Fractal

Επαναπροσδιορίζοντας τα όρια υγείας – ασθένειας

Γράφει ο Χρήστος Καζάζης // *

 

Έλενα Χουσνή – “Καταραμένες Πολιτείες”, εκδόσεις Κύφαντα

 

Η νόσος του Hansen είναι μια λοίμωξη, η οποία προκαλείται από το βραδείας ανάπτυξης μυκοβακτηρίδιο της λέπρας. Μπορεί να επηρεάσει το δέρμα, τα νεύρα, τα μάτια και τη μύτη. Αν γίνει έγκαιρη διάγνωση και χορηγηθούν φάρμακα η νόσος θεραπεύεται. Αν δε θεραπευτεί, τότε η βλάβη που προκαλείται στα νεύρα μπορεί να οδηγήσει σε παράλυση και τύφλωση. Κάθε χρόνο προσβάλλονται παγκοσμίως 250.000 άνθρωποι. Παλιά υπήρχε η δοξασία ότι πρόκειται για θανατηφόρο νόσημα που μεταδίδεται πολύ εύκολα, τώρα όμως γνωρίζουμε πλέον ότι είναι δύσκολο να μεταδοθεί και θεραπεύεται εύκολα εφόσον διαγνωσθεί έγκαιρα. Πιστεύεται ότι μεταδίδεται με βήχα και φτέρνισμα, αυτό όμως που πρέπει να τονιστεί είναι ότι για να κολλήσει κανείς απαιτείται παρατεταμένη και στενή επαφή με το άτομο που νοσεί. Η λέπρα δεν κολλάει με χειραψία, αγκαλιά, με το να κάτσει κάποιος δίπλα σε ασθενή ή με το να φάει στο ίδιο τραπέζι μαζί του. Επίσης δεν μεταδίδεται από τη μητέρα στο έμβρυο κατά την εγκυμοσύνη και τέλος δεν μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή. Πάνω από το 95% των ανθρώπων έχουν φυσική ανοσία, οπότε ο κίνδυνος νόσησης είναι εξαιρετικά χαμηλός. Παρόλα αυτά παραμένει μεγάλος βαθμός προκατάληψης οπουδήποτε υπάρχουν ασθενείς. Είναι φανερό ότι η μάχη για την εξάλειψη του στίγματος, όχι μόνο της λέπρας αλλά και νόσων όπως το AIDS ή η φυματίωση, μέσω της εκπαίδευσης πρέπει να συνεχιστεί με αμείωτη ένταση. Το έλλειμα εκπαίδευσης και σωστής ενημέρωσης, ακόμα και ανάμεσα σε επαγγελματίες υγείας, φάνηκε δυστυχώς στο νησί μας και κατά την  πρόσφατη ιστορία με το κρούσμα φυματίωσης, ιστορία η οποία οδήγησε σε αδικαιολόγητο φόβο, και σπασμωδικές κινήσεις που δεν ωφέλησαν κανέναν.

Από την άποψη αυτή οι Καταραμένες Πολιτείες αποτελούν εκπαιδευτικό υλικό, ένα υλικό για προβληματισμό, μια σημαντική προσπάθεια στο να αλλάξει η νοοτροπία αντιμετώπισης τέτοιων θεμάτων στην κοινωνία μας. Η Χουσνή επιστρατεύει για άλλη μια φορά τις ικανότητές της στη λογοτεχνία, οι οποίες μαζί με την ευαισθησία της σχηματίζουν μια ολοκληρωμένη κατάθεση ψυχής. Παρόμοια κατάθεση έκανε και μια άλλη ελληνίδα τη δεκαετία του ’50, η σκηνοθέτης Λίλα Κουρκουλάκου. Αψηφώντας τη «λογική» της εποχής της, γύρισε ταινία για τη ζωή των λεπρών επάνω στη Σπιναλόγκα, με πρωταγωνιστή τον αείμνηστο Ορέστη Μακρή και κομπάρσους ορισμένους από τους ασθενείς που ζούσαν εκεί, προκαλώντας περαιτέρω τα ήθη της εποχής αφού συμπεριέλαβε μια σκηνή, όπου ένα ζευγάρι  ασθενών εμφανίζεται αγκαλιασμένο να κάνει έρωτα. Ανάλογες εικόνες ξεπηδούν και από το μυθιστόρημα της Έλενας, όπου η σύγκρουση του έρωτα με τον θάνατο λαμβάνει επικές διαστάσεις.  Τίποτα δεν είναι δεδομένο στις Ξεχασμένες Πολιτείες, όπου τα τρικούβερτα γλέντια των λεπρών, θυμίζουν τους πολεμιστές που γιορτάζουν πριν τη μεγάλη μάχη, γνωρίζοντας οτι μπορεί να μην επιστρέψουν ζωντανοί.  Το μυθιστόρημα της Χουσνή επαναπροσδιορίζει τις έννοιες ”ζωντανός-νεκρός” και ”άρρωστος – υγιής”. Ποιος είναι περισσότερο ζωντανός, ο λεπρός που ζει στο έπακρο κάθε στιγμή της ζωής του, γνωρίζοντας ότι ο χάρος παραμονεύει στη γωνία, ή η ”υγιής” μάνα που δε διστάζει να  οδηγήσει στο θάνατο το ”άρρωστο” παιδί της, όχι τόσο για να το σώσει από τη λέπρα όσο γιατί η ίδια δεν μπόρεσε να χαρεί, να νιώσει τη ζωή όπως αυτό; Και ποιος είναι πραγματικά άρρωστος, αυτός που έχει πύον και αίματα στο σώμα του ή αυτός που έχει ανίατα έλκη μέσα στην ψυχή του;

Λέει πάλι η Λίλα Κουρκουλάκου μιλώντας για την εμπειρία της στη Σπιναλόγκα – «Με υποδέχτηκαν κάπου πενήντα άνθρωποι και μόλις κατέβηκα και τους έτεινα το χέρι για να τους χαιρετίσω έκαναν πίσω. “Τι φοβάστε, μήπως σας κολλήσω λέπρα;” τους είπα και τα χαμόγελα έσπασαν τον πάγο»…Και είναι να αναρωτιέται κανείς αν οι άνθρωποι αυτοί έκαναν την συγκεκριμένη κίνηση ενστικτωδώς για να μην ”κολλήσουν” τους απέξω ή αν διαισθάνθηκαν κάτι πολύ χειρότερο. Μου θύμισε λίγο τις φυλές στα βάθη της ζούγκλας που δείχνουν μεγάλη δυσπιστία στους απέξω  και μάλλον έχουν δίκιο αφού σε λίγο αποδεκατίζονται από τις αρρώστιες και τις κακές συνήθειες που αυτοί φέρνουν.

 

Έλενα Χουσνή

 

Με παρηγορεί λίγο το γεγονός ότι από μαρτυρίες επιζώντων της εποχής, οι οποίες παρουσιάζονται στο τέλος του βιβλίου, φαίνεται ότι στη Σάμο τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα σε σχέση με τη Σπιναλόγκα. Υπήρχαν κοινωνικές επαφές και συναλλαγές με την τοπική κοινωνία και είχε αναπτυχθεί μια σχέση όπου φαίνεται να είναι όλοι κερδισμένοι. Φυσικά δεν ήταν όλα ρόδινα. Χωρίς αμφιβολία υπήρξαν άνθρωποι  που πήγαιναν αφιλοκερδώς μέσα στο Λεπροκομείο και πρόσφεραν ότι μπορούσαν, χωρίς ανταλλάγματα. Υπήρχαν όμως και σχέσεις που χτίστηκαν χάρη στο χρήμα των κρατικών προνοιακών επιδομάτων- παρόμοιες καταστάσεις βλέπουμε και σήμερα στο νησί μας με άλλο φυσικά πληθυσμό αναφοράς και άλλη μορφή συναλλαγών- η παροχή χρημάτων με παράλληλη απομόνωση και εξαθλίωση όλων αυτών των ανθρώπων είναι σε κάθε περίπτωση ο κοινός παρονομαστής. Η μόνη διαφορά είναι ότι τώρα τα χρήματα δεν περνάνε από απολύμανση.

Η γλώσσα του μυθιστορήματος σε πολλά σημεία θυμίζει το ρυθμικό, λυρικό και δυναμικό λόγο του Καζαντζάκη, όπως τον διαβάζουμε στον Καπετάν Μιχάλη και στο Χριστός ξανασταυρώνεται. Η συγγραφέας βυθίζει βαθειά το νυστέρι στα κοινωνικά αποστήματα μέσα κι έξω από το λεπροκομείο Καρλοβάσου, αφενός μεν σε μια προσπάθεια να τα στηλιτεύσει αφετέρου για να διερευνήσει τα βαθύτερα αίτια που οδηγούν τον άνθρωπο σε απάνθρωπες συμπεριφορές. Πως δηλαδή ξεπετιούνται, όπως λέει ο Καζαντζάκης, οι παμπάλαιοι πρόγονοι – ο τίγρης, ο λύκος, το αγριογούρουνο και πίσω τους οι μαλλιαροί παππούδες από τις σπηλιές του Ψηλορείτη. Στις Καταραμένες Πολιτείες οι μαλλιαροί παππούδες, ο λύκος και ο τίγρης ξεπηδούν από καθωσπρέπει σπίτια, από το γείτονα, από το δάσκαλο, από το γονιό, ακόμα και μέσα από τους θεσμούς.

Η σωματική λέπρα στη χώρα μας έχει εξαλειφθεί, με την ψυχική όμως λέπρα τι γίνεται; Λεπροί δεν υπάρχουν και μάλλον είναι πάλι επίκαιροι οι στίχοι ”Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις”.

 

 

Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου ”Καταραμένες Πολιτείες” στο Βαθύ της Σάμου, τον Ιούλιο του 2018.

 

 

* O Χρήστος Καζάζης γεννήθηκε στην Κω το 1971. Σήμερα ζει και εργάζεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σάμο. Είναι παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top