Fractal

Κάτασπρο, σαν το ποτέ και το πάντα

της Νοέλ Μπάξερ // *

 

fractal_summerΚαθυστερούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι χουχουλιάζοντας κάτω από το πάπλωμα. Η ανία τελικά με έσπρωξε να σηκωθώ παρά η όρεξη για την καινούργια μέρα. Άδειες χειμωνιάτικες ώρες είχα μπροστά μου που λίγο-λίγο θα τις γέμιζα με θυμό, αφού εγώ είμαι πλασμένη για μια ζωή γεμάτη μεγάλους έρωτες, κι όχι κενή.

Με αυτή την κακή διάθεση σηκώθηκα και στάθηκα μπρος στο παράθυρο. Άνοιξα τις κουρτίνες μου απότομα, σπρωγμένη από αυτόν τον προοίμιο θυμό. Το θέαμα που αντίκρυσα κοιτάζοντας έξω μού έκοψε την ανάσα! Ξαφνιάστηκα! Παντού τα πάντα ήτανε κάτασπρα, σκεπασμένα με εκτυφλωτικό χιόνι. Και ο κήπος και τα δέντρα και τα χαμηλά κτίσματα πιο πέρα που τα έχω συνηθίσει σκεπασμένα με κισσό και τεμπέλες γάτες. «Πότε το έστρωσε τη νύχτα και δεν κατάλαβα τίποτα» αναρωτήθηκα.

Στεκόμουν σαστισμένη και παρατηρούσα το λευκό τοπίο.

Ακριβώς έτσι στεκόμουν σαστισμένη και παρατηρούσα το λευκό τοπίο και το περασμένο καλοκαίρι, όταν στις διακοπές στο νησί φτάσαμε στο τέλος του ερημικού χωματόδρομου και κοιτάξαμε κάτω στην απότομη πλαγιά. Έτσι κι εκεί, στο νησί, αντικρύσαμε μόνο άσπρο χρώμα. Στα πόδια μας απλωνόταν μια ολόλευκη παραλία, σκεπασμένη πέρα ως πέρα με κάτασπρα βότσαλα λες κι είχε βρέξει ο ουρανός λευκή μπογιά. Εξέπεμπε η παραλία το ίδιο εκτυφλωτικό φως με το χιόνι. Την αφόρητη λάμψη του ακραίου λευκού που το πυροβολεί ο ήλιος.

Τρομαγμένη έκανα ένα βήμα πίσω, μακριά από το παράθυρο. Το θέαμα ήταν αβλαβές, όμως με τρόμαξε το ίδιο κοφτερό εκείνο ξάφνιασμα του περασμένου καλοκαιριού. Το κοινό ακαριαίο σάστισμα. Η παρόμοια εμπειρία. Τότε ήταν μια ερημική παραλία σε ένα νησί. Τώρα το απάτητο χιόνι στο σπίτι μου.

Δεν ήξερα πως το αθώο λευκό χρώμα έχει τη δύναμη να πληγώνει τόσο πολύ. Εμένα μπορούσε και με πλήγωνε βαθιά αφού με ξαναπλήγωσε δεύτερη φορά και τόσο εύκολα. Στις διακοπές πέρσι αυτό δεν το γνώριζα. Είχα τρέξει τότε προς την παραλία λαχταρώντας να πατήσω, να ξαπλώσω, να τριφτώ πάνω στα βότσαλα. Ήθελα να γίνω μέρος του λευκού. Όμοια με το απροσδιόριστο που με τύφλωσε. Γελούσα τότε.

Θλιμμένα κάθησα στο γραφείο μου κι ανόρεχτα έσπρωξα πέρα τα χαρτιά. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το άσπρο βότσαλο που είχα κλέψει από την άσπρη παραλία. «Είναι σαν αβγό στρογγυλό», μου είχε πει γελώντας. «Κοίτα μην το φας και σπάσεις κάνα δόντι».

«Θέλω να έχω κάτι να θυμάμαι για πάντα αυτή τη μέρα, τούτη την παραλία …». «Και σένα», ήθελα να του πω μα δεν το είπα.

«Γιατί για πάντα; Πού θα χωρέσουν τα άλλα που θα σου φέρει η ζωή;».

«Δεν θέλω να μου φέρει άλλα, θέλω εσένα» είχα σκεφτεί μα αυτές δεν ήταν κουβέντες έτοιμες να ειπωθούν. Αντί για απάντηση είχα γυρίσει και ξαπλώσει με την πλάτη πάνω στα βότσαλα. Φλεγόταν το κορμί μου πάνω στις καυτές πέτρες, μαρτυρούσα, ήταν ένα μαρτύριο αυτό, αλλά το προτιμούσα από μια λάθος κουβέντα που θα έσβηνε την άλλη, χειρότερη, κάψα που με έκαιγε.

«Θα καείς» μου είχε πει προφητικά.

«Ας καώ!» του είπα πεισματικά.

Με κοίταξε και του χαμογέλασα. «Τα δόντια σου είναι άσπρα όπως η παραλία. Σαν βοτσαλάκια δείχνουν εδώ», γέλασε κι έσκυψε και τα φίλησε. «Το στόμα σου έχει στεγνώσει από τη ζέστη. Έλα, θα σου δώσω ένα υγρό φιλί» ψιθύρισε στοργικά και με τράβηξε πάνω του.

Το βότσαλο στεκόταν ακόμα απέναντί μου πάνω στο γραφείο. Αμέτοχο. Το έπιασα κι ήταν κρύο. Απογοητεύτηκα. Λυπήθηκα. Θα ήθελα να ήτανε ακόμη ζεστό, να διατηρεί λίγη έστω από την θερμότητα εκείνου του καλοκαιριού. «Να το βάλεις στο γραφείο σου να σου κρατάει τα χαρτιά» μου είχε προτείνει πρακτικά. Δεν το έκανα ποτέ. Είχε δουλειά το βότσαλο, δεν χρειαζόταν άλλη. Θα ήταν εκεί να μου θυμίζει σε όλη μου τη ζωή έναν ανεκπλήρωτο έρωτα.

«Θέλω αυτή η στιγμή να κρατήσει για πάντα», είχα ευχηθεί φωναχτά.

Με είχε ακούσει όλη η παραλία κι αυτός.

«Σκέψου αν δεν ήταν καλή κι ήταν κακή. Σίγουρα τότε δεν θα ήθελες να κρατήσει για πάντα» με είχε ειρωνευτεί κυνικά αλλά γλυκά, σαν να με μαλώνει ένας σοφός. «Δεν υπάρχει το πάντα», συνέχισε να μου εξηγεί. «Τα πάντα ρει, δεν το έχεις πάρει χαμπάρι;» Τον κοίταζα κι ένιωθα πως βούρκωνα. «Ούτε το ποτέ υπάρχει» συμπλήρωσε κι έσκυψε και μου φίλησε απαλά τα μάτια.

«Δεν μπορώ να το πιστέψω, με πονάει πολύ που δέχεσαι έτσι εύκολα, σαν να είναι φυσικό κι αναμενόμενο, πως μια μέρα θα τελειώσει αυτός ο έρωτας και δεν θα ξαναειδωθούμε ποτέ».

«Τι ακριβώς σημαίνει το ποτέ σου; Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό το τελεσίδικο κι οριστικό ποτέ. Πώς προαποφασίζεις εσύ έτσι εύκολα σαν να είναι φυσικό κι αναμενόμενο ότι το ποτέ είναι παντοτινό κι όχι προσωρινό μέχρι νεωτέρας;», με σταμάτησε θυμωμένα. «Είσαι συ η ζωή; Ξέρεις εάν, πότε, ποιοί άνθρωποι και πόσες φορές θα ξανασυναντηθούν στα ερχόμενα πολλά χρόνια της ζωής τους; Εσύ κρατάς τις ανατροπές που από αρχαιοτάτων χρόνων αναποδογυρίζουν τις ζωές των ανθρώπων;» Τον είχα κοιτάξει πληγωμένα κι είχε μαλακώσει στην στιγμή. Συνέχισε, αυτή τη φορά σε άλλον τόνο: «Βρε χαζούλι, πες ότι χωρίσουμε, το αποκλείεις να ξανασυναντηθούμε; Έτσι τα φέρνει η ζωή, δεν το βλέπεις γύρω σου; Κάνει ό,τι γουστάρει κι όχι αυτό που θέλουμε εσύ κι εγώ.» Κατάλαβε πως με στενοχώρησαν τα λόγια του. «…Πού ξέρεις, μπορεί να ξαναβρεθούμε γεροντάκια. Να κάθεσαι στη διπλανή μου πολυθρόνα στον οίκο ευγηρίας! Να σου κάνω κόρτε και να μη με θυμάσαι!» Είχε γελάσει λες κι ήταν αστείο. «Μπορεί το παιδί που θα κάνεις να ερωτευτεί το παιδί που θα κάνω κι αναπάντεχα να βρεθούμε συμπέθεροι!» Είχε γελάσει και με αυτό. Τον κοίταζα, τώρα πλέον φανερά στενοχωρημένη. «Αλήθεια θα σταθείς εμπόδιο στον γάμο της κόρης σου;» με ρώτησε γουρλώνοντας τα μάτια του τάχα με έκπληξη.

Εκείνη την στιγμή τον είχα μισήσει. Αλλά ήταν τόσο κοντά από την αγάπη! Την ίδια ακριβώς εκείνη στιγμή τον είχα αγαπήσει όσο δεν παίρνει. Ήθελα να τσιρίξω από ευτυχία. Είχα όμως πνίξει την παρόρμησή μου σε έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό που τον έφτιαξα να φαίνεται ερωτικός.

Έπιασα το βότσαλο από το γραφείο και το έφερα στο μάγουλό μου. Έτριψα με αυτό τα δάκρυα που τα ένιωθα να κυλάνε στα μάγουλά μου. Κρύφτηκα πίσω από ένα βοτσαλάκι κι έκλαψα πικρά. Όχι θυμωμένα. Σκέτο πικρά. Έχυνα μαύρα δάκρυα πάνω στο λευκό βότσαλό μου. Παρέμενε αμέτοχο, αν και τώρα όχι πια κρύο. Θα ήθελα να μπορούσα να με πείσω, στα ψέματα, πως δεν είχε πάρει την θερμότητά του από το δικό μου σώμα. Το κοίταξα και το περιεργάστηκα. Για χιλιοστή φορά το έκανα, μα τούτη ήταν διαφορετική γιατί έξω από το παράθυρό μου είχε χιόνι, ήταν όλα κάτασπρα και οι νιφάδες έπεφταν βασανιστικά από τον ουρανό σαν επίμονα μικροσκοπικά παγωμένα βοτσαλάκια. Ήταν μήνυμα, ήταν υπενθύμιση, ήταν πόνος.

Έκλεισα τα μάτια σε όλα. Απομονώθηκα κι άκουγα την ανάσα μου. Με συνέφερε η τακτική ρυθμική αναπνοή μου. Ξανάνοιξα τα μάτια μου, ήρεμη. Το βότσαλο με περίμενε στη χούφτα μου. Το ζύγισα εκτιμώντας το βάρος του. «Τόσο ζυγίζει μια χαμένη αγάπη» σκέφτηκα μελοδραματικά, με ίσα μέρη δράμα και περιφρόνηση. Μέσα μου όμως βάραινε ανυπολόγιστα, ένιωθα την καρδιά μου ασήκωτη. Ξανάφερα το βότσαλο κοντά στα μάτια μου και το εξέτασα προσεκτικά. Για χιλιοστή φορά το έκανα κι αυτό. Ήταν άψογο. Ούτε σημαδάκι διέκρινα ούτε φθορά από χτύπημα. Τέλειο, όπως τέλειες λένε πως δείχνουν κι οι νιφάδες του χιονιού στο μικροσκόπιο. Δεν είχε σημάδι το βότσαλό μου. Δυστυχώς, ούτε είχε τίποτα από εκείνον. Μάταια αναζήτησα πάνω στην πέτρα το αόρατο σημάδι του. Έβγαλα την γλώσσα μου και διστακτικά το ακούμπησα, μήπως βρω κάτι στην γεύση. Τίποτα. Απελπισμένα άρχισα να το γλείφω απ’ άκρη σ’ άκρη, το έβαλα σχεδόν ολόκληρο στο στόμα μου, σαν αβγό, άρχισα να το γρατζουνώ με τα άσπρα φιλημένα δόντια μου. Καταλάβαινα πως έκανα κακό στον εαυτό μου.
Πως αυτός ο έρωτας είχε τελειώσει οριστικά και μάταια αναζητούσα ίχνη του.

«Έχει τελειώσει για πάντα» δήλωσα φωναχτά τονίζοντας με ευχαρίστηση το για πάντα. «Δεν θα ξαναϋπάρξει ποτέ» συνέχισα δίνοντας έμφαση στο ποτέ. «Και ναι, δεν θα στεκόμουν εμπόδιο στο γάμο της κόρης μου, βλάκα!»

Κάπου μέσα μου εκείνη μόλις την στιγμή αναγνώριζα πως δεν θα ήμουν στο εξής ο ίδιος άνθρωπος. Όπως τότε στην παραλία είχα επίγνωση πως δεν θα ερωτευόμουν με τον ίδιο τρόπο ποτέ ξανά. Ήταν η ίδια σπάνια στιγμή που βάζει όριο, εκεί που χρειάζεται να χωριστεί το πριν από το μετά. Ήμουν μια απελεύθερη σκλάβα; Η πρωτοΧριστανή που ανακάλυψε την κρυφή πίστη της; Δεν χώραγε γνώση στην στιγμή, αλλά ένας όρκος. Ορκίστηκα στον εαυτό μου πως δεν θα αφήσω να ξεχαστεί αυτή η πολύτιμη, μοναδική, κρυστάλλινη στιγμή ποτέ. Ότι θα τη θυμάμαι πάντα, και ίσως με αυτήν να τελειώσω τη ζωή μου. Δικαίωμά μου να μην την παρατήσω στη λήθη, ούτε να την αφήσω στα χέρια της ζωής. Με τόλμη και θράσος και με άλλη τόση χαιρεκακία και ισχυρογνωμοσύνη την έβαλα στα ακριβά μου «για πάντα» και «ποτέ».

Ήθελα να τσιρίξω και τούτη τη φορά δεν είχα λόγο να προσποιηθώ. Τίποτε δεν με κρατούσε, ούτε συγκρατούσε φυλακισμένο μέσα μου τον ορμητικό χείμαρρο που με παρέσερνε μακριά από την άσπρη παραλία. Ηδονιζόμουν στα καφέ νερά της λάσπης. Τοποθέτησα το βότσαλο στο γραφείο, προσεκτικά πάνω στα χαρτιά. Αυτή πλέον θα ήταν η θέση του. Δουλειά του, να πιέζει χαρτιά κι όχι εμένα. Καθημερινά στο εξής η παρουσία του θα μου θύμιζε τούτη την σπουδαία στιγμή βοηθώντας με έτσι να την διατηρήσω, όπως οι σχολαστικοί κάθε μέρα σώζουν τα αρχεία τους.

Ανάλαφρη επέστρεψα στο κρεβάτι μου, μια και στο παράθυρο ή έξω στον κήπο αδυνατούσα να πάω απειλούμενη από την λευκότητα. Κουκουλώθηκα με το πάπλωμα όπως το πρωί που ξύπνησα. Είχαν μεσολαβήσει από τότε αιώνες κι όχι ελάχιστη ώρα. Δεν ένιωθα ανία τώρα αλλά παροξυσμό και μια τεράστια ώθηση που με κινούσε προς τα μπρος. Τσίριξα από χαρά, στην αρχή δοκιμαστικά και κατόπιν με όλη μου τη δύναμη. Το πάπλωμα κατάπιε το ουρλιαχτό μου, έτσι το πέταξα από πάνω μου κι έτρεξα στο παράθυρο. Το άνοιξα διάπλατα, έβγαλα έξω το κεφάλι μου και το τέντωσα μπρος σαν χελώνα που επιτέλους βγήκε από το καβούκι της. Λουζόμουν με νιφάδες. Με στεφάνωνε το άσπρο, ο παλιός εχθρός μου. Σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα κατάματα την λευκότητα που με είχε αιχμαλωτίσει. Άνοιξα το στόμα μου όσο περισσότερο μπορούσα, ορθάνοιχτο, κι έβγαλα από τα σωθικά μου τη μεγαλύτερη κραυγή που διέθετα. Ταξίδεψε πάνω στην ομαλή επιφάνεια του χιονιού και γλίστρισε μακριά. Ήλπιζα πως ένας ξεθωριασμένος ελάχιστος ήχος από την κραυγή μου θα έφτανε κάποτε ως την άσπρη παραλία του νησιού.

Έβγαλα μια δεύτερη γιγαντιαία κραυγή. Θα ακούστηκε στη γειτονιά σαν βρυχηθμός λιονταριού. Ενός πολύ θυμωμένου λιονταριού.

Ήταν το παρακλητικό κάλεσμα μιας λέαινας για να ζευγαρώσει.

 

noel* Η Νοέλ Μπάξερ γεννήθηκε στην Αθήνα από Βρετανό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Καβάλα. Σπούδασε στην Ελλάδα (Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) και στην Αγγλία (μεταπτυχιακές σπουδές στην Αρχαιολογία). Εργάστηκε στη διαφήμιση και, μετά, ως υπεύθυνη επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων σε ελληνικές επιχειρήσεις. Αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Κείμενά της κοινωνικού προβληματισμού εμφανίζονται τακτικά στο Διαδίκτυο. Έχει εκδώσει μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο Μια φορά και έναν καιρό σήμερα. Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της «Από δρυ παλιά κι από πέτρα», «Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος» και «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top