάθε Κυριακή με πήγαινε, ας πούμε, αντί για παιδική χαρά, γιατί είχε χωρίσει με τη μάνα μου, στο Πρώτο Νεκροταφείο. Θα τα διαβάσεις στο βιβλίο γιατί δεν κάνει να στα λέω, είναι σα να δίνουμε το βιβλίο. Δηλαδή, έμαθα την ποίηση από τις ρήσεις σε επιτύμβιες πλάκες εγώ, με πέρασε από τέτοιο τριπ, κατάλαβες; Δηλαδή, έφαγα τέτοιο ξύλο και τρώω, Ελένη, τέτοιο ξύλο που δεν μπορώ να βγω με τίποτα.

Και μετά στη συνέχεια, ας πούμε, γίνομαι το παιδί θαύμα που τραγουδάει και χορεύει και κάνει και ακροβατικά και λέει και ποιήματα του Χάινε. Μωρό παιδί τους είχα τρελάνει, έλεγα ποιήματα του Χάινριχ Χάινε που δεν το ξέρει σχεδόν κανένας στην Ελλάδα, όλα αυτά ας πούμε μου έκαναν και καλό βεβαίως, γιατί με όσα έχω κάνει στον εαυτό μου, κανονικά δεν θα ‘πρεπε να ζω τώρα εγώ, και να λέμε αυτά που λέμε. Κι αν μιλάω τώρα είναι για να πω ότι είμαι ζωντανή. Και τα ποιήματά μου, ό,τι και να λένε στον καθένα, σημαίνει ζωή. Και πρέπει να τ’ αποδείξω εμπράκτως αυτό. Περνώντας πρώτα όλα τα κανάλια, χωρίς να χρειάζεται να σου πω τι… Και τώρα είμαι εδώ που είμαι. Και λέμε αυτά που λέμε. Εσύ με βλέπεις ζωντανή ή πεθαμένη;

 

-Ολοζώντανη! Το καλό που σου θέλω!

Μ’ αγαπάνε πραγματικά οι άνθρωποι και δεν μου επιτρέπεται, ας πούμε, ν’ αυτοκτονήσω. Να πω, δεν θέλω άλλο ρε φίλε μου! Δεν τον φοβάμαι τον θάνατο, Ελένη! Φοβήθηκα, φοβήθηκα, μου ‘φυγε όλος ο τσαμπουκάς!

Αλλά πια την είδα κάποια στιγμή κι είπα «Χριστέ μου, ας μη ξυπνήσω!» Το ‘πα! Αλλά δεν μ’ άκουσε! Ε με θέλει όρθια, εκεί! Εκεί! Αλλά τώρα με την αυτοβιογραφία μου, γιατί θα είναι αυτοβιογραφία το «Με λένε Οδύσσεια» και αυτοβιογραφία ίσον ταφόπλακα, τελειώνοντας και μετά απ’ αυτό δεν υπάρχω, δεν θα υπάρχω…

 

-Κατερίνα μου, όμως, χρωστάς ακόμα.

Κοίτα να δεις τι κάρμα πληρώνω! Τι ενοχές είναι αυτές πια! [γελά]

 

-Ενοχές;

Ε, τι είναι αυτό! Ερινύες που ποιήματα γίνονται.

 

-Είναι στον άνθρωπο.

Δεν είναι στον άνθρωπο! Είναι ολόκληρο, είναι ολόκληρη σκευωρία, κι αυτό που θα σου πω μπορεί να ακουστεί σαν πολιτικούρα, αλλά είναι ψαγμένο. Είναι απ’ αυτό που πάσχουμε η ανθρωπότητα τουλάχιστον στην Ελλάδα. Είναι πολιτικό το θέμα, δηλαδή. Δημιουργούν ενοχικά άτομα.

 

-Σίγουρα, αλλά γιατί μερικά άτομα είναι τόσο ενοχικά που δεν αντέχουν πια και που συνέχεια απολογούνται και δίνουν το αίμα της καρδιάς τους και μερικά είναι βόδια σκέτα και τους χρωστά όλος ο κόσμος; Είναι μερικοί άνθρωποι που έχουν την αίσθηση ότι χρωστούν παντού και χρωστούν πάντα.

Εγώ όμως δεν είπα…

 

-Εσύ δεν είπες γιατί δεν είχες το δικαίωμα να το πεις. Εσύ έχεις ζήσει πρώτα ποιητικά, είναι η ζωή σου ποίημα πέρα από το ότι εκφράζεσαι με την ποίηση. Κι απ’ τη στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι που περιμένουν ποιο είναι το επόμενο βιβλίο σου, η υποχρέωσή σου είναι τεράστια.

Ρε τι πάθαμε!

 

-Το πάθατε, τι να κάνουμε; Καλά εσύ δεν είσαι περίεργη για το τι θα γίνει παραπέρα; Γιατί θα το μάθεις απ’ αυτά που γράφεις! Αυτά που γράφεις είναι εκείνα που θα γίνουν παραπέρα.

Τους το ‘χω πει, στο «Μήνα των παγωμένων σταφυλιών» λέω σε κάποια φράση διάφορα και λέω «φαίνεται πως πάλι θαύμα έγινε, κι ενώ μπροστά τους ήμουνα με ψάχνουν όλο πίσω».

Τέλος πάντως, είναι πολύ ζόρικο… Και, βεβαίως, με εκφράζει απολύτως, η διαφήμιση της BWV- κάνω διαφήμιση της BWV αυτή τη στιγμή και παρακαλώ να ζητηθούν χρήματα γι’ αυτό που κάνω τώρα- του αυτοκινήτου που είχε τη BWVας πούμε κι είχε σαν σλόγκαν «η μοναξιά της πρωτοπορίας». Με καλύπτει αυτό κάπου. Αλλά, γαμώτο!

Άμα πας πας, όλο και πιο λίγους συναντάς στη πορεία. Κι εγώ τους αγαπάω τους ανθρώπους, πού πάω…

Ξέρεις, είναι πολύ μοναχικός δρόμος αυτός. Κι έχω σκεφτεί και το εξής φιλοσοφικό, όχι φιλοσοφικό, σοφόν, διότι έχει διαφορά η σοφία απ’ τη φιλοσοφία, ότι η ελευθερία είναι η μοναξιά. Όποιος μπορεί μόνος του, αυτό είναι η ελευθερία.

Και τ’ άλλα που λέει ο Καστοριάδης δεν ξέρω τι λένε, δεν καταλαβαίνω πολιτικά πια…

Είναι και κάποιες φορές που λέω εγώ «ηθικές», είμαι αναγκασμένη να μιλάω σε κάποιους με κάποια άλλη γλώσσα, την ξέρω αυτή τη γλώσσα γιατί ήμουνα τροτσκίστρια χρόνια, στην ΟΚΔΕ και ξέρω την γλώσσα την πολιτική…

 

-Ποια χρόνια;

Τώρα μου λες για χρόνια σε μένα που έχω μπερδέψει τ’ αυγά με τα πασχάλια!

 

-Επειδή πέρασα κι εγώ κάποτε από ΟΚΔΕ…

Άκου να δεις! Με ποιον, με τον Σοφρώνη και τον Φελέκη; Εκείνο τον καιρό; Εγώ μετά το ‘78 επί κλικ [Τρία κλικ αριστερά]. Ίσως κι ένα χρόνο νωρίτερα. Και πέρα απ’ αυτό, με την πολιτική είχα ασχοληθεί από μικρή, από πολύ μικρή, δηλαδή μέσα στο μάθημα αγωγής ήταν κι αυτό και είχα να διαλέξω ανάμεσα σ’ εκείνο ή στο άλλο. Ε και διάλεξα αυτό ως δίκαιον. Το είδα πάλι, το βλέπω και τώρα, δηλαδή, την πολιτική πάλι έτσι την εννοούσα, απλώς την είδα σαν φροντιστήριο για να φτάσω μέχρι εκεί, όχι γιατί ήμουνα τροτσκίστρια και θα πίστευα ότι θα πάρουμε τα όπλα και θ’ αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά πίστευα στην αλληλεγγύη πάντα, στην αδελφοσύνη, στην ειρήνη μεταξύ μας, στο να μπορούμε να μιλάμε έτσι όπως μιλάμε… Δηλαδή, γι’ αυτό. Αλλά, όμως, ήτανε μπούρου μπούρου και το ‘μαθα το μάθημα, ξέρεις τι λένε οι καθοδηγητάδες εκεί. Διάβαζα κιόλας, προσπάθησα να διαβάσω το Κεφάλαιο, και ψάχνω να μάθω πόσοι άνθρωποι κατάφεραν να διαβάσουν αυτά τα γαϊδούρια τους πέντε τόμους, το κεφάλαιο του Μαρξ! Είναι κάτι το τρομακτικό δηλαδή! Μόνο νούμερα, αριθμοί και τέτοια και παθαίνεις πλάκα, κι είναι κομμουνιστές ας πούμε! Και υποτίθεται το έχουν διαβάσει όλοι! Οι τουλάχιστον αρχηγοί πρέπει να το έχουν διαβάσει. Άσε τους άλλους. Οι αρχηγοί! Οι καθοδηγητάδες.

Ε και μετά πέρασα με τους αναρχικούς. Δηλαδή, την κοπάνησα μια μέρα από την ΟΚΔΕ. Είχαν βγάλει απόφαση να μη κατεβούμε στην πορεία που θα πάνε οι αναρχικοί για την Μπάαντερ Μάινχοφ αλλά εγώ δεν καταλάβαινα κανένα και κατέβηκα. Και πάω στην πλατεία κι ήταν όλοι οι αναρχικοί γιατί υπήρχαν αναρχικοί τότε, και ελπίζω πως πάντα θα υπάρχουν με την έννοα που εννοώ, και πάω για την Μπάαντερ Μάινχοφ και ήταν μια πλατεία γεμάτη από πιτσιρικάδες πανέμορφους, υγιείς, με κάτι ματούκλες! Δηλαδή, το ‘παιζα μεταξύ γυναίκας και αγωνίστριας, έλεγα δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοια άτομα, και πήγα, πέρασα με τους αναρχικούς, έγιναν και στην πορεία σπασίματα και ένας πιτσιρικάς έσπασε μια βιτρίνα και πήρε ένα μπουφάν- πρώτη φορά μ’ έβλεπε- και μου το χάρισε, μου το ‘σπρωξε! Πώς δεν θα γίνω αναρχική εγώ, δηλαδή, (γέλια) πού θα πάω, εκεί, με τα ωραία αγόρια με τα μαλλιά τους, τις μουσικές τους και τέτοια.

Εν πάση περιπτώσει αυτά είναι τα σημεία που βλέπω εγώ σήμερα, και είναι- αν και αυτή η λέξη αυτή που λέω είναι φτηνή αλλά δεν μου ‘ρχεται άλλη- είναι ευκαιρία για όσους έχουνε κότσια κι είναι αληθινοί, να τα κάνουνε πράξη. Επειδή γίνεται χαμός κι είναι τέτοιος ο χαμός που ευνοεί. Κατάλαβες; Αυτό είναι πολιτική σκέψη που λέμε. Έτσι είναι τα πράγματα τώρα. Είναι πολύ σκληρά. Κατά λάθος έσκασε η βόμβα στο Παλεστίνο, ήτανε στραβή και θα την πληρώσουνε και τώρα θέλουν ανταλλαγές, τα πιάνω δεν χρειάζεται, μπας και ξέρουν ποια είναι η 17 Νοέμβρη; Εχθές, ο Γιάννης που σου σύστησα ο Σκανδάλης, ήτανε το πρωτοπαλίκαρο του Τσιρώνη και ήμουνα φίλη από τότε γιατί έτρεξα και τον βοήθησα και βγήκε με τους Κυρίτσηδες που ήταν 47 μέρες απεργία πείνας και έκανα την πρώτη συναυλία στην Ελλάδα παρακαλώ! Και μετά έγινε τιριντάχτα, ξέρεις! Αλλά τότε, πρώτη φορά έγινε συναυλία στο σπόρτινγκ με Εθνική Ελλάδος! Δηλαδή, τους κατέβασα όλους, ας πούμε με τέτοιο θέμα.

Δεν κατεβαίνανε, τρέμανε! Η Χαρούλα τώρα ζήτησε προσωπικό σεκιούριτι να μπει εκεί μέσα και της λέω «θα σου φέρω Χαρούλα μου, θα σου φέρω» και της έφερα! Ο οποίος την είχε δει κάπως αφού καλέστηκε, και άρχισε  όποιον έβλεπε μέσα εκεί να τον χτυπάει! [γέλια] Και του ‘λεγα «είναι οι δικοί μας αυτοί μη τα μπερδεύεις τώρα!» [σκάει στα γέλια] Πληρώθηκε κι ήθελε να δέρνει τους δικούς μας! Κι εν τω μεταξύ τι κάνει, είναι κάπου στα καμαρίνια στο σπόρτινγκ- καλά τραβάω τη νίλα μου για να κάνω τη συναυλία, βέβαια, για να μαζευτούν τα λεφτά και να βγάλουμε τα παιδιά γιατί τα βγάλανε, και ήταν επείγον το θέμα, θα πέθαιναν δηλαδή! Αλλά δεν τα ξέρω με τα λεφτά, δεν έχω καμία καλή σχέση εγώ, περιττό να το πω, τέλος πάντων, και μου κάνουν ένα μπάσιμο οι σκατόμπατσοι ενώ παιζόταν η παρτίδα! Είχε κατέβει όλο το προάστιο κι όλη η Αθήνα, μαυρόασπρα πανό πρώτη φορά και με παίρνει ο αρχιμπάτσος εκεί στην ασφάλεια και μου λέει «υπογράφετε μια υπεύθυνη δήλωση να μη δημιουργηθούν επεισόδια;» και του λέω «κοιτάξτε να δείτε»- ψέματα έλεγα βέβαια, «τα εισιτήρια έχουνε φύγει σε 25.000 αναρχικούς, εγώ δεν μπορώ, κατ’ αρχάς δεν ξέρω ποιος είναι για να του πω, δεν γίνεται», -πουστιά έκανα, δηλαδή- «και δεύτερον αν μπορείτε να τα πάρετε πίσω τα εισιτήρια εσείς ή καθαρίστε μαζί τους όπως νομίζετε!» Δηλαδή, πλακωθείτε στο ξύλο αν δεν σας αρέσει, εγώ όμως χαρτί τέτοιο δεν υπογράφω!  Και βέβαια ήταν όλα τα ματ, είχαν τραβηχτεί και όταν πέρασα εγώ, ο επικεφαλής ο Αρκουδέας ποιος ήταν τότε, με χαιρέτησε στρατιωτικά, ρε μαλάκα!

 

 

-Και να πού φτάσαμε σήμερα στις εμφανίσεις στο Ρόδον και στο καινούργιο βιβλίο…

Αλλά που δεν μπορώ ακόμα, δεν είμαι έτοιμη για λόγους υγείας. Η πρόταση ήταν πολύ σοβαρή για μένα, δηλαδή, πιστεύω ότι θα ήταν το όνειρο του κάθε καλλιτέχνη να κάνει αυτό που μου πρότειναν, δηλαδή μόνη μου να κάνω ό,τι θέλω! Εφ’ όλης της ύλης και όπως θέλω! Και με διαφήμιση και όλα! Είναι τιμητική πρόταση για μένα κι ο σκηνοθέτης που θα το ‘κανε, ο Στέλιος ο Κρασανάκης μ΄αγαπάει πολύ. Αλλά δεν μπόρεσα να το κάνω. Και τον πόνεσα.

 

-Λοιπόν, κάντο!

Τώρα δεν μπορώ. Δεν είμαι έτοιμη. Χάλασε η δουλειά δηλαδή. Είπαμε ότι αν στο χρόνο κάτι αλλάξει, τα βρίσκουμε. Δεν πλακωθήκαμε στο ξύλο. Εγώ ναι, μόλις είμαι έτοιμη, θα το θέλω. Και ξέρω τι θα θέλω. Μπορεί να μη θέλω να πω τα ποιήματά μου και να θέλουνε, μπορεί να έχω γράψει μουσική και να θέλω να τα πω να τα χορέψω ένα δυο, δεν ξέρω… Αλλά όχι πάρα πάνω, δεν θα πουλήσω ποιήματα γιατί το ‘χω κάνει και στην «Παραγγελιά» άλλωστε. Και πόνεσα πάρα πολύ στην «Παραγγελιά».

 

-Γιατί; Δεν ήθελες;

Γιατί, Ελένη, αυτά που γράφω τα έλεγα παλιά δεν τα λέω πια, έκανα έτσι κι έκοβα τα χέρια μου κι έγραφα. Κι αυτά τα πράγματα που τα έχω κάνει εγώ, δεν μπορώ να βγω να τα πω μετά σαν ηθοποιός! Παρ’ όλα αυτά στην «Παραγγελιά», επειδή όταν αναλαμβάνω κάτι το κάνω και επειδή ήτανε ο Τάσσιος αυτός που έκανε την ταινία, ο πατέρας της κόρης μου δηλαδή, και είχε απόλυτη ανάγκη να γίνει… Δηλαδή, του βγήκε μικρή η ταινία. Σε ένα σακάκι δεν του βγήκε το μανίκι, ας πούμε. Και δεν παιζόταν η ταινία. Αλλά είχε την φαεινή πρόταση, – πουστιά εκ μέρους του, εξυπνάδα και τόλμη- να ‘ρθει σε μένα και να μου κάνει αυτή την πρόταση. Και του είπα «μη μου το κάνεις αυτό, γιατί ξέρεις, τόσα χρόνια άντρας μου και μαζί και τροτσκιστής και, και» λέω «μη μου το κάνεις, Τάσσιε, αυτό» και μου έπεσε ξερός! Δυο φορές ξεράθηκε ο Τάσσιος μπροστά μου για να μπω στην ταινία! Ε, φίλος μου είναι, γαμώ τη κοινωνία μου να πούμε, αφού ξεράθηκε, και πήγα στην ταινία του και τα ‘λεγα μεθυσμένη. Εχω κάνει το ακροβατικό, Ελένη, που δεν το έχει κάνει κανείς στη ζωή του, κανένας στον κόσμο, παγκοσμίως δεν έχει ξανασυμβεί, δηλαδή, μπαίνω σ’ ένα στούντιο χωρίς να ξέρω τη μουσική, ο Σφέτσας, στη Λευκάδα τη γράφει, απλώς τον έχω ενημερώσει ποια θα πω, και μπαίνω σ’ ένα στούντιο, μου βάζουν τ’ ακουστικά και ακούω για πρώτη φορά τις μουσικές και μου λέει «όταν σου λέω έτσι θα μπαίνεις», η μόνη μας συνεννόηση είναι αυτή και ο Τάσσιος πίσω απ’ το τζάμι με τη Μυρτώ, τη θυγατέρα μου, ο σκηνοθέτης, ας πούμε, παρακολουθούσε και το λέω απνευστί, Ελένη!

Δηλαδή, όταν αναλαμβάνω κάτι θα το κάνω. Για να λέω δεν είμαι έτοιμη για το Ρόδον, δεν είμαι, θέλω να είμαι απολύτως έτοιμη. Η πρότασή μου ήταν αυτή και τους το πα, αυτό που θέλω να δουν από μένα είναι ότι είμαι καλά, τα άλλα είναι παραμύθια! Λοιπόν, αν δεν είμαι καλά, αφού με βλέπω, ξέρω πόσο καλά είμαι, δεν θα βγω άρρωστη ακόμα, αργότερα που θα πατήσω γερά τα ποδάρια μου, θα κάνω τι πρέπει να κάνω, ξέρω τι πρέπει να κάνω. Αλλιώς τι να το κάνω το Ρόδον, που έχει και ωραίο όνομα…

 

-Όμως, Κατερίνα, θα πρέπει να το ξέρεις, σε αγαπάνε πάρα πολύ εκεί έξω!

Ε ωραία, χαίρομαι, χαίρομαι. Κοίταξε να σου πω, ο Θανάσης, γιατί τώρα πια τον ακούω…

 

-Καλά κάνεις και τον ακούς!

Και πήγα σήμερα και του είπα, ό,τι μου πεις, γιατί χρειάζομαι άμεσα χρήματα να φύγω για Θεσσαλονίκη για να γίνω όντως καλά! Να περπατήσω, να βρω φίλους μου, να μιλήσω για αρχαία ελληνικά, έχουνε κάνει κι ένα ράδιο Κιβωτός, γράφ’ τα αυτά, είναι εκεί μια κοινότητα δικιά μας η οποία έχει κάνει ένα σταθμό εκεί, ράδιο Κιβωτός. Και είναι, ας πούμε, από αναρχοκουμούνια αρχαίους μέχρι σκατοπανκιά, όπου ο τελευταίος πάνκης έχει τίτλο η εκπομπή «η αγωγή του κοπρίτου», αλλά χώνουνε από πολιτικούρες μέχρι ο φίλος μου που κάνει εκπομπή για ποίηση, και χώνει αρχαιοελληνικά! Και κάτι συνελεύσεις που κάνουν, δεν είχα δει στη ζωή μου! Δηλαδή, μπορεί να κοντράρονται πάρα πολύ με αυτά που λέει ο ένας στον άλλον, αλλά αγαπιούνται, ρε παιδί μου…

Οι πιο πιτσιρικάδες έχουν ένα σύνθημα εκεί στην αρχιτεκτονική που είχα πάει και έγραφαν με μαύρο μαρκαδόρο χοντρό «Ζήτω η τρομοκρατία της Κιβωτού»! Σύνθημα για την Κιβωτό! [γέλιο] Και κάτι πολύ αστείο, μια διαφήμιση που έχει η τηλεόραση και λέει αυτή «ναι, έπρεπε να το περιμένω», το κάνουν αυτό με μια γκόμενα στο ράδιο Κιβωτός και λένε «ναι, έπρεπε να το περιμένω, ακούει ράδιο Κιβωτό»! Και θέλω να τους σπρώξω γιατί θέλουν να κάνουν μια συναυλία για να πάρουν μηχανήματα σωστά γιατί η Θεσσαλονίκη είναι μεγάλη πόλη, είναι συμπρωτεύουσα.  Και την έχουνε δει αυτό που εμείς λέγαμε πολιτική, την έχουνε κάνει πολιτιστική, και λένε από τον Μαζοκόπο μέχρι τι να σου λέω, δηλαδή, για τον Χριστό, είναι και Χριστιανοί εκεί και γελάνε. Είναι, ας πού, με μια αντίφαση.

Ένα παιδί που έχει εκπομπές κι είναι μούρη, ας πούμε, τον λένε «ο αναρχικός χριστιανός», «ο χριστιανός τρομοκράτης», γιατί αυτός πήγαινε τέσσερα χρόνια για παππάς και μετά ξαναγύρισε στα εγκόσμια. Αυτά με την Κιβωτό.

 

 

-Να μιλήσουμε για τα βιβλία; Πότε πρωτόγραψες;

Όποτε έγραψες κι εσύ. Πολύ μικρή. Όλοι οι έλληνες γράφουμε κι όταν λέω όλοι οι έλληνες εννοώ ότι σε κάθε περίπτωση κι αυτόν που λέμε βλάκα και κοιτά την κεφαλήν του, κάπου θα έχει γράψει ένα γράμμα για κάποιο λόγο και θα είναι ποιητικό αυτό το γράμμα. Είναι ο ήλιος, είναι ο τόπος… Πιστεύω ότι είναι τόπος δύναμης η Ελλάδα! Γίνονται διάφορα εδώ και γι’ αυτό δεν έχουμε χαθεί κιόλας.

Α βλέπω, έχεις «Το ξύλινο παλτό» στην πρώτη έκδοση. Μετά μου βάλανε τη μούρη μου, θέλανε τη γκόμενα, δεν πειράζει, εξάλλου πιστεύω ότι το πρόσωπο είναι σπαθί, όχι από λόγους να βγαίνω στα βιβλία μπροστά, αλλά να! είμαι αυτή που τα λέω και δέστε με!

Γιατί ρωτήθηκα στην αρχή από πολλούς «και γιατί έβαλες το πρόσωπό σου, ας πούμε, στα εξώφυλλα». Λοιπόν, τι λέγαμε;

Απ’ το «Τρία κλικ αριστερά» θα ξεκινήσουμε, γιατί έχει σημασία. Είναι η εποχή του 1978, έχουμε ένα ανερχόμενο αναρχικό κίνημα, συν τροτσκιστικό, συν οτιδήποτε, έξω αριστερά όμως παίζεται το παιχνίδι και επειδή έχω μεγαλώσει σαν πολεμίστρια εγώ, δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις τι εννοώ, ήμουνα και κάπου αγόρι, χωρίς να χάνω τη θηλυκότητά μου ελπίζω, αλλά έτσι μου έλεγαν οι άλλοι, στο στρατό το στόχαστρο βάζουνε και λένε οι επικεφαλής πόσα κλικ δεξιά ή αριστερά για να βρουν το στόχο. Πήρα αυτή τη φράση, γιατί ήταν πολύ σημαντικός ο τίτλος, επτά εκδόσεις έχει κάνει, μεγαλώνουν παιδιά μ’ αυτό και είπα «Τρία κλικ αριστερά». Από εκεί που είμαι, ακόμα τρία κλικ αριστερά, δίνω κι άλλο άνοιγμα, να ανοιχτούμε κι άλλο! Ε κι έγινε μετά σύνθημα!

Ήταν κάτι οικοδόμοι, -τότε έβλεπα εγώ εργάτες και έπεφτα ξερή, εργατική τάξη, κουμουνίστρια, να βλάκα! με τα τρία αυτοκίνητα αυτοί κι εγώ, τέλος πάντων, μουντζώνομαι- πέρναγα κάτω από οικοδομή κι έλεγαν «κάνε ρε συ τρία κλικ αριστερά» [γέλια] Και περνούσα εγώ και καταχάρηκα.

Είχε γίνει και στο συνεργείο, μου λέγανε «δυο κλικ δεξιά», ξέρεις, και το πήραν γι’ αυτό το λόγο, γιατί ήταν έτσι η κοινωνική η κατάσταση, ο περίγυρος κι εγώ, βέβαια, μέσα σ’ αυτόν ζώντας. Πραγματικά μέσα ζώντας. Ήταν η εποχή που, όπως είπε ένας φίλος μου, κι αυτό θέλω να το γράψεις, αγαπούσαμε τον Σαββόπουλο και μας αγαπούσε. Τότε! Αυτή είναι η άποψη για τον Σαββόπουλο, που τον αγαπούσαμε και μας αγαπούσε.

Αυτά λέω για τον κύριο Σαββόπουλο, εγώ και να το γράψεις. Χαιρετίσματα, γκουντ μπάι.

Τώρα, ξέρεις τι μας λέει; «Πω πω φοβάμαι μη πάρουν τα παιδιά μου ναρκωτικά», άκου τι μας λέει τώρα! Κι ο γιος του πρώτος στο δε ξέρω που και τέτοια. Δεν του λέω γιατί έγινε χριστιανός και ό,τι έγινε, δεν έχω τέτοια προβλήματα αν είναι από εκεί ή απ’ αλλού, αλλά είναι κάποια επί τους ουσίας πράγματα και δεν μπορεί να μιλάει γιατί μας έχει γράψει και καλά πράγματα. Και ξέρει καλά την πρέζα γιατί την χώσανε και την στείλανε και χτύπησαν όλη τη νεολαία. Δηλαδή, το ξέρει το παιχνίδι! Δεν μπορεί να μου λέει σε εμάς που σ’ αγαπάμε τόσο πολύ και λέμε «ο Νιόνιος» και «σαν –βγω- απ’- αυτή- τη- φυλακή- κανείς- δεν- θα –περιμένει», δεν μπορεί να μας λέει τώρα τέτοια γιατί μπορεί να του τύχει και του γιου του και να μη λέει μεγάλη κουβέντα! Δεν έχει πάρει γραμμή; Μπορεί να γίνει κι ο ίδιος. Δεν ξέρεις, τι λες, τι είναι αυτά.

Αυτά είναι που μ’ ενοχλούν εμένα. Το αν είναι χριστιανός… Αλλά δεν είδα και έργο. Αν έβλεπα έργο, πιθανόν να σου έλεγα άλλα πράγματα. Δηλαδή, αν γράψεις γι’ αυτό το θέμα, δεν έχω δει έργο. Είδα, ας πούμε, τον Διονύση Σαββόπουλο με τον Γιάννη Πάριο και τον Θέμη τον Μάνεση και στη μέση,- ήταν ο Θέμης που τον συμπαθώ δεν τον καρφώνω, είναι καλό άτομο,- ο Νιόνιος στηριζόταν απάνω του κι ο Πάριος. Δεν είδα έργο, ας μας πει, ας βγει με έναν δίσκο να μας πει. Ζητά δεκανίκια ο ξεφτίλας.

Να βγει, λοιπόν, και να πει τα δικά του! Να τα πει καλά! Γιατί ήξερε κι έγραφε καλά! Ό,τι έχει να πει!  Τώρα δεν πιστεύει. Δεν τον πιστεύω και για χριστιανό να σου πω.

 

-Ίσως έγινε και αυτό για να είναι με τους δυνατούς.

Έχει δικαίωμα στην κούραση αλλά δεν έχει δικαίωμα στην προδοσία. Εγώ έχω δικαίωμα στην κούραση και να σου πω «αδελφή Ελένη, δεν μπορώ άλλο», αλλά να προδώσω, δεν μπορώ.

 

 

-Πάμε σε σένα;

Λοιπόν, στο «Ιδιώνυμο». Αυτόν τον τίτλο μου τον βρήκε ο παλιοτροτσκιστής ο Τάσσιος, δηλαδή δεν ήξερα πώς να το βγάλω και μου λέει «Ιδιώνυμο» και θυμήθηκα το νόμο και τέτοια. Έτσι έγινε με το Ιδιώνυμο.

Το πρώτο βιβλίο δεν ξέρω τι βγάζει στους ανθρώπους, βγάζει ένα τσαμπουκά στα σίγουρα το «Τρία κλικ αριστερά», αυτό που νομίζω εγώ δηλαδή, μπορεί να κάνω και λάθος, γιατί ο καθένας έχει τον δικό του ψυχισμό, κάθε δάχτυλο έχει δικό του αποτύπωμα, κανένα ίδιο. Είχα τουλάχιστον εγώ έναν τσαμπουκά χοντρό, πολύ χοντρό, αλλά για ζωή. Με όλα τα μέσα. Όσο λυπημένη και να ήμουνα.

Δηλαδή, ήμουνα σίγουρη ότι αυτό το βιβλίο θα πάει, δεν είχα ξαναγράψει βιβλία, δεν είχα σκεφτεί να γράψω βιβλία, αλλά όταν καθόμουν μέσα στη φτώχεια σε ένα άδειο σπίτι με ένα παιδί και σπάγαν τα μολύβια, και σπάγαν από μόνα τους όταν έγραφα, ήμουνα σίγουρη ότι αυτό το βιβλίο πρέπει να φύγει, δεν είναι δικό μου. Δεν μου ανήκει. Και μπήκα σε ένα λούκι να μη ξέρω και τους εμπόρους πως τους λένε τους σωματεμπόρους, τους νταβατζήδες εν πάση περιπτώσει, να μη ξέρω κανέναν.

Ήμουν ένα κορίτσι που έτρεχε στις διαδηλώσεις και το θέατρο και έκανε ταινιάκια. Αυτό ήμουνα. Ε και ξαφνικά έγινε αυτό, άρχισα να γράφω. Και πήγα κατ’ αρχάς σοφά φερόμενη στον Νίκο τον Μπαλή τον αναρχικό τον γέρο τον διανοούμενο, και του λέω «για σε παρακαλώ, διάβασε αυτά, είναι καλά;» Και τα διαβάζει.

Όχι, πρώτα πάω στον Σκούρτη, τον ήξερα γιατί τότε δούλευα στο θέατρό του «Απεργία» και τέτοια. Και πάω στον Σκούρτη, κάπου τον γούσταρα εγώ τον Σκούρτη σαν γραφή, αλήτης και χαρτοπαίχτης και γκομενιάρης, ε και μας το παίζει Μπουκόφσκι, λαϊκός, καλά, ιστορία, και πάω στον Σκούρτη και το διαβάζει εν ριπή οφθαλμού και την μόνη παρατήρηση που μου κάνει στο τέλος, εγώ τελείωνα «ζήτω η Τετάρτη διεθνής» ως τροτσκίστρια και γυρίζει και με κοιτάει καλή του ώρα, «Τετάρτη διεθνή έχουνε οι τροτσκιστές», έχει σταματήσει μέχρι το τρία εμείς είμαστε πιο προχώ, κι έγραψα  πια «τελεία, δεν υπογράφω, ζήτω η 204 διεθνής» στο τέλος! Αφού μου λέει «γιατί Τετάρτη», γράφω κι εγώ διακοσιοστή Τετάρτη! Αφήνω το τέσσερα, αλλά χώνω διακόσιες τέσσερα, δηλαδή, θα γίνονται συνέχεια επαναστάσεις κι εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Κι έτσι πήγα μετά και τα διάβασε κι ο Μπαλής και μου λέει- έκανε μεταφράσεις ο Μπαλής στον Καστανιώτη- «αν δεν στα βγάλει ο Καστανιώτης, θα στα βγάλω εγώ», και με πήγε στον Καστανιώτη! Και ο Θανάσης έκανε έτσι τα γραφτά και λέω τι να μου πει τώρα αφού κάνει έτσι, και μου λέει «Ναι»! Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος ή έβλεπε πάρα πολύ γρήγορα, δηλαδή, ή…  Τι δηλαδή, επειδή ήμουν ηθοποιάκι; Δεν ήμουν και καμιά φίρμα να πεις ότι βγάζει η Βουγιουκλάκη! Και ποιος δίνει λεφτά για να βγάλει βιβλίο; Και ποίηση; Και τόλμησε ο άνθρωπος!

Αλλά διάβασε λίγο γρήγορα! Είδε γρήγορα ό,τι είναι. Μπορεί να είναι πολύ καλός έμπορας, ξέρω ‘γώ; Αλλά έχει κάτι, μπορεί να έχει ταλέντο!

Τέλος πάντων, έτσι με το «Τρία κλικ», το «Ιδιώνυμο» ο Τάσσιος, το «Ξύλινο παλτό» τώρα είναι μια φράση από ένα ποίημα που έχω γράψει μέσα. Δεν ξέρω αν το θυμάσαι που λέει «περπατώ με ραμμένες τις τσέπες στο ξύλινο παλτό μου». Το ξύλινο παλτό είναι σε μια γλώσσα, σε έναν κώδικα, η κάσα. Ήμουνα επηρεασμένη από αστυνομικά, διάβαζα και πολύ αστυνομικά γιατί μ’ άρεσε ο τρόπος, την έψαχνα από παντού δηλαδή, δεν το έκανα επίτηδες, έμπαινα μέσα και κάπου μου είχε βγει ένα μυστήριο, μου έκανε μια μαγκιά ο τίτλος, και λέω «το ξύλινο παλτό», ας πούμε, πιθανόν να μη χρειαζότανε  το άρθρο. Να ‘γραφα σκέτα «Ξύλινο παλτό».

Και άρεσε γιατί μετά έγραψαν και συνθήματα! Είχε γράψει ένας «όλοι φοράτε από ένα ξύλινο παλτό» στα Προπύλαια.

 

-Ήταν από την αρχή όλοι μαζί σου, πλάι σου…

Είχα την άμετρη συμπαράσταση, οφείλω να ομολογήσω, απ’ όλη την πλατεία Εξαρχείων! Φρικιά, αναρχοτέτοια ας πούμε… Είχε γίνει μια διαφήμιση μέσω σπρέυ, δηλαδή, συνέχεια «απόντες», «απόντες», «απόντες»… Κατερίνα Γώγου «απόντες»!

 

-Ξέρεις, οι αναγνώστες σου, δηλαδή, οι φίλοι σου, δεν είναι μόνο τα παιδιά στα Εξάρχεια, δεν μπορείς να φανταστείς ποιοι είναι, δηλαδή μπορεί να είναι η νοικοκυρά, ο διανοούμενος…

Ναι, το ξέρω

 

-Έχω μια φίλη που έχει εμμονή με ένα ποίημά σου που έχει έναν φόνο, «έπνιξα έναν»;

Ναι, η «Θολούρα» δεν σ’ αρέσει;

 

-Πολύ και μου το διαβάζει συνέχεια εκείνη η φίλη μου!

«Θολούρα» τίτλος [η Κατερίνα αρχίζει να απαγγέλει]

Σηκώθηκε και τους ετοίμασε τέλεια το πρωινό

με μαθηματικές κινήσεις

τους χαιρέτησε’

στο καλό, σας αγαπάω, μην αργήσετε

από το σοφά γυαλισμένο κεφαλόσκαλο

τίναξε το χαλί,

έπλυνε φλιτζάνια και τασάκια μιλώντας μόνη της

έβαλε το φαί στην κατσαρόλα κι άλλαξε το νερό στα βάζα

ένοιωσε έξυπνη στο μανάβικο

χαμογέλασε συγκαταβατικά στην κομμώτρια

αλλοτριώθηκε στην αποθήκη καλλυντικών

και αγόρασε εκδόσεις Κύτταρο

την συνείδηση της γυναίκας στον ανδρικό κόσμο»

-[εδώ μιλάμε για το φεμινιστικό κίνημα εν ολίγοις γιατί δεν το γούσταρα καθόλου και ποτέ, εγώ, ήμουν ενάντια στο φεμινιστικό, και μπορώ να τις καταλάβω αλλά δεν θέλω] Λοιπόν-

«Έστρωσε το τραπέζι την ώρα που χτύπαγε το κουδούνι

όμορφη, έξυπνη, και ενημερωμένη στα κοινά.

Το παιδί κοιμήθηκε

κι ο άντρας την ακούμπησε από πίσω

αυτή χαχάνισε όπως είχε δει σε ένα διαφημιστικό

και του ‘πε με χοντρή σεξουαλική φωνή «έλα»

την πήδηξε, τελείωσε και ξεράθηκε.

Η γυναίκα σηκώθηκε με προσοχή για να μη τον ξυπνήσει

έπλυνε τα πιάτα μιλώντας μόνη της

άνοιξε τα παράθυρα να φύγει η τσικνίλα

έκανε τσιγάρο, άνοιξε το βιβλίο και διάβασε:

«ΜΟΝΟ ΑΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΟΥΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ, ΘΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙ’ ΑΛΛΑΓΗ»

Και πιο κάτω [με κεφαλαία αυτά τα έχω γράψει]

«ΝΑΙ, ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ, ΧΡΥΣΗ ΜΟΥ; ΤΙ  ΕΚΑΝΕΣ;»

Σηκώθηκε με προσοχή, πήρε το καλώδιο της ψήστρας,

το ‘σφιξε καλά στο λαιμό του άντρα της,

κι έγραψε κάτω απ’ την ερώτηση του φεμινιστικού κινήματος

«ΈΠΝΙΞΑ ΈΝΑΝ»

Ύστερα πήρε το 100 και μέχρι να ‘ρθουν

διάβασε το ωροσκόπιό της στη Γυναίκα.»

 

Την  έστειλα! Πάνε αυτές! [πολλά γέλια]

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top