Fractal

Διήγημα: “Κατάδυση χωρίς εγγυήσεις”

Της Τζίνας Ψάρρη // 

 

 

F11

 

Κοιμόμουν μέχρι που μεσημέριασε για τα καλά, με το κεφάλι χωμένο στα μαξιλάρια. Δεν ήθελα ν’ αφήσω την ψυχρή πραγματικότητα να με παρασύρει μακριά απ’ τ’ όνειρο. Δεν είχα απόλυτο έλεγχο στη νέα κατάσταση που είχε δημιουργηθεί κι αυτό με εξόργιζε. Πάντα ήθελα να σχεδιάζω κάτι ως την παραμικρή λεπτομέρεια, όχι να βασίζομαι στον νόμο των πιθανοτήτων. Δεν είχα καμία εμπιστοσύνη στην αόριστη, απρόβλεπτη τύχη. Έξω απ’ το παράθυρο, τα σπουργίτια το μόνο που κατορθώνουν είναι να μου δηλώνουν την εκνευριστική μονοτονία τους. Μια υγρή αύρα που μύριζε βροχή και λουλούδια, σπρώχνει απαλά την κουρτίνα. Νιώθω την ανακούφιση στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλά μου. Παρά το ανοιχτό παράθυρο, το δωμάτιο μού φαίνεται αποπνικτικό. Δεν φυσά πια. Τα φύλλα δεν σαλεύουν, τα λουλούδια της πικροδάφνης, ακίνητα με φόντο έναν αλλόκοτα σκοτεινό ουρανό. Όλη αυτή η ηρεμία είναι δοκιμασία για τα νεύρα μου. Από κάπου μακριά φτάνει στ’ αυτιά μου ένα τσιριχτό γέλιο. Ευτυχώς. Πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι η φύση έχει συνωμοτήσει εναντίον μου, μ’ ένα είδος πλαστής ευπρέπειας.

Είπα να δοκιμάσω μια βόλτα στην αγαπημένη μας θάλασσα, μόνη αυτή τη φορά. Θέλω να την ρωτήσω αν τα ναυάγια οφείλονται σε λάθος χειρισμό ή αν μέχρι εκεί αντέχει το σκαρί. Πήγα, αν και δεν ήμουν καθόλου σίγουρη αν αυτή μου η απόφαση θα έφερνε τη γαλήνη που αποζητούσα. Η παραλία δεν με δελεάζει πια, αφού δεν έχω με ποιον να την μοιραστώ. Οι γλάροι δεν με παρασύρουν σε ονειροπολήσεις, απλά πεταρίζουν ανάμεσα στις σκέψεις μου. Ήταν σαν να είχε γυρίσει σελίδα μια ολόκληρη ζωή και η επόμενη να είναι άδεια, απογοητευτική. Έπρεπε ν’ αλλάξω ορίζοντα, χωρίς να κάψω τη γέφυρα που με κρατούσε ενωμένη με την θαλπωρή του οικείου. Είχε φτάσει η στιγμή των απόλυτων προτεραιοτήτων. Μήνες τώρα, μια εκκολαπτόμενη οργή θάμπωνε την ορθή κρίση μου κι άφηνε την πικρία να παίρνει το πάνω χέρι. Τα πόδια μου μουδιάζουν, σαν να μην κρατούν το βάρος του κενού, ένα παράδοξο είδος απώλειας που κατατρώει τις σάρκες μου, βαραίνει τα γόνατα, να τα λυγίσει. Ξύλο αργασμένο απ’ την αλμύρα βοηθά τα βήματά μου, τύχη που βρέθηκε στον δρόμο μου. Φρέσκος αέρας είναι αυτό που μου κοκκινίζει τα μάγουλα, όχι οργή.

“Γιατί την αγαπάς τόσο τη θάλασσα”; τον είχα ρωτήσει την πρώτη φορά που με έφερε σε τούτη εδώ την ίδια παραλία.

“Έχει δύναμη το νερό. Σαν θέλει αυτό, τον ανοίγει τον δρόμο και παρασέρνει ό,τι βρει στο διάβα του. Ως και την πέτρα λιαίνει. Η αθόρυβη δύναμή της επουλώνει. Δεν είναι το σώμα μου που την αναζητά αλλά το μυαλό μου, κάθε αγνάντεμα και μια ανάσα. Εδώ που ερωτεύτηκα, που ξέσπασα, που παραμέρισα, που συνομίλησα με τις σιωπές. Η θάλασσα μέσα μου, το παράθυρο στον κόσμο. Απόλυτη και μοναδική πληρότητα, οξυδερκής και αεικίνητη. Σαν αιώνιο όνειρο καλοκαιρινής νύχτας”.

Αφήνω το σώμα μου να πέσει στην υγρή άμμο, αδιαφορώντας για την ψύχρα που με διαπερνά. Μικρά ναρκοπέδια που εκρήγνυνται οι στιγμές μας, κάθε φορά που πάω να τις πλησιάσω. Το βλέμμα μου αγκαλιάζει τη σβελτάδα των κυμάτων που ψαχουλεύουν ασταμάτητα την επιφάνεια του νερού. Νιώθω την ακατανίκητη ανάγκη να την μιμηθώ. Σάμπως κι εμείς οι άνθρωποι από νερό δεν είμαστε φτιαγμένοι; Ή μήπως δεν μας αρέσει να σκαλίζουμε την επιφάνεια προσπαθώντας να βρούμε τι κρύβεται από κάτω; Στο μυαλό μου έρχεται μια εικόνα του, μια διαφορετική βόλτα μας στη θάλασσα, χρόνια πριν. Ήταν καλοκαίρι τότε και τίποτα δεν ήταν πιο σημαντικό απ’ αυτό. Με τα μάτια του νου, τον βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου, το θαλασσινό νερό κυλά στο στέρνο του και το κάνει να λαμπυρίσει κάτω από τον καυτό ήλιο. Τινάζει τα υγρά τσουλούφια προς τα πίσω, με μια κίνηση ολόδική του, την ίδια κάνει μέχρι σήμερα. Πόσο γαληνεμένη ήταν η μορφή του τότε! Με πόσα χρώματα ζωγράφιζε η ευτυχία στο πρόσωπό του!

Αρχίζω να θρηνολογώ μουρμουρίζοντας, ώσπου ξεσπώ επιτέλους σε αναφιλητά ανακούφισης. Αφήνω το σώμα μου να παραδοθεί στο χαλαρό τελείωμα της μέρας, μέχρι το σκοτάδι να με τυλίξει προστατευτικά. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο μέρος που βρίσκομαι, να μην σκέφτομαι τις αποφάσεις μου και μετανιώνω. Εγώ θα ορίσω τον δρόμο της ζωής μου, αυτόν που βλέπω, ό,τι χαίρομαι τώρα και ό,τι μίσησα τότε. Και θα το σεβαστώ το “θα” της θάλασσας. Θα το υποδεχτώ μέσα μου όπως του πρέπει και θα της ψιθυρίσω λόγια αγάπης, ξέρει εκείνη. Θα τα ταξιδέψει μακριά με σιωπή κραυγαλέα και θα τ’ ακουμπήσει τρυφερά σ’ όσες ακρογιαλιές είναι άξιες να τα καλοδεχτούν. Και θα παραμείνω αιώνια ευγνώμων για το αγνό λευκό της αλήθειας στην άκρη κάθε κύματος. Ένα έπος του Γκιγκλαμές όλες οι θάλασσες που διάλεξα να διασχίσω, κήποι ολάνθιστοι και πηγάδια βαθιά. Κάθε που βοριάς αναγκάζει θολή αλισάχνη να ανασταίνεται με δύναμη από τα βράχια, θα κλείνω το στόμα και τα μάτια και θα περιμένω να περάσει η φουρτούνα. Γιατί θα περάσει, θα έρθει η στιγμή της νηνεμίας. Η θάλασσα μέσα μου πια, μεγάλη σαν τις προσδοκίες μου. Επιθυμία και φόβος μαζί. Επίμονα διαβρωτική, πάντα να προσκαλεί σε κατάδυση χωρίς εγγυήσεις. Θάλασσα γοργόνα και μέδουσα μαζί, λύτρωση και κίνδυνος. Χρώμα απροσδιόριστο σαν τις διαθέσεις μου, ακάματη ροή σαν τη ζωή μου. Σαν να τονίζει τις παραλείψεις μου, να ευτελίζει τις μικρότητες και να πληγώνει θανάσιμα την αλαζονεία. Όταν με ύβρη απαντάς στις ευλογίες σου, η απάντηση που θα έρθει, θα έχει τη μυρωδιά της νέμεσης που κρατά σε ισορροπία όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις.

Κοιτάζω με νιόφερτη περιέργεια γύρω μου. Ο δρόμος πίσω μου, έρημος. Ένας αλήτης σκύλος με τεντωμένα αυτιά, ξύνεται πάνω σ’ ένα σκουριασμένο σίδερο. Το είχα ήδη αποδεχτεί: υπάρχουν και αυτοί οι άνθρωποι. Αυτοί, που ορισμένες φορές, το μόνο που μένει να κάνουν είναι ν’ αποδράσουν από την ίδια τους τη ζωή. Ο έρωτας θα φύγει κάποτε. Αν όμως το σκάσει η αγάπη απ’ το παράθυρο, αν μεταμορφωθεί σε ανιαρή σύμβαση αδιάφορης συγκατοίκησης, τότε, είκοσι χρόνια γάμου βαραίνουν τους ώμους αβάσταχτα. Ορθή ήταν η απόφαση, ο χωρισμός ήρθε από μόνος του τελικά, κάπως σαν ακάλεστος. Ξαφνικά, αποζήτησα τον ήλιο. Ακόμα κι αν με ταλάνιζε η κάψα του, φως θα έριχνε.

Πριν επιστρέψω στην γνώριμη ασφάλεια του σπιτιού μου, ανάγκασα την καρδιά μου να επαναλάβει μετά από μένα: Αν κάποιος βρεθεί να πει πως η αγάπη σου τον πνίγει, εύκολη είναι η απάντηση: θα μάθεις ν’ αγαπάς μόνο εκείνους που ξέρουν να κολυμπούν και σε βαθιά νερά.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top