Fractal

✔ Κατερίνα Γώγου «Η Κατερίνα έπαιζε με το θάνατο από παιδί…» [συνέντευξη στις Εικόνες]

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

Διαβάστε επίσης: ✔ Κατερίνα Γώγου: Ερινύες που ποιήματα γίνονται [η τελευταία συνέντευξη]

[Δημοσιεύονται και οι δυο στο καινούργιο βιβλίο Κατερίνα Γώγου «Μου μοιάζει ο άνθρωπος μ’ έναν ήλιο, που καίγεται μόνος του» που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε εξαιρετική επιμέλεια της Ευτυχίας Παναγιώτου]

 

 

Εικόνες, 13/10/1993

 

Και στο βιβλίο της Ελένης Γκίκα Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, Φιλιππότης, 1999, σ. 67-72

 

Κατερίνα Γώγου: «Η Κατερίνα έπαιζε με το θάνατο από παιδί…»

 

Ο Νικόλας Άσιμος της ποίησης. Το παιδί-θαύμα της ελληνικής σκηνής. Η έξαλλη τινέιτζερ της δεκαετίας του ’60 στις ταινίες της Φίνος Φιλμ. Η Κατερίνα της πλατείας Εξαρχείων. Μια γυναίκα που άφησε την τελευταία της πνοή σ’ ένα ασθενοφόρο το βράδυ της περασμένης Κυριακής για ν’ αναγνωρισθεί τρεις μέρες αργότερα.

«Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια/ Στο μυαλό είναι ο Στόχος, το νου σου, ε;» Έγραφε το 1978 στα Τρία Κλικ αριστερά.

Τότε (το 1991 που δόθηκε η συνέντευξη), η Κατερίνα Γώγου είχε ταυτίσει την ελευθερία με τη μοναξιά. Το ερημικό προβάδισμα της πρωτοπορίας και το μαρτύριο της ανθρώπινης ανάγκης που αναγκαστικά αφήνεις πίσω σου: «Γιατί τους αγαπάς τους ανθρώπους, γαμώτο».

Εξάλλου, όλα για κείνους γίνονται. Και τα καλά και τα κακά. Και οι αγώνες, και οι ελευθερίες, και οι μοναξιές και οι πρωτοπορίες. Γεννημένη την 1η Ιουνίου, το «μήνα των κερασιών», όπως λέει, η Κατερίνα Γώγου αφού πέρασε από τη σκηνή στην οθονη κι από εκεί στην ποίηση, γράφει τώρα το πρώτο πεζό της κείμενο. Μια αυτοβιογραφία με τίτλο Με λένε Οδύσσεια.

«Το όνομά μου βγαίνει από το όνομα του μεγαλύτερου κινδυνευτή της πατρίδας μου. Με λένε Οδύσσεια». Ύστερα… κενό κι ύστερα πάλι «Καταμεσίς της θάλασσας χωρίς σκαρί, χωρίς συντρόφους και πανί, χωρίς εμένα γυρισμό, μόνο να ταξιδεύω». Αυτή είναι η πρώτη σελίδα της αυτοβιογραφίας της.

 

— Κυρία Γώγου, τι είναι αυτό το βιβλίο που ετοιμάζετε τώρα;

— Το έβδομο που θα είναι και η εκδοτική επιστροφή μου στον Καστανιώτη, δε θα είναι τίποτα άλλο από μια ποιητική αυτοβιογραφία.

Τίτλος του Με λένε Οδύσσεια. Κάτι πολύ δύσκολο για μένα, που πάντα πίστευα ότι, όταν κάποιος γράφει αυτό που έχουν ονομάσει αυτοβιογραφία, είναι και η ταφόπλακά του. Εφόσον δίνει τον εαυτό του προς τα έξω. Εφόσον δίνει λεπτομέρειες στο «αδηφάγο κοινό». Όμως, η αυτοβιογραφία μου δε θα έχει ίχνος κουτσομπολιού.

Βέβαια, θα αναφέρομαι στον Παύλο Τάσσιο που ήταν άντρας μου και ο πατέρας του παιδιού μου και αν κάπου είναι να γράψω σκληρά, θα το γράψω. Ένα είναι σίγουρο. Και σ’ αυτό το βιβλίο θα είμαι έντιμη.

Επίσης αποκλείεται να μη μου βγούνε ποιήματα.

 

— Αυτό το βιβλίο θα είναι πεζό;

— Είναι η πρώτη φορά που γράφω πεζό. Η λογοτεχνία θέλοντας να πει αγάπη, αναλύει τη λέξη σε 700 σελίδες. Στην ποίηση για να εκφράσω την αγάπη, λέω αγάπη σκέτη. Εγώ λέω «νυχτώνει». Ο άλλος λέει «και βγήκε το φεγγάρι και είδαμε αστράκια», που μπορεί κι αυτός να γράφει υπέροχα, μιλάμε για μεγάλους συγγραφείς, αλλά για μένα είναι δύσκολο γιατί πρώτη φορά, ξέροντας αυτά, πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική.

 

 

— Προσεκτική σε τι πράγμα;

— Προσεκτική στην έκφραση μονάχα, γιατί η ζωή μου ολόκληρη καταδείχνεται και από τα βιβλία όπως ξέρεις. Δεν έχω κρύψει τίποτα από κανέναν, και μιλάω τώρα τελευταία πολύ. Δεν ξέρω γιατί… «Κάθομαι και γράφω/ όπως οι οριστικά τρελοί στα χέρια του δημοσίου./ Παραλήπτης/ η Αγία Ανύπαρκτη/ κι ένας πολύ δικός μου/ περασμένος οριστικά/ σ’ ένα κατάλογο αγνοουμένων».

(έγραφε στο Ξύλινο παλτό το 1982).

 

— Κατερίνα, γιατί γράφετε και για ποιους;

— Γιατί προείδα τον εαυτό μου. Προείδα τη μοίρα των καταραμένων ποιητών, το οποίο το λέω παντού, γιατί είναι πρόβλημά μου. Γιατί μία σειρά ανθρώπων τέτοιων, καλύτερων. Νίτσε, Αρτώ, Ρεμπώ, Νοστογιέφσκι, φτάσανε να περάσουνε σε τρελάδικα, σε φτώχειες… και το ’χω πρόβλημα. Μήπως, τελικά, ακολουθεί ο ένας τ’ αχνάρια του άλλου… ή είναι πολύ πιο σοβαρό το θέμα:

Γιατί ο Νίτσε, δεν μπορεί να μας λέει για το Τάδε έφη Ζαρατούστρα και ν’ ανεβαίνει στην κορυφή του βουνού λέγοντας: «Το τελευταίο μαρτύριο θα είναι ν’ ακούς το κλάμα ενός μωρού για να σωθεί ή να πεθάνει. Εσύ θα προχωρήσεις για ν’ ανεβείς στην κορυφή, κι άστο να πέσει». Κι ο ίδιος να τρελαίνεται γιατί σ’ ένα δρόμο ένας αμαξιέρης χτύπησε τ’ άλογό του μ’ ένα καμουτσίκι στο λαιμό. Αυτός, που έλεγε αυτά. Αυτή η αντίφαση. Κι ακόμα, θα στο πω ποιητικά όπως το ’χω γράψει: «Τι να κάνει αυτό το ποίημα/ τι να γίνεται/ να είναι άραγε μπλεγμένο σε ασφόδελους, υάκινθους, μαργαριτάρια κι αναδύεται/ ή κάτω από των γρανιτέχνιων δέντρων τα νερά/ χρόνια προσπάθεια κάνει ψυχανασαίνοντας να αφήσει και σβήσει.

Α, μοίρα των καταραμένων ποιητών,/ έλεος/ ποιος θα βρει το δισκοπότηρο/ κι εκείνη την Εσσαία/ γύρω απ’ την άσβεστη φωτιά γυρίζει./ Ποιος απ’ τα μαγέματα θα μας λύσει;/ Τις Ερινύες που ποιήματα γίνονται/ Συγχώρεση να πάρουμε/ και Άφεσης ποίημα να γίνει.

Γι’ αυτές τις Ερινύες λοιπόν γράφουμε. Γι’ αυτή την αντίφαση. Και ξέρεις, ε, έχουνε βρει τον τρόπο και δημιουργούν ενοχικά άτομα αυτοί.

Την Καινή Διαθήκη, που είναι εδώ, ποιος τη διαβάζει;

Εγώ. Όχι πάντα. Αλλά παίζει πολύ Χριστός εδώ. Παίζει Ηράκλειτος εφ’ όλης της ύλης. Με Αξελό και με Ράμφο, ξανά μανά το μάθημα. Τον Έλιοτ έτσι γενικά και διαβάζω ένα βιβλίο που το ’χω στο κρεβάτι μου με το οποίο κοιμάμαι αγκαλιά: Τα εννέα πρόσωπα του Χριστού.

 

— Είχε ακουστεί κάτι για κάποιες εμφανίσεις σου στο «Ρόδον». Τι έγινε;

— Στο «Ρόδον» μου βάλανε μία τακτή ημερομηνία την οποία δε θα μπορούσα να τηρήσω, ενώ έκανα προσπάθειες και προόδους και όλα. Αλλά όταν ανέβηκα στη σκηνή και θυμήθηκα ότι σε ένα μήνα πρέπει να κάνω αυτά που κάνω, είδα ξαφνικά ότι δεν μπορώ να το κάνω. Ότι δεν είμαι έτοιμη σωματικά, δηλαδή. Εννοώ, άρα ψυχικά. Αυτά τα δυο πάνε μαζί. Δηλαδή παθαίνω κράμπες, επειδή η ψυχή μου δεν είναι καλά. Πώς θα χορέψω… Γιατί δε θα έλεγα ποίηση μόνο, θα τα ’κανα όλα. Γιατί μπορώ πολλά. Μπορώ πάρα πολλά, έχε υπόψη σου. Υπάρχουν χαρτιά που δεν ξέρετε.

 

— Τι «χαρτιά»;

— Ήμουν πολύ μικρή τότε, δε με ξέρατε. Δηλαδή περπατάω πάνω σε σκοινί, κάνω διάφορα. Πέντε χρονών ήμουν και ακροβάτισσα. Και έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο ήμουν στο θέατρο από τότε. Με έναν τρόπο πολύ άγριο για ένα παιδί πέντε ετών και μ’ έναν πατέρα διανοούμενο. Ήταν διευθυντής στο υπουργείο Γεωργίας, αλλά πολύ περίεργο άτομο.

Κάθε Κυριακή –τα γράφω αυτά– με πήγαινε, ας πούμε, αντί για παιδική χαρά, γιατί είχω χωρίσει με τη μάνα μου, στο πρώτο νεκροταφείο. Θα τα διαβάσεις στο βιβλίο και δεν κάνει να στα λέω. Έμαθα την ποίηση από τις ρήσεις στις επιτύμβιες πλάκες εγώ. Κατάλαβες;

Και μετά, στη συνέχεια, το παιδί θαύμα που τα κάνει όλα, τραγουδάει, χορεύει, κάνει και ακροβατικά, λέει και ποιήματα του Χάινε, μωρό παιδί ήξερε γράμματα… Τους είχα τρελάνει. Μωρό παιδί έλεγα ποιήματα του Ερρίκου Χάινε που δεν τον ξέρει σχεδόν κανένας στην Ελλάδα.

Όλα αυτά μου ’καναν και καλό, βεβαίως. Γιατί με όσα έχω κάνει εγώ στον εαυτό μου, κανονικά δεν έπρεπε να είμαι τώρα εδώ και να λέμε αυτά που λέμε. Κι αν μιλάω τώρα είναι για να πω ότι είμαι ζωντανή. Και τα ποιήματα ό,τι και να λένε στο καθένα, σημαίνουν ζωή και πρέπει να το αποδείξω εμπράκτως εγώ. Περνώντας όλα τα κανάλια, χωρίς να χρειάζεται να σου πω τι. Τώρα είμαι εδώ που είμαι και λέμε αυτά που λέμε.

 

— Πώς υποδέχτηκε το κοινό την ποίησή σου;

— Μ’ αγαπάνε πραγματικά οι άνθρωποι και δε γίνεται. Δε μου επιτρέπουν ν’ αυτοκτονήσω. Να πω «δεν θέλω, ρε φίλε, άλλο». Δε φοβάμαι πια το θάνατο. Φοβήθηκα, φοβήθηκα μου ’φυγε όλος ο τσαμπουκάς. Αλλά πια την είδα κι είπα κάποια στιγμή «Χριστέ μου ας μην ξυπνήσω». Το ’πα. Αλλά δεν μ’ άκουσε. Με θέλει όρθια. Εκεί.

 

— «Χρωστάς» ακόμα φαίνεται.

— Κοίτα να δεις τι κάρμα! Ποιανού πληρώνω! Ποιανού πούστη πληρώνω;

Καλή του ώρα, αλλά μου έχει βγάλει την Παναγία. Τι ενοχές είναι αυτές πια; Τι κάνω;

 

 

Ακολουθούν οι αναμνήσεις από την Τροτσκιστική και αναρχική της εποχή, από τις πρώτες σελίδες και την πρώτη γραφή, σημαδεύει τη συζήτηση ο ερχομός της Μυρτώς της κόρης της που ζωγραφίζει στους τοίχους, στα βιβλία της μητέρας της. Αναφερόμαστε στις «τζίφρες και στα αυτόγραφα, στα φλας που είναι καταργημένα», στην αυτοκριτική που είναι σκληρή, στο «Ράδιο Κιβωτό» που κάνει καλή δουλεία εκεί στη Θεσσαλονίκη, στους τίτλους των βιβλίων που είναι ολόκληρη φιλοσοφία, στο Γιώργο τον Σκούρτη που ήταν ο πρώτος αναγνώστης της, στην Ελλάδα που μας κάνει όλους ποιητές. Στο φεμινιστικό κίνημα που είναι «θολούρα». Στα νέα ταλέντα, τους νέους σκηνοθέτες που είναι μεγάλοι κι ας πικραθούν οι φίλοι οι παλιοί.

Η ώρα είχε περάσει, η συνέντευξη τελείωσε με μιαν υπόσχεση. Αυτή που είχε δώσει στο φινάλε του Μήνα των παγωμένων σταφυλιών:

«… Κάπως έτσι/ που λέτε πάντα έγινε/ κι επέζησα/ και κάθομαι και ιστορώ…/ Μια μέρα λοιπόν…»

Η Κατερίνα όμως δεν την τήρησε.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top